ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(i-justice)

(Πολιτική Έφεση Αρ. 30/2024)

 

20 Μαρτίου, 2025

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 166/2024

 

ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

                   Αρ. Αίτ. 166/2024

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ κ.κ. Α. Π., Κ. Π., Σ. Π. ΚΑΙ Π. Π., ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΙ/Ή ΑΔΕΙΑ ΚΑΙ/Ή ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 2652/2024, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/03/2024,  ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/03/2024, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 38 ΚΑΙ 43(2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155

 

____________________

 

Γ. Βρυώνη (κα) με κ. Κ. Κωνστανίνου για Πελεκάνος & Πελεκάνου

 ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Λάμπρου (κα) με κ. Ι. Γιάννη για A. P. PAVLOU LLC, για τους

 Εφεσίβλητους.

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η απόφαση αδελφού μας Δικαστή, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την οποία απέρριψε Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση αφορούν την καταχώριση της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης με αριθμό 2652/2024, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με 30 κατηγορίες. Η 30η κατηγορία, την οποία αντιμετώπιζε μόνο συγκεκριμένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία, αφορούσε αδίκημα για το οποίο ο νόμος προέβλεπε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των 5 ετών, εν τούτοις, για την καταχώριση της, δεν είχε ληφθεί προηγουμένως άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, ως απαιτείται από το άρθρο 24 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960), όπως έχει τροποποιηθεί. Οι Εφεσείοντες, στη βάση των πιο πάνω, προέβαλαν ότι ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο οποίος διέταξε στις 28.3.2024 την καταχώριση του εν λόγω κατηγορητηρίου, ενήργησε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας.

 

Σημειώνεται πως Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου είχε τεθεί η υπόθεση για εκδίκαση στις 25.6.2024, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ενεργώντας αυτεπάγγελτα, διέταξε την απόρριψη της 30ης κατηγορίας, που επαναλαμβάνεται ότι δεν αφορούσε τους εδώ Εφεσείοντες.

 

Αρχικά η Αίτηση για άδεια που υπέβαλαν οι Εφεσείοντες είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, απόφαση η οποία παραμερίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Αναφορικά με την Αίτηση των Α.Π. κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 16/2024, ημερ. 18.9.2024) και δόθηκε άδεια για καταχώριση αίτησης διά κλήσεως, η οποία τέθηκε ενώπιον του ιδίου Δικαστή.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, στη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία, έκρινε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, στη βάση του ότι το κατηγορητήριο καταχωρείται ως ενιαίο έγγραφο και η καταχώριση του παρουσιάζεται εξ αρχής αντίθετη με το άρθρο 24 του Νόμου 14/1960, επιμολύνοντας έτσι το κατηγορητήριο στο σύνολο του.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και τελώντας υπό έκδηλη νομική πλάνη, απέδωσε λανθασμένη ερμηνεία στο άρθρο 43(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που αφορά στην έγκριση του κατηγορητηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση και παραγνωρίζοντας την ουσία του νομικού λόγου για το οποίο δόθηκε άδεια κατ΄ έφεση από το Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς και το έκδηλα εμφανές δικαιοδοτικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε ο Επαρχιακός Δικαστής Λευκωσίας. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται, περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και τελώντας υπό έκδηλη νομική πλάνη, παραγνωρίζοντας την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία δόθηκε άδεια, δεν διαπίστωσε «να υπάρχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες αναφέρεται η πλούσια νομολογία μας, όταν οι Αιτητές μπορούν να προβάλουν τις θέσεις τους ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου».

 

Η εισήγηση των Εφεσειόντων ότι η εφετειακή απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, με την οποία χορηγήθηκε η άδεια, σφραγίζει το αποτέλεσμα της Αίτησης δια κλήσεως, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Να επαναλάβω το αυτονόητο, ότι στο στάδιο της χορήγησης της άδειας το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εμβαθύνει στην υπόθεση (Κωνσταντινίδης (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1298). Όπως εύστοχα τέθηκε από τον αείμνηστο Νικήτα, Δ., στη Lindos Constructions Ltd (1989) 1(Ε) 648, είναι δυνατόν στο στάδιο της Αίτησης διά κλήσεως η μετέπειτα ολοκληρωμένη θεώρηση του ζητήματος «να διαλύσει τις πρώτες θετικές εντυπώσεις». Ως εκ τούτου, με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση της κας Βρυώνη ότι το περιεχόμενο της απόφασης ημερ. 18.9.2024, στην Πολ. Έφ. Αρ. 16/2024, «σφραγίζει το αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας».

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Το γεγονός ότι η άδεια δόθηκε με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, κατ΄ έφεση, δεν διαφοροποιεί τη διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιου είδους υποθέσεις. Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση αίτησης για έκδοση certiorari, προβαίνει σε εις βάθος εξέταση των εγειρόμενων θεμάτων και ενδέχεται να διαφοροποιηθεί από την αρχική, εκ πρώτης όψεως θεώρηση της υπόθεσης. Αντίθετη προσέγγιση θα καθιστούσε την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως αχρείαστη σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

Ως προς την ουσία του εγερθέντος ζητήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι όταν ένα κατηγορητήριο τίθεται προς έγκριση, είναι δυνατόν για τον Δικαστή να μην επιτρέψει όπως καταχωριστεί συγκεκριμένη κατηγορία, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις που διέπουν την καταχώριση της και να επιτρέψει την καταχώριση άλλων κατηγοριών, όταν αυτές οι άλλες πληρούν τις προϋποθέσεις. Στη βάση νομολογίας που παρέθεσε, έκρινε ότι το θέμα της ύπαρξης συγκατάθεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα είναι θέμα διαδικασίας και θα μπορούσε να είχε εγερθεί από οιονδήποτε κατηγορούμενο ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, πριν η Κατηγορούσα Αρχή κλείσει την υπόθεση της. Θεώρησε δε ότι εάν ο Δικαστής απέρριπτε συλλήβδην όλες τις κατηγορίες με το να μην επιτρέψει την καταχώριση κατηγορητηρίου, επειδή για παράδειγμα μία κατηγορία δεν απεκάλυπτε αδίκημα, αυτό θα αποστερούσε αδικαιολόγητα τον κατήγορο από το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

Το άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί τα ακόλουθα:

«(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.

(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.».

 

Στην υπόθεση Andreas Ioannou and another v. The Police (1958) 23 C.L.R. 266, η οποία εξεδόθη πριν από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα υπό εκδίκαση αδικήματα ήταν η κλοπή και η κατοχή κλοπιμαίας περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 3(1)(α) και (β) του The Property of Her Majesty (Theft and Possession) Law, Cap.28, για τα οποία το εδάφιο (3) προνοούσε ότι ποινική δίωξη για αδίκημα δυνάμει του άρθρου 3 δεν μπορούσε να εκκινήσει παρά μόνο με τη συγκατάθεση «Αξιωματούχου του Νόμου» («Law Officer»).  Η εκδίκαση της υπόθεσης άρχισε και συνεχιζόταν χωρίς καμιά ένσταση μέχρι το στάδιο που το Δικαστήριο ετοιμαζόταν για να εκδώσει την απόφαση του, οπόταν η κατηγορούσα αρχή επιχείρησε να παρουσιάσει τη συγκατάθεση. Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της υπεράσπισης ότι ήταν πλέον πολύ αργά και η συγκατάθεση παρουσιάστηκε. Αποφασίστηκε πως θέματα που αφορούν στην συγκατάθεση, είναι θέματα διαδικασίας, τα οποία αποφασίζονται από το ίδιο το εκδικάζον Δικαστήριο και μπορούν να εγερθούν από την Υπεράσπιση πριν η Κατηγορούσα Αρχή κλείσει την υπόθεση της. Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:

 

«To sum up we hold that:

 

(a) It is the duty of the persons who are responsible for the filing of a charge and the issue of summonses or warrants, where the consent of anybody is required for the institution of proceedings, to see that the consent is given, otherwise the summons or warrant will be a bad one.

 

(b) Any challenge by the defence as to the consent, being a challenge on a matter of procedure, must be made before the case for the prosecution is closed.

 

(c) If the case for the prosecution is closed without any objection as to the consent, the presumption is that the proceedings have been properly instituted; in other words, after the case for the prosecution is closed the defence will not be heard to say the proceedings are bad because there is no proof of the consent required.» 

 

Στο Σύγγραμμα του Γεώργιου Μ. Πική «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση του «Criminal Procedure in Cyprus 1975», στα Ελληνικά, με παραπομπή στην πιο πάνω απόφαση, επαναλαμβάνεται στη σελ. 123, ότι:

 

 

«Οποιαδήποτε ένσταση της Υπεράσπισης στην εγκυρότητα της διαδικασίας - λόγω απουσίας της νενομισμένης συγκατάθεσης για ποινική δίωξη έχουσα κατά τη φύση της διαδικαστικό χαρακτήρα - πρέπει να εγερθεί κατά τη δίκη πριν κλείσει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, εγείρεται τεκμήριο ότι η διαδικασία ξεκίνησε σωστά∙ με άλλα λόγια, μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχή, δεν είναι παραδεκτή η έγερση ενστάσεων ότι η διαδικασία υπήρξε πλημμελής λόγω έλλειψης της αναγκαίας συγκατάθεσης.» 

 

 

Στην υπόθεση Κονναρής ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. Αρ. 184/2019, ECLI:CY:AD:2021:B73, ημερ. 1.3.2021, έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα σε σχέση με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, που απαιτείται με βάση το άρθρο 24(2):

 

«Το άρθρο 24(2) των περί Δικαστηρίων Νόμων αναφέρεται σε συγκατάθεση.  Πρέπει συνεπώς να υπάρχει συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα.  Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.  Ο Νόμος δεν απαιτεί η συγκατάθεση να είναι γραπτή, ούτε να καταχωρείται στο δικαστήριο μαζί με την υπόθεση που αφορά, αν και η καταχώριση γραπτής συγκατάθεσης διευκολύνει τις διεργασίες, αφού έτσι επιμαρτυρείται το ουσιώδες γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει συγκατατεθεί στη συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Αναμφίβολα η ορθή πρακτική είναι, πριν την έναρξη της εκδίκασης συνοπτικά αδικήματος για το οποίο απαιτείται η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, ο Δικαστής να βεβαιώνεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας την έχει δώσει.  Εάν δεν ελεγχθεί εκ προοιμίου, τότε οποτεδήποτε εγερθεί ερώτημα ή αμφιβολία ως προς το κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δώσει τη συγκατάθεση του, το ζήτημα μπορεί να επιμαρτυρηθεί για να διαπιστωθεί η πραγματικότητα.»

 

Είναι εμφανές από την πιο πάνω ανάλυση πως η απουσία της νενομισμένης συγκατάθεσης για ποινική δίωξη έχει διαδικαστικό χαρακτήρα και μπορεί να εγερθεί κατά τη δίκη, πριν κλείσει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή. Κατά το στάδιο όπου ζητείται η καταχώριση ενός κατηγορητηρίου, το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να διατάξει την καταχώριση του και, ακολούθως, η υπεράσπιση έχει το δικαίωμα να εγείρει θέμα έλλειψης συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα κατά τη δίκη, ως ανωτέρω αναφέρεται. Άλλωστε, δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια που απαιτεί την καταχώριση γραπτής συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα μαζί με το κατηγορητήριο.

 

Το άρθρο 43(2) προνοεί διαδικασία, σε περίπτωση άρνησης έγκρισης της καταχώρισης του κατηγορητηρίου. Αυτό έγινε στην υπόθεση Καρακάντζα, Ποιν. Αίτ. Αρ. 12/2018, ημερ. 19.9.2018, στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων. Σ΄ εκείνη την υπόθεση για τις πέντε από τις οκτώ κατηγορίες που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο δεν υπήρχε η απαιτούμενη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, ούτε υπήρχε τέτοια συγκατάθεση στο στάδιο που ακούστηκε η υπόθεση. Επιπρόσθετα, η άρνηση της καταχώρησης του κατηγορητηρίου εδραζόταν και στο ότι αυτό παραβίαζε τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση των κατηγοριών και τη συνένωση τους. Πρόκειται για υπόθεση όπου υπήρχε άρνηση καταχώρισης κατηγορητηρίου και ακολουθήθηκε η διαδικασία που προνοείται στο άρθρο 43(2), η οποία διαφοροποιείται από την παρούσα.

 

Εν προκειμένω, το Επαρχιακό Δικαστήριο επέτρεψε την καταχώριση του κατηγορητηρίου, κάτι που είχε δικαιοδοσία να πράξει. Η υπεράσπιση, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, έχει το δικαίωμα, κατά τη δίκη, σε οποιοδήποτε στάδιο, πριν κλείσει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή, να εγείρει ζήτημα εγκυρότητας της διαδικασίας λόγω απουσίας της αναγκαίας συγκαταθέσεως. Όπως αναφέρεται στις πιο πάνω υποθέσεις, το ζήτημα της συγκατάθεσης αποτελεί από τη φύση του θέμα διαδικασίας.

 

Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση μίας ποινικής υπόθεσης, στη βάση κατηγορητηρίου στο οποίο υπάρχουν περισσότερες από μία κατηγορίες, το Δικαστήριο δύναται «είτε να καταδικάσει, είτε να αθωώσει τον κατηγορούμενο γενικά για ολόκληρο το κατηγορητήριο είτε να τον καταδικάσει για μία ή μερικές από τις κατηγορίες και να τον αθωώσει για άλλες.». Περαιτέρω, το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας «να διατάξει όπως ο κατηγορούμενος δικαστεί χωριστά για οποιαδήποτε ή περισσότερες από τις κατηγορίες» σε περίπτωση που αυτές αφορούν σε διαφορετικά πραγματικά γεγονότα (άρθρο 40(1) και (2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155). 

 

Σε περίπτωση όπου μία κατηγορία από τις πολλές που περιλαμβάνονται σε ένα κατηγορητήριο πάσχει, όπως στην υπόθεση Ομήρου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 588, που παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι υπόλοιπες κατηγορίες δεν επηρεάζονται, ούτε μολύνονται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν διαπίστωσε την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, εφόσον οι Εφεσείοντες θα μπορούσαν να προβάλουν τις θέσεις τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η προσέγγιση είναι ορθή. Σημειώνουμε πως ακόμα και όπου εγείρεται συζητήσιμο ζήτημα, η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας θα οδηγούσε σε απόρριψη της Αίτησης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον των Εφεσειόντων.

 

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο