ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 370/2016)
13 Μαρτίου, 2025
[MAΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΡΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείων
ν.
Μ & Α ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΛΤΔ
Εφεσίβλητης
_________________
Α. Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μ. Γεωργίου (κα) για Λεωνίδα Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη.
_________________
MAΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Ο εφεσείων με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αξίωσε εναντίον της εφεσίβλητης, η οποία τον εργοδοτούσε ως οδηγό φορτηγού για τη μεταφορά χωματουργικών υλικών, αποζημιώσεις συνεπεία δυστυχήματος που υπέστη στις 27.6.2009 σε εργοτάξιο της τελευταίας, καθ΄ όν χρόνο αυτός εκτελούσε καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί από αυτήν.
Για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το δυστύχημα, θα παραθέσουμε αυτολεξεί τα όσα ο εφεσείων είχε δικογραφήσει στην ΄Εκθεση Απαίτησης του:
«3. Κατά ή περί την 27/06/2009 ο Ενάγοντας είχε μεταβεί με οδηγίες των εναγομένων σε εργοτάξιο στην Χά - Ποτάμι με σκοπό να μεταφέρει χωματουργικά υλικά. Στο συγκεκριμένο εργοτάξιο οι εναγόμενοι είχαν στείλει άλλα 3 φορτηγά οχήματα για τον ίδιο σκοπό. Όταν έφτασαν στο εργοτάξιο, το πρώτο φορτηγό όχημα που οδηγείτο από συνάδελφο του ενάγοντα, ξεφόρτωσε το υλικό που μετέφερε σε σημείο που του υποδείχθηκε και στη συνέχεια μετακίνησε το φορτηγό του και το στάθμευσε σε άλλο παρακείμενο σημείο του εργοταξίου. Εκείνη τη στιγμή το δεύτερο φορτηγό όχημα το οποίο οδηγούσε ο Ενάγοντας πλησίασε το σημείο που του υποδείχθηκε για να ξεφορτώσει. Ο Ενάγοντας άφησε το όχημα του ξεκινημένο αφού πρώτα ασφάλισε τα φρένα για να μην μπορεί να μετακινηθεί και ανέβηκε στο πάνω μέρος του φορτηγού, ήτοι την κάσια, για να μετακινήσει το κάλυμμα το οποίο τοποθετείται όταν το φορτηγό κινείται σε δημόσιους δρόμους.
Την ίδια χρονική στιγμή, προσέγγισε το σημείο που θα ξεφορτώνονταν το υλικό και το τρίτο φορτηγό όχημα των εναγομένων. Ο οδηγός του πρώτου φορτηγού οχήματος, βλέποντας το τρίτο φορτηγό να προσεγγίζει και χωρίς να αντιληφθεί που βρισκόταν εκείνη την στιγμή ο Ενάγοντας, μπήκε στη θέση του οδηγού για να το μετακινήσει. Ο Ενάγοντας όταν αντιλήφθηκε ότι το φορτηγό όχημα άρχισε να μετακινείται υπέθεσε ότι υπήρξε κάποιο πρόβλημα στο σύστημα πέδησης του οχήματος του, αφού από την θέση που βρισκόταν δεν μπορούσε να δει ότι κάποιος βρισκόταν μέσα στο όχημα του. Τότε ο ενάγοντας στην προσπάθεια του να κρατηθεί και/ή να κατέβει έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος με αποτέλεσμα να υποστεί σωματικές βλάβες.»
Ο εφεσείων καταλόγισε ευθύνη στην εφεσίβλητη, αφού θεωρούσε πως το δυστύχημα οφειλόταν στην αποκλειστική αμέλεια της και/ή στην παράβαση των εκ του Νόμου και Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων της. Στο δικόγραφο του είχε παραθέσει σχετικές λεπτομέρειες, τις οποίες δεν χρειάζεται να παραθέσουμε στην παρούσα υπόθεση.
Η εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το δυστύχημα. Ήταν η δικογραφημένη της θέση, πως για τον τραυματισμό του εφεσείοντα ευθυνόταν ο ίδιος και/ή ο έτερος οδηγός, εργοδοτούμενος της. Mάλιστα, είχε δικογραφήσει συγκεκριμένες λεπτομέρειες αμέλειας και για τον έτερο οδηγό, εργοδοτούμενο της, ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, πως αυτός «Παρέλειψε και/ή αμέλησε να ακολουθήσει και/ή να εφαρμόσει συγκεκριμένες οδηγίες των Εναγομένων αναφορικά με την εκτέλεση της εργασίας και/ή με δική του πρωτοβουλία μετακίνησε το φορτηγό όχημα το οποίο χειριζόταν ο Ενάγων χωρίς να λάβει οδηγίες από την Εναγόμενη εταιρεία». Με άλλα λόγια, ήταν επίδικο θέμα και η τυχόν ευθύνη του έτερου εργοδοτούμενου, για τον οποίο η εφεσίβλητη είχε επιφυλάξει το δικαίωμα της να δρομολογήσει διαδικασία τριτοδιαδίκου εναντίον του, αντιλαμβανόμενη προφανώς πως υπήρχε περίπτωση, στο πλαίσιο εκδίκασης της αγωγής, να ευθύνεται και να είναι υπόλογη για τις πράξεις ή παραλείψεις του τη δεδομένη χρονική στιγμή, δικαίωμα που τελικά δεν άσκησε.
Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής κατέθεσαν μάρτυρες, τόσο εκ μέρους του εφεσείοντα (είχε καταθέσει και ο ίδιος), όσο και εκ μέρους της εφεσίβλητης. Η τελευταία είχε καλέσει ως μάρτυρα υπεράσπισης τον έτερο εργοδοτούμενο της (Μ.Υ.1), τον οποίο, στο δικόγραφο της, ως ελέχθη, θεωρούσε επίσης υπεύθυνο για τον τραυματισμό του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε και αξιολόγησε μόνο τη μαρτυρία που αφορούσε στις περιστάσεις του δυστυχήματος, βρήκε πως ο τραυματισμός του εφεσείοντα έλαβε χώρα, ως η δικογραφημένη του θέση. Αυτό δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε ούτε πρωτόδικα αλλά ούτε και ενώπιον μας. Ούτε βεβαίως αμφισβητείται ότι ο εφεσείων δεν είχε οιανδήποτε ευθύνη για τον τραυματισμό του συνεπεία του επίδικου δυστυχήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά βρήκε πως αυτός που είχε την αποκλειστική ευθύνη για τον τραυματισμό του εφεσείοντα, ήταν ο έτερος οδηγός, εργοδοτούμενος της εφεσίβλητης (Μ.Υ.1), για τον οποίο σημείωσε τα ακόλουθα:
«Η ενέργεια του Μ.Υ.1 να εισέλθει στο φορτηγό του Ενάγοντα και να το οδηγήσει ενώ ο Ενάγων βρισκόταν πάνω στην κάσια του φορτηγού και ασχολείτο με το ξετύλιγμα του σκέπαστρου ήταν αναμφίβολα μια επικίνδυνη ενέργεια. Ενείχε τον κίνδυνο ο οποίος και υλοποιήθηκε στην υπό εξέταση περίπτωση όπως ο Ενάγων ένεκα της κίνησης του φορτηγού χάσει την ισορροπία του, πέσει στο έδαφος και τραυματιστεί.
[.]
Το λογικό και αναμενόμενο σε μια τέτοια περίπτωση ήταν όπως ο Μ.Υ.1 προτού εισέλθει εντός της καμπίνας του οδηγού του Ενάγοντα προειδοποιούσε κατάλληλα τον Ενάγοντα ώστε να εφιστήσει την προσοχή του Ενάγοντα στην προτιθέμενη ενέργεια του να εισέλθει εντός της καμπίνας του φορτηγού του Ενάγοντα και το μετακινήσει ή να φρόντιζε να υπάρχει συνεννόηση μεταξύ αυτού και του Ενάγοντα και με τρόπο ώστε ο κίνδυνος που υπήρχε να εξουδετερωνόταν.»
Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, αφού βρήκε πως η εφεσίβλητη/εργοδότρια δεν είχε ευθύνη. Παραθέτουμε το σχετικό σκεπτικό από την πρωτόδικη απόφαση:
«Το ερώτημα, όμως, που τίθεται επί τάπητος είναι το εξής: ήταν εύλογα προβλεπτό ότι ένας οδηγός θα εισερχόταν στην καμπίνα του οδηγού ενός άλλου φορτηγού και θα το μετακινούσε βάζοντας την όπισθεν χωρίς να προειδοποιήσει κατάλληλα τον οδηγό του φορτηγού γι΄ αυτή του την ενέργεια και ενώ γνώριζε ότι ο οδηγός του φορτηγού βρισκόταν πάνω στην κάσια του φορτηγού; Ώστε η Εναγόμενη όφειλε ή είχε υποχρέωση να προστατέψει τον Ενάγοντα με το να λάβει τα κατάλληλα μέτρα; Ή ήταν ένας μη προβλεπτός κίνδυνος για τον οποίο η Εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση να λάβει οποιαδήποτε μέτρα προς εξάλειψη του για σκοπούς προστασίας του Ενάγοντα; Κρίνω πως η ευθύνη της Εναγόμενης δεν θα πρέπει να κριθεί in abstracto αλλά στην βάση των πραγματικών γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης. Και φρονώ πως η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι αρνητική.
[.]
Φρονώ πως η Εναγόμενη ανέμενε όπως ο Μ.Υ.1 συμπεριφερόταν με τρόπο υπεύθυνο και όχι με τον τρόπο με τον οποίο αυτός εν τέλει συμπεριφέρθηκε.
[.]
Ο εργοδότης δέον να θεωρεί ότι οι υπάλληλοι του θα συμπεριφερθούν με τον δέοντα τρόπο ή ότι δεν θα συμπεριφερθούν με τρόπο επικίνδυνο ή που ενδέχεται να προκαλέσει ζημιά στους συναδέλφους τους.
[.]
Η αποφασιστική αιτία του επίδικου ατυχήματος ήταν η έλλειψη συντονισμού στις κινήσεις των δύο οδηγών για τον οποίο συντονισμό όφειλε να είχε προνοήσει ο ίδιος ο Μ.Υ.1 αφ΄ ης στιγμής ο Ενάγων δεν γνώριζε για την προτιθέμενη ενέργεια του Μ.Υ.1 και όχι η Εναγόμενη η οποία δεν είχε λόγο να προβλέψει ότι ο Μ.Υ.1 θα συμπεριφερόταν με τον πλέον επικίνδυνο και ανορθόδοξο τρόπο με τον οποίο αυτός συμπεριφέρθηκε.
[.]
Υπό το φως των πιο πάνω και στη βάση της κατάληξη μου ότι ο κίνδυνος δεν ήταν προβλεπτός ακολουθεί ότι η Εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση να λάβει οποιαδήποτε μέτρα προς αποφυγή του κινδύνου αυτού ή ότι παρέβη την υποχρέωση της να παρέχει στον Ενάγοντα ασφαλές σύστημα εργασίας. Συναφώς κρίνω ότι η Εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση να προειδοποιεί τους υπαλλήλους της ότι πριν εισέλθουν εντός του φορτηγού άλλου οδηγού/συναδέλφου τους και ενώ γνωρίζουν ότι ο τελευταίος βρίσκεται πάνω στην κάσια του φορτηγού του οφείλουν να καταστήσουν σε αυτόν γνωστή την πρόθεση τους να οδηγήσουν το εν λόγω φορτηγό και να προειδοποιήσουν κατάλληλα τον οδηγό για την προτιθέμενη ενέργεια τους να οδηγήσουν το φορτηγό του. Σε μια τέτοια περίπτωση οι εργοδότες θα κρίνονταν υπόλογοι αμέλειας για τον λόγο ότι δεν προειδοποιούν ή δεν δίνουν οδηγίες στους υπαλλήλους τους για το αυτονόητο. Δεν θεωρώ, όμως, ότι αυτό είναι το απαύγασμα της νομολογίας.»
Ο εφεσείων διαφωνεί ριζικά με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εξού και η καταχώριση εκ μέρους του της υπό εκδίκαση έφεσης. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης διατείνεται ότι:
«Με δεδομένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που συνοψίζεται στις τελευταίες τρεις σελίδες της απόφασης του, ότι δηλαδή ο υπάλληλος των Εναγομένων, Μ.Υ.1 Χρήστος Πασχόπουλος, ενήργησε αμελώς και επικίνδυνα αφού ενώ γνώριζε ότι ο Ενάγοντας βρισκόταν πάνω στην κάσια του φορτηγού του και προσπαθούσε να μετακινήσει το κάλυμμα της, εισήλθε στην καμπίνα του φορτηγού του Ενάγοντα, μπήκε στη θέση του οδηγού και βάζοντας την όπισθεν, χωρίς να προειδοποιήσει καθόλου τον Ενάγοντα, μετακίνησε το φορτηγό, γεγονός που προκάλεσε τον Ενάγοντα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο έδαφος, το Δικαστήριο λανθασμένα δεν επέρριψε στους Εναγόμενους πλήρη ευθύνη για τις πράξεις του Μ.Υ.1 και γενικά για το επίδικο εργατικό ατύχημα.»
Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου, καταγράφονται και τα ακόλουθα:
«. Περαιτέρω, ένας εργοδότης ευθύνεται εκ προστήσεως για τις αμελείς πράξεις και /ή παραλήψεις των υπαλλήλων του, όταν αυτές τελούνται στα πλαίσια της εργασίας τους κατά την απασχόληση τους, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου θύματα των εν λόγω πράξεων ή παραλήψεων είναι άλλοι υπάλληλοι του εργοδότη, συνάδελφοι του αδικοπραγίσαντος. Επομένως, οι Εναγόμενοι ευθύνονται, ως εργοδότες του, για τις αμελείς πράξεις και παραλείψεις του Μ.Υ.1 που τελέστηκαν στα πλαίσια της απασχόλησης του στο επίδικο εργοτάξιο, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, π.χ. ότι οι εν λόγω πράξεις ήταν εύλογα προβλεπτές.»
Θα αφήσουμε για λίγο τον τέταρτο λόγο έφεσης, για να παραθέσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο «παρέλειψε να αναφερθεί στην απόφαση του σε αριθμό μαρτύρων που κατέθεσαν τόσο για τον Ενάγοντα όσο και για τους Εναγόμενους, παρέλειψε να προβεί σε αναφορά και ανάλυση μεγάλου και ουσιαστικού, υπό το φως των επιδίκων θεμάτων, μέρους της μαρτυρίας, αγνοώντας εντελώς τέσσερις μάρτυρες του Ενάγοντα και ένα μάρτυρα των Εναγομένων». Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, καταγράφονται τα ακόλουθα:
«2. Το Δικαστήριο στις δύο τελευταίες παραγράφους της σελίδας 3 της απόφασης του, αφού προηγουμένως αναφέρεται στις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, αναφέρει τα εξής:
«Για την πλευρά της Ενάγουσας κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, ο Ενάγων (ΜΕ 1) και ο Ανδρέας Αργακιώτης (ΜΕ 5). Για την πλευρά της Εναγόμενης κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, ο Χρήστος Πασχόπουλος (ΜΥ 1), ο Ματθαίος Αναστάση (ΜΥ 3) και ο Γιώργος Κατσονούρης (ΜΥ 4).
Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή τους πιο πάνω μάρτυρες ενόσω έδιναν μαρτυρία ενώπιόν μου και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.»
3. Στην συνέχεια, αρχίζοντας από την 2η παράγραφο της σελίδας 4 της απόφασης του και τελειώνοντας περί το μέσο της σελίδας 16, το δικαστήριο καταπιάστηκε με το τι κατέθεσε ο Ενάγοντας. Από το μέσο της σελίδας 16 της απόφασης μέχρι το μέσο της σελίδας 21, το δικαστήριο καταπιάστηκε με το τι κατάθεσε ο 5ος μάρτυρας για τον Ενάγοντα. Καμιά άλλη αναφορά στην απόφαση για τους υπόλοιπους μάρτυρες του Ενάγοντα, Μ.Ε.2, Μ.Ε.3, Μ.Ε.4 και Μ.Ε.6.
4. Από το μέσο της σελίδας 21 της απόφασης μέχρι το μέσο της σελίδας 27, το δικαστήριο καταπιάστηκε με το τι κατάθεσε ο 1ος μάρτυρας για τους Εναγόμενους. Από το μέσο της σελίδας 27 της απόφασης μέχρι το μέσο της σελίδας 37, το δικαστήριο καταπιάστηκε με το τι κατάθεσε ο 3ος μάρτυρας για τους Εναγόμενους. Από το μέσο της σελίδας 37 της απόφασης μέχρι το τέλος της σελίδας 42 το δικαστήριο καταπιάστηκε με το τι κατάθεσε ο 4ος μάρτυρας για τους Εναγόμενους. Καμία άλλη αναφορά στην απόφαση για τον 2ο μάρτυρα των Εναγομένων.
[.]
8. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προκείμενη υπόθεση όχι μόνο δεν ανέλυσε τη μαρτυρία των ιατρών που παρουσίασαν οι δύο πλευρές, αλλά ούτε καν αναφέρθηκε σ΄ αυτή.»
Tα πιο πάνω επιβεβαιώνονται πλήρως τόσο από το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, όσο και από το περιεχόμενο των πρακτικών που είχαν τηρηθεί. Ο εφεσείων δεν εισηγείται ότι υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας ως η εφεσίβλητη προσεγγίζει με το περίγραμμα αγόρευσης της τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, και μάλιστα με παραπομπή στη Στυλιανίδη ν. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056.
Οι ιατροί (Μ.Ε.3, Μ.Ε.4, Μ.Ε.6 και Μ.Υ.2), ήταν μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν σε σχέση με τις σωματικές βλάβες και την κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα. Η μαρτυρία της Μ.E.2, Λειτουργού στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφορούσε στην ημερομηνία εργοδότησης του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη και στον καταβλητέο μισθό του.
Εικάζουμε πως ο λόγος που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να παραθέσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων, ήταν γιατί κατέληξε πως έπρεπε να απορρίψει την αγωγή επειδή έκρινε πως ο εφεσείων δεν είχε αποδείξει την ευθύνη. Λέμε εικάζουμε γιατί στην πρωτόδικη απόφαση, δεν καταγράφεται οτιδήποτε για την πιο πάνω παράλειψη. Ωστόσο, η μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων δεν φαίνεται, αλλά ούτε και μας υπεδείχθη, ότι είχε οιανδήποτε σχέση με την ευθύνη.
Όμως ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, πως ακόμη και σε τέτοια περίπτωση, το εκδικάζον πρωτόδικο Δικαστήριο θα πρέπει να προβαίνει σε αξιολόγηση και της μαρτυρίας που αφορά στις αποζημιώσεις, αποφασίζοντας και αυτό το θέμα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι έκρινε ότι ο διάδικος δεν απέδειξε ευθύνη. Δυστυχώς, εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφήρμοσε και δεν ακολούθησε τις πιο πάνω υποδείξεις. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ανατραπεί η πρωτόδικη κρίση σε σχέση με την ευθύνη, τίθεται, δυστυχώς, θέμα επανεκδίκασης της αγωγής, σε σχέση με το θέμα των αποζημιώσεων. Και όλα αυτά σε μίαν υπόθεση, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερη καθυστέρηση στην εκδίκαση της.
Επανερχόμαστε στον τέταρτο λόγο έφεσης. Πράγματι, ως ο εφεσείων διατείνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο η εφεσίβλητη εργοδότρια θα μπορούσε εν προκειμένω να ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνη για την συγκεκριμένη ενέργεια και συμπεριφορά του εργοδοτούμενου της (Μ.Υ.1), συνεπεία της οποίας αδιαμφισβήτητα ο εφεσείων τραυματίστηκε. Το περιεχόμενο των δικογράφων επέτρεπε κάτι τέτοιο.
Στην Ποταμίτης κ.ά. ν. Ιωάννου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 479, επαναλαμβάνεται ότι:
«Η εκ προστήσεως ευθύνη προσώπου για τις συνέπειες αστικού αδικήματος που διαπράττεται από άλλο πρόσωπο ρυθμίζεται από το άρθρο 13 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Εκ προστήσεως ευθύνη φέρει ο εναγόμενος για τις πράξεις άλλου προσώπου όταν (α) αυτές εξουσιοδοτούνται ή επικυρώνονται, ή (β) συνιστούν πράξεις εργοδοτουμένου (υπηρέτη) στο πλαίσιο της εργασίας του.
Συνοπτικά, εκ προστήσεως ευθύνη, βάσει του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου περιορίζεται σε πράξεις αντιπροσώπου ή υπηρέτη κάτω από τους όρους που θέτει το άρθρο 13. Συνάγεται από την πρωτόδικη απόφαση ότι κατά το χρόνο διάπραξης του αστικού αδικήματος της αμέλειας από το γιο του εφεσείοντα, ότι ο οδηγός ενεργούσε είτε ως αντιπρόσωπος ή ως εργοδοτούμενος του πατέρα του.»
Ο τόπος και ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα η ενέργεια ή η παράλειψη, είναι ουσιώδεις παράγοντες, μεταξύ πολλών άλλων, για να αποφασιστεί κατά πόσο συγκεκριμένες ενέργειες ή παραλείψεις εργοδοτούμενου λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της εργοδότησης του. Με άλλα λόγια, για να αποφασιστεί το πιο πάνω, λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιβάλλουσες περιστάσεις. Εν προκειμένω, από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη, προέκυπτε ότι:
(α) Η οδήγηση/μετακίνηση του φορτηγού από τον Μ.Υ.1, όχι μόνο δεν έλαβε χώρα για εξυπηρέτηση δικών του σκοπών/συμφερόντων, αλλά ήταν στενά συνδεδεμένη με τα καθήκοντα που η εφεσίβλητη είχε αναθέσει τόσο στον εφεσείοντα όσο και στον Μ.Υ.1. Αφορούσε στη μεταφορά και εκφόρτωση χωματουργικών υλικών, καθήκοντα που είχαν ανατεθεί και στους δύο στο πλαίσιο της εργοδότησης τους.
(β) Η οδήγηση/μετακίνηση του φορτηγού από τον Μ.Υ.1 έλαβε χώρα σε εργοτάξιο της εφεσίβλητης και μάλιστα σε χρόνο κατά τον οποίο οι δύο πιο πάνω εργοδοτούμενοι της εκτελούσαν καθήκοντα που η ίδια τους είχε αναθέσει, και
(γ) Η οδήγηση/μετακίνηση του φορτηγού από τον Μ.Υ.1 εντός του εργοταξίου, ήταν ενέργεια που η εφεσίβλητη επέτρεπε.
Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγουμε πως ο Μ.Υ.1 ενήργησε στο πλαίσιο της εργοδότησης του (acting in the course of his employment) και στο πλαίσιο αυτής, επέδειξε αμέλεια, συνεπεία της οποίας τραυματίστηκε ο εφεσείων. Επρόκειτο για πράξη που τελέστηκε από τον Μ.Υ.1, υπηρέτη της εφεσίβλητης, κατά την εκτέλεση των συνήθων και συναφών με την απασχόληση του καθηκόντων (Χριστοφή κ.ά. ν. Thera Owners Committee (2007) 1(A) A.A.Δ. 512, 516). Όπως και στην υπόθεση Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Παρούτη (1998) 1 Α.Α.Δ. 145, τα γεγονότα εν προκειμένω απεδείκνυαν πολύ περισσότερα στοιχεία για την εκ προστήσεως ευθύνη, από αυτά που η νομολογία παραθέτει (Tsiopanis v. Avraam (1978) 1 C.L.R. 27). Για την εκ προστήσεως ευθύνη του εργοδότη, σχετική είναι και η Γιώργος Χαϊλής ν. Ελευθέριου Σταύρου, Πολ. Αίτηση Αρ. 380/2014, ημερ. 4.5.2023, ECLI:CY:AD:2023:A187, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, όπου λέχθηκε ότι:
«Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε πως η εκ προστήσεως ευθύνη μπορεί να εκληφθεί ότι αποτελεί μια μορφή αυστηρής ευθύνης, εφόσον είναι η ευθύνη που βαραίνει τον εργοδότη έναντι τρίτων προσώπων για τις πράξεις ή παραλείψεις των εργοδοτουμένων τους οι οποίες τελέστηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ακόμη και εάν δεν εξουσιοδοτήθηκαν από τον εργοδότη (Dubai Aluminium Co Ltd v. Salaam (2003) 2 AC 366).»
Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος. Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης. Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία απερρίφθη η αγωγή, παραμερίζεται. Με δεδομένο ότι δεν τίθεται θέμα συντρέχουσας αμέλειας του εφεσείοντα, η εφεσίβλητη κρίνεται εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για το επίδικο δυστύχημα.
Ως ελέχθη, όχι μόνο ελλείπει η πρωτόδικη δικαστική κρίση σε σχέση με τις αποζημιώσεις, αλλά ούτε καν παράθεση της σχετικής μαρτυρίας υπάρχει.
Δυστυχώς, υπό το φως των πιο πάνω, δεν μπορεί να αποφευχθεί η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της αγωγής, από άλλο Δικαστή, σε σχέση με τις αποζημιώσεις, και ως εκ τούτου εκδίδεται σχετική διαταγή.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα, τα οποία καθορίζονται σε €4.000, πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου