ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 125/2016)
18 Μαρτίου, 2025
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ., ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
Εφεσείοντας,
v.
ASTROBANK PUBLIC COMPANY LIMITED
(ΠΡΩΗΝ ASTROBANK LIMITED)
Εφεσίβλητης.
...................
Α. Μυλωνάς, για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κυπραίος, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
...............
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία εκδόθηκε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα ως εγγυητή σε συμφωνία δανείου η οποία συνήφθη μεταξύ της Εφεσίβλητης και της Recnex Trading Ltd για το ποσό των 2.186.926,84 με τόκο.
Η συμφωνία δανείου αφορούσε την παραχώρηση ποσού εκ 2.115.000 και αποσκοπούσε στην αγορά από την Recnex δύο τεμαχίων γης στην Πάφο. Ως εξασφαλίσεις για την εν λόγω συμφωνία, η Recnex υποθήκευσε τα εν λόγω ακίνητα και υπεγράφη συμφωνία εγγύησης και κάλυψης από τον Γιαννάκη Αριστοδήμου (ΓΑ) ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του Εφεσείοντα, για το εν λόγω ποσό πλέον τόκους. Ο ΓΑ ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο μοναδικός διευθυντής της Recnex και ο Εφεσείων ένας εκ των δύο μετόχων αυτής. Λόγω της μη τήρησης των όρων της συμφωνίας δανείου, η Εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή εναντίον της Recnex και του Εφεσείοντα, ως εναγομένων 1 και 2 αντίστοιχα. Κατόπιν εκδίκασης της, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον και των δύο εναγομένων για το προαναφερόμενο ποσό, καθώς επίσης διάταγμα πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων εναντίον της εναγομένης 1.
Με την παρούσα Έφεση ο Εφεσείων εγείρει δύο λόγους έφεσης. Ο πρώτος αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 4 του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου, Ν.197(Ι)/2003, αποφασίζοντας ότι η επίδικη εγγύηση μπορούσε να υπογραφεί από τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του Εφεσείοντα και συνεπώς ήταν έγκυρη. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε πως το πληρεξούσιο έγγραφο παρείχε εξουσιοδότηση στον ΓΑ να υπογράψει εκ μέρους του Εφεσείοντα την επίδικη εγγύηση προς όφελος της Εφεσίβλητης.
Αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός, και συνακόλουθα εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως ο Εφεσείων υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο υπέρ του ΓΑ και πως ο ΓΑ υπέγραψε τη συμφωνία εγγύησης και κάλυψης εκ μέρους του. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο και με βάση το περιεχόμενο του πληρεξουσίου, ο Εφεσείων διόρισε τον ΓA να ενεργεί ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του και ο ΓA μπορούσε να υπογράψει εκ μέρους του Εφεσείοντα, μεταξύ άλλων, συμφωνίες εγγύησης και κάλυψης για κάλυψη των δανείων νομικών προσώπων στα οποία ο Εφεσείων ήταν μέτοχος. Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσείων υπέγραψε έγγραφο εγγύησης και κάλυψης με το οποίο εγγυήθηκε και ανέλαβε να καλύψει σε πρώτη ζήτηση το ποσό των 2.115.000 πλέον τόκους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση του Εφεσείοντα πως η συμφωνία εγγύησης δεν ήταν έγκυρη και εκτελεστή, καθότι το άρθρο 4(1) του Ν.197(Ι)/2003 προβλέπει πως η σύμβαση εγγύησης είναι έγκυρη και εκτελεστή αν «φέρει την υπογραφή του εγγυητή» και ότι εδώ δεν έγινε κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ο εν λόγω Νόμος δεν κατάργησε τις αντίστοιχες πρόνοιες του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και ειδικότερα το άρθρο 168 αυτού, το οποίο ορίζει ότι οι συμβάσεις που συνάπτονται με αντιπρόσωπο και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις πράξεις του αντιπροσώπου, είναι εκτελεστές κατά τον ίδιο τρόπο και επιφέρουν τις ίδιες έννομες συνέπειες ωσάν να συνάπτονταν και εκτελούνταν από τον ίδιο τον αντιπροσωπευόμενο.
Το άρθρο 4 του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμων του 2003 έως 2015, Ν.197(Ι)/2003, προνοεί τα ακόλουθα:
«4.-(1) Σύμβαση εγγύησης δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή ΅ε την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου, εκτός αν συνάπτεται γραπτώς και φέρει την υπογραφή του εγγυητή και την ημερομηνία κατά την οποία την υπέγραψε.»
