ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 145/2016)

 

 

 

 11 Μαρτίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

 

 

 

Εφεσείων/Εναγόμενος,

 

ν.

 

 

 

Μ. Χ. Τ.,

 

 

 

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

 

 

_____________________________________________________________________

 

Ρ. Μαππουρίδης με Ι. Χαραλάμπους (κα) για Ρ. Μαππουρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ και Δ. Κούτρας & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Κυπριανού με Α. Χαραλάμπους για Μ. Κυπριανού & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

______________________________________________________________________

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

______________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης είναι η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικη Απόφαση), με την οποία κρίθηκε ότι ο Εφεσείων, νευροχειρουργός, είχε παραβεί το καθήκον επιμέλειας που είχε προς την Εφεσίβλητη.

 

Την 5/1/2007 η Εφεσίβλητη υπεβλήθη σε εγχείρηση από τον Εφεσείοντα στο Αρεταίειο Νοσοκομείο στη Λευκωσία. Η εκδοχή που προωθήθηκε από την πλευρά της αναφορικά με τη φύση της εγχείρησης ήταν ότι επρόκειτο για εγχείρηση της σπονδυλικής στήλης με σκοπό την αφαίρεση δίσκου εφόσον η Εφεσίβλητη έπασχε από δισκοκήλη. Η εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν ότι η Εφεσίβλητη έπασχε από μια πολύ πιο σοβαρή κατάσταση και, συγκεκριμένα, από ιππουριδική συνδρομή. Μετά την εγχείρηση η Εφεσίβλητη παρουσίασε συμπτώματα ιππουριδικής συνδρομής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία (επτά μάρτυρες από μέρους της Εφεσίβλητης, συμπεριλαμβανομένης και της ιδίας και τρεις μάρτυρες από μέρους του Εφεσείοντα, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου), βρήκε ότι πριν την εγχείρηση η Εφεσίβλητη δεν είχε τα συμπτώματα αυτά και ότι αυτά τα αντιλήφθηκε μετά την εγχείρηση. Διατυπώνοντας τα ευρήματα του επί του εν λόγω ζητήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε και τα εξής:

 

«Την ίδια μέρα της εγχείρησης καθώς και τις επόμενες μέρες, η ενάγουσα διαπίστωσε τα πιο κάτω:

 

1.   Δεν είχε αίσθηση αναφορικά με το πότε ήθελε να ουρήσει.

2.   Στα γεννητικά όργανα αριστερά δεν ένιωθε τίποτα ενώ γενικά η αίσθηση στην περιοχή ήταν αισθητά μειωμένη.

3.   Το αριστερό πέλμα του ποδιού δεν πήγαινε προς τα πάνω ούτε και τα δάκτυλα του αριστερού ποδιού. 

4.   Κατά τις μέρες που ήταν στο νοσοκομείο δεν ενεργήθηκε καθόλου.

 

     Τα ως άνω συμπτώματα, οφείλονται στην εγκατάσταση μετεγχειρητικής ιππουριδικής βλάβης με την έννοια ότι προκλήθηκε μετά την εγχείρηση, κακοποίηση των νευρικών ριζών της ιππουρίδας.».

 

Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι πριν τη διενέργεια της εγχείρησης ο Εφεσείων δεν είχε προειδοποιήσει την Εφεσίβλητη για οποιουσδήποτε κινδύνους της επέμβασης και ότι, αντιθέτως, τη διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για εγχείρηση ρουτίνας που ο ίδιος είχε διενεργήσει αρκετές φορές.

 

Ενόψει των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσείων είχε παραβεί το καθήκον επιμέλειας που είχε προς την Εφεσίβλητη.

 

Ειδικότερα κρίθηκε ότι αυτός:

 

·        Παρέλειψε να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει έγκαιρα τα μετεγχειρητικά κλινικά συμπτώματα και συγκεκριμένα τη μετεγχειρητική επιπλοκή της αιμορραγίας και του αιματώματος, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση μόνιμης ιππουριδικής συνδρομής στην Εφεσίβλητη.

·        Παρέλειψε να προειδοποιήσει την Εφεσίβλητη για τους κινδύνους της επίδικης επέμβασης.

 

Στη βάση της πιο πάνω κατάληξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα ποσό ύψους €150.000 ως γενικές αποζημιώσεις και ποσό ύψους €18.000 ως ειδικές αποζημιώσεις, ποσό το οποίο είχε δηλωθεί εκ συμφώνου επί πλήρους ευθύνης.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης αμφισβητείται με δώδεκα συνολικά Λόγους Έφεσης.

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας της Εφεσίβλητης (Μ.Ε.1), ενώ με το 2ο Λόγο Έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα απέδωσε βαρύτητα στη μαρτυρία του συζύγου της Εφεσίβλητης (Μ.Ε.2), ενώ αυτή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί ως υστερόβουλη. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εντόπισε κενό και αντιφάσεις στη μαρτυρία των μαρτύρων που προσκόμισε η Εφεσίβλητη. Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη κατά την Απόφασή του την ιατρική γνωμάτευση ιατρικού κέντρου Γερμανίας (Τεκμήριο 11), σύμφωνα με την οποία η Εφεσίβλητη παρουσίαζε σημαντική βελτίωση. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης βάλλεται ως αυθαίρετο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα συμπτώματα που ανέφερε η Εφεσίβλητη ήταν από μόνα τους θορυβώδη. Μέσω του                                    6ου Λόγου Έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένο εύρημα περί της αξιοπιστίας του Δρος Πόλυ Μίτσιγγα, Μ.Ε.3. Με τον                    7ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τη βιβλιογραφία η οποία δόθηκε από τον Εφεσείοντα ως μέρος της μαρτυρίας του αναφορικά με τα συμπτώματα της ιππουριδικής συνδρομής και αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία του, καθώς και εκείνη των Μαρτύρων Υπεράσπισης. Με τον 8ο Λόγο Έφεσης βάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων παρέβη το καθήκον επιμέλειας που όφειλε στην Εφεσίβλητη με τη δημιουργία μετεγχειρητικού αιματώματος και την παράλειψη του να διερευνήσει τα συμπτώματα της Εφεσίβλητης, ενώ με τον 9ο Λόγο Έφεσης το εύρημα του αναφορικά με την παράλειψη του Εφεσείοντα να ενημερώσει την Εφεσίβλητη για τον κίνδυνο. Με το 10ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν έλεγε την αλήθεια και ότι οι θέσεις του δεν συνήδαν με τα κατατεθέντα τεκμήρια. Μέσω του 11ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του Εφεσείοντα. Με το 12ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένος και αυθαίρετος ο καθορισμός του ποσού των γενικών αποζημιώσεων.

 

H εξέταση των προβαλλόμενων Λόγων Έφεσης θα γίνει είτε ξεχωριστά είτε σε ομάδες εκεί όπου η φύση των ζητημάτων που εγείρονται δικαιολογεί τέτοια πορεία.

 

Δεδομένου του γεγονότος ότι πλείστοι Λόγοι Έφεσης περιστρέφονται γύρω από την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, αρκεί να υπομνήσουμε την πάγια νομολογία με βάση την οποία η αξιολόγηση των μαρτύρων αποτελεί κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βλέπει και παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν, με αποτέλεσμα να πλεονεκτεί έναντι του Εφετείου. Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 407). Γι' αυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι ανατροπής σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996 και Fereos Ltd v. Brothers Tobacco Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378) και μόνο εκεί όπου τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα που έκανε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ., μεταξύ άλλων, την υπόθεση Μιχαηλίδης v. Οικονομίδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288). Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται το εύρημα αξιοπιστίας της Εφεσίβλητης.

 

Όπως ορθώς επισημαίνεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσίβλητης, η μαρτυρία της Εφεσίβλητης ήταν ιδιαίτερα σημαντική σε δύο ζητήματα. Το πρώτο αφορούσε την κατάσταση της πριν την επίδικη εγχείρηση και το δεύτερο την κατάσταση της μετά. Η ίδια είχε καταθέσει ότι πριν την επίδικη εγχείρηση παρουσίαζε «οσφυαλγίαν και αριστεράν ισχυαλγίαν και αιμωδία αριστερού κάτω άκρου που όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια αποτελούσαν τα συμπτώματα δισκοπάθειας»[1]. Μετά δε την εγχείρηση, την ίδια μέρα καθώς και τις επόμενες, διαπίστωσε ότι:

 

1)   Δεν είχε αίσθηση αναφορικά με το πότε ήθελε να ουρήσει.

 

2)   Στα γεννητικά όργανα αριστερά δεν ένιωθε τίποτα ενώ γενικά η αίσθηση στην περιοχή ήταν αισθητά μειωμένη.

 

3)   Το αριστερό πέλμα του ποδιού δεν πήγαινε προς τα πάνω ούτε και τα δάκτυλα του αριστερού ποδιού.

 

Επιπλέον κατά τις μέρες που ήταν στο νοσοκομείο δεν ενεργήθηκε καθόλου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της, ανέφερε σε σχέση με τα πιο πάνω τα εξής:

 

«Η ενάγουσα μου έκανε πολύ καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα. Ήταν απόλυτα πειστική στο γεγονός ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, εμφανίστηκαν αμέσως μετά την εγχείρηση και σε καμία περίπτωση δεν προϋπήρχαν. Δεν γίνεται αποδεκτή επί του προκειμένου, η θέση που υποβλήθηκε από την υπεράσπιση ότι η ενάγουσα πιθανόν να μην είχε αντιληφθεί τα συμπτώματα ιππουριδικής συνδρομής λόγω του μεγάλου πόνου στην περιοχή της σπονδυλικής στήλης και στο πόδι. Η απουσία αίσθησης για ούρηση καθώς και η ακράτεια ούρων και κοπράνων δεν είναι συμπτώματα που μπορεί κανείς να μην τα αντιληφθεί. Ανεξαρτήτως τούτου, η ενάγουσα υπήρξε επί του προκειμένου ιδιαίτερα σαφής και πειστική ότι δεν είχε προεγχειρητικά τέτοια συμπτώματα χωρίς σε καμία περίπτωση να δώσει την ένδειξη προσχεδιασμού της θέσης της για το σημαντικό αυτό επίδικο ζήτημα.»

 

 

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε  ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε η Εφεσίβλητη, καθώς και ότι η μαρτυρία της αντικρούετο τόσο από μάρτυρες που η πλευρά της παρουσίασε όσο και από μάρτυρες του Εφεσείοντα.

