ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(i-justice)
(Πολιτική Έφεση Αρ. 34/2024)
20 Μαρτίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 177/2024.
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9, 11, 12, 15, 16, 17, 18, 19, 23, 28 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦ. 155, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Μ. Σ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡ. 18/09/2024 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 2, 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 3 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 1Α, 8, 11, 12, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 25, 26, 28, 30, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
____________________
Θ. Παπαβασιλείου, για την Εφεσείουσα.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση αδελφού μας Δικαστή, με την οποία απέρριψε το αίτημα της Εφεσείουσας για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας ημερ. 18.9.2024, που εκδόθηκε σε σχέση με την οικία, υποστατικά και ξύλινη αποθήκη της Εφεσείουσας.
Η Αστυνομία διερευνούσε αδίκημα, δυνάμει του άρθρου 304 του περί του Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ.154,[1] στη βάση πληροφορίας που έλαβε ότι η Εφεσείουσα επιδίδεται σε μαγεία επί πληρωμή, διάβασμα «ταρώ» επί πληρωμή, καθώς και μαύρη μαγεία. Με βάση μαρτυρικό υλικό που συνέλεξε η Αστυνομία και αναφέρεται στο σχετικό όρκο, «στην πιο πάνω οικία και υποστατικά, παράνομα αποκρύπτονται χρηματικά ποσά και αντικείμενα όπως κόκκαλα, αγάλματα και άλλα συναφή με μαγεία αντικείμενα, για τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη του προαναφερόμενου αδικήματος». Η αποφυγή καταστροφής των τεκμηρίων που αναζητούνταν, τα οποία θα προσέφεραν μαρτυρία για την απόδειξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, προβλήθηκε ως λόγος έκδοσης του εντάλματος.
Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου είναι ότι πληροφοριοδότης ανέφερε ότι εντός του έτους 2024 γνώρισε την ύποπτη μέσω της εφαρμογής «tik-tok», όπου διαφήμιζε ότι μπορεί να κάμει μαγεία επί πληρωμή. «Συγκεκριμένα σε live βίντεο της διαφήμιζε ότι σε περίπτωση που οποιαδήποτε γυναίκα θέλει κάποιον άντρα και αυτός δεν την θέλει, μπορεί μέσω της μαγείας της να το κάμει κατορθωτό, αφού πρώτα πληρωθεί.». Η πληροφοριοδότης συνομιλούσε, τόσο τηλεφωνικά, όσο και με μηνύματα, με την ύποπτη, αφού ζήτησε να την βοηθήσει να συνάψει σχέση με έναν άντρα, με την ύποπτη να της ζητά χρήματα για να κάμει μαγεία και να το πετύχει. Όταν η ύποπτη της ζήτησε χρήματα, η πληροφοριοδότης αρνήθηκε να τα καταβάλει και, στη συνέχεια, έγινε δέκτης απειλών από τον συμβίο της ύποπτης, ώστε να μην μαρτυρήσει στην Αστυνομία τα όσα έγιναν περί μαγείας.
Η πληροφοριοδότης είχε επισκεφθεί την οικία της ύποπτης και είχε δει ότι, πίσω από την κουζίνα της οικίας της, υπήρχε μία ξύλινη αποθήκη, την οποία χρησιμοποιούσε ως βωμό, μέσα στην οποία υπήρχαν κόκκαλα και άλλα συναφή με μαγεία αντικείμενα, τα οποία της υπέδειξε η ίδια η ύποπτη. Μέλη του ΤΑΕ διενήργησαν διακριτική παρακολούθηση στην οικία της ύποπτης και διέκριναν την ξύλινη αποθήκη που αναφέρθηκε στην πληροφορία.
Μετά από έρευνα στο μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι τον Απρίλιο του 2023 ο πρώην σύζυγος της ύποπτης είχε δώσει πληροφορίες στο ΤΑΕ Λάρνακας ότι αυτή ασχολείται με μαγεία στην οικία που διέμενε στη Λάρνακα.
Περαιτέρω, εξασφαλίστηκαν πληροφορίες από γονείς ανήλικων παιδιών του Δημοτικού Σχολείου, όπου φοιτούν τα παιδιά της ύποπτης, ότι τα παιδιά της ανέφεραν ότι η μητέρα τους επικαλείται δαίμονες και πνεύματα, οι οποίοι τους βοηθούν στα προβλήματα τους.
Από εξετάσεις, μέσω του Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, διαπιστώθηκε ότι η ύποπτη πράγματι διατηρεί λογαριασμό στη εφαρμογή «Tik-Tok».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις θέσεις που προέβαλε η Εφεσείουσα προς υποστήριξη του αιτήματος της για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari και κατέληξε πως το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος έρευνας και πως «ουδέν παρεισέφρησε που να το καθιστά τρωτό, έστω για σκοπούς της αιτούμενης άδειας.».
Η Εφεσείουσα, με οκτώ λόγους έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, ισχυριζόμενη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό πλάνη έκρινε ότι δεν προέκυπτε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα και υπό πλάνη δεν έκρινε ότι το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο ένταλμα, καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή εξουσίας. Με τους λόγους έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και τελώντας υπό πλάνη, έκρινε πως δεν προέκυπτε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα, ενώ δεν υπήρχε στην ένορκη δήλωση, που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του εντάλματος, μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη υποψία και πιθανότητα η Εφεσείουσα να συνδέεται με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και να μην περιορίζεται σε πρόθεση διάπραξης αδικημάτων και «όχι σε πρόθεση διάπραξης ποινικών αδικημάτων». Περαιτέρω, δεν υπήρχε μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη υποψία ότι στην κατοικία και ξύλινη αποθήκη υπήρχαν αντικείμενα, που σχετίζονταν με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά, χωρίς να προσμετρήσει όλες τις πρόνοιες της εν λόγω νομοθετικής διάταξης και χωρίς να διαπιστώνονται περιστάσεις που να υποστηρίζουν την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. Η Εφεσείουσα προβάλλει, περαιτέρω, ότι δεν διαφαινόταν από τη μαρτυρία που είχε προσκομιστεί η ύπαρξη «εύλογης αιτίας συναρτημένης προς πράγματα», κατά τρόπο που να σχετίζονταν με την υπό διερεύνηση υπόθεση και που ευρίσκονταν εντός της οικίας της Εφεσείουσας. Παρά τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά έκρινε πως δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα.
Το άρθρο 27 του Κεφ. 155 προνοεί τα ακόλουθα:
«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και
(ιι).................».
Προκύπτει συναφώς ότι για την έκδοση εντάλματος έρευνας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψιν του, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε ένα συγκεκριμένο τόπο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α), (β) και (γ) του άρθρου 27, πιο πάνω.
Σύμφωνα με τη νομολογία, για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας, αυτό που απαιτείται είναι να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος (βλ. CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 219/2014, ημερ. 29.2.2016). Όπως έχει τονιστεί στην Μαρκίδης (2014) 1 (Α) Α.Α.Δ. 756 και υιοθετήθηκε στην CPS Freight Services Ltd, η εύλογη υποψία αφορά τον ίδιο τον Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος θα πρέπει να ικανοποιηθεί, με βάση τα γεγονότα που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας με τρόπο δικαστικό (βλ. Polycarpou (1991) 1 Α.Α.Δ. 207) και όχι μηχανικό (βλ. Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 1). Το άρθρο 27 συνδέει το αντικείμενο, το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 133/2018, ημερ. 17.12.2018).
Από τα πιο πάνω στοιχεία που τέθηκαν, προκύπτει ότι ο Επαρχιακός Δικαστής μπορούσε λογικά να ικανοποιηθεί ως προς την ύπαρξη εύλογων υπονοιών που δικαιολογούσαν την έκδοση του εντάλματος, όπως ορθά διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα ενώπιον του στοιχεία ήταν αρκούντως ικανοποιητικά για τους σκοπούς έκδοσης του εντάλματος. Όπως έχει υποδειχθεί πιο πάνω, αυτό που απαιτείται είναι να δημιουργείται εύλογη υποψία και δεν απαιτείται η εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος.
Με βάση την ένορκη δήλωση που είχε ενώπιον του το Επαρχιακό Δικαστήριο, δημιουργείτο εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία, τα υποστατικά, καθώς και τη ξύλινη αποθήκη που βρίσκεται στην αυλή της οικίας της Εφεσείουσας, βρίσκονταν αντικείμενα που σχετίζονταν με τη διερεύνηση του αδικήματος του άρθρου 304. Λαμβάνοντας υπόψη ότι αναζητούντο τόσο αντικείμενα, όσο και χρηματικά ποσά, ήταν εύλογο να ερευνηθεί τόσο η οικία, όσο και η ξύλινη αποθήκη, που βρίσκεται στην αυλή της οικίας.
Η πιθανότητα ύπαρξης οιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά που ζητείτο όπως διερευνηθούν, συνδεδεμένου με τη διάπραξη αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος (Γεώργιος Μ. Πικής, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69 και 70).
Για τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «304. Όποιος με κέρδος ή με αμοιβή παριστάνει τον εαυτό του ότι ασκεί ή χρησιμοποιεί κάθε είδους μαγεία, μαγγανεία, γοητεία ή εξορκισμό ή αναλαμβάνει να μαντεύσει την τύχη ή παριστάνει τον εαυτό του ότι με ή τη δεξιότητα ή τη γνώση του για κάποια απόκρυφη επιστήμη δυνατόν να αποκαλύψει τον τόπο ή τον τρόπο ανεύρεσης πράγματος που θεωρείται ότι κλάπηκε ή απωλέσθηκε, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.»