Το άρθρο 5 του ιδίου Νόμου θέτει την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης του προτιθέμενου εγγυητή για διάφορα στοιχεία αναφορικά με τη συμφωνία δανείου τα οποία απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο. Εκείνο που έχει σημασία για σκοπούς της παρούσας είναι η απαίτηση όπως η ενημέρωση γίνει είτε με παράδοση ή διευθέτηση παράδοσης «στον προτιθέμενο εγγυητή ή σε πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του». Με βάση το άρθρο 3 του Νόμου, αυτός «εφαρμόζεται αναφορικά με συμβάσεις εγγύησης με την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου..» Η σύμβαση εγγύησης διέπεται από το άρθρο 84 του Κεφ. 149 και είναι η σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο. Ο όρος 3.2 της επίδικης σύμβασης ακριβώς ικανοποιεί αυτόν τον ορισμό καθότι αποτελεί οριστική και αμετάκλητη εγγύηση πως ο εγγυητής θα καταβάλει στην Τράπεζα, κατόπιν απαίτησης της, οποιοδήποτε ποσό καθίσταται απαιτητό από τον πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα δυνάμει της συμφωνίας δανείου. Περαιτέρω στο άρθρο 14 του Ν.197(Ι)/2003 αναφέρονται τα εξής:
«14. Εκτός στην έκταση που υπάρχει διαφορετική ή ειδική πρόβλεψη για συγκεκρι΅ένο ζήτη΅α στον παρόντα Νό΅ο, οι διατάξεις του περί Συ΅βάσεων Νό΅ου τυγχάνουν εφαρ΅ογής και σε συ΅βάσεις εγγύησης στις οποίες τυγχάνει εφαρ΅ογής ο παρών Νό΅ος.»
Από το λεκτικό των πιο πάνω άρθρων, είναι σαφές πως ο Ν.197(Ι)/2003 αφορά συμβάσεις εγγύησης οι οποίες εμπίπτουν και καλύπτονται από το Κεφ. 149 και επομένως, ουδόλως καταργείται, αλλά αντιθέτως εξακολουθεί να εφαρμόζεται, το Κεφ. 149. Όπως λέχθηκε στις υποθέσεις ΕΥΡΗΚΑ ΛΤΔ v. UNILEVER PLC (1994) 1 Α.Α.Δ 124 και Δημοκρατία v. Αγαθαγγέλου κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 198, μεταγενέστερος νόμος δύναται να θεωρηθεί ότι κατάργησε σιωπηρά προηγούμενο νόμο, μόνο αν προκύπτει καθαρά ότι ο προηγούμενος νόμος είναι τόσο αντιφατικός ή ασυμβίβαστος προς τον μεταγενέστερο ώστε να είναι αδύνατο να συνυπάρχουν. Στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο ο Ν.197(Ι)/2003 δεν είναι αντιφατικός με το Κεφ. 149, αλλά, αντιθέτως, ο εν λόγω Νόμος αναφέρει ρητώς πως αφορά σε συμβάσεις εγγύησης οι οποίες διέπονται από το Κεφ. 149 και, επομένως, παραπέμπει σε αυτόν διατηρώντας τοιουτοτρόπως την ισχύ και εφαρμογή και του Κεφ. 149.
Το άρθρο 186 του Κεφ.149 επιτρέπει τη σύναψη συμβάσεων μέσω αντιπροσώπου και αναφέρει ρητώς πως «οι υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις του αντιπροσώπου είναι εκτελεστές κατά τον ίδιο τρόπο και επιφέρουν τις ίδιες έννομες συνέπειες, ωσάν να συνάπτοντο ή εκτελούντο από τον ίδιο τον αντιπροσωπευόμενο».
Η φράση που χρησιμοποιείται στο άρθρο 3 του Ν.197(Ι)/2003 «φέρει την υπογραφή του εγγυητή» δεν ισοδυναμεί με την υπογραφή από τον ίδιο τον εγγυητή προσωπικά, όπως εισηγείται ο Εφεσείων. Η αναφορά στο άρθρο 5 του πιο πάνω Νόμου της δυνατότητας ενημέρωσης είτε του εγγυητή, είτε του πληρεξούσιου του, ακριβώς επιβεβαιώνει πως ο Νόμος δεν απαιτεί όπως το έγγραφο υπογράφεται από τον ίδιο τον εγγυητή αλλά όπως φέρει την υπογραφή του εγγυητή, είτε αυτός υπογράφει προσωπικά είτε μέσω πληρεξουσίου του.
Οι υποθέσεις στις οποίες ο Εφεσείων μας παρέπεμψε διακρίνονται από την υπό κρίση περίπτωση. Πρόκειται για τις υποθέσεις Νικολάου v. Total Properties Ltd κ.ά. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1358 και Βιολάρης v. Marfin Popular Bank (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1054. Η πρώτη αφορούσε το άρθρο 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο απαιτεί ρητώς όπως η ειδοποίηση απαίτησης είναι «υπογεγραμμένη από αυτόν», δηλαδή τον πιστωτή. Η δεύτερη αφορούσε τον Κανονισμό 46(1) των περί Πτωχεύσεων Διαδικαστικών Κανονισμών ο οποίος απαιτεί ρητώς ότι «κάθε αίτηση πρέπει να υπογράφεται από το πρόσωπο που υποβάλλει αυτή στην παρουσία Πρωτοκολλητή».
Σαφώς η πρόνοια όπως το έγγραφο υπογράφεται από συγκεκριμένο πρόσωπο διαφέρει από την πρόνοια όπως το έγγραφο φέρει την υπογραφή του εν λόγω προσώπου. Στη δεύτερη περίπτωση, όπως η υπό κρίση περίπτωση, εκείνο το οποίο απαιτείται είναι η σύμβαση να φέρει την υπογραφή του εγγυητή, η οποία μπορεί να τεθεί είτε προσωπικά από τον ίδιο είτε μέσω του πληρεξούσιου αντιπροσώπου του, οπότε και έχει ακριβώς την ίδια σημασία ωσάν να υπεγράφη από τον ίδιο τον εγγυητή.
Επιπλέον, θεωρούμε ορθή τη θέση της Εφεσίβλητης ότι το έγγραφο το οποίο υπέγραψε ο ΓA εκ μέρους του Εφεσείοντα τιτλοφορείται ως «GUARANTEE AND INDEMNITY», δηλαδή «ΕΓΓΥΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΨΗ» και επομένως δεν περιορίζεται στο να αποτελεί μόνο σύμβαση εγγύησης αλλά αποτελεί και σύμβαση κάλυψης η οποία είναι διακριτέα από τη σύμβαση εγγύησης και διέπεται από το άρθρο 82 του Κεφ. 149. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, τέτοια σύμβαση είναι η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους υπόσχεται να καλύψει τον άλλο για ζημιά την οποία δυνατό να υποστεί από τη συμπεριφορά του ίδιου του οφειλέτη ή οπουδήποτε άλλου προσώπου. Ο όρος 3.3 της επίδικης σύμβασης ακριβώς επιβάλλει την οριστική και αμετάκλητη υποχρέωση στον εγγυητή να καλύψει την Τράπεζα, κατόπιν απαίτησης της, για οποιαδήποτε ζημιά αυτή υπέστη δυνάμει της συμφωνίας δανείου.
Η σύμβαση κάλυψης δεν εμπίπτει εντός του Ν.197(Ι)/2003 και επομένως αυτή καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το Κεφ. 149, το οποίο επιτρέπει και αναγνωρίζει τη δυνατότητα σύναψης σύμβασης μέσω πληρεξουσίου.
Ως εκ τούτου καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά το άρθρο 4 του Ν.197(Ι)/2003 και εν πάση περιπτώσει η επίδικη συμφωνία εγγύησης και κάλυψης είναι καθόλα νόμιμη και έγκυρη.
Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι ο Εφεσείων (μέσω του πληρεξουσίου του) δεν δύνατο να παραχωρήσει εγγύηση σε χρόνο κατά τον οποίο δεν ήταν ακόμη μέτοχος εταιρείας.
Αυτός ο ισχυρισμός περιλαμβανόταν στην Υπεράσπιση του Εφεσείοντα. Παρόλο που δεν είχε τεθεί στη μάρτυρα της Εφεσίβλητης, η οποία ήταν και η μοναδική μάρτυρας στην υπόθεση, εντούτοις αυτός αφορά σε θέμα νομικό το οποίο προωθήθηκε με την αγόρευση του Εφεσείοντα. Επομένως, θεωρούμε ότι δύναται να προωθείται με την παρούσα Έφεση και θα τύχει εξέτασης.
Το πληρεξούσιο ξεκινά με τη γενική αναφορά πως ο ΓΑ «δικαιούται να ενεργεί και κάμνει κάθε πράξη» που ο Εφεσείων δικαιούται να πράξει, προσωπικά είτε υπό την ιδιότητα του ως διοικητικού συμβούλου ή μετόχου οποιουδήποτε νομικού προσώπου «και χωρίς περιορισμό της ως άνω γενικότητας να προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες ή πράξεις». Ακολουθούν 29 παράγραφοι, εκ των οποίων στην παράγραφο 25 παρέχεται η δυνατότητα στον ΓΑ να παρέχει την προσωπική εγγύηση του Εφεσείοντα και ή συμφωνία για αποζημίωση και κάλυψη για οποιαδήποτε δάνεια οποιουδήποτε νομικού προσώπου στο οποίο είναι μέτοχος και όπως υπογράφει για τους πιο πάνω σκοπούς όλες τις αναγκαίες συμφωνίες.
Κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας δανείου, υπογραφής του πληρεξουσίου και υπογραφής της συμφωνίας κάλυψης και εγγύησης, η Recnex ήταν ήδη δεόντως εγγεγραμμένη και ο Εφεσείων μέτοχος αυτής. Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο του πληρεξουσίου, ούτε και στα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα.
Και ο δεύτερος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται.
7.000 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