ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

i-justice

(Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2024)

 

13 Μαρτίου 2025

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.116/2024

 

ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Χ. Π.  ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8/05/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 155

____________________

 

Τ. Τελιανίδου (κα) για Χ. Τιμοθέου και Λ. Νεοφύτου και Ευάγγελος Χρ. Πουργουρίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, με την οποία απέρριψε αίτηση του Εφεσείοντα για άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας της κατοικίας και υποστατικών, των οχημάτων και της τραπεζικής του θυρίδας, που εξεδόθη την 8.5.2024 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, το κατώτερο Δικαστήριο.    

 

    Με τον μοναδικό λόγο έφεσης που έχει απομείνει, προβάλλεται η θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη «αφού δεν υπήρχε μαρτυρία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονταν στους χώρους τους οποίους επιθυμούσε να ερευνήσει η Αστυνομία, ούτε και στοιχειοθετείτο η αναγκαιότητα έκδοσης του εκκαλούμενου διατάγματος».

 

    Αναφέρουμε, εκ προοιμίου, ότι δεν ήταν απαραίτητο να υπήρχε μαρτυρία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονταν στους χώρους τους οποίους επιθυμούσε να ερευνήσει η Αστυνομία, όπως διατυπώνεται στο λόγο έφεσης.  Ήταν αρκετό, σύμφωνα και με τις πρόνοιες του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, να υπάρχει μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονταν στους χώρους αυτούς.  Το σκέλος αυτό του λόγου έφεσης είναι αλυσιτελές, αφού η απουσία τέτοιας μαρτυρίας δεν θα αναδείκνυε, χωρίς άλλο, συζητήσιμη υπόθεση ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση του εντάλματος.  Ωστόσο, η στοιχειοθέτηση της αναγκαιότητας για την έκδοση του, που με το δεύτερο σκέλος του λόγου αμφισβητείται, προϋποθέτει, κατά πρώτο λόγο, την ύπαρξη μαρτυρίας που να δημιουργούσε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονταν στους χώρους τους οποίους επιθυμούσε να ερευνήσει η Αστυνομία, ζήτημα το οποίο θα πρέπει να εξετάσουμε.

 

    Σημειώνουμε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη διασύνδεση του Εφεσείοντα, ως υπόπτου 1, με τη διάπραξη των διαρρήξεων και κλοπών που διερευνούσε η Αστυνομία, δεν προσβάλλεται με την έφεση και, επομένως, θεωρείται δεδομένη, όπως και οι επιμέρους λεπτομέρειες που τη στοιχειοθετούσαν, περιλαμβανομένων και των περιστάσεων που αφορούν στην εμπλοκή και της συζύγου του ως ύποπτης 3.  Περιοριζόμαστε στα ουσιώδη, ότι δηλαδή ο Εφεσείων διασυνδέθηκε ως το πρόσωπο που προέβηκε στις διαρρήξεις, που αφορούσαν οικίες και ένα κατάστημα - κοσμηματοπωλείο και ότι αυτός, κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, φορούσε στο κεφάλι κουκούλα με φερμουάρ και κρατούσε όπλο τύπου «shotgun».  

 

    Το ένταλμα προσδιόριζε τα αντικείμενα που αναζητούνταν ως χρήματα, κοσμήματα, όπλο τύπου «shotgun», κουκούλες, είδη ένδυσης και διαρρηκτικά εργαλεία.  Κατά τη συζήτηση της έφεσης, η δικηγόρος του Εφεσείοντα δήλωσε ότι στην έκταση που το ένταλμα έρευνας αναφερόταν σε ενδύματα και διαρρηκτικά εργαλεία, αποδέχεται ότι η έκδοση του ήταν δικαιολογημένη.  Περιορίστηκε έτσι η αμφισβήτηση της νομιμότητας του εντάλματος σε σχέση με τα κοσμήματα και χρηματικά ποσά που αναζητούνταν, όπως και το όπλο.  Αν βέβαια δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας για την ανεύρεση των ενδυμάτων και διαρρηκτικών εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάπραξη των διαρρήξεων και κλοπών, διερωτόμαστε γιατί, κατά τον ίδιο τρόπο δεν δικαιολογείτο η ίδια έρευνα σε σχέση με τα κλοπιμαία και πολύ περισσότερο με το όπλο.  

 

    Η υπόθεση που διερευνούσε η Αστυνομία αφορούσε σε 18 διαρρήξεις κατοικιών και κλοπές από αυτές και μιας  διάρρηξης και κλοπής από κοσμηματοπωλείο, που διαπράχθηκαν σε διάφορες ημερομηνίες την περίοδο μεταξύ της 11.11.2020 και της 19.4.2024, με τη συνολική αξία των κλοπιμαίων να ανέρχεται σε €865.255.  Επρόκειτο για χρηματικά ποσά και τιμαλφή.  

 

    Ο πρώτος πληροφοριοδότης, που έδωσε πληροφορίες στην Αστυνομία την 3.5.2024, περιγράφει τον Εφεσείοντα ως άνεργο και πως, παρά το ότι ποτέ του δεν εργάστηκε, κυκλοφορεί με πάρα πολλά μετρητά κάνοντας χλιδάτη ζωή.

 

    Από τη μαρτυρία δεύτερου πληροφοριοδότη, που έδωσε πληροφορίες στην Αστυνομία την 7.5.2024, προέκυπτε ότι ο Εφεσείων διατηρούσε μαζί με τη σύζυγο του τραπεζική θυρίδα. Η σύζυγος του ήταν η «ιδιοκτήτρια» της θυρίδας με «συνδεδεμένο πρόσωπο» τον Εφεσείοντα.  Ο δεύτερος πληροφοριοδότης, που διατηρεί και αυτός θυρίδα στην ίδια τράπεζα, έτυχε να συναντήσει κάποιες φορές τον τελευταίο χρόνο, τον Εφεσείοντα στη συγκεκριμένη τράπεζα, στην είσοδο του δωματίου των θυρίδων.  Σε δύο περιπτώσεις, ο Εφεσείων συνοδευόταν από τη σύζυγο του και ο πληροφοριοδότης αντιλήφθηκε ότι ο Εφεσείων χειριζόταν τη θυρίδα για τη φύλαξη χρημάτων και άλλων πολύτιμων αντικειμένων. Ο δεύτερος πληροφοριοδότης, ανέφερε στην Αστυνομία ότι ο Εφεσείων συντηρείται μέσω κλοπιμαίων τα οποία προκύπτουν από διαρρήξεις οικιών  πλουσίων, που διαπράττει με άλλο πρόσωπο, το οποίο και κατονόμασε.  Πρόκειται για τον ύποπτο 2 στην υπόθεση.  Σύμφωνα με τον δεύτερο πληροφοριοδότη ο Εφεσείων χρησιμοποιούσε την τραπεζική θυρίδα για τη φύλαξη κλοπιμαίων, όπως και το διαμέρισμα του υπόπτου 2.

 

    Καθ' όσον αφορά την «κατοικία και υποστατικά» του Εφεσείοντα, όπως αναφέρεται στο ένταλμα, διαπιστώνουμε ότι στην ουσία επρόκειτο μόνο για την κατοικία του, αφού δεν αναφέρθηκε διεύθυνση άλλη από αυτή της κατοικίας του, ούτε και αναφορά στον όρκο έγινε στην ύπαρξη άλλων υποστατικών του Εφεσείοντα.  Η πληροφορία που είχε δώσει στην Αστυνομία ο δεύτερος πληροφοριοδότης ήταν ότι ο δεύτερος ύποπτος συνεργάζεται με τον Εφεσείοντα και του παραχωρεί το διαμέρισμα του για φύλαξη κλοπιμαίων.   

 

    Για τα οχήματα οι αριθμοί εγγραφής των οποίων αναφέρονται στο ένταλμα, η μαρτυρία ήταν ότι ο Εφεσείων χρησιμοποιεί τα τρία από αυτά.  Το τέταρτο, που ανήκει στο δεύτερο ύποπτο, το χρησιμοποιεί η σύζυγος του Εφεσείοντα.

 

     Στην Η.Π., Πολ. Έφ. Αρ.256/2021, ημερ.28.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A69, με αναφορά στη φράση «εύλογη υποψία» στο πλαίσιο του άρθρου 21(1) του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996, η Ολομέλεια ανέφερε ότι:

 

«Εστιάζοντας την προσοχή, ειδικά, στον όρο «υποψία», δεν παραπέμπει σε μαρτυρία ικανή προς απόδειξη του αδικήματος· πόρρω απέχει από αυτή.  Δεν είναι τέτοια μαρτυρία που αναζητείται, στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για την έκδοση δικαστικού εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 21(1) του Ν.92(Ι)/1996.  Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.), στη σελίδα 948, «Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking:  'I suspect but I cannot prove.'.  Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.".  Βέβαια, η διαθέσιμη μαρτυρία πρέπει να είναι, ευλόγως, ικανή για τον πιο πάνω σκοπό».

 

 

    Η ύπαρξη μαρτυρίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο εμπλέκεται στη διάπραξη υπό διερεύνηση αδικήματος, δεν δικαιολογεί αφ εαυτής και χωρίς άλλο την έκδοση εντάλματος έρευνας χώρων που του ανήκουν, κατέχει ή ελέγχει, για την ανεύρεση τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση.  Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστάσεων.

 

    Η διασύνδεση συγκεκριμένου προσώπου με την παράνομη απόσπαση κινητής περιουσίας ασφαλώς και έχει σημασία και, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί, υπό το φως συγκεκριμένης μαρτυρίας, να δικαιολογεί την έρευνα συγκεκριμένου χώρου. 

 

    Εν προκειμένω, αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι τα αδικήματα στη διάπραξη των οποίων εμπλεκόταν ο Εφεσείων ήταν αδικήματα κλοπής και ο Εφεσείων φερόταν ως ο δράστης των υπό διερεύνηση αδικημάτων.  Σημασία αποδίδουμε και στη φύση της κλοπιμαίας περιουσίας, που περιελάμβανε και χρηματικά ποσά, όπως και στο γεγονός ότι τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί σε μεγάλο εύρος χρόνου και, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία, ο Εφεσείων, που δεν εργαζόταν, χρησιμοποιώντας την κλοπιμαία περιουσία, έκανε χλιδάτη ζωή.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία, οι διαρρήξεις και κλοπές παρουσιάζονταν ως τρόπος ζωής για τον Εφεσείοντα, παράμετρος που, σε συνδυασμό με τη φύση της κλοπιμαίας περιουσίας, μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι αυτός φύλασσε κλοπιμαία και στην κατοικία όπου διέμενε.  Ιδιαίτερα χρηματικά ποσά, ώστε να μπορεί να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που του αποδιδόταν, κυκλοφορώντας με πολλά μετρητά.

 

    Οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, δικαιολογούσαν την ύπαρξη εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα ή μέρος τους βρίσκονταν στην κατοικία όπου ο Εφεσείων διέμενε με τη σύζυγο του ή και τα οχήματα που αυτός και η σύζυγος του φέρονται να χρησιμοποιούσαν.  Η πληροφορία για τη διάθεση του διαμερίσματος του δεύτερου υπόπτου για τη φύλαξη κλοπιμαίων, δεν είναι ανατρεπτική, ούτε καν ασυμβίβαστη με την ύπαρξη εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι, στην υπό συζήτηση περίπτωση, κλοπιμαία βρίσκονταν και στην κατοικία του Εφεσείοντα.

 

    Στη βάση των πιο πάνω ιδιαίτερων περιστάσεων η κατάληξη μας δεν διαφέρει αναφορικά με το όπλο που ο Εφεσείων φερόταν να μετέφερε μαζί του κατά τις διαρρήξεις.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία η συχνή του χρήση από τον Εφεσείοντα κατά τη διάπραξη των διαρρήξεων, εξυπακούει και τη συχνή μεταφορά του, πραγματικότητα που ενισχύει την ύπαρξη εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι και το συγκεκριμένο αντικείμενο μπορούσε να βρίσκεται στην κατοικία ή και τα οχήματα που χρησιμοποιούσε ο ίδιος και η σύζυγος του.  Η εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι βρισκόταν σε ένα χώρο δεν απέκλειε, εκ προοιμίου, την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας να πιστεύεται ότι βρισκόταν σε άλλο. 

 

    Τα κλοπιμαία ήταν, όπως προαναφέραμε, χρηματικά ποσά και τιμαλφή, δηλαδή αντικείμενα μεγάλης αξίας και μικρά σε όγκο.  Η μαρτυρία για τη διατήρηση της τραπεζικής θυρίδας και της χρήσης της από τον Εφεσείοντα, στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ασφαλώς και θα μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε αυτή φυλάσσονταν κλοπιμαία αντικείμενα των διαρρήξεων και κλοπών με τις οποίες ο Εφεσείων διασυνδέθηκε.  Άλλωστε υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία περί τούτου.  Επομένως, κάθε άλλο παρά για «αόριστη υπόθεση» επρόκειτο.  Απορρίπτουμε και την προς τούτο εισήγηση του Εφεσείοντα. 

    Καταλήγουμε ότι από το σύνολο των στοιχείων, όπως προέκυπταν από την ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία, μπορούσε να δημιουργηθεί εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στους χώρους που αναφέρονταν στο ένταλμα βρίσκονταν κλοπιμαία αντικείμενα των διαρρήξεων που η Αστυνομία διερευνούσε, αλλά και το όπλο που μεταφερόταν κατά τη διάπραξη τους.  Έτσι, μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξέταση του κατά πόσο το δικαιολογημένο πλέον ένταλμα ήταν και αναγκαίο.

 

    Η απουσία αναγκαιότητας για την έκδοση του εντάλματος προωθήθηκε με αναφορά στη θέση ότι δεν διευκρινιζόταν στον όρκο πότε ο δεύτερος πληροφοριοδότης είχε λάβει γνώση των πληροφοριών για τη συνέργεια μεταξύ του Εφεσείοντα και του υπόπτου 2 στην υπόθεση για τη διάπραξη διαρρήξεων και κλοπών, για την οποία ενημέρωσε την Αστυνομία.  Επίσης, με αναφορά στο ότι δεν διευκρινιζόταν στον όρκο πότε ο πληροφοριοδότης αυτός είχε λάβει γνώση ότι ο Εφεσείων φυλάσσει κλοπιμαία περιουσία στη συγκεκριμένη θυρίδα.  Κατά τον Εφεσείοντα, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο δεύτερος πληροφοριοδότης αναφερόταν σε πρόσφατα γεγονότα δεν δικαιολογείτο.

 

    Η υπόθεση που διερευνούσε η Αστυνομία δεν αφορούσε ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ένα μεγάλο αριθμό διαρρήξεων που είχαν διαπραχθεί σε μια περίοδο τρεισήμισι χρόνων πριν την ημερομηνία έκδοσης του επίδικου εντάλματος.  Η αναγκαιότητα για την έκδοση του δεν εδραζόταν στην εγγύτητα του χρόνου μεταξύ των γεγονότων για τα οποία ο δεύτερος πληροφοριοδότης ενημέρωσε την Αστυνομία και τη διάπραξη των αδικημάτων, αλλά στο να διερευνηθεί μια σειρά σοβαρών αδικημάτων και καταγγελιών που παρέμεναν ανεξιχνίαστες, αμέσως μόλις η Αστυνομία έλαβε σχετικές πληροφορίες και διαμορφώθηκε κατεύθυνση για τις έρευνες της.  Σε κάθε περίπτωση οι έντεκα τελευταίες διαρρήξεις είχαν διαπραχθεί μέσα στο 2024 με την τελευταία τη 19.4.2024 ενώ το ένταλμα εκδόθηκε την 8.5.2024.  Η θέση ότι δεν υφίστατο αναγκαιότητα για την έκδοση του εντάλματος έρευνας είναι αβάσιμη. 

 

    Καταλήγουμε ότι το κατώτερο Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας ενομιμοποιείτο να εκδώσει το επίδικο ένταλμα έρευνας και δεν διαπιστώνουμε ότι υπήρχε περιθώριο ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να επέμβει στην κατάληξη του.  Η απόφαση επομένως του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση του Εφεσείοντα ήταν ορθή.

 

    Η έφεση απορρίπτεται.

 

  

 

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.       

 

 

                                                          Α. Δαυίδ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο