ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 349/2016)
27 Μαρτίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
Αναφορικά με τον περί Πτωχεύσεως Νόμο, Κεφ. 5.
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείοντα/Πτωχεύσαντα,
ν.
ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Εφεσίβλητου.
---------------------------------------------------------------------------------
Κ. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Ελ. Χαραλάμπους (κα) για Λάζου, Χαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
-----------------------------------------------------------------------------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης συνιστά Διάταγμα Πτώχευσης του Εφεσείοντα, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 5/10/2016.
Η Αίτηση Πτώχευσης στηρίχθηκε σε διάπραξη πράξης πτώχευσης, ήτοι, σε μη συμμόρφωση με Ειδοποίηση Πτωχεύσεως, η βάση της οποίας ήταν οφειλή εξ αποφάσεως χρέους του Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, στις 10/9/2010 εκδόθηκε Απόφαση στην Αγωγή υπ' αρ. 1977/2009 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας προς όφελος του Γενικού Εισαγγελέα και εις βάρος του Εφεσείοντα, για το ποσό των €59.625,33, πλέον τόκο 5,5% ετησίως από 26/6/2009 μέχρι εξόφλησης. Επιδικάστηκαν επίσης έξοδα προς όφελος του Εφεσίβλητου, Γενικού Εισαγγελέα.
Σε ό,τι αφορά την πτωχευτική διαδικασία, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση Διατάγματος Πτώχευσης.
Η πρωτόδικη κατάληξη προσβάλλεται με τρεις Λόγους Έφεσης.
Ο 1ος Λόγος Έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε και εξέδωσε την Απόφαση του στη βάση των προνοιών του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5, ως αυτό ίσχυε κατά την 27/5/2011 και δεν εφάρμοσε το Νόμο, όπως αυτός ισχύει σήμερα. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως δεν εξέτασε την ύπαρξη εκκαθαρισμένου χρέους και/ή δεν προσέγγισε ορθώς την ύπαρξη χρέους το οποίο και ουδέποτε εξέτασε ως προς το αληθές του ύψους του, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο εύρημα περί υπάρξεως εκκαθαρισμένου χρέους. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αδίκησε τον Εφεσείοντα ενεργώντας κατά παράβαση του Νόμου και των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης, καθότι έκρινε την υπόθεση του Εφεσίβλητου αναντίλεκτη και ότι δεν είχε ενώπιον του εκατέρωθεν ισχυρισμούς να εκδικάσει.
Με δεδομένη την καταχώριση, στην υπό συζήτηση περίπτωση, της Αίτησης Πτώχευσης στις 27/5/2011, η πτωχευτική διαδικασία εναντίον του Εφεσείοντα ξεκίνησε στη βάση της κατά το χρόνο αυτό ισχύουσας νομικής κατάστασης. Μεσολάβησε, στις 7/5/2015, η δημοσίευση του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου 61(Ι)/2015, με τον οποίο έγινε εκτεταμένη τροποποίηση του περί Πτώχευσης Νόμου, με σημαντικότερη την κατάργηση της δυνατότητας έκδοσης Διατάγματος Παραλαβής εναντίον χρεώστη (βάσει του παλαιότερου Άρθρου 4) και την πρόβλεψη για έκδοση απευθείας Διατάγματος Πτώχευσης[1]. Για τα ζητήματα που θα προέκυπταν στο μεταβατικό στάδιο, προβλέφθηκαν με το Νόμο 61(Ι)/2015 μεταβατικές διατάξεις. Μεταξύ αυτών, το Άρθρο 128(α) ρυθμίζει την περίπτωση όπου μια διαδικασία αίτησης για έκδοση Διατάγματος Παραλαβής άρχισε αλλά δεν συμπληρώθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου 61(Ι)/2015. Γι' αυτή την περίπτωση προβλέφθηκε ότι η διαδικασία «συνεχίζεται ως διαδικασία αίτησης για έκδοση διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του παρόντος Νόμου, χωρίς οποιαδήποτε τροποποίηση των σχετικών δικογράφων» (βλ. Alpha Bank Cyprus (Alpha Bank Ltd) και Εν Πτωχεύσει: Θεοδώρου, Πολιτική Έφεση Αρ. 264/2011, ημερ. 5/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A217).
Όπως υποστηρίχθηκε από τον Εφεσείοντα στο πλαίσιο προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το νομικό καθεστώς της Αίτησης Πτώχευσης, καθότι δεν είχε λάβει υπόψη την τροποποίηση της νομοθεσίας και δεν εφάρμοσε τις μεταβατικές διατάξεις του Άρθρου 128(α) του Κεφ. 5. Όπως ορθά επισημαίνεται από την πλευρά του Εφεσίβλητου, ουδεμία επεξήγηση δόθηκε στο περίγραμμα Αγόρευσης του Εφεσείοντα ως προς το πού έγκειται η κατ' ισχυρισμό πλημμελής εφαρμογή του περί Πτώχευσης Νόμου, καθώς και η κατ' ισχυρισμό πλημμελής εφαρμογή του Άρθρου 128(α) του Νόμου. Ούτε διευκρινίσθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο σε ποιο σημείο το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα την απόφαση Δώρος Γεωργιάδης ν. Sigma Radio Television Ltd, μετονομασθείσα σε Sigma Radio TV Public Ltd, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 342/2009 και 349/2009, ημερ. 6/3/2015.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε το γεγονός της καταχώρισης της Αίτησης Πτώχευσης πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, επικαλούμενο την υπόθεση Γεωργιάδης (ανωτέρω), υπέδειξε ότι η Αίτηση θα κρινόταν στη βάση των προνοιών του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5, ως αυτός είχε κατά την 27/5/2011.
Στην υπόθεση Γεωργιάδης (ανωτέρω) είχε απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο η τροποποίηση του Άρθρου 9 του περί Πτώχευσης Νόμου Κεφ. 5 με το Νόμο 206(Ι)/2012, το οποίο αναφέρεται στο αποτέλεσμα ενός διατάγματος παραλαβής και ειδικότερα στις επιπτώσεις που προέκυπταν σε πτωχευτική διαδικασία η οποία είχε αρχίσει στη βάση της προηγούμενης νομικής κατάστασης. Κρίθηκε ότι το τροποποιηθέν Άρθρο 9 και συγκεκριμένα το εδάφιο (2) αυτού, το οποίο προνοεί ότι «Αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία η οποία άρχισε εναντίον χρεώστη πριν την έκδοση διατάγματος παραλαβής συνεχίζεται και μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άδεια του Δικαστηρίου ή τροποποίηση του τίτλου της αγωγής ή άλλης νόμιμης διαδικασίας», αφορούσε ζητήματα ουσίας και, ως εκ τούτου, δεν είχε αναδρομική ισχύ εφόσον δεν αφορούσε σε διαδικαστικής φύσεως θέμα. Στην πιο πάνω υπόθεση είχε εκδοθεί Διάταγμα Παραλαβής εναντίον του Εφεσείοντα την 22/10/2012, πριν τη δημοσίευση της τροποποίησης του Άρθρου 9 που έλαβε χώρα την 28/12/2012. Το ζήτημα που είχε εγερθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν κατά πόσο, παρά την ύπαρξη του Διατάγματος Παραλαβής της περιουσίας του Εφεσείοντος, ο περί Πτώχευσης Νόμος επέτρεπε πλέον τη συνέχιση της διαδικασίας των εφέσεων χωρίς τροποποίηση και επομένως θα μπορούσαν οι εφέσεις να προχωρούσαν επί της ουσίας τους χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή του Επίσημου Παραλήπτη ως προσωρινού διαχειριστή και χωρίς ανάλογη τροποποίηση στον τίτλο των εφέσεων. Αποφασίστηκε ότι το τροποποιηθέν Άρθρο 9 δεν εφαρμόζετο στα περιστατικά της υπόθεσης εφόσον αυτό κάλυπτε μόνο νέες αγωγές ή άλλες νόμιμες διαδικασίες που είχαν καταχωρηθεί μετά τις 28/12/2012 και ότι ίσχυε το νομοθετικό πλαίσιο πριν την τροποποίηση του Άρθρου 9.
Έχοντας κατά νουν όλα τα πιο πάνω δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντιθέτως, αυτή ήταν απόλυτα σύμφωνη τόσο με τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 128 του Κεφ. 5, όσο και με σχετική νομολογία. Εκδίδοντας, δε, το Διάταγμα Πτώχευσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε ρητή αναφορά στα διαδικαστικά διαβήματα που απέμεναν για σκοπούς γνωστοποίησης της διαδικασίας, παραπέμποντας μάλιστα και σε σχετικές πρόνοιες του Νόμου που τα καθορίζουν, ήτοι το Άρθρο 4(4)[2], 5(1)(ζ)[3] και 13[4] του Κεφ. 5.
Συνεπώς ο 1ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Στο πλαίσιο προώθησης του 2ου Λόγου Έφεσης υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το Διάταγμα Πτώχευσης χωρίς ποτέ να καθορίσει το ποσό. Ως τέθηκε, με δεδομένο ότι «η δικαστική απόφαση στην οποία ερείδεται η οφειλή ανάγεται στο πολύ παρωχημένο παρελθόν, δηλαδή το 2010», ουδείς δύναται σήμερα να καταλήξει πόσοι είναι οι τόκοι, οι χρεώσεις, οι ανατοκισμοί και οι κεφαλαιοποιήσεις τόκων, αν υπάρχουν, και σε ποιο βαθμό επί του αρχικού ποσού. Ως εκ τούτου, ήταν η θέση του Εφεσείοντα, ότι το χρέος δεν είναι ξεκαθαρισμένο.
Μία από τις προϋποθέσεις που τίθενται από το εδάφιο (1) του Άρθρου 5 του Κεφ. 5, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν έτσι ώστε πιστωτής να δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη, είναι ότι το χρέος πρέπει να είναι εκκαθαρισμένο ποσό, πληρωτέο είτε αμέσως, είτε σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο.
Στο Σύγγραμμα William & Hunter on Bankruptcy, 18η Έκδοση, σελ. 55, επισημαίνεται ότι η ύπαρξη χρέους που είναι εκκαθαρισμένο ποσό, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση Διατάγματος Παραλαβής. Αυτό επισημαίνεται και στο Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, 2002, (Reissue), Τόμος 3(2), παρ. 130, σελ. 94, όπου υπό τον τίτλο "Liquidated sum" αναφέρεται ότι το δικαίωμα για αποζημιώσεις δεν είναι δικαίωμα σε εκκαθαρισμένο ποσό και δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση σε αίτηση πτώχευσης μέχρι να καθοριστούν οι αποζημιώσεις. Σύμφωνα δε και με αγγλικές αποφάσεις, καθίσταται σαφές πως όταν το χρέος καθορίζεται σε δικαστική απόφαση, θεωρείται πλέον εκκαθαρισμένο ποσό για σκοπούς εξέτασης αίτησης πτώχευσης και έκδοσης του διατάγματος.
Στην υπόθεση Noel Moore and another v. Rodney Williamson and another [2011] NJCH 20, όπου η βάση για την έκδοση διατάγματος παραλαβής ήταν ποσό που οφειλόταν δυνάμει τιμολογίων για υπηρεσίες (invoices for professional services), η ένσταση του καθ'ου η αίτηση συνίστατο στο ότι το ποσό που αναφερόταν στην ειδοποίηση για αίτηση πτώχευσης δεν ήταν εκκαθαρισμένο. Στο πλαίσιο της έφεσης κατά του εκδοθέντος διατάγματος παραλαβής και με αναφορά στη υπόθεση Re A Debtor No. 32 of 1991 (No. 2) BCC 524, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι ζητήματα που αφορούν στο ότι το χρέος που εμφαίνεται στην ειδοποίηση και αίτηση πτώχευσης δεν είναι εκκαθαρισμένο ποσό, μπορούν να εξεταστούν εκεί όπου δεν υπάρχει δικαστική απόφαση[5].
Επομένως, από τη στιγμή που το ποσό που αναφέρετο στην υπό συζήτηση Αίτηση Πτώχευσης είχε προσδιοριστεί στο πλαίσιο της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην Αγωγή υπ' αρ. 1977/2009, αποτελεί εκκαθαρισμένο ποσό, κατά τρόπο ώστε να πληρείται και η προϋπόθεση που τίθεται στο Άρθρο 5(1)(β) του Κεφ. 5. Είχε, επίσης, αποδειχθεί εκ μέρους του Εφεσίβλητου το χρέος που οφείλετο σε αυτόν το οποίο υπερέβαινε το ποσό €5.000, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος που αποτέλεσε κοινό τόπο ότι η δικαστική απόφαση στην πιο πάνω Αγωγή, όχι μόνο ήταν τελεσίδικη αλλά είχε επικυρωθεί και κατ' έφεση στην Πολιτική Έφεση Αρ. 306/2010, ημερ. 16/12/2015.
Ως εκ των πιο πάνω ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Mέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και του Άρθρου 30.2 και 30.3 του Συντάγματος προχώρησε στην ακρόαση της Αίτησης χωρίς να επιτρέψει την αναβολή της υπόθεσης.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης, είχε υποβληθεί αίτημα αναβολής από μέρους της συνηγόρου του Εφεσείοντα η οποία δήλωσε εξαρχής ότι «ήταν γραφείο επίδοσης», στη βάση του ότι ο Δικηγόρος που χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση βρισκόταν σε συνεδρία στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Στο αίτημα αυτό υπήρξε ένσταση από τη συνήγορο του Εφεσίβλητου η οποία δήλωσε ότι για το αίτημα αναβολής δεν είχε προηγουμένως ενημερωθεί παρά μισή ώρα πριν την ώρα που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Δικαστήριο: Η υπόθεση αυτή αφορά αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής περιουσίας του Καθ' ου η αίτηση ένεκα ισχυρισμού που προβάλλεται περί της αφερεγγυότητας του. Η φύση της υπό κρίση διαδικασίας, επιβάλλει την εκδίκαση της χωρίς καθυστέρηση. Εξ ου και η πρόνοια στους Κανονισμούς περί της μη αναβολής της για περίοδο πέραν των επτά (7) ημερών. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπό κρίση Αίτηση έχει καταχωρηθεί στις 27.5.2011. Είχε ακολουθήσει έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου για αναστολή της διαδικασίας, δεδομένης της καταχώρησης έφεσης εναντίον της απόφασης στη βάση της οποίας υπάρχει ισχυρισμός ότι βασίστηκε ο Αιτητής για την εν λόγω έκδοση της ειδοποίησης πτώχευσης του Καθ' ου η αίτηση. Η απόφαση του Δικαστηρίου είχε εκδοθεί, στις 12.10.2011. Έκτοτε έχει παρέλθει ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Με δεδομένη, πλέον, την απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 16.12.2015, δεν μπορεί να καθυστερεί άλλο η εξέταση αυτής της Αίτησης. Η υπόθεση αυτή τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς εξέτασης της επί της ουσίας της τον Ιανουάριο του 2016. Εν συνεχεία τον Φεβρουάριο του 2016. Ακολούθως τον Μάρτιο του 2016. Μετά τον Απρίλιο του 2016 και μετά τον Μάιο του 2016. Η τελευταία φορά που είχε προγραμματιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν τον Ιούλιο του 2016. Σε πλείστες από αυτές τις συνεδριάσεις του Δικαστηρίου, εμφαίνεται από τα πρακτικά του Δικαστηρίου, ότι κώλυμα στη συνέχιση της διαδικασίας και εξέτασης της Αίτησης επί της ουσίας της, είχε προβάλει η πλευρά του Καθ' ου η αίτηση. Δεν εξετάζεται φυσικά τώρα το δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο των αιτημάτων αυτών. Είχαν τότε κριθεί ως δικαιολογημένα. Σημειώνεται, όμως, η καθυστέρηση που έχει προηγηθεί ως τέτοια, που δεν δικαιολογεί άλλο αίτημα για αναβολή. Με δεδομένο ότι, κατά την τελευταία συνεδρίαση του Δικαστηρίου, είχε επισημανθεί ότι η υπόθεση, λόγω του ιστορικού της, θα έπρεπε να εξεταστεί, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, και ακριβώς ένεκα της καθυστέρησης στην διαδικασία, δεν θα εγκρίνω το αίτημα που υποβάλλεται σήμερα για την αναβολή. Το απορρίπτω. Η κυρία Παντελή να παρουσιάσει την υπόθεση της.»
Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για αναβολή ακρόασης είναι καλά εδραιωμένες και από μακρού χρόνου αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην πρόσφατη υπόθεση Thomas Kyriakou & Co (Land Property Developers Ltd) v. 1. Colin James Devlin κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 45/2016) (σχ. με 46/2016), ημερ. 2/12/2024, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:
«Η απόφαση για αναβολή ακρόασης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση των δεδομένων της κάθε υπόθεσης σε συνάρτηση πάντοτε με τους λόγους επί των οποίων το αίτημα εδράζεται. Το αίτημα αναβολής θα πρέπει να εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο αφενός του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί και της συνταγματικής επιταγής για τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας καλείται να εξισορροπήσει τα εκατέρωθεν δικαιώματα των διαδίκων και της απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο. Προεξάρχον κριτήριο στην άσκηση της περί ου ο λόγος διακριτικής ευχέρειας, αποτελεί η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Οι παράμετροι του κατ' έφεση δικαστικού ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά το θέμα της αναβολής έχουν, και αυτοί, σαφώς καθορισθεί στη νομολογία. Δεν αναθεωρείται, εκτός όπου διαπιστώνεται πως ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχει ο νόμος, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία εις βάρος του διάδικου. Επίσης το Εφετείο δεν επεμβαίνει έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε πρωτόδικα να είχε ενεργήσει διαφορετικά.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό που πιο πάνω παρατέθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη φύση της διαδικασίας που είχε ενώπιον του και την αναγκαιότητα εκδίκασης αιτήσεων πτώχευσης χωρίς καθυστέρηση, όπως και στο ιστορικό της, με βάση το οποίο αναδύετο η καθυστέρηση στην εκδίκαση της για τους λόγους που σημείωσε, επισημαίνοντας, συγχρόνως, ότι στις πλείστες των περιπτώσεων κώλυμα στη προώθηση της διαδικασίας είχε προβληθεί από την πλευρά του Εφεσείοντα, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, απέρριψε το αίτημα αναβολής.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η ακρόαση των δικαστικών υποθέσεων κατά τον ορισθέντα χρόνο συναρτάται άμεσα με την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης, παράγοντας μείζονος σημασίας για την εκπλήρωση της δικαστικής αποστολής. Λόγω του ιστορικού της υπόθεσης όφειλε, εν προκειμένω, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα να προβεί στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεων του και να κάνει τις αναγκαίες διευθετήσεις για να μπορεί να βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Ούτε μπορεί να γίνεται αποδεκτό ένας δικηγόρος ο οποίος εμφανίζεται σε μια υπόθεση να μην είναι έτοιμος να την χειριστεί προβάλλοντας ως δικαιολογία, όπως εν προκειμένω, ότι ήταν εντεταλμένος ως «γραφείο επίδοσης».
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω δεν διαπιστώνουμε ότι υπήρξε, εν προκειμένω, εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, αλλά ούτε και διαφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Τσουλόφτας v. Μιχαήλ (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228, «η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και ο έλεγχος των διαδικασιών για πραγμάτωση του στόχου αυτού, είναι στην τελευταία ανάλυση ευθύνη των Δικαστηρίων και η διακριτική εξουσία τους πρέπει να ασκείται με στόχο τη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ του καθιερωμένου δικαιώματος της εκδίκασης υποθέσεων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί».
Ο Εφεσείων διατείνεται, επίσης, ότι πεπλανημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι θα έπρεπε ο ίδιος να προσκομίσει προφορική μαρτυρία και ότι δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Το ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς του Εφεσείοντα είναι γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, η συνήγορος του δήλωσε ότι δεν είχε μάρτυρα. Ούτε μέσω της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την Ένσταση προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Όσο, δε, αφορά το παράπονο του Εφεσείοντα ότι θεώρησε την υπόθεση του Εφεσίβλητου αναντίλεκτη χωρίς την ύπαρξη εκατέρωθεν ισχυρισμών, είναι αρκετό να επισημάνουμε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας, ότι ουδεμία αντεξέταση έγινε από την πλευρά του Εφεσείοντα, των μαρτύρων που κάλεσε ο Εφεσίβλητος. Ως εκ τούτου, απόλυτα ορθό ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «ο Καθ΄ ου η Αίτηση δεν αντεξέτασε τους μάρτυρες του Αιτητή, ούτε και παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία κατά τη δίκη».
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, απορρίπτεται και ο 3ος Λόγος Έφεσης.
Αναπόδραστη κατάληξη όλων των πιο πάνω είναι ότι η υπό κρίση Έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Συνακόλουθα η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα €2.500.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] Ειδικότερα το άρθρο 4 αντικαταστάθηκε έτσι ώστε να προβλέπεται πλέον η έκδοση «διατάγματος πτώχευσης» οπότε η περιουσία του πτωχεύσαντα περιέρχεται στο διαχειριστή και διανέμεται μεταξύ των πιστωτών. Με την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, επίσημος παραλήπτης καθίσταται διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντος (άρθρο 9(1)).
[2](4) Γνωστοποίηση κάθε διατάγματος που κηρύσσει τον χρεώστη σε πτώχευση, στην οποία αναγράφεται το όνομα, η διεύθυνση, ο αριθμός ταυτότητας ή, σε περίπτωση μη κατόχου Κυπριακής ταυτότητας, ο αριθμός διαβατηρίου και το επάγγελμα του πτωχεύσαντα, η ημερομηνία της κήρυξης της πτώχευσης που είναι η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος, καθώς και το Δικαστήριο που κήρυξε την πτώχευση:
(α) Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο· και
(β) κοινοποιείται στον Έφορο Φορολογίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και, εάν ο πτωχεύσας είναι υπάλληλος, στον εργοδότη του, εάν ο τελευταίος είναι γνωστός.
[3]5.-(1) Πιστωτής δεν θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη, εκτός αν-
........................................
(ζ) ο αιτητής, θα πρέπει να παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης όταν εκδοθεί, στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.
[4]13. Ειδοποίηση κάθε διατάγματος πτώχευσης η οποία θα αναγράφει το όνομα, την ταυτότητα ή, σε περίπτωση μη κατόχου Κυπριακής ταυτότητας, τον αριθμό διαβατηρίου, τη διεύθυνση και το επάγγελμα του πτωχεύσαντα, την ημερομηνία και το Δικαστήριο από το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, και την ημερομηνία της αίτησης θα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και θα δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη, κατά τον καθορισμένο τρόπο.
[5] ". this court should be alert to various features of the factual matrix in Re A Debtor No. 32. Clearly, it is factual distinguishable from the present case. However, I am more concerned with the principle to be extracted from the ratio decidendi of the judgment of Vinelott J. This, in my view, is to the effect that in circumstances where the debt underpinning a Statutory Demand has not been the subject of judicial adjudication, is disputed and is a claim for reasonable remuneration which has not been fully quantified, the court must proceed with caution."