ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                         

(Πολιτική Έφεση Αρ. 273/2015)

  18 Μαρτίου, 2025

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ., ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΙΜΩΝΟΣ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ

ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΩΣΤΑΡΟΥ

 

Εφεσείων,

                                                   v.

1.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

2.     ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ

                                                                           

Εφεσίβλητων.

...................

Ε. Ευαγγέλου, για Θ. Θωμά & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 1.

Α. Βαλανίδου (κα) μαζί με Μ. Βαλανίδη, για τον Εφεσίβλητο 2.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία η αγωγή του Εφεσείοντα απερρίφθη στη βάση του ότι δεν είχε αποδειχθεί η κατ' ισχυρισμό επέμβαση έκτασης 90 τ.μ. επί του ακινήτου του Κυριάκου Κώσταρου (ΚΚ).

Με την αγωγή ο Εφεσείων, ως διαχειριστής της περιουσίας του ΚΚ, ισχυριζόταν ότι οι Εφεσίβλητοι χρησιμοποίησαν έκταση 90 τ.μ. από το ακίνητο του ΚΚ για τη διαπλάτυνση και ασφαλτόστρωση δρόμου, με αποτέλεσμα αυτή να συνιστά επέμβαση επί της περιουσίας του και για την οποία υπέστη οικονομική ζημιά η οποία οδήγησε στην πτώχευση του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η συγκεκριμένη έκταση είχε παραχωρηθεί από τον ΚΚ και δεν υπήρχε επέμβαση επί του ακινήτου του, εξ ου και απέρριψε την αγωγή.

Ο Εφεσείων προωθεί οκτώ από τους εννέα λόγους έφεσης (ο πέμπτος απεσύρθη κατά την ακρόαση της Έφεσης). Με αυτούς αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την αξιολόγηση των μαρτύρων, την ερμηνεία εγγράφων και την εκτίμηση κάποιων γεγονότων.

Για να καταλήξει στα ευρήματα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του ΚΚ (Μ.Ε.1) και στηρίχθηκε στη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα των Εφεσίβλητων 2, Δημοτικού Μηχανικού στους Εφεσίβλητους 2 (Μ.Υ.1). Δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα (Μ.Ε.2) ο οποίος δεν είχε προσωπική γνώση των γεγονότων, ενώ δέχθηκε τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων, τόσο του Εφεσείοντα όσο και των Εφεσίβλητων 1, στον βαθμό που αυτή επιβεβαιωνόταν από σχετικά έγγραφα ή παρέμεινε αδιαμφισβήτητη.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 ως ασαφή, αόριστη και αναξιόπιστη. Με τον ένατο λόγο έφεσης αποδίδεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 ως αξιόπιστη.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε πως δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και απεδέχθη τη μαρτυρία του Μ.Υ.1. Κατ' αρχάς αναφέρθηκε στην ασθενή μνήμη του Μ.Ε.1 «κυρίως ως προς το χρόνο που επεσυνέβησαν κάποια γεγονότα» και την ασάφεια, γενικότητα και αοριστία που χαρακτήριζαν τη μαρτυρία του. Παρόλο που δεν διέφυγε την προσοχή του ότι τα γεγονότα είχαν λάβει χώρα πριν από 25-30 έτη από την ακρόαση της αγωγής, και είναι εύλογα αναμενόμενο και φυσιολογικό η μνήμη να εξασθενεί σε κάποιο βαθμό, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στο ζήτημα της ασθενούς μνήμης για να καταλήξει στην απόρριψη της μαρτυρίας του. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η μαρτυρία του Μ.Ε.1 ήταν «γενική, αόριστη, αντιφατική, με διαφορετικές εκδοχές κυρίως ως προς το χρόνο που επεσυνέβησαν κάποια γεγονότα», με αποτέλεσμα να θεωρούσε πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την απόρριψη της μαρτυρίας του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτενή παράθεση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 σε συνάρτηση και με την έκθεση απαίτησης, για να καταδείξει αυτή τη γενικότητα, αοριστία και αντιφατικότητα. Αυτή η παράθεση καταδείκνυε, χωρίς δυσκολία, πως στο πλαίσιο της μαρτυρίας του ο Μ.Ε.1 περιέπεσε σε αντιφάσεις ως προς τον χρονικό προσδιορισμό των γεγονότων τον οποίο παρουσίασε και διαφοροποιημένο σε σχέση με τις δικογραφημένες του θέσεις. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε πως κάποιες θέσεις του Μ.Ε.1 αναιρούνταν από διάφορα αδιαμφισβήτητα κατατεθέντα έγγραφα και τεκμήρια.