 

Έχουμε εξετάσει τα όσα η πλευρά του Εφεσείοντα έχει προβάλει και τα σημεία στα οποία ο συνήγορος της μας παρέπεμψε και έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στο σύνολό της. Έχοντας μελετήσει την πρωτόδικη Απόφαση και τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης. Θα εξηγήσουμε στη συνέχεια με παραπομπή στην προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Αρκετά ζητήματα που εγείρονται από πλευράς του Εφεσείοντα αφορούν στο ζήτημα την κατάστασης της Εφεσίβλητης πριν την επίδικη εγχείρηση.

 

Η μαρτυρία του συζύγου της Εφεσίβλητης, Μ.Ε.2, η οποία και αυτή κρίθηκε αξιόπιστη, επιβεβαίωσε το γεγονός ότι αυτή δεν παρουσίαζε, ούτε παραπονιόταν για συμπτώματα ιππουριδικής συνδρομής πριν από την επίδικη εγχείρηση και ότι τα προβλήματα που η σύζυγος του αντιμετωπίζει με την ούρηση, αφόδευση και ενδοκολπικά δεν υπήρχαν προεγχειρητικά.

 

Επιπλέον ο ιατρός Παπαναστασίου, Μ.Ε.7, τον οποίο επισκέφθηκε η Εφεσίβλητη λίγες μέρες πριν τη διενέργεια της επίδικης εγχείρησης και ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταθέτοντας ανέφερε ότι δεν είχε διαπιστώσει η Εφεσίβλητη να παρουσίαζε οποιαδήποτε συμπτώματα ιππουριδικής συνδρομής.

 

Υποστηρίχθηκε από πλευράς Εφεσείοντα ότι η πιθανότητα η Εφεσίβλητη προεγχειρητικά να έπασχε από αρχόμενη ιππουριδική συνδρομή δεν αποκλείσθηκε από το νευροχειρουργό Δρ. Πετρίδη, Μ.Ε.8.

 

Η πιο πάνω θέση, με κάθε σεβασμό, δεν είναι διόλου ορθή. Όπως ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε κατά την αξιολόγηση του Μ.Ε.4 στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, ήτοι το Ιατρικό Πιστοποιητικό του μάρτυρα, Τεκμήριο 21, καθώς και την προφορική του μαρτυρία, ο εν λόγω μάρτυρας ήταν ιδιαίτερα κατηγορηματικός ότι η ιππουριδική συνδρομή από την οποία πάσχει η Εφεσίβλητη δεν προϋπήρχε, αλλά εκδηλώθηκε αμέσως μετά την επίδικη εγχείρηση.

 

Η πιο κάτω περικοπή από το Τεκμήριο 21 είναι αποκαλυπτική:

 

«2. Τα απεικονιστικά ευρήματα της προεγχειρητικής μαγνητικής τομογραφίας δεν δικαιολογούν με κανένα τρόπο σημεία ή συμπτώματα προεγχειρητικής ιππουριδικής βλάβης καθώς η πίεση δεν είναι κεντρική, οι ρίζες της ιππουρίδος κυλούν και κατέρχονται ελεύθερες μέσα στον σάκκο με παρουσία αρκετού εγκεφαλονωτιαίου υγρού και συνεπώς χώρου εντός αυτού. Η πίεση που ασκείται είναι οπισθοπλάγια και περιορίζεται στην νευρική ρίζα που εξέρχεται του σπονδυλικού σάκκου στο επίπεδο αυτό (Ο4/05). Αλλά και κλινικά από πουθενά δεν προκύπτουν συμπτώματα συμβατά με έστω αρχόμενη ιππουριδική συνδρομή. Έτσι περιγράφεται από τον πρώτο Νευροχειρουργό που την εξέτασε το ίδιο περιγράφει και στην γνωμάτευση του ο ίδιος ο θεράπων. Επίσης δεν προκύπτει από πουθενά ιστορικό προηγούμενου αντίστοιχου προβλήματος (όπως καταγράφεται σε γνωμάτευση του θεράποντα η οποία και εδόθη σχεδόν 4 μήνες μετά την επέμβαση).»

 

 

Περαιτέρω, όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, σε κανένα από τα πιστοποιητικά που αυτός παρέδωσε στην Εφεσίβλητη δεν γίνεται αναφορά σε ύπαρξη ιππουριδικής συνδρομής. Αντιθέτως στο Πιστοποιητικό του Εφεσείοντα, ημερ. 15/4/2007, Τεκμήριο 13, γίνεται αναφορά σε ολική ρήξη μεσοσπονδύλιου δίσκου Ο4/5 χωρίς  να αναφέρεται οτιδήποτε για συμπτώματα ιππουριδικής συνδρομής. Επιπλέον, όπως ορθώς επισημάνθηκε και πάλι από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε και προφορικά ο Εφεσείων είχε αναφέρει στην Εφεσίβλητη οτιδήποτε για ιππουριδική συνδρομή.

 

Η πιο κάτω περικοπή από την αντεξέταση του Εφεσείοντα είναι αποκαλυπτική:

 

«Ε. Στις 5/01/2007 όταν είδες την ενάγουσα της ανέφερες ότι υποφέρει από ιππουριδική συνδρομή;

 Α.   Την αναφορά για ιππουριδική συνδρομή δεν την είχα κάνει από ό,τι θυμάμαι ανέφερα ότι για να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε την κατάσταση ο μόνος τρόπος είναι η χειρουργική επέμβαση.»

 

Διατείνεται η πλευρά του Εφεσείοντα ότι το Τεκμήριο 64, το οποίο συνιστά χειρόγραφες σημειώσεις του ιδίου (Operation Notes) και το οποίο, όπως προβάλλεται, συμπληρώθηκε από τον Εφεσείοντα διεγχειρητικά και αναφέρει ότι η Εφεσίβλητη, πριν την έναρξη της εγχείρησης, είχε διαγνωσθεί με ιππουριδική συνδρομή, αν και δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς Εφεσίβλητης το περιεχόμενο του, δεν αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η πιο πάνω θέση, με κάθε σεβασμό, δεν είναι ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο Τεκμήριο 64 και στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού δεν απέδωσε σε αυτό οποιαδήποτε βαρύτητα:

«Όσον αφορά το τεκμήριο 64, δεν πρόκειται για πιστοποιητικό και δεν παραδόθηκε ποτέ στην ενάγουσα. Αποτελεί χειρόγραφες σημειώσεις του ιδίου του εναγομένου, τις οποίες κατέγραψε όπως είπε στο χειρουργείο μετά την εγχείρηση χωρίς όμως να είναι ιδιαίτερα πειστικός προς τούτο.»

 

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ο ουσιαστικός ισχυρισμός της Εφεσίβλητης ότι, πριν τη διενέργεια της επίδικης επέμβασης, δεν παρουσίαζε, συμπτώματα ιππουριδικής συνδρομής, συνάδει απόλυτα και με την υπόλοιπη ιατρική μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αποδεχτή.

 

Ειδικότερα, συνάδει με τη μαρτυρία του νευρολόγου γιατρού Μ.Ε.4 που ήταν, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τους πρώτους γιατρούς που εξέτασαν την Εφεσίβλητη για τα προβλήματα που είχε στη σπονδυλική στήλη στις 5/1/2007, μια μόλις μέρα πριν την εγχείρηση, και είχε δει και την προεγχειρητική μαγνητική τομογραφία, Τεκμήριο 2, όπου δεν φαινόταν τραυματισμένος ο μηνιγγικός σάκος που περιέχει τις νευρικές ρίζες της ιππουρίδας.

 

Σχετική, επίσης, με τα πιο πάνω και συμβατή με τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης ήταν και εκείνη της ακτινολόγου, Μ.Ε.6, η οποία καταθέτοντας στο Δικαστήριο εξήγησε τα αποτελέσματα της μαγνητικής τομογραφίας στην οποία η Εφεσίβλητη υπεβλήθη στις 4/1/2007, δύο μέρες πριν την επίδικη επέμβαση.

 

Επιπλέον, η μαρτυρία της Εφεσίβλητης στο ουσιαστικό αυτό ζήτημα υποστηρίχθηκε και από το νευροχειρουργό Μ.Ε.8, ο οποίος αναφερόμενος στα απεικονιστικά ευρήματα της προεγχειρητικής μαγνητικής τομογραφίας εξήγησε ότι αυτά με κανένα τρόπο δεν δικαιολογούσαν σημεία ή συμπτώματα προεγχειρητικής ιππουριδικής βλάβης.

 

Ισχυρίστηκε, ακόμη, η πλευρά του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη ψευδώς, όπως  ήταν η θέση του, κατέθεσε ότι κανένας γιατρός δεν της είχε κάνει νύξη για υποβολή της σε εγχείρηση και ειδικότερα ότι δεν της δόθηκε η εντύπωση από γιατρό ότι έχρηζε επείγουσας νοσηλείας, παραπέμποντας προς τούτο στη μαρτυρία του Μ.Ε.4 και Μ.Ε.8.

 

Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω θέση. Η μαρτυρία του ιατρού νευρολόγου, Μ.Ε.4, ο οποίος είχε δει την Εφεσίβλητη στις 5/1/2007, μια μέρα πριν την επίδικη εγχείρηση, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, ήταν ότι θα έπρεπε να ζητήσει νευροχειρουργική γνώμη για το πρόβλημα της αναφέροντας της συγχρόνως ότι θα έπρεπε να χειρουργηθεί όσο το δυνατό πιο σύντομα. Όταν δε η Εφεσίβλητη τον ρώτησε ποιο νευροχειρουργό να επισκεφθεί, δεδομένου ότι το παραπεμπτικό για τη μαγνητική τομογραφία ήταν από το νευροχειρουργό Δρα Παπαναστασίου, ο Μ.Ε.4 της είπε να ζητήσει την άποψη του εν λόγω γιατρού.  Όσο δε αφορά το Μ.Ε.8, αυτό που ανέφερε στη μαρτυρία του ήταν ότι με το πρόβλημα δισκοκήλης που αντιμετώπιζε η Εφεσίβλητη έπρεπε να χειρουργηθεί άμεσα, διευκρινίζοντας, συγχρόνως, ότι δεν ήταν απόλυτα αναγκαίο η επέμβαση να γίνει την ίδια μέρα.

 

Ο Εφεσείων διατείνεται, ακόμη, ότι η θέση της Εφεσίβλητης ότι ο Εφεσείων δεν της επεξήγησε τους κινδύνους που δυνατόν να προέκυπταν από την επέμβαση, η οποία κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιόπιστη, δεν υποστηρίζεται παραπέμποντας, προς τούτο, και στο Τεκμήριο 4, το «Δελτίο Συγκατάθεσης για Ιατρική Διερεύνηση, Θεραπεία ή Εγχείρηση», που η Εφεσίβλητη είχε υπογράψει πριν τη διενέργεια της επίδικης εγχείρησης. Συναφής με την πιο πάνω εισήγηση είναι και ο 9ος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων παρέλειψε να προειδοποιήσει την Εφεσίβλητη για τους κινδύνους της επίδικης εγχείρησης.

 

Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπεγράφη το Τεκμήριο 4,  η εκδοχή που προωθήθηκε από πλευράς Εφεσίβλητης ήταν ότι η υπογραφή του εν λόγω εγγράφου έγινε από την ίδια πριν αυτή εισέλθει στο χειρουργείο ως προαπαιτούμενο της επέμβασης και χωρίς να της εξηγηθεί οτιδήποτε. Η εν λόγω εκδοχή υποστηρίχθηκε και από τη μαρτυρία του συζύγου της, Μ.Ε.2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδοντας καλούς λόγους αποδέχτηκε και αυτή την εκδοχή απορρίπτοντας συγχρόνως στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα ό,τι αντίθετο αυτός είχε προβάλει, επισημαίνοντας τα ακόλουθα:

 

«Πειστική ήταν η ενάγουσα και ως προς τον ισχυρισμό της ότι πριν την εγχείρηση δεν προειδοποιήθηκε από τον εναγόμενο για τους κινδύνους της επέμβασης αλλά αντιθέτως, αυτός την διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για εγχείρηση ρουτίνας. Το ίδιο ισχύει και για τις διαβεβαιώσεις που έπαιρνε από τον εναγόμενο μετεγχειρητικά ότι τα συμπτώματα της ήταν προσωρινά και ότι θα τα ξεπερνούσε με τον καιρό. Η υπογραφή εκ μέρους της, του τεκμηρίου 4 δεν αλλάζει το σκηνικό αφού όπως με πειστικό τρόπο ανέφερε, υπέγραψε το έγγραφο αυτό πριν εισέλθει στο χειρουργείο ως προαπαιτούμενο της επέμβασης αλλά στην πραγματικότητα δεν της επεξηγήθηκε οτιδήποτε. Εξ' άλλου, το εν λόγω έγγραφο είναι γενικής φύσης χωρίς να εξειδικεύει για ποιες επιπλοκές προειδοποιήθηκε η ενάγουσα.» 

 

 

Σε ό,τι αφορά το νομικό πλαίσιο, δηλαδή την υποχρέωση ενός ιατρού να δώσει επαρκή πληροφόρηση στον ασθενή πριν την υποβολή του σε οποιαδήποτε θεραπεία ή επέμβαση ως προς τους πιθανούς κινδύνους που μπορεί να προκύψουν, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία. Μεταξύ άλλων παρέπεμψε στην υπόθεση Βαριάνου v. Βορκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1541, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας τις Αγγλικές αποφάσεις Bolitho v. City and Hackney Health Authority [1997] 4 All E.R. 771 και Pearce v. United Bristol Healthcare NHS Trust [1999] 48 B.M.L.R. 118, έκρινε ότι το καθήκον πληροφόρησης του ασθενή από τον ιατρό στο πλαίσιο άσκησης του καθήκοντος επιμέλειας αφορά σε πληροφορίες που ο μέσος λογικός ασθενής θα ήθελε να γνωρίζει προτού δώσει τη συγκατάθεση του και όχι αυτές που ο ιατρός κρίνει ως σημαντικές.

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Βαριάνου στη σελίδα 1579:

«Φαίνεται ότι το νέο κριτήριο που διαμορφώθηκε από το Αγγλικό Εφετείο με την απόφαση του Λόρδου Woοlf, είναι ότι σε περίπτωση που υπάρχει σημαντικός κίνδυνος, ένας λογικός ιατρός οφείλει να αποκαλύψει εκείνες τις πληροφορίες που ο μέσος λογικός ασθενής θα ήθελε να γνωρίζει προτού δώσει τη συγκατάθεσή του (Βλ. Medical Negligence, M. A. Jones, 4η Έκδοση (2008) σελ. 651-662).

Στην προκειμένη περίπτωση, το βασικό κριτήριο που θα έπρεπε να εφαρμοστεί, θα έπρεπε να ήταν αυτό στην υπόθεση Pearce, ανωτέρω, η οποία διαμόρφωσε το αρχικό κριτήριο Bolam, στις περιπτώσεις αποκάλυψης των κινδύνων σε ασθενείς. Το νέο κριτήριο κατά την άποψή μας είναι πολύ πιο λογικό, εφόσον κριτής του τι πρέπει να αποκαλυφθεί γίνεται πλέον ο μέσος λογικός ασθενής.»

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Βαριάνου «το αντικειμενικό κριτήριο που τελικά υιοθετήθηκε, είναι ορθότερο από το υποκειμενικό και σήμερα συνάδει με τις αρχές που εμπεριέχονται στον περί της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου Αναφορικά με την Εφαρμογή της Βιολογίας και Ιατρικής (Κυρωτικό) και Άλλες Συναφείς με την Εφαρμογή της Σύμβασης Διατάξεις Νόμο του 2001 (Ν. 31(ΙΙΙ)/01)[2]».

Στην υπό συζήτηση περίπτωση η θέση της Εφεσίβλητης, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι αν γνώριζε τον κίνδυνο δημιουργίας ιππουριδικής συνδρομής δεν θα έδινε τη συγκατάθεση της για να υποβληθεί στην επίδικη εγχείρηση. Εν πάση, όμως, περιπτώσει το  κριτήριο δεν είναι αν η Εφεσίβλητη θα έδιδε τη συγκατάθεση της αν προειδοποιείτο, αλλά ο μέσος λογικός ασθενής στη θέση της. Στις περιπτώσεις δε όπου δεν δίδεται οποιαδήποτε πληροφόρηση ή προειδοποίηση στον ασθενή, η αρχή της αιτιώδους συνάφειας εξετάζεται με πιο χαλαρό τρόπο. Όπως, συναφώς, τονίσθηκε στην υπόθεση Βαριάνου:

    «Κατ' αρχάς, το κριτήριο, σύμφωνα με τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Pearce, ανωτέρω, δεν είναι αν η Εφεσείουσα θα έδιδε τη συγκατάθεση της αν προειδοποιείτο, αλλά αν ο μέσος λογικός ασθενής στη θέση της Εφεσείουσας θα συγκατατίθετο ή όχι, αν προειδοποιείτο για τους κινδύνους που ενδεχομένως να προέκυπταν. Φαίνεται ότι σε περιπτώσεις που δεν δίδεται οποιαδήποτε προειδοποίηση στον ασθενή, τα δικαστήρια εφαρμόζουν τις σχετικές αρχές της αιτιώδους συνάφειας με πιο χαλαρό τρόπο. Στη McAllister v. Lewsham [1994] 5 Med L.R. 343 το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ασθενής δεν θα συγκατατίθετο αν είχε προειδοποιηθεί πλήρως για τους κινδύνους. Το δικαστήριο θεώρησε άσχετο το γεγονός ότι η ενάγουσα σε εκείνη την υπόθεση, όταν ρωτήθηκε, κατάθεσε ότι ήταν αδύνατο για την ίδια να γνωρίζει τι θα έπραττε, αν προειδοποιείτο για τους κινδύνους.»

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω ο 1ος και 9ος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται.

Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε η μαρτυρία του συζύγου της Εφεσίβλητης, Μ.Ε.2, αξιόπιστη, ενώ αυτή θα έπρεπε να απορριφθεί ως υστερόβουλη και έχουσα ως στόχο την ενίσχυση της εκδοχής της Εφεσίβλητης.

 

Υποστηρίχθηκε μέσω του Περιγράμματος του Εφεσείοντα ότι με δεδομένο ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.2 αφορούσε κυρίως την προεγχειρητική και μετεγχειρητική συμπτωματολογία της Εφεσίβλητης, αυτός δεν μπορούσε να είχε ακριβή γνώση πέραν των όσων η Εφεσίβλητη του μετέφερε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, ανέφερε τα εξής:

«Πολύ καλή εντύπωση μου έκανε και ο σύζυγος της ενάγουσας (Μ.Ε.2). Η μαρτυρία του υπήρξε φυσική και αυθόρμητη και οι απαντήσεις του στην αντεξέταση ήταν άμεσες χωρίς ενδείξεις προσχεδιασμού. Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η σύζυγος του και πως αυτά επηρέασαν την ζωή της αλλά και την κοινή τους ζωή ως ζευγάρι. Σταθερός ήταν και ως προς τον ισχυρισμό του ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σύζυγος του με την ούρηση, αφόδευση και ενδοκολπικά δεν υπήρχαν προεγχειρητικά. Τα ίδια ισχύουν και ως προς την θέση του ότι ο εναγόμενος τους διαβεβαίωσε ότι η πρόκειται για εγχείρηση ρουτίνας που δεν εμπεριέχει ιδιαίτερες δυσκολίες.

Η μαρτυρία του για τους πιο πάνω λόγους γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της ως αξιόπιστη.»

 

Όπως προκύπτει, το εύρημα αξιοπιστίας για τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 βασίστηκε σε καλούς και πειστικούς λόγους στη βάση των ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν των εντυπώσεων που άφησε ο Μ.Ε.2 στο εδώλιο του μάρτυρα, προσέγγισε τη μαρτυρία του με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα και πειστικότητα της. Η θέση του Εφεσείοντα ότι ο Μ.Ε.2 δεν μπορούσε να έχει γνώση πέραν των όσων η Εφεσίβλητη του μετέφερε, δεν γίνεται αποδεκτή, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Μ.Ε.2 είναι ο σύζυγος της Εφεσίβλητης έχοντας, βεβαίως, όπως εξάλλου και το πρωτόδικο Δικαστήριο το σημείωσε, μια κοινή ζωή ως ζευγάρι. Θα ήταν αδιανόητο, υπό αυτά τα δεδομένα, να μην είναι γνώστης της κατάστασης της υγείας της συζύγου του και των όποιων συμπτωμάτων εκείνη βίωνε τόσο πριν την επίδικη εγχείρηση όσο και μετά.

 

Ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εντόπισε κενό και αντιφάσεις στη μαρτυρία των μαρτύρων που προσκόμισε η Εφεσίβλητη.

