ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
14 Μαρτίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2016)
(Σχ. με 132/2016 και 133/2016)
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
Εφεσείων,
ν.
1. ΑΝΝΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
3. ΔΡΑ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Εφεσίβλητων.
________________________________________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 132/2016)
(Σχ. με 130/2016 και 133/2016)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείων,
ν.
1. ΑΝΝΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
3. ΔΡΑ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Εφεσίβλητων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2016)
(Σχ. με 130/2016 και 132/2016)
ΔΡ ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Εφεσείων,
ν.
1. ΑΝΝΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητων.
Στ. Ερωτοκρίτου (κα) για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 130/2016, Εφεσίβλητο 2 στην Π.Ε. 132/2016 και Εφεσίβλητο 2 στην Π.Ε. 133/2016.
Κ. Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη 1 στην Π.Ε. 130/2016, Εφεσίβλητη 1 στην Π.Ε. 132/2016 και Εφεσίβλητη 1 στην Π.Ε. 133/2016.
Κ. Πετρίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο 2 στην Π.Ε. 130/2016, Εφεσείοντα στην Π.Ε. 132/2016 και Εφεσίβλητο 3 στην Π.Ε. 133/2016.
Θ. Κορφιώτης για Kousios Korfiotis Papacharalambous LLC, για τον Εφεσίβλητο 3 στην Π.Ε. 130/2016, Εφεσίβλητο 3 στην Π.Ε. 132/2016 και Εφεσείοντα στην Π.Ε. 133/2016.
______________________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 14/11/2006 επεσυνέβη τροχαίο ατύχημα στο δρόμο Λευκωσίας - Τροόδους στο ύψος του πλαγιόδρομου που οδηγεί προς το χωριό Άγιος Θεόδωρος Σολέας και πριν το χωριό Ευρύχου. Ενώ η Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 οδηγούσε το όχημα της με αριθμό εγγραφής [ ] από Ευρύχου προς Λευκωσία στο ύψος του δρόμου που οδηγεί προς το χωριό Άγιος Θεόδωρος, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, ελάττωσε ταχύτητα και σταμάτησε με πρόθεση να εισέλθει στον πλαγιόδρομο δεξιά προς τον Άγιο Θεόδωρο Σολέας, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής [ ] το οποίο οδηγούσε ο Εναγόμενος/Εφεσείων και το οποίο ακολουθούσε προς την ίδια κατεύθυνση το όχημα της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης 1, να κτυπήσει με το δεξιό μπροστινό μέρος στο πίσω μέρος του οχήματός της το οποίο σπρώχτηκε προς το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου ερχόμενο όχημα (μπετονιέρα) το οποίο ανατράπηκε. Σαν αποτέλεσμα τα τρία ενεχόμενα οχήματα υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές και η Ενάγουσα σοβαρό τραυματισμό, για τον οποίο αξίωσε αποζημιώσεις από τον Εναγόμενο/Εφεσείοντα τον οποίο θεώρησε ως αποκλειστικό υπεύθυνο για το ατύχημα.
Συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος η Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 τραυματίσθηκε και αυθημερόν μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Παρέμεινε εκεί για 14 μέρες, από τις 14/11/2006 που έγινε το δυστύχημα μέχρι τις 27/11/2006, όπου έτυχε θεραπείας και υπεβλήθη σε εγχείρηση. Η Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 επανήλθε στα εξωτερικά ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας για επανεξέταση της κατάστασης της στις 14/12/2006 και την επομένη μέρα αποτάθηκε για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε του κατάγματος στον ώμο στο Δρα Ανδρέα Παναγιώτου (Τριτοδιάδικο 2), ο οποίος την χειρούργησε στον ώμο και ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, στις 4/11/2007, την υπέβαλε σε εγχείρηση διπλής σπονδυλοδεσίας για το κάταγμα του οσφυϊκού σπονδύλου 04.
Στο πλαίσιο της Έκθεσης Απαίτησης της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης 1 γίνεται αναφορά σε μόνιμα κατάλοιπα και αναπηρία.
Ο Εναγόμενος/Εφεσείων στην Υπεράσπιση του, πέραν της άρνησης των ισχυριζόμενων από την Ενάγουσα σωματικών βλαβών, προέβαλε ότι η οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη σε αυτή προκλήθηκε από την αμελή ιατρική αντιμετώπιση του περιστατικού της από τους γιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και την αμελή και/ή αδέξια σπονδυλοδεσία στην οποία αυτή υπεβλήθη στις 15/12/2006 από το Δρα Ανδρέα Παναγιώτου. Ισχυρίστηκε, εν προκειμένω, ότι οι πιο πάνω αμελείς ενέργειες συνιστούσαν διακοπή της αλυσίδας των γεγονότων και/ή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ οιασδήποτε ενδεχόμενης αμέλειας του Εναγόμενου για το επίδικο ατύχημα και των σωματικών βλαβών της Ενάγουσας, προβάλλοντας ότι αυτά αποτελούν νέα, αυτοτελή και ανεξάρτητη αιτία (novus actus).
Ο Εναγόμενος/Εφεσείων αποδίδοντας ευθύνη στους θεράποντες γιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και το Δρα Α. Παναγιώτου, ως ανωτέρω, κατόπιν αιτήσεως του, εξασφάλισε στις 26/3/2009 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας Διάταγμα για να εκδώσει και επιδώσει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και το Δρα Ανδρέα Παναγιώτου Ειδοποίηση Τριτοδιαδίκου αναφέροντας ότι δικαιούτο να αποζημιωθεί από αυτούς και να ζητήσει συνεισφορά, λόγω της αμέλειας που επέδειξαν στην περίθαλψη της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης 1 τόσο οι θεράποντες γιατροί του Νοσοκομείου, όπως επίσης και μεταγενέστερα ο Δρ. Ανδρέας Παναγιώτου με βάση το Άρθρο 64 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Στην ως άνω διαδικασία αμφότεροι οι Τριτοδιάδικοι 1 & 2 καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης και εν συνεχεία, κατόπιν αίτησης του Εναγόμενου/Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέδωσε τις συνήθεις οδηγίες μεταξύ Εναγομένου και Τριτοδιαδίκων ως προς την ανταλλαγή δικογράφων, τη συμμετοχή των Τριτοδιαδίκων στην ακρόαση της Αγωγής, καθώς και της εκδίκασης του θέματος της ευθύνης των Τριτοδιαδίκων για συνεισφορά στον Εναγόμενο στο πλαίσιο της ακρόασης της Αγωγής. Ακολούθησε η καταχώριση από τον Εναγόμενο της Έκθεσης Απαίτησης του κατά των Τριτοδιαδίκων 1 & 2, καθώς και η καταχώριση Υπεράσπισης από τους Τριτοδιαδίκους στη διαδικασία Τριτοδιαδίκου.
Η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προχώρησε, επομένως, με τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Δρα Α. Παναγιώτου ως Τριτοδιάδικοι 1 και 2, αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά την ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε και αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε ότι αποκλειστικός υπεύθυνος του ατυχήματος ήταν ο Εναγόμενος/Εφεσείων, ο οποίος, όπως το έθεσε, είχε την πρώτη και αποκλειστική ευθύνη για τον έλεγχο της τροχαίας κίνησης που προπορεύετο και την οποία ακολουθούσε από πολύ μικρή απόσταση και σχετικά αυξημένη ταχύτητα.
Σε ό,τι αφορά τις σωματικές βλάβες της Ενάγουσας, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το κατά πόσο είτε ο Τριτοδιάδικος 1, είτε ο Τριτοδιάδικος 2, ήταν αμελείς, «ο μεν πρώτος στις οδηγίες που δόθηκαν στην Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 κατά την έξοδο της από το Νοσοκομείο για την αντιμετώπιση του κατάγματος του οσφυϊκού σπονδύλου», ο δε δεύτερος «κατά πόσο ήταν επιβεβλημένη μια δύσκολη και επικίνδυνη εγχείρηση διπλής σπονδυλοδεσίας στην οποία τελικά υπέβαλε την Ενάγουσα».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την ενώπιον του μαρτυρία αναφορικά με τις σωματικές βλάβες της Ενάγουσας κατέληξε ότι το κάταγμα του οσφυϊκού σπονδύλου 04 δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά και/ή καθόλου στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Όσον αφορά τον Τριτοδιάδικο 2 κατέληξε ότι το επιβεβλημένο και/ή το αναγκαίο μιας διπλής χειρουργικής επέμβασης σπονδυλοδεσίας θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα εξειδικευμένων εξετάσεων, τις οποίες ο Τριτοδιάδικος 2 δεν διενήργησε.
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων και συμπερασμάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι πλην του Εναγόμενου/Εφεσείοντα που ευθύνετο για τον τραυματισμό της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης 1, παράλληλα ευθύνονταν και οι περιθάλψαντες αυτή γιατροί του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπως επίσης και ο διενεργήσας τη διπλή σπονδυλοδεσία Δρ. Α. Παναγιώτου.
Σε ό,τι αφορά το κατά πόσο είχε διακοπεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αιτίας και του ζημιογόνου αποτελέσματος, δηλ. του τραυματισμού εκ του ατυχήματος και του ζημιογόνου αποτελέσματος από πράξεις ή παραλείψεις τρίτων, δηλ. των Τριτοδιαδίκων, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε αρνητικά. Επεσήμανε ότι το γεγονός ότι η Ενάγουσα αναγκάστηκε τελικά να προβεί σε εγχείρηση σπονδυλοδεσίας ήταν το αποτέλεσμα του τραυματισμού της στο τροχαίο ατύχημα και ότι, συνεπώς, δεν είχε παρεμβληθεί άλλη αιτία που να προκάλεσε το ζημιογόνο αποτέλεσμα πλην του τροχαίου ατυχήματος. Όπως το έθεσε, «η διπλή σπονδυλοδεσία στην οποία η Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 υπεβλήθη ήταν απότοκο και συνέπεια του τροχαίου ατυχήματος και στη συνέχεια της αναποτελεσματικής και/ή καθόλου θεραπείας στην οποία αυτή υπεβλήθη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όσον αφορά την αντιμετώπιση του κατάγματος του τέταρτου οσφυϊκού σπονδύλου».
Έχοντας λοιπόν αποφασίσει ότι δεν είχε διακοπεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του τραυματισμού από το ατύχημα και του ζημιογόνου αποτελέσματος από πράξεις ή παραλείψεις των Τριτοδιαδίκων, κατέληξε περαιτέρω ότι οι Τριτοδιάδικοι θα έπρεπε να συνενωθούν από την Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 ως συνεναγόμενοι και όχι να προσεπικληθούν από τον Εναγόμενο/Εφεσείοντα ως Τριτοδιάδικοι.
Αφού εξέτασε τις πρόνοιες του Άρθρου 64 του Κεφ. 148[1], κατέληξε ότι για να υπάρξει θέμα συνεισφοράς πρέπει να υπάρχει συναδικοπραγήσας (joint tortfeasor) και/ή άλλος αδικοπραγήσας που έχει ευθύνη σε σχέση με την «ίδια ζημιά» (concurrent tortfeasor). Έκρινε δε ότι στην προκείμενη περίπτωση τόσο ο Τριτοδιάδικος 1, όσο και ο Τριτοδιάδικος 2 δεν ήταν ούτε συναδικοπραγήσαντες (joint tortfeasors), ούτε άλλοι αδικοπραγήσαντες (concurrent tortfeasors) στην πρόκληση της ίδιας ζημιάς. Στη βάση αυτή κατέληξε ότι εφόσον από πράξεις ή παραλείψεις τους συνάγετο ότι είχαν «παράλληλα και/ή ταυτόχρονα» με τον Εναγόμενο/Εφεσείοντα αδικοπραγήσει, θα έπρεπε να συνενωθούν ως συνεναγόμενοι όχι για την πρόκληση της ίδιας ζημιάς, αλλά για τη ζημιά που ένας έκαστος προκάλεσε στην Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1. Ενόψει αυτής της κατάληξης έκρινε ότι κακώς είχαν συμπεριληφθεί από τον Εναγόμενο/Εφεσείοντα, ο Τριτοδιάδικος 1 και ο Τριτοδιάδικος 2 ως Τριτοδιάδικοι, και έδωσε οδηγίες δυνάμει της Δ.9, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως τα ονόματα τους απαλειφθούν ως Τριτοδιάδικοι και συνενωθούν στην αγωγή της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης 1 ως συνεναγόμενοι που ευθύνονται, ο καθένας στο δικό του βαθμό, για πρόκληση όχι της ίδιας ζημιάς.
Εξετάζοντας το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων προς όφελος της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης 1 το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Θεωρώ ότι ο Εναγόμενος ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη ζημιά που προκλήθηκε στην Ενάγουσα από τον τραυματισμό της κατά το τροχαίο ατύχημα θα πρέπει να επιβαρυνθεί με το ποσό των €60.000 ενώ αντίθετα οι άλλοι δύο Τριτοδιάδικοι που θα έπρεπε να είχαν προστεθεί ως συνεναγόμενοι θα πρέπει να επιβαρυνθούν για τη ζημιά που ένας έκαστος εξ αυτών προκάλεσε στην Ενάγουσα και που τελικά προκάλεσε μόνιμη βλάβη σε αυτήν. Θεωρώ ότι τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρει ο Τριτοδιάδικος 2 που υπέβαλε την Ενάγουσα σε μια επώδυνη επικίνδυνη εγχείρηση άνευ λόγου και αιτίας έναντι του Τριτοδιάδικου 1 που δεν αντιμετώπισε επαρκώς και/ή καθόλου και/ή αποτελεσματικά το τραύμα του τέταρτου οσφυϊκού σπονδύλου. Ως εκ τούτου πρέπει να επιβαρυνθούν με άλλες €75.000 σε ποσοστό 2/3 ο Τριτοδιάδικος 2 (€50.000) και 1/3 ο Τριτοδιάδικος 1 (€25.000).
Η αμέλεια του Εναγόμενου 2 (Τριτοδιάδικος 1) είναι ότι δεν αντιμετώπισε καθόλου και/ή αποτελεσματικά και/ή επαρκώς το τραύμα του οσφυϊκού σπονδύλου 04, του δε Εναγόμενου 3 (Τριτοδιάδικου 2) ότι επέβαλε την Ενάγουσα ένα χρόνο μετά κατά παράβαση του καθήκοντος ιατρικής επιμέλειας σε μια αχρείαστη αλλά δύσκολη, πολύ επικίνδυνη και μη επιβεβλημένη εγχείρηση διπλής σπονδυλοδεσίας, χωρίς εξειδικευμένες ιατρικές εξετάσεις που θα απεδείκνυαν την αναγκαιότητα της με αποτέλεσμα να προκαλέσει σε αυτήν μόνιμη βλάβη.»
Στη βάση των πιο πάνω υπολογισμών, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην έκδοση Απόφασης μέσω της οποίας διέταξε τον Εναγόμενο και αμφότερους τους Τριτοδιάδικους να καταβάλουν στην Ενάγουσα συγκεκριμένα, ο καθένας, ποσά τόσο αναφορικά με τις γενικές αποζημιώσεις, όσο και αναφορικά με τις ειδικές ζημιές σημειώνοντας, παράλληλα, ότι η Απόφαση δεν θα συντάσσετο μέχρις ότου καταχωρείτο τροποποιημένο Κλητήριο Ένταλμα και Έκθεση Απαίτησης στο οποίο να συμπεριλαμβάνονται οι Τριτοδιάδικοι 1 και 2 ως Εναγόμενοι 2 και 3, αντίστοιχα.
Εναντίον της πιο πάνω Απόφασης καταχωρήθηκαν τρεις Εφέσεις. Η Πολιτική Έφεση αρ. 130/2016 κατεχωρήθη από τον Εναγόμενο, ενώ οι άλλες δύο, ήτοι η Πολιτική Έφεση αρ. 132/2016 από τον Τριτοδιάδικο 1, Γενικό Εισαγγελέα και η Πολιτική Έφεση αρ. 133/2016 από τον Τριτοδιάδικο 2. Ακολουθεί στη συνέχεια η συνοπτική αναφορά στις τρεις Εφέσεις που καταχωρήθηκαν στην παρούσα υπόθεση και στους Λόγους Έφεσης που προβάλλονται.
Πολιτική Έφεση 130/2016
Ως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω είναι η Έφεση που καταχωρήθηκε από τον Εναγόμενο. Σε αυτήν προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 ήτο αμέτοχη συντρέχουσας αμέλειας (1ος Λόγος Έφεσης), ότι δεν υποστηρίζετο από την ιατρική μαρτυρία ότι οι πόνοι και δυσκαμψία και περιορισμός των κινήσεων στην οσφυϊκή μοίρα αποδίδονταν σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις (2ος Λόγος Έφεσης), ότι δεν διεκόπη η αιτιώδης συνάφεια του τραυματισμού εκ του ατυχήματος με το τελικό αποτέλεσμα και ότι δεν παρενεβλήθη άλλη αιτία που προκάλεσε το τελικό ζημιογόνο αποτέλεσμα (3ος Λόγος Έφεσης), ότι η Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 είχε ανάγκη φροντίστριας και όχι οικιακής βοηθού (4ος Λόγος Έφεσης), καθώς και το ύψος των γενικών αποζημιώσεων ως υπερβολικά ψηλό (5ος Λόγος Έφεσης).
Πολιτική Έφεση 132/2016
Είναι η Έφεση που καταχωρήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, Τριτοδιάδικο 1/ Εναγόμενο 2.
Οι Λόγοι Έφεσης 1-3, 7 και 8 αφορούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της θεραπείας που ακολουθήθηκε από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Οι Λόγοι Έφεσης 4-6 και 9-11 αφορούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την εμπειρογνωμοσύνη που παρουσιάστηκε σε σχέση με τη θεραπεία που εφαρμόστηκε στην Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Με το Λόγο Έφεσης 12 προβάλλεται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι ο Τριτοδιάδικος 1 υπείχε ευθύνη αμέλειας έναντι της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης 1 χωρίς την ύπαρξη του απαιτούμενου υπόβαθρου μαρτυρίας. Με το Λόγο Έφεσης 13 ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η Ενάγουσα/Εφεσίβλητη 1 είχε ανάγκη φροντίστριας και όχι οικιακής βοηθού. Με το Λόγο Έφεσης 14 προσβάλλεται ως υπερβολικά ψηλό το ποσό των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν εναντίον του Τριτοδιάδικου 1. Με το Λόγο Έφεσης 15 προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Τριτοδιάδικοι «κακώς συμπεριελήφθησαν ως Τριτοδιάδικοι από τον Εναγόμενο» και οι οδηγίες που έδωσε όπως τα ονόματα τους απαλειφθούν από Τριτοδιάδικοι και συνενωθούν στην αγωγή της Ενάγουσας «ως συνεναγόμενοι που ευθύνονται «όχι σε συνεισφορά» ο κάθε ένας στο δικό του βαθμό για πρόκληση όχι της ίδιας ζημιάς».
Πολιτική Έφεση 133/2016
Είναι η Έφεση που καταχωρήθηκε από τον Τριτοδιάδικο 2/ Εναγόμενο 3.
Με τον 1ο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 12/6/2015 το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επέτρεψε στον Τριτοδιάδικο 2 να μαρτυρήσει για υπεράσπιση της υπόθεσης του με την αιτιολογία ότι είχε ήδη καταθέσει ως μάρτυρας για την υπόθεση της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης 1. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβιάζοντας θεμελιώδεις αρχές του συζητητικού συστήματος και σε αντίθεση με τα επίδικα θέματα, όπως είχαν διαμορφωθεί από τα δικόγραφα, αποφάσισε ότι ο Τριτοδιάδικος 2 υπέχει ευθύνη αμέλειας έναντι της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης 1. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Τριτοδιάδικοι «κακώς συμπεριελήφθησαν ως Τριτοδιάδικοι από τον Εναγόμενο» και οι οδηγίες που έδωσε όπως τα ονόματα τους απαλειφθούν από Τριτοδιάδικοι και συνενωθούν στην αγωγή της Ενάγουσας «ως συνεναγόμενοι που ευθύνονται «όχι σε συνεισφορά» ο κάθε ένας στο δικό του βαθμό για πρόκληση όχι της ίδιας ζημιάς». Με τον 4ο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα αμέλειας του Τριτοδιάδικου 2 χωρίς το απαραίτητο υπόβαθρο μαρτυρίας. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Τριτοδιάδικος 2 «υπέβαλε την Ενάγουσα ένα χρόνο μετά κατά παράβαση του καθήκοντος ιατρικής επιμέλειας σε μία αχρείαστη αλλά δύσκολη, πολύ επικίνδυνη και μη επιβεβλημένη εγχείρηση διπλής σπονδυλοδεσίας, χωρίς εξειδικευμένες ιατρικές εξετάσεις που θα απεδείκνυαν την αναγκαιότητα της, με αποτέλεσμα να προκαλέσει σε αυτήν μόνιμη βλάβη». Με τον 6ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εντοπίσει τα επίδικα θέματα, να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας διαπιστώνοντας τα πραγματικά γεγονότα και στη συνέχεια, εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που ισχύουν για κάθε θέμα, να καταλήξει σε δικαστική κρίση. Με τον 7ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Rahman v. Arearose Ltd and another (2000) 3 WLR 1184, από την οποία, όπως αναφέρει, άντλησε καθοδήγηση για τον καταμερισμό των αποζημιώσεων. Με τον 8ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η διαταγή εξόδων στην οποία καταδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο τους Τριτοδιάδικους, παρά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Τριτοδιάδικοι «κακώς
συμπεριελήφθησαν ως Τριτοδιάδικοι».
Μέσω της Έφεσης που καταχωρήθηκε τόσο από τον Τριτοδιάδικο 1 (Έφεση αρ. 132/2016) όσο και από τον Τριτοδιάδικο 2 (Έφεση αρ. 133/2016) προβάλλονται σειρά ζητημάτων τα οποία είναι κοινά και τα οποία λόγω της φύσης τους ενδέχεται να είναι καθοριστικά για τους σκοπούς και των τριών Εφέσεων που καταχωρήθηκαν συμπεριλαμβανομένης, δηλαδή, και της Έφεσης αρ. 130/2016. Αναφερόμαστε στον 15ο Λόγο Έφεσης της Έφεσης αρ. 132/2016 και στους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 7ο και 8ο Λόγους Έφεσης της Έφεσης αρ. 133/2016. Ως τέτοια κρίνεται σκόπιμο να εξετασθούν κατά προτεραιότητα.
Όπως ορθά έχει επισημανθεί τόσο από την κα Πετρίδου, εκ μέρους του Τριτοδιάδικου 1, όσο και από τον κ. Κορφιώτη, εκ μέρους του Τριτοδιάδικου 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του να επιλύσει τα ακόλουθα ζητήματα που είχαν προκύψει στην κάθε μια από τις αυτοτελείς και ξεχωριστές διαδικασίες που είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της διαφοράς:
i. Την απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον του Εναγομένου για αποζημιώσεις σε σχέση με τους τραυματισμούς που ισχυρίζετο ότι υπέστη στο τροχαίο δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη με τον Εναγόμενο και οι οποίοι αποδίδονταν στην αμέλεια του Εναγόμενου,
ii. Την απαίτηση του Εναγόμενου εναντίον των Τριτοδιαδίκων 1 & 2 οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου, είχαν ευθύνη για τις συνέπειες των τραυμάτων της Ενάγουσας λόγω αμέλειας στην περίθαλψη που την υπέβαλαν μετά το ατύχημα και τους οποίους ο Εναγόμενος προσεπίκλησε στη διαδικασία με σκοπό να συνεισφέρουν για σκοπούς κάλυψης και/ή αποζημίωσης στην απαίτηση της Ενάγουσας.
Είναι, βεβαίως, πάγια νομολογημένο ότι η διαδικασία τριτοδιαδίκου σκοπό έχει την προσεπίκληση διαδίκου από τον εναγόμενο όταν αυτός ζητά από άλλο πρόσωπο που δεν είναι διάδικος στην αγωγή συνεισφορά ή κάλυψη ή θεραπεία που σχετίζεται ή συνδέεται με την απαίτηση του ενάγοντα προς τον εναγόμενο ή όταν τα θέματα τα οποία συνδέονται ή σχετίζονται με το επίδικο ζήτημα είναι ουσιωδώς παρόμοια όπως τα ζητήματα που αναφύονται μεταξύ του ενάγοντα και του εναγόμενου και έτσι θα πρέπει να συνεκδικαστούν και αποφασιστούν μεταξύ όλων των διαδίκων. Ο τριτοδιάδικος από την επίδοση της ειδοποίησης καθίσταται διάδικος στην αγωγή και έχει τα ίδια δικαιώματα ως προς την υπεράσπισή του ως να είχε εγερθεί η αγωγή εναντίον του από τον εναγόμενο. Ο βασικός και κύριος σκοπός των προνοιών της Δ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι από τη μια να αποφευχθεί η πολλαπλότητα των αγωγών και από την άλλη να επιτευχθεί η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης με τη διευθέτηση όλων των διαφορών όλων των μερών και για να περισωθούν έξοδα.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Νικήτα v. Medcon Constructions Ltd (1997) 1 A.A.Δ 643 στη σελίδα 653:
«Σκοπός της Διαδικασίας Τριτοδιαδίκου είναι η αποφυγή πολλαπλότητας αγωγών, η αποφυγή εξόδων, η δέσμευση του τριτοδιάδικου με το αποτέλεσμα αγωγής μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου και η δυνατότητα απόφασης επί του θέματος που σχετίζεται με τη διαδικασία τριτοδιάδικου αμέσως μετά την απόφαση στην αγωγή, για να μην είναι αναγκασμένος ο εναγόμενος να περιμένει να αποδείξει την αξίωση του εναντίον του τριτοδιάδικου με άλλη αγωγή ενώ ο ενάγων θα έχει την ευκαιρία να εκτελέσει την απόφαση εναντίον του. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε στη σημαντική για την εποχή απόφαση στην υπόθεση Barclays Bank v. Tom (1923) 1 KB 221 στη σελ. 226. Αυτή η αρχή ακολουθήθηκε αργότερα από την The Normar (1968) 1 All E.R. 753 και την Chatsworth Investments v. Amoco Ltd (1968) 3 All E.R. 357.»[2]
Στην πιο πάνω υπόθεση, αφού έγινε αναφορά στους αντίστοιχους διαδικαστικούς κανονισμούς που ίσχυαν στην Αγγλία καθώς και σε αγγλικές αποφάσεις, επεξηγήθηκε η φύση της διαδικασίας τριτοδιαδίκου και τονίσθηκε ότι μετά την επίδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, η οποία υπέχει μορφή αγωγής του εναγομένου εναντίον του τριτοδιαδίκου[3], ο τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος στην αγωγή έχοντας τα ίδια δικαιώματα ως εάν να είχε εναχθεί από τον εναγόμενο. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε στην Νικήτα (ανωτέρω):
«Η Διαδικασία Τριτοδιάδικου αντλεί την προέλευση της από τη Δ.16 των παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών, των οποίων οι βασικές πρόνοιες είναι όμοιες με τις πρόνοιες της δικής μας Δ.10. H διαδικασία αυτή δημιουργήθηκε στην Αγγλία με το Νόμο Judicature Act 1873 και θεωρήθηκε ότι ήταν μια διαδικασία ανάλογη με αγωγή, που καταχωρείτο από τον εναγόμενο σε υπάρχουσα αγωγή εναντίον του τριτοδιάδικου. Ο εναγόμενος σε τέτοια περίπτωση εθεωρείτο ενάγων και ο τριτοδιάδικος εναγόμενος. Επομένως, η Ειδοποίηση Τριτοδιάδικου υπέχει μορφή αγωγής του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιάδικου (βλ. McCheane v. Jyles, (1902) 1 Ch.D. 287). Μετά την επίδοση της Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου, ο τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος στην αγωγή αυτή και έχει τα ίδια δικαιώματα σχετικά με την υπεράσπιση του ως εάν να είχε εναχθεί με κανονική αγωγή από τον εναγόμενο. Ο τριτοδιάδικος όμως, δεν είναι εναγόμενος στην υφιστάμενη αγωγή του ενάγοντα εναντίον του εναγόμενου, εκτός αν ο ενάγων αποφασίσει και τον καταστήσει συνεναγόμενο. Η Διαδικασία Τριτοδιαδίκου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία από την προϋπάρχουσα αγωγή (Βλ. Stott v. West Yorkshire Road Car Co. (1971) 3 All E.R. 534, Annual Practice 1958, σελ. 381 κ.ε.).»
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Νικήτα (ανωτέρω) το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του, επέτρεψε στο δικηγόρο του Τριτοδιαδίκου να αντεξετάσει τους μάρτυρες του Εφεσείοντα/Ενάγοντα. Επίσης, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα/Ενάγοντα και ο δικηγόρος του Τριτοδιαδίκου αντεξέτασαν τους μάρτυρες της Εφεσίβλητης/Εναγόμενης. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο μάρτυρας του Τριτοδιαδίκου αντεξετάστηκε από όλες τις πλευρές. Προσεγγίζοντας το θέμα της μαρτυρίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι για να εξεταστεί κατά πόσο ο Εφεσείων/Ενάγων είχε αποδείξει την υπόθεσή του, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη η μαρτυρία που δόθηκε από τον Τριτοδιάδικο, γιατί το θέμα της ευθύνης της Εφεσίβλητης/Εναγομένης έναντι του Εφεσείοντα/Ενάγοντα δεν ήταν επίδικο μεταξύ της Εφεσίβλητης/Εναγομένης και του Τριτοδιαδίκου. Η μαρτυρία αυτή θα εξεταζόταν από το Δικαστήριο αν αποδεικνύετο η υπόθεση του Εφεσείοντα/Ενάγοντα, οπόταν και θα εγειρόταν τότε το θέμα της ευθύνης του Τριτοδιαδίκου έναντι της Εφεσίβλητης/Εναγομένης.
Στην Νικήτα, το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε την πρωτόδικη προσέγγιση ως προς τις οδηγίες για τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας ως ορθή, διευκρινίζοντας συγχρόνως την αυτοτέλεια της διαδικασίας απόδειξης του Ενάγοντος έναντι των Εναγομένων από τη διαδικασία απόδειξης της υπόθεσης των Εναγομένων έναντι του Τριτοδιαδίκου.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, δεν εναπόκειτο στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κρίνει αν κακώς είχαν συμπεριληφθεί στη διαδικασία ως τριτοδιάδικοι ο Τριτοδιάδικος 1 και ο Τριτοδιάδικος 2. Εκείνο το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αποφασίσει με βάση το τι είχε ενώπιον του ήταν την ευθύνη του Εναγόμενου έναντι της Ενάγουσας και, ακολούθως, την ευθύνη των Τριτοδιαδίκων 1 και 2 έναντι του Εναγόμενου για αποζημίωση ή συνεισφορά. Όπως τονίσθηκε στην αγγλική υπόθεση Barclays Bank v. Tom (ανωτέρω), όταν αποφασισθούν τα δικαιώματα του ενάγοντα και του εναγόμενου και κριθεί ότι ο εναγόμενος ευθύνεται έναντι του ενάγοντα, τότε ακολουθεί η διακρίβωση της απαίτησης του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιαδίκου για συνεισφορά από μέρους του τελευταίου[4]. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Telec Logistic Company Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1002 στη σελ. 1007:
«Όπως είναι γνωστό ο ενάγων δεν μπορεί να στραφεί ευθέως εναντίον του τριτοδιάδικου. Μόνο ο εναγόμενος δύναται να διεκδικήσει, αν βεβαίως επιτύχει στη διαδικασία εναντίον του τριτοδιάδικου, οποιοδήποτε ποσό επιδικαστεί να καταβάλει προς τον ενάγοντα, από τον τριτοδιάδικο. Είναι σαφές ότι η διαδικασία τριτοδιάδικου αφορά τον τριτοδιάδικο και τον εναγόμενο και όχι τον ενάγοντα ευθέως.»
H επίκληση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου των προνοιών της Δ.9, θ. 10[5] ουδόλως μπορούσε να δικαιολογηθεί στο στάδιο που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως τα ονόματα των Τριτοδιαδίκων «απαλειφθούν ως Τριτοδιάδικοι και συνενωθούν στην αγωγή της Ενάγουσας ως συνεναγόμενοι», ήτοι μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, στο στάδιο της έκδοσης της τελικής του απόφασης. Δεν αμφισβητείται ότι η Δ.9, θ. 10, παρέχει στο Δικαστήριο τη διακριτική εξουσία και ευχέρεια, να διατάξει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας την προσθήκη ή διαγραφή οποιουδήποτε προσώπου ως διαδίκου, την παρουσία του οποίου θεωρεί αναγκαία για να μπορέσει να αποφασίσει πλήρως και αποτελεσματικά αναφορικά με όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή (in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter). Η διαπίστωση του κατά πόσο ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι είναι, βεβαίως, συναρτώμενη προς τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις.
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Ανδρέας Οδυσσέως v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1Β Α.Α.Δ 1372, σελ.1375:
«Η επιλογή των εναγομένων προσώπων σε μια αγωγή είναι δικαίωμα το οποίο ανήκει βασικά στον ενάγοντα (Βλ. Supreme Court Practice 1982 3 - σελ. 210. Το Δικαστήριο έχει ωστόσο την εξουσία (Βλ. Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας - Διαταγή 9 θ.10) να διατάξει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είτε κατόπιν αιτήσεως είτε χωρίς αίτηση, την προσθήκη οποιουδήποτε προσώπου ως διαδίκου την παρουσία του οποίου θεωρεί αναγκαία για την πλήρη και αποτελεσματική επίλυση όλων των θεμάτων που εγείρονται στην αγωγή. Είναι αυτόδηλο ότι το ζήτημα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου και καθώς έχει ειπωθεί στην Παπαχριστοφόρου v. Χαραλάμπους (ανωτέρω) η απόφαση ως προς το αν βρίσκονται όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου είναι συναρτημένη προς τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στις γραπτές προτάσεις.»
Στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν ετίθετο ζήτημα αναγκαίων διαδίκων καθότι η Ενάγουσα με την Έκθεση Απαίτησης της και τις λεπτομέρειες αμέλειας, καθώς και στη συνέχεια τη μαρτυρία που προσέφερε, καταλόγιζε την ευθύνη αποκλειστικά σε βάρος του Εναγόμενου χωρίς να επιδιώξει, όπως ήταν δικαίωμα της, σε οποιοδήποτε στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, να υποβάλει αίτηση για να προσθέσει τους Τριτοδιαδίκους ως συνεναγόμενους στην Αγωγή της. Δεν πρέπει, δε, να λησμονείται ότι η επιλογή των εναγομένων προσώπων σε μια αγωγή είναι δικαίωμα το οποίο ανήκει βασικά στον ενάγοντα (Οδυσσέως (ανωτέρω) και Supreme Court Practice, 1982, σ. 210).
Με την απόφαση του οι Τριτοδιάδικοι να απαλειφθούν και να συνενωθούν στην Αγωγή της Ενάγουσας ως συνεναγόμενοι, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε να διαφοροποιηθούν τα επίδικα, ενώπιον του, της υπόθεσης θέματα κατά τρόπο που να μην καλύπτονται από τη δικογραφία της Ενάγουσας ως αυτή προωθήθηκε και κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Επιπλέον, όπως χαρακτηριστικά τέθηκε από τον κ. Κορφιώτη στην Αγόρευση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο «ενεργώντας ως αυτόκλητος συνήγορος της Ενάγουσας» με τον τρόπο που ενήργησε διέταξε άλλους από αυτούς που η Ενάγουσα με την Αγωγή της είχε επιλέξει, να της καταβάλουν αποζημιώσεις.
Το πλέον σημαντικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταστήσει τους Τριτοδιαδίκους συνεναγόμενους στη διαδικασία, οδήγησε στην παραβίαση των δικαιωμάτων τους να ακουστούν και να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους για να αντιμετωπίσουν την αξίωση της Ενάγουσας όπως αυτή διαμορφώθηκε με το δικονομικό χειρισμό που, κατά το στάδιο της απαγγελίας της Απόφασης, έκανε το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και τούτο γιατί δεν είχαν αποδοθεί σ' αυτούς οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αμέλειας. Λεπτομέρειες αμέλειας από την Ενάγουσα εναντίον των Τριτοδιαδίκων ουδέποτε υπήρξαν, είτε κατά το αρχικό δικόγραφο της Ενάγουσας, είτε κατά το στάδιο που καταχωρήθηκε τροποποιημένο, μετά την Απόφαση του Δικαστηρίου, ενώ στο τέλος, με τους χειρισμούς του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τους καταλογίστηκε ιατρική αμέλεια. Απόλυτα ορθή ήταν επί τούτου και η επισήμανση της κας Πετρίδου ότι οι οδηγίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση δεν θα συνταχθεί μέχρις ότου η Ενάγουσα καταχωρίσει τροποποιημένο Κλητήριο και Έκθεση Απαίτησης, στο οποίο να συμπεριλαμβάνονται οι Τριτοδιάδικοι ως Εναγόμενοι 1 και 2, ουδεμία ωφελιμότητα ή πρακτική σημασία είχε για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους.
Ενεργώντας το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως ενήργησε παραβίασε κατάφορα την έννοια του αντιπαραθετικού συστήματος που συνιστά το βασικό πυλώνα της πολιτικής δίκης προς επίλυση των διαφορών, καθώς και τις βασικές αρχές του δικονομικού μας δικαίου που περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα που προσδιορίζονται από τη δικογραφία.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 21:
«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής.»
Mε την απόφαση του ή, καλύτερα, τη δικονομική εκτροπή στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε, παραβίασε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης σε σχέση με αμφότερους τους Τριτοδιαδίκους στο πλαίσιο της Αγωγής της Ενάγουσας κατά τρόπο που, χωρίς να έχουν λόγο και συμμετοχή στην απαίτηση της Ενάγουσας, στο τέλος της διαδικασίας και ενώ η Ενάγουσα δεν τους έχει επιλέξει στην Αγωγή που καταχώρισε ως Εναγόμενους, να διαταχθούν να καταβάλουν σ' αυτήν αποζημίωση.
Το ότι η διαδικασία σε σχέση με τους Τριτοδιαδίκους αφορούσε την απαίτηση του Εναγόμενου και μόνο, χωρίς, δηλαδή, η απαίτηση της Ενάγουσας να τους αφορά και ότι σε αυτό το πλαίσιο προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία που διεξήχθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτει και από την πιο κάτω δήλωση/ένσταση της συνηγόρου του Εναγομένου όταν η Ενάγουσα είχε ρωτηθεί από την πλευρά της Υπεράσπισης του Τριτοδιαδίκου 2 αν έχει οποιοδήποτε παράπονο από τον Τριτοδιάδικο 2:
«Κα Ερωτοκρίτου: Συγνώμη αλλά οι ερωτήσεις είναι εντελώς άσχετες. Δεν είναι θέμα παραπόνου ή μη παραπόνου που έχει η Ενάγουσα. Το παράπονο είναι δικό μου. Η διαφορά είναι μεταξύ του Εναγομένου και των Τριτοδιαδίκων. Η ίδια δεν είναι γιατρός για να ξέρει αν κάτι έγινε σωστά ή όχι. Συνεπώς τι σχέση έχει αν έχει παράπονο ή όχι; Το γεγονός ότι δεν έχει παράπονο η ίδια φαίνεται από το γεγονός ότι δεν ήγειρε αγωγή ούτε εναντίον του Νοσοκομείου, ούτε εναντίον του Παναγιώτου. Συνεπώς, αυτά είναι άσχετα σε ότι αφορά τα επίδικα θέματα. Διότι το παράπονο το οποίο υπάρχει είναι εκ πλευράς του Εναγομένου που λεν ότι ο Εναγόμενος, τόσο ο Τριτοδιάδικος 1 όσο και Τριτοδιάδικος 2, δεν έκαμαν καλά τη δουλειά τους. Επομένως τι σχέση έχει αν έχει παράπονο ή δεν έχει παράπονο. Τι σχέση έχει με τα επίδικα θέματα. Εν γιατρός; Γνωρίζει;»
(Η έμφαση είναι δική μας)
Ενόψει όλων των πιο πάνω κραυγαλέων σφαλμάτων και δικονομικής εκτροπής που το πρωτόδικο Δικαστήριο οδήγησε την υπόθεση οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης επιτυγχάνουν. Η επιτυχία των εν λόγω Λόγων Έφεσης είναι καθοριστική για την τύχη των Πολιτικών Εφέσεων υπ' αρ. 132/2016 και 133/2016, οι οποίες επιτυγχάνουν χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των υπόλοιπων Λόγων Έφεσης που εκτίθενται σ' αυτές. Η επιτυχία αυτών των Λόγων Έφεσης αναπόφευκτα θα οδηγήσει και στον παραμερισμό της πρωτόδικης Απόφασης σε σχέση με το θέμα των αποζημιώσεων, γενικών και ειδικών, που επιδικάστηκαν υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου και των Τριτοδιαδίκων 1 και 2, όπως ήταν αρχικά, (Εναγόμενου 1 και Εναγόμενων 2 και 3, όπως έχουν καταστεί στη συνέχεια) αναφορικά με τις σωματικές της βλάβες.
Η Ευθύνη για το επίδικο ατύχημα
Το ζήτημα της ευθύνης για το τροχαίο ατύχημα και ο σχετικός Λόγος Έφεσης του Εναγόμενου και Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση αρ. 130/2016 με τον οποίο εγείρει ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας από μέρους της Ενάγουσας (Λόγος Έφεσης 1), δεν αφορά τους Τριτοδιαδίκους και, συνεπώς, αποτελεί το μοναδικό ζήτημα που μπορεί και θα αποφασισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Με το Λόγο αυτό προβάλλεται ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα ήτο αμέτοχη συντρέχουσας αμέλειας είναι λανθασμένη.
Όπως υποστηρίχθηκε από πλευράς του Εναγομένου, στη βάση της πραγματικής μαρτυρίας και των ευρημάτων επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων, το πρωτόδικο Δικαστήριο με κανένα τρόπο δικαιολογείτο να απαλλάξει την Ενάγουσα από οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια.
Σε σχέση με την ευθύνη για το επίδικο ατύχημα κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ο εξεταστής του ατυχήματος, Μ.Ε.1, η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος και κατατέθηκε και η γραπτή κατάθεση του οδηγού της μπετονιέρας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατόπιν αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας, ο Εναγόμενος ακολουθούσε με ταχύτητα 70-80 χιλιόμετρα και σε απόσταση 30 μέτρων το όχημα της Ενάγουσας στο δρόμο Λευκωσίας - Τροόδους, στο ύψος του πλαγιόδρομου που οδηγεί στον Άγιο Θεόδωρο Σολέας. Αντιλήφθηκε την πρόθεση της Ενάγουσας να στρίψει δεξιά από το γεγονός ότι αυτή ελάττωσε ταχύτητα, πάτησε τα φρένα του οχήματος της και έκανε ελαφριά κίνηση προς τα δεξιά, χωρίς όμως να κάμει με σήμα γνωστή αυτή την πρόθεση της να στρίψει δεξιά. Το όχημα της Ενάγουσας δεν είχε σταματήσει εντελώς αλλά κινείτο ελαφριά λόγω της ύπαρξης από την εξ αντιθέτου κατευθύνσεως πλευρά του δρόμου μιας μπετονιέρας. Ο Εναγόμενος αρχικά ελάττωσε ταχύτητα χρησιμοποιώντας τα φρένα του οχήματος του όταν απείχε περίπου 10 μέτρα από το όχημα της Ενάγουσας και έστριψε προς τα αριστερά, αλλά το όχημα του κτύπησε στο πίσω αριστερό μέρος του οχήματος της Ενάγουσας, με αποτέλεσμα να το σπρώξει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και, ως αποτέλεσμα, το όχημα της Ενάγουσας να συγκρουστεί με την μπετονιέρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι δεν είχε ιδιαίτερη σημασία αν η Ενάγουσα είχε ακινητοποιήσει το όχημα της χρησιμοποιώντας τα φρένα του ή αν αυτό συνέχιζε να κινείται ελαφρώς κατά τη στιγμή της σύγκρουσης, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι δεν θα διαφοροποιείτο η κατάσταση αν η πρόθεση της να στρίψει δεξιά εγίνετο με το σηματοδείχτη του οχήματός της, «από τη στιγμή που ο ίδιος ο Εναγόμενος όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο αντελήφθη ότι αυτή επρόκειτο να κινηθεί προς τη δεξιά πάροδο και με τον τρόπο αυτό θα ελευθερώνετο για δική του αποκλειστική χρήση η αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου». Ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι «το ατύχημα οφειλόταν στη λανθασμένη αυτή εκτίμηση του Εναγόμενου (σε συνάρτηση με την ταχύτητα του και τη μικρή απόσταση που τηρούσε από το προπορευόμενο όχημα) ότι η Ενάγουσα θα εισέρχετο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και έτσι δεν θα απέκοπτε την ελεύθερη και απρόσκοπτη χρήση της αριστερής λωρίδας από τον ίδιο». Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι «αφού είχε ίδιαν αντίληψη ο Εναγόμενος (από το γεγονός ότι η Ενάγουσα ελάττωσε ταχύτητα, το αυτοκίνητο της πήρε κλίση προς τα δεξιά και φρέναρε) ότι η Ενάγουσα οδήγησε δεξιότερα προς τη δεξιά λωρίδα με πρόθεση να εισέλθει στη δεξιά πάροδο, ο ίδιος δεν ελάττωσε ως όφειλε ταχύτητα όπως ο ίδιος διατείνεται αλλά συνέχισε με την ίδια ταχύτητα αφού θα ελευθερώνετο η αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας που χρησιμοποιούσε και εχρησιμοποίησε τα φρένα του οχήματος του όταν πλέον η απόσταση των δύο οχημάτων μηδενίστηκε (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το όχημα της Ενάγουσας εκινείτο ελαφρά ή σταμάτησε εντελώς) από τη διαφορά ταχύτητος που αυτά κινούντο (αφού δέχομαι ότι όντως το όχημα της Ενάγουσας κινείτο ελαφρά και δεν ήταν εντελώς σταματημένο κατά την ώρα της σύγκρουσης)». Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ο Εναγόμενος όφειλε να ακολουθεί το όχημα της Ενάγουσας από ασφαλή απόσταση (ιδιαίτερα όταν πλησίαζε πάροδο σε κύριο δρόμο) και όχι την απόσταση των 30 μέτρων και με ταχύτητα 70-80 χιλιόμετρα την ώρα για να είχε τη δυνατότητα, όταν αντελήφθη την πρόθεση της να στρίψει δεξιά, είτε να σταματήσει ή κάνοντας χρήση του αριστερού παγκέτου να αποφύγει τη σύγκρουση.
Στη βάση όλων των πιο πάνω έκρινε τον Εναγόμενο αποκλειστικά υπεύθυνο του ατυχήματος.
Η κα Ερωτοκρίτου επικαλούμενη την υπόθεση Τσαρτσίδης v. Ιατρικό Διαγνωστικό Κέντρο Μαγνητικής Τομογραφίας Άγιος Θέρισσος Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 1143, υποστήριξε ότι το καθήκον του προπορευόμενου οδηγού δεν εξαντλείται με το να ελέγξει αν τον προσπερνά άλλο αυτοκίνητο, αλλά η παράλειψη του να αντιληφθεί την ύπαρξη αυτοκινήτου που τον ακολουθεί σε μικρή απόσταση τον καθιστά υπεύθυνο συντρέχουσας αμέλειας με ποσοστό 30%. Στην εν λόγω υπόθεση είχε καταλογιστεί 30% συντρέχουσα ευθύνη σε οδηγό που έκανε γνωστή την πρόθεση του να στρίψει δεξιά σε χωμάτινη πάροδο 10 μ. πριν από αυτή, αλλά παρέλειψε να αντιληφθεί την ύπαρξη του αυτοκινήτου που τον ακολουθούσε σε μικρή απόσταση των 20 μ. Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος ήλεγξε από το δεξιό καθρεφτάκι του αν τον προσπερνούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο άλλο αυτοκίνητο αλλά παρέλειψε να αντιληφθεί την ύπαρξη του αυτοκινήτου που αδιαμφισβήτως τον ακολουθούσε σε μικρή απόσταση. Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στην υπόθεση Τσαρτσίδης, τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης ήταν διαφορετικά από την υπό συζήτηση περίπτωση. Όπως ορθώς επεσήμανε, το γεγονός και μόνο ότι η σύγκρουση είχε γίνει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας όπου είχε εισέλθει το προπορευόμενο όχημα ήταν φανερό ότι ο οδηγός του οχήματος που ακολουθούσε ήταν στη διαδικασία προσπεράσματος και κακώς δεν είχε γίνει αντιληπτός από τον οδηγό του προπορευόμενου οχήματος. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ωστόσο, ο Εναγόμενος, ο οποίος ακολουθούσε στην ίδια πορεία το όχημα της Ενάγουσας, έχοντας αντιληφθεί ότι αυτή επρόκειτο να κινηθεί προς τη δεξιά πάροδο και με τον τρόπο αυτό θα ελευθερώνετο για δική του αποκλειστική χρήση η αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου, παρέλειψε να κρατεί τη δέουσα και ασφαλή απόσταση ως προς το προπορευόμενο της Ενάγουσας όχημα ούτως ώστε να είναι σε θέση είτε να σταματήσει ή, κάνοντας χρήση του αριστερού παγκέτου, να αποφύγει τη σύγκρουση. Το ατύχημα επεσυνέβη γιατί, όταν αντελήφθη την πρόθεση της Ενάγουσας να στρίψει δεξιά, αυτός δεν τηρούσε απόσταση ασφαλείας. Το γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν είχε δείξει με το σηματοδότη της την πρόθεση της να στρίψει δεξιά, καθώς και το ότι ήλεγξε από το καθρεφτάκι της και δεν αντελήφθη να την ακολουθεί όχημα, εις τα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης ουδεμία σημασία μπορεί να έχει εφόσον ο Εναγόμενος με τον τρόπο που αυτή κινήθηκε - ελαττώνοντας ταχύτητα, πατώντας φρένα και κάνοντας ελαφριά κίνηση προς τα δεξιά - είχε αντιληφθεί την πρόθεση της Ενάγουσας να εισέλθει στη δεξιά πάροδο. Με άλλα λόγια η πιο πάνω παράλειψη της Ενάγουσας δεν συνέτεινε στην πρόκληση του ατυχήματος.
Υπό αυτά τα δεδομένα δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί επέμβαση στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος ήταν ο αποκλειστικός υπεύθυνος του ατυχήματος. Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 1 στην Πολιτική Έφεση αρ. 130/2016 απορρίπτεται.
Έχοντας ήδη πιο πάνω καταλήξει ως προς τη δικονομική εκτροπή που το πρωτόδικο Δικαστήριο οδήγησε την υπόθεση παραβιάζοντας τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης σε σχέση με αμφότερους τους Τριτοδιαδίκους 1 και 2 για τους λόγους που σε έκταση έχουμε εξηγήσει, η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα των αποζημιώσεων, γενικών και ειδικών, που επιδικάστηκαν υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου και των Τριτοδιαδίκων 1 και 2, όπως ήταν αρχικά, (Εναγόμενου 1 και Εναγόμενων 2 και 3, όπως έχουν καταστεί στη συνέχεια) αναφορικά με τις σωματικές της βλάβες θα πρέπει να παραμεριστεί και παραμερίζεται.
Ως εκ των ανωτέρω το παρόν Δικαστήριο δεν έχει, δυστυχώς, άλλη επιλογή παρά να καταφύγει στην ανεπιθύμητη, αλλά στην προκείμενη περίπτωση αναπόφευκτη, λύση της επανεκδίκασης.
Διατάσσεται η κατά προτεραιότητα εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με βάση τα επίδικα της υπόθεσης θέματα, όπως αυτά είχαν καθορισθεί από τους ίδιους τους διάδικους μέσω των δικογράφων τους, πλην του θέματος της ευθύνης για το τροχαίο ατύχημα, ήτοι σε σχέση με το θέμα των σωματικών βλαβών της Ενάγουσας και των αποζημιώσεων που αξιώνονται.
Στην Πολιτική Έφεση 132/2016 επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσείοντα, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €1.500 σε βάρος του Εφεσίβλητου 2 (Εναγόμενου). Στην Πολιτική Έφεση 133/2016 επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσείοντα, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €1.800 σε βάρος του Εφεσίβλητου 2 (Εναγόμενου).
Καθόσον αφορά την Πολιτική Έφεση 130/2016 τα έξοδα της Έφεσης επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 και εναντίον του Εφεσείοντα/Εναγόμενου και καθορίζονται στο ποσό των €2.000 έκαστος.
Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα έξοδα παραμερίζεται.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
[1] 64.-(1) Αv πρόσωπo υπoστεί ζημιά συvεπεία αστικoύ αδικήματoς oπoιoιδήπoτε συvαδικoπραγήσαvτες πoυ υπέχoυv ευθύvη σε σχέση με τηv εv λόγω ζημιά δύvαvται vα τύχoυv συvεισφoράς από oπoιoδήπoτε άλλo αδικoπραγήσαvτα, o oπoίoς υπέχει, ή αv εvαγόταv θα υπείχε, ευθύvη σε σχέση με τη ζημιά αυτή, είτε ως συvαδικoπραγήσας είτε άλλως πως, oύτως ώστε καvέvα πρόσωπo vα μη δικαιoύται vα τύχει συvεισφoράς δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ από πρόσωπo πoυ δικαιoύται σε κάλυψη από αυτό σε σχέση με τηv ευθύvη σχετικά με τηv oπoία επιδιώκεται η συvεισφoρά.
(2) Σε κάθε δικαστικό μέτρo δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ τo πoσό της συvεισφoράς πoυ πρέπει vα καταβληθεί από oπoιoδήπoτε πρόσωπo είvαι τo πoσό τo oπoίo τo Δικαστήριo ήθελε βρει ως δίκαιo λαμβάvovτας υπόψη τηv έκταση της ευθύvης τoυ πρoσώπoυ αυτoύ για τη ζημιά και τo Δικαστήριo έχει εξoυσία vα απαλλάσσει oπoιoδήπoτε πρόσωπo από τηv υπoχρέωση για συvεισφoρά ή vα διατάσσει όπως η συvεισφoρά πoυ πρέπει vα καταβληθεί από oπoιoδήπoτε πρόσωπo αvαχθεί σε πλήρη κάλυψη.
[2] Στην υπόθεση Barclays Bank v. Tom (1923) 1 KB 221 λέχθηκαν συναφώς τα εξής:
"It is important to keep clearly in mind what the third-party procedure is. A plaintiff has a claim against a defendant. The defendant thinks that if he is liable, he has a claim over against a third party. With that matter between the defendant and the third party the plaintiff has clearly nothing to do, not being concerned with the question whether the defendant has a remedy against somebody else. His remedy is against the defendant. But the defendant is much interested in getting the third party bound by the result of the trial between the plaintiff and himself, for otherwise he might be at a great disadvantage if, having fought the case against the plaintiff and lost, he had then to fight the case against the third party possibly on different materials, with the risk that a different result might be arrived at. The object of the third-party procedure is therefore, in the first place, to get the third party bound by the decision given between the plaintiff and the defendant. In the next place, it is directed to getting the question between the defendant and the third party decided as soon as possible after the decision between the plaintiff and the defendant, so that the defendant may not be in the position of having to wait a considerable time before he establishes his right of indemnity against the third party while all the time the plaintiff is enforcing his judgment against the defendant. And, thirdly, it is directed to saving the extra expense which would be involved by two separate independent actions."
[3] Δέστε το Σύγγραμμα Odgers Principles of Pleading and Practice, 13η έκδοση, σελ.184-185:
"The third party on being served becomes a party to the action quad the defendant as though he had been sued by him; he may appear, defend and even counterclaim against the defendant."
[4] "When it has been ascertained that the defendant is liable to the plaintiff, the next step is to try, in such manner as the judge may direct, the question between the defendant and the third party."
[5] "The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, either upon or without the application of either party, and on such terms as may appear to the Court or Judge to be just, order that the names of any parties improperly joined, whether as plaintiffs or as defendants, be struck out, and that the names of any parties, whether plaintiffs or defendants, who ought to have been joined, or whose presence before the Court may be necessary in order to enable the Courtγ effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter, be added."