Δεν υιοθετούμε την εισήγηση του Εφεσείοντα πως τυχόν «μικροασάφειες» στη μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν ήταν ικανές να οδηγούσαν στην απόρριψη του συνόλου της μαρτυρίας του. Τα ζητήματα στα οποία ο Μ.Ε.1 αναφέρθηκε και έτυχαν εξέτασης και σχολιασμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούν ουσιώδη για την υπόθεση ζητήματα που είχαν σχέση με την εκμετάλλευση του ακινήτου και την πρόκληση οικονομικής ζημιάς σε αυτόν.

Μάλιστα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην αξιολόγηση του καθενός των μαρτύρων ξεχωριστά αλλά προχώρησε στην αξιολόγηση τους με αντιπαραβολή της μαρτυρίας τους, όπου αυτό κρίθηκε αναγκαίο, όπως έπραξε και με τους Μ.Ε.1 και Μ.Υ.1.

Αναφορικά με τον Μ.Υ.1, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως ο συγκεκριμένος μάρτυρας ήταν η μοναδική πηγή από την οποία θα μπορούσε να αντλήσει τις ορθές πληροφορίες για τα γεγονότα της υπόθεσης. Πράγματι αυτός ο μάρτυρας ήταν σε θέση να διαφωτίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το ιστορικό και την όλη εξέλιξη των γεγονότων τα οποία επιβεβαιώνονταν από σχετικά αδιαμφισβήτητα έγγραφα που βρίσκονταν στον φάκελο των Εφεσίβλητων 2 και παρουσίασε και κατέθεσε στο Δικαστήριο.

Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση του Εφεσείοντα πως ο Μ.Υ.1 είχε προβεί σε πολλές υποθέσεις ως προς τα γεγονότα. Όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μαρτυρία του Μ.Υ.1 βασίστηκε στο περιεχόμενο του φακέλου και σε έγγραφα τα οποία δεν έτυχαν αμφισβήτησης και αυτός παρέμεινε σαφής και συνεπής καθόλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του. Ο Μ.Υ.1 έδινε σαφείς απαντήσεις και τοποθετήσεις και η αδυναμία του να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις αφορούσε ζητήματα για τα οποία δεν γνώριζε, και όχι λόγω αδυναμίας μνήμης, ως η εισήγηση του Εφεσείοντα.

Διαπιστώνουμε ότι η αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο τόσο του Μ.Ε.1 όσο και του Μ.Υ.1 έγινε με επιμέλεια, στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας που βρισκόταν ενώπιον του, ούτως ώστε η κατάληξη του περί της απόρριψης της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 και της αποδοχής αυτής του Μ.Υ.1 να κρίνεται καθόλα εύλογη, χωρίς να συντρέχει λόγος επέμβασης μας.

Ως εκ τούτου οι λόγοι έφεσης 3 και 9 κρίνονται αβάσιμοι.

Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 6 και 8 αφορούν διαφορετικά σκέλη της προσαχθείσας μαρτυρίας τα οποία αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε δεν έλαβε υπόψη, είτε εκτίμησε λανθασμένα. Είναι, όμως, συναφείς επειδή βασικά αφορούν στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε παράνομη επέμβαση επί του ακινήτου.

Για σκοπούς εξέτασης αυτών των λόγων έφεσης, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν συνοπτικά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, στη βάση τόσο της αξιόπιστης μαρτυρίας του Μ.Υ.1 όσο και άλλης μαρτυρίας η οποία κρίθηκε αξιόπιστη.  

Το 1980 ο Μ.Ε.1 υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής στο επίδικο ακίνητο η οποία απερρίφθη. Παρά την απόρριψη της αίτησης, ο Μ.Ε.1 έκτισε παράνομα ισόγεια οικοδομή και προς τούτο διώχθηκε από το τότε Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας. Στις 28.7.1983 υπεγράφη σύμβαση μίσθωσης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Μ.Ε.1, δυνάμει της οποίας παραχωρήθηκε στον τελευταίο το επίδικο ακίνητο με αναγραφόμενο εμβαδόν 549 τ.μ. Η παραχώρηση αυτή έγινε στο πλαίσιο διαχωρισμού οικοπέδων και παραχώρησης τους από το κράτος σε άπορες οικογένειες. Στις 5.10.1988 κατατέθηκε η σύμβαση πώλησης του ακινήτου από τη Δημοκρατία στον Μ.Ε.1.

’δεια οικοδομής για την οικία εκδόθηκε στις 20.5.1984. Στις 19.7.1986 ο Μ.Ε.1 υπέβαλε νέα αίτηση για άδεια οικοδομής διώροφης οικοδομής (τέσσερα καταστήματα στο ισόγειο και τέσσερα διαμερίσματα στον όροφο) και στις 20.3.1990 εκδόθηκε η σχετική άδεια. Στις 11.4.1991 υπεβλήθη νέα αίτηση από τον Μ.Ε.1 για αλλαγή της χρήσης των ισόγειων καταστημάτων σε εστιατόριο η οποία εκδόθηκε στις 27.4.1993. Εν τω μεταξύ από το 1984 ο Μ.Ε.1 είχε άδεια πώλησης ποτού και καπνικών προϊόντων η οποία εκδόθηκε από τον Έπαρχο επειδή, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, «προφανώς είχε εστιατόριο πριν το 1984».

Στην περιοχή όπου βρίσκεται το παραχωρηθέν στον Εφεσείοντα ακίνητο, κατασκευάστηκε δρόμος. Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατασκευή, η θέση και τα χαρακτηριστικά του οδικού δικτύου ήταν αποκλειστική ευθύνη του κράτους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως το οδικό δίκτυο είχε ολοκληρωθεί πριν το 1988.

Στις 27.3.1990 ο Μ.Ε.1 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση σε αυτόν κρατικής γης και συγκεκριμένα «το αντίστοιχον κτήμα στην Νότια πλευρά του τεμαχίου . διότι έχει επηρεασθή σε μεγάλο βαθμόν από τον δημόσιον δρόμον». Η αίτηση εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο για την παραχώρηση κρατικής γης με την πληρωμή του ποσού των ΛΚ6.600 «ως διαφορά στις αγοραστικές αξίες των υπό ανταλλαγή ακινήτων» υπό τους όρους ότι ο Μ.Ε.1 θα άρει τις επεμβάσεις επί του δημόσιου δρόμου και το παραχωρούμενο μέρος της κρατικής γης να συγχωνευθεί στην υφιστάμενη ιδιοκτησία του. Ο Μ.Ε.1 δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό, με αποτέλεσμα η παραχώρηση αυτή να ακυρωθεί.  

Αποτέλεσε, επίσης, εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βασιζόμενο σε άλλη αξιόπιστη μαρτυρία, ότι ο Μ.Ε.1 είχε προβεί σε επεκτάσεις στην οικοδομή χωρίς άδεια και μετέτρεψε το εστιατόριο σε κατάστημα χωρίς άδεια μέχρι και την ημερομηνία της ακρόασης.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον τίτλο ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου στον οποίο αναγράφεται ότι αυτό έχει έκταση 611 τ.μ., κάτι που, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, καταδεικνύει πως ο Μ.Ε.1 δικαιούτο και στερήθηκε των 90 τ.μ. του παραχωρηθέντος ακινήτου του που χρησιμοποιήθηκαν για το οδικό δίκτυο.

Είναι γεγονός ότι ο Μ.Ε.1 κατέθεσε τέτοιο πιστοποιητικό εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας, με ημερομηνία εγγραφής 4.1.1994 και ημερομηνία έκδοσης 25.4.2002.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραγνώρισε αυτό το στοιχείο. Η υπογραφή και το περιεχόμενο της σύμβασης μίσθωσης αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη σύμβαση μίσθωσης, επισημαίνοντας ρητώς ότι αυτή αφορούσε την παραχώρηση 549 τ.μ. «και όχι 611 που αναγράφονται στον τίτλο ιδιοκτησίας». Εκτός της διαπίστωσης του πως η σύμβαση μίσθωσης αναφέρεται ρητώς σε παραχώρηση έκτασης 549 τ.μ., προχώρησε και στην ενασχόληση με την υπόλοιπη αξιόπιστη μαρτυρία η οποία επιβεβαίωνε αυτή τη διαπίστωση και αναιρούσε την έκταση που αναγραφόταν στον τίτλο. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 πως για να ήταν δυνατή η υπογραφή σύμβασης μίσθωσης, είχε προηγηθεί ο διαχωρισμός και η τιτλοποίηση των οικοπέδων που θα παραχωρούνταν, με το εμβαδόν του επίδικου ακινήτου να ήταν στην πραγματικότητα κατά τον ουσιώδη χρόνο 549 τ.μ. και όχι 611 τ.μ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προφανώς αναφέρθηκε στην παραχωρούμενη έκταση και στην υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, ακριβώς για να καταδείξει πως ποτέ δεν τίθετο ζήτημα παραχώρησης έκτασης 611 τ.μ. εφόσον ουδέποτε υπήρχε τέτοια έκταση προς παραχώρηση.

Επιπλέον το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε και στο πιστοποιητικό της Χωρητικής Αρχής Αγίας Νάπας ημερ. 4.7.1987, στο οποίο φαινόταν με κίτρινο χρώμα το τμήμα του επίδικου ακινήτου που είχε καταληφθεί «κατά την κατασκευή του δρόμου στα βόρεια του κτήματος». Επομένως, ορθά υιοθέτησε τη θέση του Μ.Υ.1 πως το οδικό δίκτυο είχε ολοκληρωθεί οπωσδήποτε πριν το 1988.

Διαφεύγει την προσοχή του Εφεσείοντα ότι στο πιστοποιητικό αναγράφεται «Προσωρινός τίτλος εκδοθείς με βάση το άρθρο 10 του Νόμου 44/84». Πρόκειται για τους περί Επαρχιακών Κτηματολογικών Γραφείων Αμμοχώστου και Κυρηνείας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμους του 1984 έως 2022, Ν. 44/1984. Αυτός ο Νόμος θεσπίστηκε για να αντιμετωπίσει την παύση της λειτουργίας των Κτηματολογίων Κερύνειας και Αμμοχώστου από τις 20.7.1974 και 15.8.1974. Το ίδιο το άρθρο 10(1) και (2) παρέχει εξουσία στον Διευθυντή του Κτηματολογίου να εκδίδει πιστοποιητικά εγγραφής, κατόπιν αίτησης του ιδιοκτήτη, πλην όμως το άρθρο 10(3)  προνοεί τα εξής:

«(3) Οιονδήποτε πιστοποιητικόν εγγραφής εκδιδό΅ενον υπό του ∆ιευθυντού επί τη βάσει του άρθρου τούτου θα είναι προσωρινόν και θα αποτελή ΅όνον κατά τεκ΅ήριον τίτλον ιδιοκτησίας του ακινήτου εν σχέσει προς τον οποίον εξεδόθη :

Νοείται ότι το Υπουργικόν Συ΅βούλιον δύναται, διά διατάγ΅ατος δη΅οσιευο΅ένου εν τη επισή΅ω εφη΅ερίδι της ∆η΅οκρατίας, να ορίση ότι άπαντα τα ούτω εκδοθέντα πιστοποιητικά εγγραφής ή οιαδήποτε εξ αυτών είναι οριστικοί τίτλοι ιδιοκτησίας των ακινήτων εν σχέσει τα οποία εξεδόθησαν.»