 

Όπως διαπιστώνεται ο εν λόγω Λόγος Έφεσης αφορά σε ιατρική μαρτυρία.

Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία, καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τη νομολογία που διέπει την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Ως γνωστό, το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες, για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση (βλ. Πιττάλης κ.ά. ν. Iamira Enterprises Ltd κ.ά. (1997)                     1 Α.Α.Δ. 814, Cybarco Ltd v. Kovesciek (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013).

 

Όπως υποστηρίχθηκε από πλευράς Εφεσείοντα υπήρξε σημαντική διάσταση απόψεων σε συγκεκριμένο ζήτημα στη μαρτυρία των Μ.Ε.4 και Μ.Ε.8 που κρίθηκε αξιόπιστη. Ειδικότερα, ο Μ.Ε.8 είχε κάνει λόγο για προβληματική αφόδευση λόγω ατονίας του όρθρου και μάλιστα, όπως προκύπτει από την ιατρική του γνωμάτευση, Τεκμήριο 21, «διαταραχές αφόδευσης (χρήζει δακτυλικής υποβοήθησης)». Στη μαρτυρία, όμως, του Μ.Ε.4 υπήρχε αναφορά πως «.. η ενάγουσα παραπονιέται για ακράτεια κοπράνων. Και γι' αυτήν την ακράτεια κοπράνων, εξέτασα και τον πρωκτό της σφικτήρας». Όπως διατείνεται ο Εφεσείων, το Δικαστήριο ενώ έκαμε αποδεχτές τις μαρτυρίες αμφοτέρων των πιο πάνω μαρτύρων, δεν διευκρίνισε ποια από τις δύο θέσεις αποδέχεται.

 

Δεν θεωρούμε ότι προκύπτει οποιοδήποτε ζήτημα αντίφασης ή διάστασης, και μάλιστα ουσιαστικής, στις θέσεις που προβλήθηκαν από τους πιο πάνω ιατρούς αναφορικά με το πρόβλημα που η Εφεσίβλητη αντιμετώπισε μετεγχειρητικά με τις διαταραχές και τα προβλήματα αφόδευσης.

 

Προβλήθηκε, επίσης, από μέρους του Εφεσείοντα ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας της ακτινολόγου Μ.Ε.6 και του νευροχειρουργού Μ.Ε.8 σε ό,τι αφορά τη θέση της ευμεγέθους κήλης, με βάση τον απεικονιστικό έλεγχο της μαγνητικής τομογραφίας ημερ. 4/1/2007. Παρέπεμψε για το σκοπό αυτό στα πρακτικά (σελ. 163) όπου ερωτηθείσα η Μ.Ε.6 αναφορικά με το αποτέλεσμα της μαγνητικής τομογραφίας είχε αναφέρει τα εξής:

«Α. Πρόκειται για ένα κέντρο - αριστερό δίσκο, δισκοπάθεια, κήλη δίσκου δηλαδή στο 4- 5 επίπεδο το οποίο παρουσιάζει η δισκοπάθεια, απόσπαση του κομματιού, μετατοπισμένου κομματιού δίσκου προς το κρανίο, προς τα πάνω, προς το κρανίο το οποίο αποσπασμένο κομμάτι καταλαμβάνει μεγάλο χώρο εις το επισκληρίδιο χώρο εκεί της σπονδυλικής στήλης. Σε όλο το ύψος του 4 οσφυϊκή σπονδυλίου και μπαίνει μέσα στο τρίμμα του 4 - 5 επιπέδου αριστερά προκαλώντας πίεση στην κατιούσα 5 ρίζα και έντονη πίεση στο μηνιγγικό σάκο και εκτόπιση προς τα δεξιά του σάκου.»

 

Όσο δε αφορά τη μαρτυρία του Μ.Ε.8, στο Ιατρικό του Πιστοποιητικό, Τεκμήριο 21, κάτω από τον τίτλο «απεικονιστικός έλεγχος» δίδεται η ακόλουθη περιγραφή:

 

«Προεγχειρητικά η ασθενής και βάσει της μαγνητικής τομογραφίας (ημερομηνία 04/01/2007) έπασχε από ευμεγέθη οπισθοπλάγια δισκοκήλη 04/05 με σχεδόν πλήρη κατάληψη του ΑΡ τρήματος και σοβαρή πίεση της κατερχόμενης 05 νευρικής ρίζας. Επίσης διακρίνονται ξεκάθαρα τα όρια του μηνιγγικού σάκου και του τοιχώματος αυτού χωρίς να διακρίνονται ρήξη της μήνιγγος και τεμάχια δισκικού υλικού εντός αυτού..»

 

 

Με βάση τα πιο πάνω είναι σαφές ότι  δεν προκύπτει οποιαδήποτε διάσταση στη μαρτυρία των πιο πάνω ιατρών σε σχέση με την περιγραφή που έδωσαν όπως αυτή προέκυπτε από τον απεικονιστικό έλεγχο της μαγνητικής τομογραφίας.

 

Ο 3ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη κατά την Απόφασή του την ιατρική γνωμάτευση ιατρικού κέντρου Γερμανίας (Τεκμήριο 11), σύμφωνα με την οποία η Εφεσίβλητη παρουσίαζε σημαντική βελτίωση. Προβλήθηκε, επίσης, ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά πρώτον, ότι η Εφεσίβλητη έχει έλλειψη οποιασδήποτε αίσθησης ούρησης παρουσιάζοντας διαταραχές, ενώ η ούρηση γίνεται κατά τακτά διαστήματα χωρίς αίσθηση και, κατά δεύτερον, ότι πάσχει από ατονική λειτουργία του όρθρου με κατακράτηση σκληρών κοπράνων, δεν υποστηρίζεται από την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Δεν συγκλίνουμε με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Όπως ορθά επισημαίνεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσίβλητης, σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση της και τα τεράστια αλλά και μόνιμα προβλήματα που αντιμετωπίζει, κατέθεσαν η ίδια (Μ.Ε.1), ο σύζυγος                 της, Μ.Ε.2, ο νευρολόγος, Μ.Ε.4, η ακτινολόγος, Μ.Ε.6, και ο νευροχειρουργός, Μ.Ε.8.

 

Τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε σε σχέση με τα σοβαρά προβλήματα που η Εφεσίβλητη παρουσιάζει και τα οποία είναι μόνιμης φύσης και μη αναστρέψιμα, προκύπτουν από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, τόσο της ίδιας της Εφεσίβλητης όσο και της ιατρικής μαρτυρίας. Ειδικότερα δε σε σχέση με τα όσα προέβαλε η πλευρά του Εφεσείοντα απόλυτα σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από  το Ιατρικό Πιστοποιητικό που κατέθεσε ο Μ.Ε.8, Τεκμήριο 21, ημερ. 25/7/2014:

 

«Κατά την κλινική εξέταση η ασθενής παρουσιάζει όλα τα σημεία βλάβης του κάτω τμήματος της ιππουρίδος δηλαδή πλήρης απώλεια αίσθησης αφής, πόνου, θερμού/ψυχρού στην περιγεννητική περιοχή AP, στο AP μικρό και μεγάλο χείλος του αιδοίου και στην περιπρωκτική περιοχή. Η δαχτυλική εξέταση προκύπτει ανώδυνη και χωρίς αίσθηση ενώ ο σφιγκτήρας του πρωκτού ελέγχεται σχετικά χαλαρός.

 

Υπάρχει σοβαρή διαταραχή ούρησης η οποία διενεργείται τακτικά ανά 3-4 ώρες χωρίς αίσθηση αλλά με συμμετοχή του κοιλιακού και πυελικού μυϊκού συστήματος. Επίσης η αφόδευση είναι προβληματική λόγω ατονίας του ορθού με αποτέλεσμα την κατακράτηση σκληρών κοπράνων και τελικά την αφόδευση με δακτυλική υποβοήθηση.

 

Η σεξουαλική δραστηριότητα είναι επηρεασμένη λόγω της πλήρους αναισθησίας του AP αιδοίου.»

 

                                (Ο τονισμός είναι δικός μας)

 

Όσον δε αφορά το Τεκμήριο 11 (μετάφραση του οποίου στα ελληνικά κατατέθηκε ως Τεκμήριο 12), που αποτελεί αντίγραφο της Έκθεσης ημερ. 8/6/2007 του γερμανικού νοσοκομείου Asklipios το οποίο η Εφεσίβλητη επισκέφθηκε στις 28/5/2007, μετά την επίδικη εγχείρηση, κατόπιν συμβουλής του Μ.Ε.4 και παρέμεινε για θεραπεία μέχρι τις 9/6/2007, σε αυτό γίνεται ρητή και σαφής αναφορά σε ύπαρξη μετεγχειρητικής ιππουριδικής συνδρομής. Συγκεκριμένα καταγράφεται σε αυτό ότι διαπιστώθηκε «μετεγχειρητικά παρουσιαζόμενο μη πλήρες Cauda equina- Syndrom (σύνδρομο Ιππουρίδα του νωτιαίου μυελού) με υπαισθησία της σέλλας εφιππίου στην αριστερή πλευρά και διαταραχή παροχέτευσης της κύστης και ορθού». Επιπλέον στο Τεκμήριο 11 ρητώς καταγράφεται ότι αναφορικά με την υπαισθησία της σέλλας εφιππίου και τη λειτουργία της κύστης δεν επιτεύχθηκε σημαντική βελτίωση στα ευρήματα.

 

O 4ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον 5ο Λόγο Έφεσης βάλλεται ως αυθαίρετο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα συμπτώματα που ανέφερε η Εφεσίβλητη «ήταν από μόνα τους θορυβώδη».

 

Έρεισμα για το πιο πάνω παράπονο του Εφεσείοντα αποτέλεσε η πιο κάτω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έγινε στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Υ.2:

 

«Επέμενε όμως στην θέση του για μη δημιουργία αιματώματος όχι λόγω της παροχέτευσης αλλά ισχυριζόμενος αυτή την φορά ότι το επισκληρίδιο αιμάτωμα συνοδεύεται από θορυβώδη συμπτώματα όπως πόνος κλπ. Παραγνωρίζοντας όμως επί του προκειμένου ότι τα συμπτώματα που ανέφερε η ενάγουσα αμέσως μετά την εγχείρηση όπως η αναισθησία στην γεννητική περιοχή και η έλλειψη αίσθησης για ούρηση, ήταν από μόνα τους θορυβώδη αφού καταδείκνυαν μετεγχειρητικές επιπλοκές και έχρηζαν άμεσης αντιμετώπισης.»

 

Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι ο όρος «θορυβώδη συμπτώματα» χρησιμοποιήθηκε από το Μ.Υ.2, του οποίου τη μαρτυρία το Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή. Η λανθασμένη, κατά τον Εφεσείοντα, αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτού του μάρτυρα είναι, μεταξύ άλλων, αντικείμενο του                   7ου Λόγου Έφεσης. Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναλύοντας προσεκτικά τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, την απέρριψε αιτιολογώντας την κατάληξη του επί τη βάση επαρκών και πειστικών λόγων.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε και η μαρτυρία του Μ.Ε.8 η οποία έγινε πλήρως αποδεκτή, συμφώνως της οποίας το μετεγχειρητικό επισκλήριδιο αιμάτωμα χρήζει άμεσα χειρουργικής επέμβασης όταν υπάρχουν συγκεκριμένα συμπτώματα. Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την αντεξέταση του:

 

«Ε. Δηλαδή ποια συμπτώματα;

Α. Συνήθως η κατάσταση αρχίζει με πόνο, εγώ μιλάω γενικά δεν θα μιλήσω μονάχα για πόνο στο φτάρνισμα ή στον βήχα. Και με αδυναμία στα κάτω άκρα. Μπορεί όμως επειδή ακριβώς η κατάσταση αυτή ποικίλει, ως κλινικά συμπτώματα να περιορίζεται σε αναισθησία ή υπαισθησία στην περιοχή των γεννητικών οργάνων και τρίτου πρωκτού και αυτό συνήθως επαναλαμβάνω συμβαίνει στο κάτω τέταρτο τμήμα της ιππουρίδας. Και αυτό ταιριάζει απόλυτα με την τομογραφία του προβλήματος της κυρίας Τ.»

                        

                              (Ο τονισμός είναι δικός μας)

 

Είναι σαφές από τη μαρτυρία του Μ.Ε.8 ότι η συμπτωματολογία ποικίλει και ότι από μόνη της η αδυναμία ούρησης - όπως σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του είχε χαρακτηριστικά αναφέρει - θα ήταν αρκετή για να οδηγούσαν σε υποψία μετεγχειρητικού αιματώματος και αναγκαιότητα άμεσης απεικονιστικής εξέτασης. Τα συμπτώματα, επομένως, της Εφεσίβλητης, είτε ένας τα χαρακτήριζε ως θορυβώδη, είτε όχι, διότι δεν είναι αυτή η ουσία του ζητήματος, ήταν τέτοια που θα έπρεπε να διερευνηθούν άμεσα και να αντιμετωπιστεί το αιμάτωμα με χειρουργική εκκένωση. Εν ολίγοις, ό,τι είχε σημασία ήταν η ίδια η συμπτωματολογία και όχι ο χαρακτηρισμός της και επί του ζητήματος αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο για καλούς λόγους αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.8.

 

O 5ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 6ου Λόγου Έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένο εύρημα περί της αξιοπιστίας του Δρος Πόλυ Μίτσιγγα, Μ.Ε.3.

 

Ο Εφεσείων προβάλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε βαρύτητα στη μαρτυρία του Μ.Ε.3 σύμφωνα με την οποία μετά τη διενέργεια του τεστ Παπανικολάου διαπίστωσε ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε αίσθηση στην περιοχή του κόλπου ενώ, σύμφωνα με την Ιατρική Έκθεση Τεκμήριο 11, η Εφεσίβλητη κατά την εισαγωγή της στο Κέντρο Αποκατάστασης παρουσίαζε υπαισθησία της σέλλας εφιππίου στην αριστερή πλευρά, ήτοι όχι ολική αναισθησία αλλά μερική.

 

Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσίβλητης, διαπιστώνεται να υπάρχει παρανόηση εκ μέρους του Εφεσείοντα αναφορικά με το τι κατέθεσε ο Μ.Ε.3, καθώς και για το τι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε αναφορικά με τη μαρτυρία του.

 

Ο Μ.Ε.2, ο οποίος είναι ο γυναικολόγος στον οποίο γέννησε τα δύο παιδιά της η Εφεσίβλητη, κλήθηκε να καταθέσει αναφορικά με τις δύο κυήσεις της Εφεσίβλητης και τις χειρουργικές επεμβάσεις με καισαρική τομή που η Εφεσίβλητη υπεβλήθη για τη γέννηση και των δύο παιδιών της. Μέσω δε της μαρτυρίας που προσέφερε, και η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέκρουσε τον ισχυρισμό που είχε προβληθεί από την πλευρά του Εφεσείοντα ότι τα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζει η Εφεσίβλητη προκλήθηκαν στις δύο αυτές γέννες που έγιναν με καισαρική τομή. Ο Μ.Ε.3 κατέθεσε, επίσης, ότι στις 3/10/2006, 40 μέρες μετά τη δεύτερη γέννα, είχε υποβάλει την Εφεσίβλητη και σε τεστ Παπανικολάου το οποίο δεν κατέδειξε οποιοδήποτε πρόβλημα μετεγχειρητικό. Επεσύναψε δε ως Τεκμήριο 56 τον Ιατρικό Φάκελο της Εφεσίβλητης στον οποίο, όπως ο ίδιος κατέθεσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς σημείωσε, δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε πρόβλημα και, ειδικότερα, ότι η Εφεσίβλητη παρουσίασε προβλήματα ακράτειας ούρων.

 

Κατά τη μεταγενέστερη επίσκεψη της Εφεσίβλητης στο Μ.Ε.3 κατά το 2008 αυτή του ανέφερε τα προβλήματα ούρησης που είχε, καθώς και το ότι δεν μπορούσε να έχει σεξουαλική επαφή. Είναι, δε, σε αυτό το πλαίσιο που ο Μ.Ε.3 της διενήργησε το τεστ Παπανικολάου και διαπίστωσε και ο ίδιος ότι δεν είχε η Εφεσίβλητη αίσθηση στην περιοχή του κόλπου.

 

O 6ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 7ου Λόγου Έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των ιατρών, Μ.Υ.1 και Μ.Υ2.

 

Έχοντας εξετάσει με προσοχή όλες τις αιτιάσεις του Εφεσείοντα σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι παρέχεται πεδίο προς επέμβαση μας στην εν λόγω αξιολόγηση. Διαπιστώνουμε, χωρίς να θεωρούμε αναγκαίο να αναφερθούμε σε κάθε τι που η πλευρά του Εφεσείοντα έχει επικαλεστεί, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία τους εντός των καλά καθιερωμένων αρχών και η απόρριψη της μαρτυρίας τους δικαιολογήθηκε πλήρως επί στερεών παραμέτρων. Δεν συμφωνούμε, επομένως, με την τοποθέτηση του Εφεσείοντα ότι, πέραν της αναφοράς από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η μαρτυρία και των δύο αποσκοπούσε στην ενίσχυση της εκδοχής του Εφεσείοντα, καμία αιτιολογία δεν δίδεται. Θα εξηγήσουμε στη συνέχεια με παραπομπή στην προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής το γεγονός ότι ο Μ.Υ.1 δεν είχε καν μελετήσει τον ιατρικό φάκελο της υπόθεσης αλλά κάποια μόνο στοιχεία, χωρίς να τα εξειδικεύει, ενώ το ιατρικό πιστοποιητικό που παρουσίασε ήτο αντιγραφή ιατρικού πιστοποιητικού άλλου ιατρού που τελικά δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει. Όπως συναφώς το έθεσε:

 

«Η αντιγραφή πολλών σελίδων από την εν λόγω έκθεση του Δρ. Σταυριανού στην ένορκη κατάθεση του Μ.Υ.1 με τις ίδιες ακριβώς λέξεις, σύνταξη, σκίτσα, βιβλιογραφία και τίτλους κεφαλαίων και συμπερασμάτων, καταδεικνύει ότι ο Μ.Υ.1 όχι μόνο δεν προέβη σε εκτενή μελέτη του φακέλου της υπόθεσης προκειμένου να καταλήξει σε δικά του συμπεράσματα όπως κατέθεσε, αλλά αντιθέτως υιοθέτησε με ευκολία τις θέσεις και τα συμπεράσματα άλλου γιατρού, τα οποία αντέγραψε με ακρίβεια. Η απάντηση του σε σχετικές υποβολές στην αντεξέταση ότι είναι λογικό όταν δύο γιατροί καταθέτουν για το ίδιο ζήτημα να λεν ακριβώς τα ίδια πράγματα δεν κρίνεται βέβαια ικανοποιητική.»

 

 

Επεσήμανε, ακόμη, το πρωτόδικο Δικαστήριο πως ο Μ.Υ.1 δεν εξέτασε καν την Εφεσίβλητη παρά το ότι ο σκοπός της επίσκεψης της Εφεσίβλητης σε αυτόν ήταν ακριβώς αυτός και ότι απλώς κατέγραψε αυτά που η Εφεσίβλητη του ανέφερε χωρίς να τα διερευνήσει. Δεν παρέλειψε, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο να αναφερθεί και στον τρόπο που ο Μ.Υ.1 απαντούσε με παραπομπή στην απάντηση που έδωσε όταν του υπεβλήθη ότι η Εφεσίβλητη δεν παρουσίαζε πριν την επίδικη εγχείρηση ιππουριδική συνδρομή. Η σχετική περικοπή από τα πρακτικά έχει ως εξής:

 

«Α. Να σας δώσω απάντηση;

Δικαστήριο: Κύριε μάρτυς πρέπει να απαντήσετε.

Μάρτυρας: Εσείς πως το γνωρίζετε είναι η απάντηση μου. Από που συνάγετε ότι δεν είχε; Είναι μια απάντηση που δεν είναι ίσως η πρέπουσα, αλλά και οι δύο μας δεν είχαμε δει ή εξετάσει την άρρωστη πριν το χειρουργείο.»

 

 

Καθόλα ορθή επί τούτου ήταν και η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πιο πάνω απάντηση δεν συνήδε με μαρτυρία ενός γιατρού εμπειρογνώμονα που καλείται να δώσει την επιστημονική του άποψη στο Δικαστήριο.

 

Ο Εφεσείων διατείνεται ότι είναι εσφαλμένη η  αναφορά από την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 ότι «ενώ  επέμενε ότι η προεγχειρητική μαγνητική τομογραφία (τεκμ.2) καταδεικνύει μεγάλη πίεση στο μηνιγγικό σάκο και κατά συνέπεια ιππουριδική συνδρομή, απέφυγε να απαντήσει γιατί όλοι οι γιατροί που εξέτασαν προεγχειρητικά την ενάγουσα δεν προέβησαν σε τέτοιο εύρημα». Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που αξιολογήθηκε αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 με δεδομένο ότι, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε και προκύπτει από την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, η μαρτυρία που είχε προσκομισθεί, όχι μόνο από την πλευρά της Εφεσίβλητης, αλλά και από την πλευρά του Εφεσείοντα και ειδικότερα του Μ.Υ.2, ήταν ότι «δεν μπορεί να διαγνωστεί από την μαγνητική τομογραφία, η ιππουριδική συνδρομή αλλά χρειάζεται κλινική εξέταση για κάτι τέτοιο».

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την αντεξέταση του Μ.Υ.2 είναι αποκαλυπτικό:

 

«Ε. Δείχνω στον μάρτυρα το Τεκμήριο 2. Είναι αυτό το MRI στο οποίο αναφέρεσαι;

 Α. Σωστά, είναι αυτό και θα ήθελα και την εικόνα.

 Ε. Ναι. Σε αυτό το έγγραφο, το Τεκμήριο δύο γίνεται αναφορά σε ιππουριδική συνδρομή.

 Α. Στο MRI.

 Ε. Πρώτα απαντήστε στην ερώτηση.

 Α. Απαντώ σε αυτό ακριβώς, σε αυτό να με αφήσετε, γι' αυτήν την παράγραφο. Στο MRI δεν μπορεί να περιγράψει ιππουριδική συνδρομή.

 Ε. Απάντησες στην ερώτηση;

 Α. Ακριβώς.

 Ε. Αναφέρεσαι ιππουριδική συνδρομή.

 Α. Δεν μπορεί να αναφερθεί στο MRI, δεν υπάρχει τρόπος να καταγραφεί στο MRI η ιππουριδική συνδρομή. Είναι κλινική οντότητα η ιππουριδική συνδρομή. Πρέπει να είμαστε σαφείς σε τι αναφερόμαστε. Η ιππουριδική συνδρομή δεν είναι ακτινολογική εικόνα, δεν υπάρχει ακτινολογική εικόνα που να λέγεται ιππουριδική συνδρομή. Είναι νοσολογική οντότητα, είναι συμπτώματα. Συνοδεύεται με ακτινολογικά ευρήματα τα οποία είναι συμβατά. Αυτή είναι η τοποθέτηση. Άρα λοιπόν εδώ πέρα είναι αδύνατο να περιγράφει ιππουριδική συνδρομή.»

 

 

Ο Εφεσείων διατείνεται ότι ούτε και στην περίπτωση του Μ.Υ.2 δεν έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο τη δέουσα αιτιολογία προς απόρριψη της μαρτυρίας του.

 

Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω τοποθέτηση.

 

Εν πρώτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Μ.Υ.2 ανέφερε ότι, κατά την άποψη του, ο Εφεσείων είχε διαγνώσει ιππουριδική συνδρομή σε εξέλιξη, στηρίζοντας αυτή του τη θέση μόνο στο γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε χειρουργήσει την Εφεσίβλητη επειγόντως. Δεν παρέλειψε συγχρόνως το πρωτόδικο Δικαστήριο να επισημάνει ότι τέτοια διάγνωση δεν αναφερόταν στο ιατρικό πιστοποιητικό του Εφεσείοντα, που είχε παραδώσει στην Εφεσίβλητη, Τεκμήριο 13, αλλά κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου. Στην αντεξέταση του ο Μ.Υ.2 ανέφερε ότι το εν λόγω συμπέρασμα του το είχε πει ο Εφεσείων, παραδεχόμενος ότι δεν είχε δει κάποιο έγγραφο που να δίνει σαφή εικόνα.

 

Ενδεικτική της ποιότητας και του περιεχομένου της μαρτυρίας του Μ.Υ.2, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να αναδείξει, ήταν και η απάντηση του στην ερώτηση αν συμφωνούσε με τη θέση ότι οι ιατροί που είχαν εξετάσει την Εφεσίβλητη προεγχειρητικά ήταν σε καλύτερη θέση από τον ίδιο να κρίνει αν αυτή είχε ιππουριδική συνδρομή.

 

Η σχετική περικοπή από την αντεξέταση έχει ως εξής:

 

«Ε. Και φαντάζομαι δέχεσαι ότι παρά την πείρα σου και τις γνώσεις σου, ο γιατρός ή οι γιατροί που εξέτασαν την Ενάγουσα προεγχειρητικά είναι σε καλύτερη θέση από εσένα να κρίνουν εάν είχε αυτήν την κατάσταση της ιππουριδικής συνδρομής ή όχι;

Α. Βεβαίως. Βεβαίως, αλλά δεν είδα στις κρίσεις τους να γράφουν και ότι δεν είχε. Δηλαδή όταν έχεις μια τέτοια εικόνα, μια πλήρη εξέταση είναι εκατόν τοις εκατόν απαραίτητο να περιλαμβάνει το συν ή το πλήν για ένα απλό λόγο, να καθοδηγήσει και τον επόμενο.»

 

 

 Επί του θέματος αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε:

«Και ενώ δέχθηκε ότι οι γιατροί που εξέτασαν προεγχειρητικά την ενάγουσα είναι σε καλύτερη θέση να αναφέρουν αν προϋπήρχε ιππουριδική συνδρομή, στην συνέχεια ισχυρίστηκε ότι κανείς από αυτούς τους γιατρούς δεν απέκλεισε στα πιστοποιητικά του, την ύπαρξη αυτής της βλάβης. Ισχυρίστηκε με λίγα λόγια ότι οι γιατροί, όφειλαν πέραν του θετικού πορίσματος να γνωματεύουν και αρνητικά ότι δηλαδή αποκλείουν την ύπαρξη ιππουριδικής συνδρομής. Η άποψη όμως αυτή δεν έχει αποδειχθεί ότι βασίζεται σε οιανδήποτε επιστημονική πρακτική. Πέραν τούτου, το γεγονός ότι δεν αποκλείστηκε ρητά στα εν λόγω πιστοποιητικά η ιππουριδική συνδρομή δεν αποδεικνύει χωρίς άλλο ότι αυτή προϋπήρχε της επίδικης επέμβασης.

Ήταν φανερό κατά την κρίση μου ότι η πιο πάνω αυθαίρετη θέση, προβλήθηκε προκειμένου να δικαιολογηθεί το αναμφισβήτητο γεγονός ότι δεν εντοπίζεται σε κανένα ιατρικό πιστοποιητικό από τους γιατρούς που εξέτασαν πριν την επέμβαση την ενάγουσα, διάγνωση για προεγχειρητική ιππουριδική συνδρομή. Εξ' άλλου, ο ίδιος ο Μ.Υ.2 άλλαξε στην συνέχεια την θέση του αναφερόμενος σε               "σοβαρή πιθανότητα" να προϋπήρχε η ιππουριδική συνδρομή, διευκρινίζοντας ότι στην ιατρική δεν υπάρχει τίποτα σίγουρο 100%. Δεν τεκμηρίωσε όμως την πιο πάνω θέση του για "σοβαρή πιθανότητα" με οιονδήποτε επιστημονικό τρόπο ή έστω με κάποια επαρκή στοιχεία ή παραπομπή στα κατατεθέντα στο Δικαστήριο τεκμήρια.»

 

 

Είναι η κρίση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 και αντιπαραβάλλοντας την με την υπόλοιπη μαρτυρία, την προσέγγισε εντός του ορθού πλαισίου δίδοντας επαρκείς και πειστικούς λόγους για την απόρριψη της.

 

O 7ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 8ου Λόγου Έφεσης βάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων παρέβη το καθήκον επιμέλειας που όφειλε στην Εφεσίβλητη με τη δημιουργία μετεγχειρητικού αιματώματος και την παράλειψη του να διερευνήσει τα συμπτώματα της Εφεσίβλητης.

 

Προτού σχολιασθούν οι θέσεις του Εφεσείοντα κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι, σε ό,τι αφορά το νομικό πλαίσιο, δεν αμφισβητήθηκε ότι το καθήκον επιμέλειας ενός ιατρού επεκτείνεται και στη μετεγχειρητική περίοδο. Όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά επί της νομικής πτυχής που διέπει το ζήτημα:

 «Σε περίπτωση χειρουργικής επέμβασης όπως στην παρούσα περίπτωση, το καθήκον επιμέλειας του ιατρού δεν περιορίζεται μόνον κατά την διάρκεια της εγχείρησης. Επεκτείνεται τόσο στην προεγχειρητική προετοιμασία όσον και στην μετεγχειρητική φροντίδα του ασθενούς και την αντιμετώπιση πιθανών επιπλοκών. Στο σύγγραμμα του Michael Johns Medical Negligence, (ανωτέρω) στην σελίδα 381, γίνεται παραπομπή στις Αγγλικές αποφάσεις Powell v. Streetham Manor Nursing Home [1935] A C. 243 & Cassidy v. Ministry of Health [1951] 2 K.B. 343, 355, όπου γίνεται αναφορά σε μετεγχειρητικό καθήκον επιμέλειας του ιατρού (post-operative care).»

 

Με βάση τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, τόσο αυτή της Εφεσίβλητης όσο και της ιατρικής μαρτυρίας, ανάλογα ήταν και τα ευρήματα που διατυπώθηκαν. Συμφώνως αυτών προέκυψε ότι τα συμπτώματα της Εφεσίβλητης μετά την εγχείρηση, τα οποία έχουμε ήδη πιο πάνω καταγράψει, οφείλονταν στην εγκατάσταση μετεγχειρητικής ιππουριδικής βλάβης υπό την έννοια ότι προκλήθηκε, μετά την εγχείρηση, κακοποίηση των νευρικών ριζών της ιππουρίδας. Η δε βλάβη στα νευρικά στοιχεία της ιππουρίδας προκλήθηκε από σημαντική αιμορραγία και δημιουργία αιματώματος στην περιοχή της επέμβασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στη συνέχεια ότι:

«Σύμφωνα με την ενδεδειγμένη ιατρική πρακτική, η βλάβη αυτή έπρεπε να αντιμετωπιστεί με χειρουργική εκκένωση του αιματώματος μέσα στο πρώτο 24ώρο ή το αργότερο μετά από 48 με 72 ώρες. Θα έπρεπε να γίνει προηγουμένως μαγνητική τομογραφία προκειμένου να επιβεβαιωθούν ότι τα πιο πάνω κλινικά συμπτώματα, οφείλονται σε πίεση των νευρικών στοιχείων της ιππουρίδας από μετεγχειρητικό αιμάτωμα.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης και στη μαγνητική τομογραφία στην οποία η Εφεσίβλητη υπεβλήθη στις 7/2/2007 (Τεκμήριο 7), ένα περίπου μήνα μετά την εγχείρηση και στα αποτελέσματα αυτής, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι παρέμενε «μεγάλη συλλογή αίματος στον επισκληρίδιο χώρο κεντρικά και αριστερά, η οποία ασκούσε πίεση μαζικά στον σπονδυλικό σάκο και τις ρίζες της ιππουρίδας που από μόνη της δικαιολογούσε τη εγκατάσταση ιππουριδικής βλάβης. Η πυκνότητα της βλάβης αυτής στην μαγνητική τομογραφία, καταδεικνύει την χρονολογία της αιμορραγίας που ταυτίζεται με τον χρόνο της επίδικης επέμβασης».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια επεσήμανε πως, παρά το ότι η Εφεσίβλητη είχε παραπονεθεί στον Εφεσείοντα αμέσως μετά την εγχείρηση για την ύπαρξη των συμπτωμάτων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αυτός δεν την παρέπεμψε σε μαγνητική τομογραφία ώστε να διερευνήσει τις μετεγχειρητικές επιπλοκές και να επέμβει για χειρουργική εκκένωση του αιματώματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει ότι, «Ως εκ τούτου και αφού το πρόβλημα δεν αντιμετωπίστηκε άμεσα, η ιππουριδική συνδρομή κατέστη μόνιμη χωρίς να υπάρχει δυνατότητα θεραπείας».

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων είχε αποτύχει να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει τις μετεγχειρητικές επιπλοκές που παρουσίασε η Εφεσίβλητη αναφέροντας, μεταξύ άλλων και τα εξής:

     «Παρά τα εμφανή μετεγχειρητικά κλινικά συμπτώματα, ο εναγόμενος δεν παρέπεμψε ως όφειλε την ενάγουσα σε μαγνητική τομογραφία για να ελέγξει την αιτία των προβλημάτων που εμφανίστηκαν μετά την εγχείρηση. Ως εκ τούτου, απέτυχε να διαγνώσει ότι τα μετεγχειρητικά συμπτώματα της ενάγουσας, οφείλονταν σε πίεση των νευρικών ριζών της ιππουρίδας λόγω αιματώματος. Η μη έγκαιρη διάγνωση και ως επακόλουθο, η παράλειψη άμεσης εκκένωσης του αιματώματος που θα αποσυμπίεζε τις νευρικές ρίζες, είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση μόνιμης ιππουριδικής συνδρομής στην ενάγουσα αφού η ζημιά στα νευρικά στοιχεία της ιππουρίδας, κατέστη μη αναστρέψιμη.» 

 

Τα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδουν πλήρως με τα όσα κατέθεσε η Ενάγουσα αναφορικά με τα συμπτώματα που είχε μετά την εγχείρηση, καθώς και την ιατρική μαρτυρία που έκανε αποδεκτή, ειδικότερα εκείνη του Μ.Ε.8 και της Μ.Ε.6.

 

Συγκεκριμένα σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από το Ιατρικό Πιστοποιητικό του Μ.Ε.8, Τεκμήριο 21:

 

«Είναι ξεκάθαρο ότι η ασθενής άμεσα μετεγχειρητικά παρουσίασε σημαντική αιμορραγία στην περιοχή της επέμβασης με αποτέλεσμα την εγκατάσταση συνδρόμου ιππουρίδος (κάτω τμήμα αυτής) με χαρακτηριστική αναισθησία τύπου σέλλας και αδυναμία ούρησης. Κάθε ασθενής που χειρουργείται στην Σπονδυλική Στήλη είναι πιθανό να παρουσιάσει μια τόσο σοβαρή επιπλοκή. Αυτός είναι ο λόγος που παρακολουθείται κλινικά και νοσηλεύεται για τουλάχιστον 24 ώρες. Ο χειρουργός είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση του ασθενούς και κάθε υποψία μίας τόσο σοβαρής επιπλοκής πρέπει να διερευνηθεί και αν χρειάζεται να αντιμετωπιστεί. Η χειρουργική εκκένωση της αιτίας (στην συγκεκριμένη περίπτωση αιμορραγία) της μετεγχειρητικής ιππουριδικής συνδρομής μέσα στο πρώτο 24ωρο προκύπτει σε 100% ύφεση της συμπτωματολογίας. Υψηλότατα είναι τα ποσοστά επιτυχίας ακόμα και αν η χειρουργική παρέμβαση διενεργηθεί έστω και λίγο καθυστερημένα δηλαδή 48-72 ώρες μετά. Η επέμβαση όμως αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.»

 

 Επιπλέον από τη μαρτυρία της Μ.Ε.6 σε σχέση με την εικόνα από τη μαγνητική τομογραφία, που διενεργήθηκε μετά την επέμβαση, Τεκμήριο 7, προέκυψε ότι στη περιοχή που είχε γίνει η επέμβαση υφίστατο μια συλλογή υγρού που ήταν συμβατή με αιμάτωμα.

 

Επιπλέον, ακόμη και από τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 υπήρξε αποδοχή ότι το αιμάτωμα μπορεί να προκαλέσει ιππουριδική συνδρομή. Συγκεκριμένα ο Μ.Υ.1, αφού συμφώνησε με τη θέση που του υπεβλήθη κατά την αντεξέταση ότι μια αιτία πρόκλησης ιππουριδικής συνδρομής είναι το επισκληρίδιο αιμάτωμα, δηλ. η συλλογή αίματος που συμπιέζει τα νεύρα, πρόσθεσε ότι αν υπάρχει αιμάτωμα που πιέζει την ιππουρίδα θα πρέπει να αφαιρεθεί χειρουργικά.

 

Σε ό,τι δε αφορά τον Εφεσείοντα και τη θέση του ότι δεν επρόκειτο για αιμάτωμα αλλά για αιμοστατικό (Surgical), αυτή απορρίφθηκε για καλούς λόγους στους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά συγκρίνοντας την και αντιπαραβάλλοντας την με εκείνη της ακτινολόγου Μ.Ε.6, στην ειδικότητα της οποίας ενέπιπτε η ανάγνωση μιας μαγνητικής τομογραφίας, η οποία αναφερόμενη στο Τεκμήριο 7, ήτοι τη μαγνητική τομογραφία, επεσήμανε ότι επρόκειτο για συλλογή υγρού συμβατή με αιμάτωμα και όχι με αιμοστατικό.

 

O 8ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 10ου και 11ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται το εύρημα αναξιοπιστίας του Εφεσείοντα.

 

Προβλήθηκε από πλευράς Εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι η προϋπάρχουσα ιππουριδική συνδρομή οφείλετο στην καισαρική τομή που προηγήθηκε κάποιους μήνες πριν την επίδικη επέμβαση, καθώς και ότι άλλαξε τη στάση του. Επίσης προβλήθηκε ότι εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του ότι η ιππουριδική συνδρομή είχε προκληθεί από την ευμεγέθη κήλη που διέρρηξε τη μήνιγγα και τραυμάτισε τα νεύρα.

 

Σε ό,τι αφορά το κατά πόσο ο Εφεσείων είχε προβάλει τη θέση ότι η προϋπάρχουσα ιππουριδική συνδρομή οφείλετο στην καισαρική τομή στην οποία η Εφεσίβλητη είχε υποβληθεί κάποιους μήνες πριν την επίδικη επέμβαση είναι γεγονός ότι, παρά το ότι η εκδοχή αυτή είχε υποβληθεί στην Εφεσίβλητη, στο σύζυγο της και στο Μ.Ε.3 κατά την αντεξέταση τους από το συνήγορο Υπεράσπισης, δεν προωθήθηκε εν τέλει από τον Εφεσείοντα στη μαρτυρία του και, συνεπώς, δεν αποτέλεσε η εν λόγω εκδοχή τη θέση του ως προς την προέλευση της ιππουριδικής συνδρομής της Εφεσίβλητης.

 

Η επισήμανση αυτή, ωστόσο, ουδόλως επηρεάζει το έργο της αξιολόγησης του Εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και αιτιολογώντας την Απόφαση του να μην τον κρίνει αξιόπιστο, πέραν των εντυπώσεων που άφησε ο Εφεσείων στο εδώλιο του μάρτυρα, έκανε αναφορά σε σωρεία ζητημάτων που επηρέαζαν την ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας του.

 

Όσον δε αφορά την εκδοχή του Εφεσείοντα ότι η Εφεσίβλητη έπασχε από ιππουριδική συνδρομή προεγχειρητικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας επιμελώς την προσαχθείσα μαρτυρία για καλούς και πειστικούς λόγους που καταγράφει στην Απόφαση του την απέρριψε. Όπως προέκυψε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ατομική αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα αλλά την αντιπαρέβαλε και τη διερεύνησε στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας όπως η νομολογία επιτάσσει. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001)                     2 Α.Α.Δ. 506: «Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα και πειστικότητα της και με βάση τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία». Περαιτέρω, στην υπόθεση Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, τονίστηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, «δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή».

 

Ήταν στο πλαίσιο της πιο πάνω καθόλα ορθής διεργασίας αξιολόγησης που το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, μεταξύ άλλων, και τα εξής σε σχέση με την εκδοχή του Εφεσείοντα για προεγχειρητική δημιουργία ιππουριδικής συνδρομής λόγω της ευμεγέθους δισκοκήλης από την οποία Εφεσίβλητη υπέφερε και η οποία διέρρηξε τη μήνιγγα:

 

«Όσον αφορά την θέση που αναφέρεται στο δικόγραφο της υπεράσπισης για προεγχειρητική δημιουργία ιππουριδικής συνδρομής λόγω της δισκοκήλης, σημειώνω ότι σύμφωνα με την προεγχειρητική μαγνητική τομογραφία (τεκμ.2), η ευμεγέθης δισκοκήλη που παρουσίαζε η ενάγουσα δεν διέρρηξε την μήνιγγα, παρότι την πίεζε σημαντικά. Πέραν τούτου, το σύνολο της ιατρικής μαρτυρίας που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο, υποστηρίζει ότι δεν δημιουργείται ιππουριδική συνδρομή μόνο με την διάρρηξη της μήνιγγας. Απαιτείται επιπλέον κάκωση ή σοβαρή πίεση στις νευρικές ρίζες που βρίσκονται στον μηνιγγικό σάκο, η οποία να δικαιολογεί τα κλινικά συμπτώματα. Όμως στην περίπτωση της ενάγουσας όχι μόνον δεν υπήρχαν προεγχειρητικά κλινικά συμπτώματα ιππουριδικής συνδρομής αλλά και η προεγχειρητική μαγνητική τομογραφία (τεκμ.2) δεν έδειχνε διάρρηξη μήνιγγας αλλά σύμφωνα με την ακτινολόγο (Μ.Ε.5), μια τυπική εικόνα κεντροαριστερού δίσκου που θα προκαλούσε πάρεση ποδός (drop foot) όπως ακριβώς ήταν τα συμπτώματα της ενάγουσας. 

Ανεξαρτήτως της διαπίστωσης ότι οι θέσεις του εναγομένου δεν συνάδουν με τα κατατεθέντα τεκμήρια, η γενικότερη εντύπωση που μου έδωσε ο εναγόμενος ήταν ότι δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Ενώ ήταν συνεχής η θέση του ότι διέγνωσε ιππουριδική συνδρομή πριν την εγχείρηση, κανένα από τα πιστοποιητικά που παρέδωσε στην ενάγουσα δεν εμπεριέχει αυτή την διάγνωση. Αντιθέτως στο ιατρικό πιστοποιητικό (τεκμ.13), ο εναγόμενος κάνει αναφορά σε ολική ρήξη μεσοσπονδύλιου δίσκου Ο4/5 χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για συμπτώματα ιππουριδικής συνδρομής. Βέβαια ισχυρίστηκε χωρίς να είναι ιδιαίτερα πειστικός ότι το εν λόγω πιστοποιητικό δεν εκδόθηκε από τον ίδιο αλλά από την γραμματέα του και η υπογραφή του σε αυτό είναι ηλεκτρονική. Αλλά ακόμη και αν αυτός ο ισχυρισμός γίνει αποδεκτός, είναι σαφές ότι τα στοιχεία αυτά η γραμματέας του δεν τα έγραψε αυθαίρετα αλλά θα άντλησε πληροφορίες είτε από τον φάκελο είτε από τον ίδιο τον εναγόμενο. Όσον αφορά το τεκμήριο 64, δεν πρόκειται για πιστοποιητικό και δεν παραδόθηκε ποτέ στην ενάγουσα. Αποτελεί χειρόγραφες σημειώσεις του ιδίου του εναγομένου, τις οποίες κατέγραψε όπως είπε στο χειρουργείο μετά την εγχείρηση χωρίς όμως να είναι ιδιαίτερα πειστικός προς τούτο.

Ούτε και προφορικά ο εναγόμενος ανέφερε οτιδήποτε στην ενάγουσα για ιππουριδική συνδρομή όπως προκύπτει από την δοθείσα μαρτυρία. Επί του προκειμένου, ο εναγόμενος ισχυρίστηκε αρχικά στην μαρτυρία του ότι κατά την επίσκεψη της ενάγουσας στο ιατρείο του, εξήγησε στην ίδια και τον σύζυγο της για αρκετή ώρα και με λεπτομέρεια, το πρόβλημα που αντιμετώπιζε και την ανάγκη άμεσης επέμβασης. Στην συνέχεια όμως άλλαξε την θέση του και κατά την αντεξέταση, αποδέχθηκε ότι δεν ανέφερε ευθέως στην ενάγουσα ότι πάσχει από ιππουριδική συνδρομή, αλλά περιορίστηκε να της πει ότι έχει σοβαρό πρόβλημα που χρήζει εγχείρησης. Αυτή η θέση όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Θα ήταν πιο λογικό κατά την κρίση μου όταν κάποιος ασθενής εμφανίζει τέτοιου είδους σοβαρή βλάβη με ορατούς κίνδυνους για την υγεία του να ενημερωθεί άμεσα από τον γιατρό του. Το γεγονός ότι όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο εναγόμενος δεν της ανέφερε τίποτε για ιππουριδική συνδρομή, καταδεικνύει κατά την κρίση μου ότι η ενάγουσα δεν είχε τέτοια συμπτώματα κατά την επίσκεψη της στο ιατρείο του πριν από την εγχείρηση.»

 

Ο 10ος και 11ος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται.

 

Με το 12ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένος και αυθαίρετος ο καθορισμός του ποσού των γενικών αποζημιώσεων. Και τούτο στη βάση του ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν για υπολογισμό της ταλαιπωρίας και των επιπτώσεων στο επίπεδο ζωής που υπέστη η Εφεσίβλητη συγκεκριμένα κατάλοιπα, όπως διαταραχές ούρησης, αφόδευσης και σεξουαλικότητας, μειωμένη ισχύ του αριστερού άκρου και αδυναμία βάδισης και αναγκαιότητα μελλοντικών θεραπειών και εξετάσεων.

 

Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί στη νομολογία, ο υπολογισμός των αποζημιώσεων συνιστά πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός στην περίπτωση όπου πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στη βάση λανθασμένων νομικών αρχών ή το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή έκδηλα ανεπαρκές, ούτως ώστε να καθίσταται εντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων, στις οποίες δικαιούται ο Ενάγων (βλ. Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45, Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 και Ζένιου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 356/2012, ημερ. 7/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A482). Το Εφετείο δεν επεμβαίνει ούτε και στην περίπτωση διαφωνίας του ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάσθηκε κρίνοντας τούτο ως πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. Constantinou v. Evlambiou (1982) 1 C.L.R. 824 και Αποστολίδης ν. Ζουλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1695). Δεν είναι αρκετό να υπάρχει διαφορά γνώμης ή εκτίμησης. Για να επέμβει το Εφετείο η πλάστιγγα θα πρέπει να κλίνει βαριά κατά του ποσού που αμφισβητείται, είτε λόγω υπερβολής, είτε λόγω ανεπάρκειας.

 

Όπως το ζήτημα τέθηκε από το Λόρδο Wright στην υπόθεση Davies v. Powell Duffryn Associated Collieries Ltd [1942] 1 All E.R. 657 (η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία και σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου): 

 

". an appellate Court is always reluctant to interfere with a finding of the trial Judge on any question of fact, but it is particularly reluctant to interfere with a finding on damages (which) differs from an ordinary finding of fact in that it is generally much more a matter of speculation and estimate. In effect, the Court, before it interferes with an award of damages, should be satisfied that the Judge has acted upon a wrong principle of law, or has misapprehended the facts, or has for these or other reasons made a wholly erroneous estimate of the damage suffered. It is not enough that there is a balance of opinion or preference. The scale must go down heavily against the figure attached if the appellate Court is to interfere, whether on the ground of excess or insufficiency."

 

 

Διατείνεται ο Εφεσείων ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μόνιμων διαταραχών στην ούρηση και αφόδευση που συνοδεύονται από ακράτεια δεν βασίζεται στην προσαχθείσα μαρτυρία. Περαιτέρω προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρξε πλήρης αναισθησία του κόλπου της Εφεσίβλητης και εξ αυτού συμπέρανε ότι υπήρχε απώλεια σεξουαλικότητας. Παραπονείται, ακόμη, ότι σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές θεραπείες και εξετάσεις τις οποίες η Εφεσίβλητη θα χρειαστεί να διενεργήσει, πλην των ισχυρισμών της Εφεσίβλητης δεν είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Δεν συγκλίνουμε με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Έχουμε ήδη πιο πάνω και στο πλαίσιο εξέτασης του 4ου Λόγου Έφεσης επισημάνει ότι τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε σε σχέση με τα σοβαρά προβλήματα που η Εφεσίβλητη παρουσιάζει και τα οποία είναι μόνιμης φύσης και μη αναστρέψιμα, προκύπτουν από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, τόσο της ίδιας της Εφεσίβλητης όσο και της ιατρικής μαρτυρίας. Σε σχέση με τις μόνιμες διαταραχές στην ούρηση και αφόδευση ειδική αναφορά έγινε στην Ιατρική Έκθεση, Τεκμήριο 12, καθώς και στο Ιατρικό Πιστοποιητικό του Μ.Ε.8, Τεκμήριο 21, από το οποίο έχει συναφώς παρατεθεί σχετικό απόσπασμα έτσι ώστε να μην χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε άλλο.

 

Ειδικότερα  αναφορικά με το ζήτημα της αναισθησίας του κόλπου, σχετικά είναι τα όσα πιο πάνω έχουν καταγραφεί στο πλαίσιο εξέτασης του                       6ου Λόγου Έφεσης και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν.

 

Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές θεραπείες και εξετάσεις έγινε ειδική μνεία από την Εφεσίβλητη στη μαρτυρία της στο πλαίσιο της οποίας ανέφερε ότι θα υπόκειται στο μέλλον σε ιατρικά και άλλα έξοδα φυσιοθεραπείας, υδροθεραπείας, ουρολογικών εξετάσεων και ψυχολογικής στήριξης. Κατέθεσε, επίσης, ότι όπως της ανέφεραν οι θεράποντες ιατροί της, θα πρέπει να υποβάλλεται συνεχώς σε παρακολούθηση και θεραπείες για να διατηρήσει την παρούσα της κατάσταση και να μην χειροτερεύσει. Δεν έχουμε διαπιστώσει με βάση τα πρακτικά οι πιο πάνω ισχυρισμοί της να έτυχαν οποιασδήποτε αμφισβήτησης από την πλευρά του Εφεσείοντα.

 

Ο 12ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Αναπόδραστη κατάληξη όλων των πιο πάνω είναι ότι η υπό κρίση Έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Συνακόλουθα η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα €4000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

                                               Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

         

                                              Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.



[1] Δέστε Έγγραφο Α που αποτέλεσε τη Γραπτή Δήλωση της Εφεσίβλητης κατά την προσφορά της μαρτυρίας της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

[2] Δέστε Κεφάλαιο II - Συγκατάθεση

Άρθρο 5 - Γενικός κανόνας

«Επέμβαση στο πεδίο της υγείας δύναται να διεξάγεται μόνο μετά την ελεύθερη και ενημερωμένη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Κατάλληλες πληροφορίες δίδονται από προηγουμένως στο πρόσωπο αυτό σχετικά με το σκοπό και τη φύση της επέμβασης καθώς επίσης για τις συνέπειες και τους κινδύνους της.

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δύναται κατά οποιοδήποτε χρόνο να αποσύρει ελεύθερα τη συγκατάθεση του.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο