ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 365/2015)
5 Μαρτίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
GEOFFREY PENN,
Εφεσείων/Ενάγων,
ΚΑΙ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος.
____________________
Κ. Κουκούνης με Σ. Τηλεμάχου για Γεώργιος Κουκούνης ΔΕΠΕ, για
τον Εφεσείοντα.
Ν. Κυριακίδης με Στ. Κοσιάρη για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τον
Εφεσίβλητο.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία επιμερίστηκε ποσοστό ευθύνης 70% στον Εφεσείοντα-Ενάγοντα και 30% στον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο, για την τροχαία σύγκρουση που επεσυνέβη στις 13.12.2010, στην οδό 1ης Μαΐου, παρά τη διασταύρωση με την οδό Τεύκρου Ανθία στην Ορόκλινη και επεδίκασε υπέρ του Εφεσείοντα €2.051,70, ως αποζημιώσεις για τις υλικές ζημιές που υπέστη, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Ανταπαίτηση που υπεβλήθη από τον Εφεσίβλητο και απορρίφθηκε, δεν προσβάλλεται με αντέφεση και δεν θα απασχολήσει περαιτέρω.
Η τροχαία σύγκρουση επήλθε όταν ο Εφεσίβλητος, ο οποίος οδηγούσε το όχημα του επί της 1ης Μαΐου, στην προσπάθεια του να προσπεράσει το προπορευόμενο όχημα που οδηγούσε ο Εφεσείων, πλησιάζοντας τη διασταύρωση με την οδό Τεύκρου Ανθία, ο τελευταίος άρχισε να κατευθύνεται και να εισέρχεται στην εν λόγω οδό, συγκρούστηκε με αυτό, προκαλώντας του ζημιές στην πίσω δεξιά πόρτα.
Μαρτυρία εκ μέρους του Εφεσείοντα δόθηκε από τον εξεταστή του ατυχήματος, τον ασφαλιστικό αντιπρόσωπο και ιδιοκτήτη της ασφαλιστικής εταιρείας που είχε ασφαλισμένο το όχημα του ο Εφεσείων, τον Εφεσείοντα και ένα εκτιμητή και μηχανολόγο αυτοκινήτων, ενώ εκ μέρους του Εφεσίβλητου κατέθεσε μόνο ο ίδιος ο Εφεσίβλητος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε ότι τα γεγονότα είχαν εξελιχθεί ως ακολούθως:
«Ο Ενάγοντας οδηγούσε το αυτοκίνητό του, με αριθμούς εγγραφής ..., με χαμηλή ταχύτητα στην οδό 1ης Μαΐου, στο χωριό Ορόκλινη, διατηρώντας την μέση της λωρίδας κατεύθυνσής του. Ο Εναγόμενος οδηγώντας το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής ..., τον ακολουθούσε επί της οδού 1ης Μαΐου για κάποια απόσταση. Λόγω του ότι ο Εναγόμενος είχε χάσει την υπομονή του με τον τρόπο που οδηγούσε ο Ενάγοντας αποφάσισε να τον προσπεράσει. Θεωρώντας ότι θα ακολουθούσε την πορεία του ο Ενάγοντας, δηλαδή θα συνέχιζε να κατευθύνεται επί της οδού 1ης Μαΐου, ο Εναγόμενος, ως όφειλε προσπάθησε να τον προσπεράσει από δεξιά. Ενώ ο Εναγόμενος βρισκόταν στην προσπάθειά του να προσπεράσει χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη ο Ενάγοντας ενώ βρισκόταν στην μέση της λωρίδας του επί της οδού 1ης Μαΐου ξαφνικά έστριψε στην οδό Τεύκρου Ανθία με αποτέλεσμα να συγκρουστούν τα δύο αυτοκίνητα, όταν ο Ενάγοντας βρισκόταν στο πλάι του Εναγόμενου στην πορεία προσπέρασης του αυτοκινήτου του. Προκύπτει από τα Τεκμήρια 1 και 2 ότι η προσπέραση είχε ξεκινήσει από κάποια απόσταση πριν από το στρίψιμο αφού υπάρχουν ίχνη τροχοπέδησης 9.40μ. Ο Εναγόμενος προσπάθησε να αποφύγει την σύγκρουση χρησιμοποιώντας τα φρένα του, εξ ου και υπάρχει ίχνος τροχοπέδησης έκτασης 9.40μ. Λόγω του ότι τα αυτοκίνητα ήταν τόσο κοντά, το ένα στο άλλο, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Αποτέλεσμα ήταν η σύγκρουση του αυτοκινήτου του Εναγόμενου στην πίσω πόρτα της δεξιάς πλευράς του αυτοκινήτου του Ενάγοντα να είναι βίαιη λόγω του μεγέθους του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Εναγόμενος.»
Καθόρισε δε την αμέλεια του Εφεσίβλητου ως την «έλλειψη υπομονής η οποία τον είχε οδηγήσει να αυξήσει ταχύτητα για να προσπεράσει από δεξιά αφού θεώρησε δεδομένο λόγω της θέσης του Ενάγοντα στην μέση της λωρίδας του ότι αυτός θα κατευθυνόταν ευθεία.».
Εξετάζοντας, στη συνέχεια, κατά πόσο υπήρξε συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους του Εφεσείοντα, καθόρισε αυτήν ως ακολούθως:
«Η επιλογή του Ενάγοντα να στρίψει απότομα δεξιά, χωρίς να δείξει την πρόθεσή του να το πράξει, είτε οδηγώντας στην άκρη της λωρίδας που ακολουθούσε ή θέτοντας τον δείκτη πορείας του σε λειτουργία, είχε οδηγήσει στην ανακοπή της πορείας του Εναγόμενου, ο οποίος όπως προκύπτει και από το σχεδιαγράφημα, Τεκμήριο 2, είχε αρχίσει να προσπερνά τον Ενάγοντα από δεξιά όπως επιβαλλόταν αφού αφέθηκε με την εντύπωση ότι ο Ενάγοντας θα κατευθυνόταν ευθεία, δηλαδή θα διατηρούσε την πορεία του. Η απότομη στροφή του Ενάγοντα δεξιά ανέκοψε την πορεία του Εναγόμενου με αποτέλεσμα να επέλθει η σύγκρουση.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αμέλεια του Εφεσείοντα ήταν μεγαλύτερη από αυτήν του Εφεσίβλητου, αναφέροντας ότι:
«Αν πράγματι έβλεπε από τα καθρεφτάκια του όπως ισχυρίστηκε, ο Ενάγοντας, θα έβλεπε τον Εναγόμενο που έβγαινε δεξιά για να τον προσπεράσει ή αν χρησιμοποιούσε τον δείκτη πορείας του δεικνύοντας προς τους υπόλοιπους οδηγούς που χρησιμοποιούν το δρόμο την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά σίγουρα ο Εναγόμενος δεν θα είχε επιχειρήσει προσπέρασμα από δεξιά με κίνδυνο να τραυματίσει σοβαρά τον Ενάγοντα καθώς και τον εαυτό του.»
Στη βάση του πιο πάνω σκεπτικού, η ευθύνη επιμερίστηκε 70% στον Εφεσείοντα και 30% στον Εφεσίβλητο.
Ο Εφεσείων παραπονείται για την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την απόδοση συντρέχουσας αμέλειας σ΄ αυτόν (1ος λόγος), τον καταμερισμό ευθύνης, ο οποίος κατ΄ ισχυρισμό είναι αδικαιολόγητος και δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία (2ος λόγος), ότι λανθασμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι δεν απέδειξε ότι έθεσε σε λειτουργία το δείκτη πορείας του και δεν έκανε ξεκάθαρη την πρόθεση του να στρίψει δεξιά στην οδό Τεύκρου Ανθία (3ος λόγος), ότι κατέληξε σε εσφαλμένα ευρήματα για γεγονότα για τα οποία δεν δόθηκε μαρτυρία (4ος λόγος), ότι προέβη σε λανθασμένο υπολογισμό των ημερών που χρειάστηκαν για την επιδιόρθωση του οχήματος του και σχετικά με την ενοικίαση άλλου οχήματος (5ος λόγος), ότι προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, καταλήγοντας σε εσφαλμένα ευρήματα (6ος λόγος) και ότι η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη (7ος λόγος).
Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 6 άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας, των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα και του επιμερισμού της ευθύνης. Λόγω της συνάφειας τους θα εξεταστούν μαζί.
Είναι γνωστή η αρχή ότι το έργο αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τους μάρτυρες που παρουσιάζονται ενώπιόν του, λόγω της αμεσότητας που έχει μαζί τους. Όμως, το Εφετείο διατηρεί πάντοτε την ευχέρεια παρέμβασης για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας, όταν αυτά κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή όταν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία και δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή όταν διαπιστώνονται ουσιαστικής μορφής αντιφάσεις, οι οποίες αφήνουν το μάρτυρα εκτεθειμένο (βλ. Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(A) AAΔ 236 και Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1(Β) ΑΑΔ 974, Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 AAΔ 300).
Σημαντικό στοιχείο για την απόδοση ευθύνης στον Εφεσείοντα υπήρξε το εύρημα του Δικαστηρίου ότι, ενώ ο Εφεσίβλητος προσπαθούσε να προσπεράσει από δεξιά το όχημα του Εφεσείοντα, ο τελευταίος, χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη, ξαφνικά έστριψε προς την οδό Τεύκρου Ανθία, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν. Το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο Εφεσείων δεν έδειξε την πρόθεση του να στρίψει δεξιά, ούτε έλεγξε το δρόμο πριν στρίψει δεξιά, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, την οποία έκρινε αξιόπιστη. Με βάση, επίσης, τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης και των φωτογραφιών της σκηνής που κατατέθηκαν, ο δείχτης πορείας του οχήματος δεν ήταν σε λειτουργία. Παραθέτουμε αυτούσια την αξιολόγηση των δύο οδηγών:
«Ο Ενάγοντας, Μ.Ε.3, σε αντίθεση με τον Εναγόμενο επέμενε στην δική του θέση ότι ο ίδιος δεν έφερε ίχνος ευθύνης και ότι όλη η ευθύνη βάραινε τον Εναγόμενο. Προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι σίγουρα είχε δείξει την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά στην οδό Τεύκρου Ανθία με τον σηματοδότη του και ότι είχε ελέγξει τον δρόμο από τα καθρεφτάκια του πριν ξεκινήσει να στρίβει. Όμως κατά την αντεξέτασή του προέβηκε σε διάφορες παραδοχές οι οποίες αποδυνάμωσαν την δική του εκδοχή. Παραδέχθηκε ότι στιγμιαία είχε σταματήσει πίσω από ένα όχημα το οποίο προπορευόταν του δικού του και είχε και εκείνο πρόθεση να στρίψει δεξιά και ότι αν μετακινείτο 5μ πιο μπροστά θα είχε καθαρότερη εικόνα του δρόμου. Παραδέχθηκε επίσης ότι ο σηματοδότης πορείας λειτουργεί και όταν η μηχανή είναι σβηστή. Με δεδομένη την θέση του ότι κανένας δεν είχε μπει στο αυτοκίνητο εκτός από τον ίδιο και ότι ο ίδιος είχε απλά σβήσει την μηχανή μετά το δυστύχημα, η θέση του ότι είχε αναμμένο τον σηματοδότη πορείας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ερωτηματικά γεννά και η στάση του να μην δώσει οδηγίες για εξέταση του συγκεκριμένου σηματοδότη. Η εκδοχή του ότι απλά ο Εναγόμενος τον αγνόησε και καρφώθηκε πάνω του με κίνδυνο να τον σκοτώσει και να τραυματιστεί και ο ίδιος αντιβαίνει της λογικής.»
«Από την άλλη ο Εναγόμενος ήταν πολύ ειλικρινής αφού παραδέχθηκε ότι έφεραν και οι δυο ευθύνη για το δυστύχημα. Έδωσε μια πιο ειλικρινή εκδοχή σε σχέση με τα γεγονότα. Δεν αρνήθηκε ότι είχε χάσει την υπομονή του με την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο Ενάγοντας και για αυτό είχε αποφασίσει να τον προσπεράσει αναπτύσσοντας ταχύτητα. Αυτή του η παρόρμηση προφανώς σε συνδυασμό με την έλλειψη, εκ μέρους του Ενάγοντα, να δείξει τις προθέσεις του, ήτοι ότι θα έστριβε δεξιά, ήταν που οδήγησαν στο δυστύχημα.»
Αξιολογώντας τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα που κλήθηκε από τον Εφεσείοντα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, ενώ βασικό επιχείρημα το Εφεσείοντα ήταν ότι έδειξε την πρόθεση του να στρίψει δεξιά και ο ίδιος είχε το βάρος να αποδείξει ότι ο δείχτης πορείας του οχήματος του βρισκόταν σε λειτουργία κατά το δυστύχημα, ο μάρτυρας δεν το έλεγξε, με αποτέλεσμα να παραμείνει μετέωρη η θέση του Εφεσείοντα. Με αυτό τον τρόπο, κατά την εισήγηση του Εφεσείοντα, το Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης.
Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Ο Εφεσείων στην Έκθεση Απαίτησης ανέφερε ότι ο ίδιος είχε δείξει την πρόθεση του να στρίψει δεξιά και από την αρχή η θέση του Εφεσίβλητου ήταν ότι ο Εφεσείων δεν ενεργοποίησε το δείκτη πορείας. Εύλογα το Δικαστήριο παρατήρησε ότι θα αναμένετο από τον εμπειρογνώμονα του Εφεσείοντα να εξετάσει αυτό το στοιχείο. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον δεν έγινε τέτοια εξέταση, το ζήτημα παρέμεινε να αποφασιστεί στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσφέρθηκε από τους δύο οδηγούς. Τα όσα, δε, ανέφερε ο εμπειρογνώμονας σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε βαρύτητα, εφόσον δεν διεξήγαγε οποιεσδήποτε εξετάσεις ως προς το επίδικο ατύχημα.
Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα φέρει ο εναγόμενος. Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί να συμπεράνει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα ή από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν, όπως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο (βλ. Μιχαήλ ν. Ιωάννου & Παρασκευαίδης Λτδ κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1494).
Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι το ατύχημα έλαβε χώρα σε κατοικημένη περιοχή, όπου το όριο ταχύτητας ήταν 50 χαω και ότι η οδός 1ης Μαΐου συμβάλλεται με άλλους δρόμους. Συγκεκριμένα, το ατύχημα έλαβε χώρα παρά τη συμβολή της με την οδό Τεύκρου Ανθία. Ο Εφεσείων, επικαλούμενος τις πρόνοιες των Κανονισμών 58(4)(α) και 58(5)(α)(ι) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών που ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο, εισηγείται ότι ο Εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείτο να επιχειρήσει να προσπεράσει από τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας το όχημα του Εφεσείοντα, το οποίο κινείτο προς την ίδια κατεύθυνση με το δικό του σε συμβολή δρόμων εντός των ορίων της Κοινότητας. Ως εκ τούτου, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το προσπέρασμα απαγορευόταν στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου.
Ο Καν. 58(4)(α) των πιο πάνω Κανονισμών που αφορά το προσπέρασμα, προνοεί τα ακόλουθα:
«(4) Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει τον έλεγχο μηχανοκινήτου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει·
(α) Να μην προσπερνά ούτε να αποπειράται να προσπεράσει όχημα κινούμενο προς την ίδια κατεύθυνση σε κάθε σημείο που υπάρχει στη μέση του οδοστρώματος συνεχής άσπρη γραμμή, σχετικό απαγορευτικό σήμα τροχαίας, σε στροφή με ορατότητα μικρότερη των εκατό μέτρων, σε συμβολή δρόμων εντός δημοτικών ορίων ή ορίων κοινότητας, όταν προσεγγίζει κυρτή γέφυρα, διάβαση πεζών ή κορυφή ανάβασης ή όταν προσεγγίζει όχημα από την αντίθετη κατεύθυνση, οπότε παρέχει δικαίωμα προτεραιότητας σε αυτό·».
Στην παρούσα περίπτωση, δεν υπήρχε συνεχής άσπρη γραμμή, ούτε οποιοδήποτε απαγορευτικό σήμα. Η δε προσπάθεια για προσπέρασμα από τον Εφεσίβλητο ξεκίνησε πριν τη συμβολή με την οδό Τεύκρου Ανθία, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ίχνη τροχοπέδησης ξεκινούν πριν τη συμβολή των δύο δρόμων και ότι προηγείται αυτών κάποιος χρόνος σκέψης. Συνεπώς, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν απαγορευόταν το προσπέρασμα στο σημείο εκείνο του δρόμου. Εφόσον δε το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων που προπορεύετο δεν έδειξε την πρόθεση του να στρίψει δεξιά, τότε το προσπέρασμα θα μπορούσε να γίνει από δεξιά.
Αμφισβητεί ο Εφεσείων το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος ακολουθούσε το όχημα του Εφεσείοντα για κάποια απόσταση, ότι ο Εφεσείων απότομα και ξαφνικά έστριψε το όχημα του, ενώ το όχημα του Εφεσίβλητου βρισκόταν σε διαδικασία προσπεράσματος πλάι στο όχημα του και ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων ήταν βίαιη εξαιτίας του μεγέθους του οχήματος του Εφεσίβλητου, ευρήματα που, κατά την εισήγηση, δεν συνάδουν με την πραγματική και την υπόλοιπη μαρτυρία. Παραπονείται, επίσης, ότι το Δικαστήριο απέτυχε να λάβει υπόψη του την ταχύτητα με την οποία κινείτο ο Εφεσίβλητος.
Αναφορικά με την ταχύτητα που ανέπτυξε ο Εφεσίβλητος στην προσπάθεια του να προσπεράσει το όχημα του Εφεσείοντα, δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε οποιοδήποτε ασφαλές εύρημα στηριζόμενο μόνο στα ίχνη τροχοπέδησης, πλαγιολίσθησης και στην τελική θέση των οχημάτων μετά τη σύγκρουση. Όπως έχει αναφερθεί στην Charalambous a.o. v. Kaifas (1986) 1 CLR 278, το Δικαστήριο δεν μπορεί θεωρητικά στη βάση πραγματικής μαρτυρίας να καταλήξει σε συμπεράσματα, εκτός όπου αυτά συνάδουν με την κοινή λογική. Ως παράδειγμα περίπτωσης που το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλές συμπέρασμα, δόθηκε η περίπτωση υπολογισμού ταχύτητας στη βάση των ιχνών τροχοπέδησης. Ορθά λοιπόν, κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς την ταχύτητα που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος, πέραν, βεβαίως, της διαπίστωσης ότι αύξησε ταχύτητα, με στόχο να προσπεράσει το προπορευόμενο όχημα του Εφεσείοντα, το οποίο, με βάση συγκλίνουσα μαρτυρία, οδηγείτο με πολύ χαμηλή ταχύτητα. Η υπόθεση Χρυσοστόμου ν. Cameron (2010) 1Γ ΑΑΔ 1992, στην οποία παρέπεμψε ο Εφεσείων, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα.
Από την άλλη, αποτελεί γεγονός ότι το όχημα που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος ήταν μεγάλο και βαρύ. Υπό αυτά τα δεδομένα, αποτελούσε ζήτημα κοινής λογικής η κατάληξη το πρωτόδικου Δικαστηρίου στο συμπέρασμα ότι η σύγκρουση με αυτό ήταν σφοδρή.
Ο ίδιος ο Εφεσείων ανέφερε ότι δεν αντιλήφθηκε το όχημα του Εφεσίβλητου προτού επιχειρήσει τη στροφή δεξιά, κάτι που συνηγορεί υπέρ του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτός δεν έλεγξε το καθρεφτάκι του προτού επιχειρήσει να στρίψει δεξιά. Με βάση τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, η οποία έγινε αποδεκτή, αυτός ακολουθούσε το όχημα του Εφεσείοντα για κάποια απόσταση. Άλλωστε, του αποδόθηκε ευθύνη γιατί έχασε την υπομονή του και αύξησε ταχύτητα, επιχειρώντας να προσπεράσει. Με βάση δε τις ζημιές στο όχημα του Εφεσίβλητου, όπως τις περιέγραψαν οι μάρτυρες, αλλά και όπως προέκυψε από τις φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, το κτύπημα ήταν στην πίσω δεξιά πόρτα.
Όπως τέθηκε στην Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 ΑΑΔ 1460 «ο καταμερισμός ευθύνης αποτελεί έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εφόσον καταδεικνύεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είτε εφάρμοσε εσφαλμένη αρχή δικαίου είτε παραγνώρισε ουσιώδες γεγονός ή παράγοντα έτσι ώστε να προκύπτει έκδηλο σφάλμα (Βλ. Γεωργίου κ.α. ν. Πιερίδη (1977) 1 ΑΑΔ 1194, 1197 (απόφαση Νικολάου, Δ.), Christodoulou v. Angeli (1968) 1 CLR 338, 345, 346, Kyriacou v. Aristotelous (1970) 1 CLR 172, Ομήρου ν. Παναγίδου, (2002) 1 ΑΑΔ 986, Quintas v. National Smelting Co. Ltd [1961] 1 All E.R. 630 και Brown v. Thompson [1968] 2 All E.R. 708).»
Στην Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1E ΑΑΔ 178 αναφέρθηκε ότι οι καθοριστικοί παράγοντες για τον καθορισμό ευθύνης είναι δύο:
«Ο καταμερισμός της ευθύνης είναι πρωτίστως έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Οι καθοριστικοί παράγοντες για τον καθορισμό της ευθύνης είναι δύο:
(α) Η υπαιτιότητα (blameworthiness) που συναρτάται με την εκπλήρωση των καθηκόντων του κάθε οδηγού για την ασφάλεια του άλλου, και
(β) Η αιτιώδης συνάφεια (causative potency) μεταξύ της αμέλειας των δύο οδηγών και της ζημιάς που προκλήθηκε και αποτελεί το αντικείμενο της δίκης.
Η ευθύνη επιμερίζεται κάτω από το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας. Οι εκατέρωθεν παραλείψεις συνεκτιμούνται όχι μικροσκοπικά αλλά από την πλατιά γωνία του μέσου συνετού πολίτη, όπως επεξηγείται στις υποθέσεις Charalambous ν. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25 και Polykarpou ν. Adamou (1988) 1 C.L.R.727.».
Στην παρούσα περίπτωση, δεν προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένη αρχή δικαίου, ούτε παραγνώρισε ουσιώδες γεγονός ή παράγοντα, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση μας. Στις υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε ο Εφεσείων προς υποστήριξη της εισήγησης του ότι ο καταμερισμός ευθύνης θα έπρεπε να ήταν εις βάρος του Εφεσείοντα, ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος, όπως ήταν εδώ ο Εφεσείων, έδειξε την πρόθεση του να στρίψει με το δείκτη του οχήματος του. Συνεπώς, διαφοροποιούνται από την παρούσα.
Με τον 6ο λόγο προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας και των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Ουσιαστικά, αυτό που ισχυρίζεται ο Εφεσείων είναι ότι θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή η δική του εκδοχή ως προς τον τρόπο που έγινε το ατύχημα. Έχουμε εξετάσει τις θέσεις που προβλήθηκαν. Δεν κρίνουμε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο που έγινε το ατύχημα δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία, ούτε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας πάσχει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ώστε να απαιτείται η επέμβαση μας.
Οι λόγοι έφεσης 1 - 4 και 6 απορρίπτονται.
Με τον 5ο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του υπολογισμού χρημάτων σχετικά με τις ημέρες που χρειάστηκαν για να επιδιορθωθεί το όχημα του Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την προσκομισθείσα μαρτυρία με βάση την οποία, αφενός, η επιδιόρθωση του οχήματος καθυστέρησε λόγω καθυστέρησης της ασφαλιστικής εταιρείας του Εφεσίβλητου να προβεί σε εκτίμηση της ζημιά και, αφετέρου, εξαιτίας των γιορτών των Χριστουγέννων ήταν δύσκολο να εξευρεθούν τα κατάλληλα εξαρτήματα και, επίσης, για κάποιες μέρες το γκαράζ επισκευής παρέμεινε κλειστό. Περαιτέρω, αγνόησε τη μαρτυρία του μοναδικού εμπειρογνώμονα που κλήθηκε από τον Εφεσείοντα, ο οποίος ανέφερε ότι το όχημα χρειαζόταν 10 εργάσιμες ημέρες για να επιδιορθωθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το χρόνο που χρειάστηκε για να επιδιορθωθεί το όχημα του Εφεσείοντα, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά το χρόνο που χρειάστηκε για να φτιαχτεί το αυτοκίνητο του Ενάγοντα, ήτοι 19 ημέρες, προέκυψε από την μαρτυρία του εμπειρογνώμονα του Ενάγοντα, κ. Αγαθαγγέλου Μ.Ε.4, πρώτον, ότι ο ίδιος είχε κληθεί στις 03/01/2011 δηλαδή 11 ημέρες μετά το δυστύχημα καθώς και ότι είχε φόρτο εργασίας το συνεργείο του κου Ξύστρου στο οποίο είχε μεταφερθεί το αυτοκίνητο και για αυτό δεν είχε επιδιορθωθεί θεωρώ ότι οι 19 μέρες δεν δικαιολογούνται και είναι υπερβολικές. Με βάση αυτά τα δεδομένα θεωρώ ότι η απόδοση 8 ημερών από την ημέρα του δυστυχήματος ήταν ικανοποιητικός χρόνος για να επιδιορθωθεί το αυτοκίνητο του Ενάγοντα. Οπόταν, με βάση την μαρτυρία του κ. Κουκούνη, Μ.Ε.2, η ημερήσια αξία της ενοικίασης ανερχόταν στα €9- δηλαδή €72-. Αναλογεί στον Εναγόμενο το ποσό των €23.70.»
Η απόδοση 8 ημερών για επισκευή του αυτοκινήτου, από την ημέρα του ατυχήματος είναι αυθαίρετη. Στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου θα έπρεπε να αποδοθεί στον Εφεσείοντα το σύνολο των ημερών που απαιτήθηκαν για την επισκευή του αυτοκινήτου και αυτός ενοικίασε αυτοκίνητο, ήτοι 19 ημέρες. Ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει και το ποσό που αφορά την ενοικίαση αυτοκινήτου ανέρχεται σε €171 και αναλογεί στον εφεσίβλητο ποσό €51,30, το οποίο θα πρέπει να προστεθεί στο ποσό των ειδικών αποζημιώσεων, το σύνολο του οποίου τώρα ανέρχεται σε €2.079,30.
Με τον 7ο λόγο προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αναιτιολόγητη. Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί πιο πάνω, θεωρούμε ότι η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Η έφεση επιτυγχάνει μόνο όσον αφορά το ποσό που αποδόθηκε στον Εφεσείοντα για την ενοικίαση του οχήματος του.
Ως εκ τούτου, η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ως προς το ύψος των ειδικών αποζημιώσεων, το οποίο ανέρχεται σε €2.079,30.
Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης, επιδικάζονται €1.000 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον το εφεσείοντα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
ΧΤΘ