          Επομένως, το εν λόγω πιστοποιητικό ιδιοκτησίας αποτελεί μόνο κατά τεκμήριο τίτλο ιδιοκτησίας και όχι τελεσίδικο και οριστικό τίτλο, με αποτέλεσμα να μπορούσε να προσκομιστεί μαρτυρία που να καταρρίπτει αυτό το τεκμήριο, όπως και έγινε στην υπό κρίση περίπτωση.

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τον έκτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την επιστολή του Μ.Ε.1 ημερ. 27.3.1990.

Πρόκειται για την επιστολή που τιτλοφορείται «Αίτηση», με την οποία ο Μ.Ε.1 ζητούσε την παραχώρηση αντίστοιχου κτήματος στη νότια πλευρά του τεμαχίου του «διότι έχει επηρεασθεί σε μεγάλο βαθμό από τον δημόσιο δρόμο». Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι στην εν λόγω αίτηση ο Μ.Ε.1 δεν επικαλείτο παράνομη επέμβαση στο ακίνητο του αλλά κατ' ισχυρισμό επηρεασμό σε μεγάλο βαθμό.

Ο Εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 με την οποία εξήγησε τη συγκεκριμένη αναφορά στην αίτηση του. Ο Μ.Ε.1 είπε ότι η αίτηση είχε εγκριθεί, όμως με όρο αποπληρωμής ενός ποσού και αυτός αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αυτό τον όρο καθότι θεώρησε ότι έπρεπε να του παραχωρείτο δωρεάν συνεπεία της κατ' ισχυρισμό παράνομης επέμβασης. Η θέση των Εφεσίβλητων ήταν πως ο ίδιος ο Μ.Ε.1 είχε προτείνει την αποπληρωμή του ποσού σε τρεις δόσεις και σε σχετική υποβολή προς αυτόν, δήλωσε αδυναμία να θυμηθεί.

Με βάση τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 και με δεδομένο το περιεχόμενο της αίτησης, θεωρούμε καθόλα εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την αίτηση ο Μ.Ε.1 δεν επικαλείτο παράνομη επέμβαση ούτε και ζητούσε την παραχώρηση γης ως αποζημίωση για παράνομη επέμβαση. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε την ορθή ερμηνεία στο εν λόγω έγγραφο.

Ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται παράλειψη του  πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη «το πραγματικό γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές ουσιαστικά με τις πράξεις τους είχαν από πολύ παλιά παραδεχτεί την παράνομη επέμβαση».

Αυτό, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, προκύπτει από την πρόταση για ανταλλαγή γης η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Από τη στιγμή, ωστόσο, που το αίτημα δεν αφορούσε σε παραχώρηση γης λόγω παράνομης επέμβασης, τότε ούτε και η έγκριση του αιτήματος συνεπάγετο κάτι τέτοιο.

Εν πάση περιπτώσει, στην επιστολή ημερ. 23.11.2009 από τον Εφεσίβλητο 2 προς τους δικηγόρους του Εφεσείοντα, η οποία είχε κατατεθεί ως τεκμήριο, και στην οποία περιγράφεται όλο το ιστορικό των γεγονότων, υπάρχει η ρητή παραπομπή στην έκταση που παραχωρήθηκε με τη σύμβαση μίσθωσης και η αναγνώριση πως μέρος του τεμαχίου έπρεπε να παραχωρηθεί για διεύρυνση και κατασκευή δρόμου, όπως και έγινε. Στην ίδια επιστολή ο Εφεσίβλητος 2 επισημαίνει την «ασυμφωνία σχετικά με το μέρος του τεμαχίου που παραχώρησε το κτηματολόγιο στον [Μ.Ε.1] και του μέρους που τελικά πήρε». Αυτή η τοποθέτηση του Εφεσίβλητου 2 σαφώς δεν ισοδυναμεί με παραδοχή περί παράνομης επέμβασης.  

Δεν υιοθετούμε τη θέση του Εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του πρώτου μάρτυρα για τον Εφεσίβλητο 1, ΑΚ, τότε Αναπληρωτή Επάρχου Αμμοχώστου, ο οποίος αναφέρθηκε στα τετραγωνικά μέτρα που πήραν από το ακίνητο του Μ.Ε.1. Ο εν λόγω μάρτυρας περιορίστηκε στην αναφορά πως μέρος του οικοπέδου του Μ.Ε.1 είχε χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του δρόμου, κάτι το οποίο δεν αμφισβητείται, εκφράζοντας αδυναμία να τοποθετηθεί κατά πόσο υπήρξε επέμβαση.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε το τοπογραφικό σχέδιο το οποίο φέρει τα αρχικά Κ.Σ.Κ. ως αυτά του Μ.Ε.1.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω, υπήρχε επαρκής μαρτυρία προς απόδειξη της έκτασης του ακινήτου το οποίο είχε παραχωρηθεί στον Μ.Ε.1, χωρίς να ήταν αναγκαία η εξακρίβωση της υπογραφής επί του χωρομετρικού σχεδίου το οποίο είχε κατατεθεί από τον ΑΚ. Παρά ταύτα, ο μάρτυρας ανέφερε πως κατά τη μελέτη του κτηματολογικού φακέλου για τη μεταβίβαση του ακινήτου στον Μ.Ε.1 το 1988, εντόπισε ένα τοπογραφικό σχέδιο με μονογραφές του Μ.Ε.1 το οποίο δείχνει το υπό μεταβίβαση ακίνητο χωρίς να περιλαμβάνει τα 90 τ.μ. Ακολούθως ο μάρτυρας δήλωσε πως υπέθεσε ότι οι μονογραφές ήταν του Μ.Ε.1.

Με δεδομένο ότι κατά την αντεξέταση του από τον δικηγόρο του Εφεσείοντα, δεν αμφισβητήθηκε η υπογραφή και ότι σε αυτό αναφερόταν η μεταβίβαση του επίδικου τμήματος από την Κυπριακή Δημοκρατία προς τον Κυριάκο Σταύρου Κώσταρου και το επίδικο τμήμα με χρώμα κίτρινο έφερε τα αρχικά Κ.Σ.Κ., καθώς και με δεδομένο το γεγονός ότι η εν λόγω μεταβίβαση έλαβε χώρα, ήταν καθόλα εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι η μονογραφή είχε τεθεί από τον Μ.Ε.1.

Επομένως ο όγδοος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ενόψει των όσων αναφέρονται ανωτέρω, είναι προφανές ότι η Έφεση δεν μπορεί να πετύχει, καθιστώντας αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.    

Κρίνουμε όμως σκόπιμο να πούμε ότι με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλονται ως λανθασμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν στην ύπαρξη ή μη του εστιατορίου του Μ.Ε.1.

Αυτός ο λόγος παρατίθεται με ασαφή και γενικό τρόπο και δεν προσδιορίζεται οποιοσδήποτε λόγος που να καθιστά την πρωτόδικη απόφαση τρωτή. Τέτοιες αναφορές θα πρέπει να περιλαμβάνονται στον ίδιο τον λόγο και όχι στην αιτιολογία. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση ’ζινου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 110/2021, ημερ. 7.12.2021, η οποία υιοθετήθηκε στην Φωκά κ.ά. v. Haralco & Spantios Developers Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 86/2016, ημερ. 4.9.2024, ο λόγος έφεσης καθορίζει τι προσβάλλεται και δεν διευρύνονται τα επίδικα στην έφεση θέματα με την αιτιολογία, όταν σαφώς δεν προκύπτουν από τον λόγο. Ως εκ τούτου αυτός ο λόγος δεν θα ήταν έγκυρος αλλά θνησιγενής και, ως τέτοιος, θα υπόκειτο σε απόρριψη.

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην αξιολόγηση των μαρτύρων εκτιμητών και επομένως η εξέταση του θα είχε μόνο θεωρητική σημασία.

Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

€3.000 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του κάθε Εφεσίβλητου ξεχωριστά και εναντίον του Εφεσείοντα.  

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο