ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 106/2015)

19 Mαρτίου, 2025

 

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΩΣΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Εφεσείουσα,

v.

ΠΕΤΡΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΕΤΡΟΥ

                                                                                      Εφεσίβλητου.

...................

Κ. Ευσταθίου, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Γ. Τσαρδελλής, για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ποσού εκ €6.840 με τόκο υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου για παράνομη επέμβαση επί του ακινήτου της Εφεσείουσας από τον Εφεσίβλητο.

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως. Με πωλητήριο έγγραφο ημερ. 14.3.1995 ο Εφεσίβλητος αγόρασε από την Εφεσείουσα οκτώ στρέμματα από το επίδικο ακίνητο της το οποίο αποτελείτο από τρία τεμάχια κάτω από το ίδιο πιστοποιητικό εγγραφής έκτασης 15 στρεμμάτων και δύο προσταθιών. Στο πωλητήριο έγγραφο επισυναπτόταν τοπογραφικό σχέδιο στο οποίο φαινόταν με χρωματισμένο κίτρινο χρώμα το μέρος που αγόρασε ο Εφεσίβλητος. Συμφωνήθηκε επίσης ότι το πωληθέν μέρος θα διαχωριζόταν από τον Εφεσίβλητο σε οικόπεδα και το εναπομείναν μέρος θα παρέμενε χωράφι και ότι οι συμβαλλόμενοι θα συμμορφώνονταν με τους κανονισμούς και τις απαιτήσεις των αρμόδιων αρχών για να πραγματοποιηθεί ο διαχωρισμός. Τα μέρη συνήψαν νέα συμφωνία ημερ. 5.9.2003 με τίτλο «Συμφωνία Διανομής Κτήματος», στην οποία φαινόταν επί επισυνημμένου σχεδίου το μέρος που λάμβανε ο καθένας. Ο Εφεσίβλητος θα λάμβανε το βόρειο μέρος και η Εφεσείουσα το νότιο μέρος.

Η Εφεσείουσα ήγειρε αγωγή στην οποία ισχυριζόταν ότι, κατά την οικοπεδοποίηση του μέρους του κτήματος που αγόρασε ο Εφεσίβλητος, αυτός επενέβη παράνομα κατά 2.277 τ.μ. στο μέρος του κτήματος που της αναλογούσε. Αξίωνε διάταγμα εναντίον του Εφεσίβλητου για την παύση της επέμβασης, αποζημιώσεις προς €215 ανά τ.μ., το οποίο αντιπροσώπευε την αγοραία αξία του κτήματος, αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας διανομής και για παράνομη επέμβαση και αυξημένες και τιμωρητικές αποζημιώσεις.  

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, έδωσαν μαρτυρία τρεις μάρτυρες για την Εφεσείουσα και τρεις για τον Εφεσίβλητο. Η Εφεσείουσα ήταν η πρώτη μάρτυρας και για την πλευρά της κλήθηκαν επίσης τοπογράφος μηχανικός (Μ.Ε.2) και εκτιμήτρια ακινήτων (Μ.Ε.3). Εκ μέρους του Εφεσίβλητου κατέθεσαν Λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (Μ.Υ.1), ο ίδιος ο Εφεσίβλητος και Λειτουργός του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας (Μ.Υ.3).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ο Εφεσίβλητος επενέβη παράνομα σε έκταση 778,23 τ.μ. επί του ακινήτου της Εφεσείουσας και πως δεν μπορούσε να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα παύσης της επέμβασης, όμως η Εφεσείουσα δικαιούτο σε αποζημίωση για την παράνομη επέμβαση. Δεν έκρινε αποδεκτή και αξιόπιστη τη μαρτυρία της Μ.Ε.3 ως προς τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου. Βασιζόμενο στην υπόλοιπη μαρτυρία, κατέληξε ότι θα ήταν δίκαιο να επιδικάσει αποζημίωση για τα 778,23 τ.μ. στη βάση της αγοραίας αξίας ως αυτή είχε προσδιοριστεί στη βάση του πωλητηρίου εγγράφου, και επομένως επεδίκασε το ποσό των €6.840 πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε το διάταγμα για παύση της επέμβασης. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το επιδικασθέν ποσό της αποζημίωσης είναι εσφαλμένο και πολύ χαμηλό.

Ο πρώτος λόγος έφεσης παραπέμπει στο σκέλος της απόφασης όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως η θεραπεία της Εφεσείουσας θα έπρεπε να περιοριστεί σε χρηματικές αποζημιώσεις καθότι οι δικηγόροι της αναφέρθηκαν μόνο σε αποζημιώσεις στη γραπτή τους αγόρευση. Η Εφεσείουσα αναγνωρίζει ότι στη γραπτή αγόρευση δεν ασχολήθηκε με την αξίωση για την έκδοση διατάγματος, πλην όμως θεωρεί ότι αυτή η αξίωση ουδέποτε εγκαταλείφθηκε και εν πάση περιπτώσει η μη αναφορά της στην αγόρευση δεν αποτελούσε εμπόδιο για την έκδοση τέτοιου διατάγματος αν αυτό δικαιολογείτο από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία.

Αυτός ο λόγος κρίνεται αβάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτεταμένα με το κατά πόσο δικαιολογείτο η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

Η έκδοση τέτοιου διατάγματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία πρέπει πάντα να ασκείται δικαστικά, και με βάση ορισμένα κριτήρια. Αναφορικά με το θέμα κατά πόσο το Δικαστήριο θα εκδώσει διάταγμα ή θα επιδικάσει αποζημιώσεις, στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση, σελ.333, παρ.7-09, παρατίθενται κριτήρια αναφορικά με τις περιπτώσεις όπου δεν ενδείκνυται η έκδοση διατάγματος αλλά η επιδίκαση αποζημιώσεων. Αυτά είναι το μέγεθος της ζημιάς στα νομικά δικαιώματα του ενάγοντα, η δυνατότητα υπολογισμού αυτής σε χρήμα, η δυνατότητα επαρκούς χρηματικής αποζημίωσης της ζημιάς και το κατά πόσο η έκδοση διατάγματος θα ήταν καταπιεστική για τον εναγόμενο.

Στην υπόθεση Armstrong v. Sheppard & Short Ltd. (1959) 2 All E.R.651, τονίστηκε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα και ότι τέτοιο δεν εκδίδεται στις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, όπου η επέμβαση είναι μικρή/αμελητέα trivial»)

Αυτά ακριβώς ήταν τα κριτήρια που απασχόλησαν, προβλημάτισαν και οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατάληξη του ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για την έκδοση διατάγματος. Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το μέγεθος της επέμβασης, τις συνέπειες σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος και κυρίως τον επηρεασμό δικαιωμάτων αθώου τρίτου προσώπου, χωρίς μάλιστα αυτό να είναι διάδικο μέρος στη διαδικασία.

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι με πωλητήριο έγγραφο ημερ. 24.10.2003 οι διάδικοι πώλησαν σε τρίτο πρόσωπο (η αγοράστρια) δύο εκ των οικοπέδων που προέκυψαν από τον διαχωρισμό και τα οποία βρίσκονταν στο νοτιότερο μέρος του διαχωρισμού. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε περίπτωση έκδοσης του διατάγματος, το σύνορο της ιδιοκτησίας της Εφεσείουσας θα άγγιζε το νότιο σύνορο των δύο οικοπέδων και αυτά δεν θα είχαν πεζοδρόμιο και δρόμο προς νότο. Εάν συνεπεία τούτου, ο δρόμος θα έπρεπε να μεταφερθεί έξι μέτρα μέσα στα οικόπεδα που αγοράστηκαν από την αγοράστρια, τότε ο επηρεασμός θα ήταν δυσμενέστερος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε και ακόμα μια επιπλοκή, η οποία συνίστατο στο ότι είχαν ανεγερθεί οικοδομές εντός των δύο οικοπέδων και στην αυθημερόν με την υπογραφή, κατάθεση από την αγοράστρια του πωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η αγοράστρια ήταν αθώο τρίτο μέρος που με καλή πίστη αγόρασε τα δύο οικόπεδα και προνόησε να δεσμεύσει όλους τους συνιδιοκτήτες του κτήματος. Κατέληξε πως με την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου, η Εφεσείουσα παρέστησε στην αγοράστρια ότι συναινούσε στην εκ μέρους της αγορά και ότι τα οικόπεδα που αγόραζε ήταν όπως απεικονίζονταν στα σχέδια και επί τόπου, ως η περιβάλλουσα ανάπτυξη, με τους δρόμους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως «θα ήταν άδικο και ανεπίτρεπτο η διένεξη των διαδίκων να επιλυθεί καθ΄ οιοδήποτε τρόπο με τη διαφοροποίηση του διαχωρισμού και τις αλλαγές στους δρόμους ή την πρόσβαση προς τα οικόπεδα της..». Επεσήμανε ότι η Εφεσείουσα δεν δικογράφησε οτιδήποτε αναφορικά με τρίτο πρόσωπο και ότι «εάν πίστευε ότι είχε τη δυνατότητα να επιτύχει τέτοια θεραπεία, όφειλε να είχε συνενώσει την . ως διάδικο μέρος στην αγωγή της».

Ενόψει αυτή της κατάληξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι «η θεραπεία της Ενάγουσας θα πρέπει να περιοριστεί σε χρηματικές αποζημιώσεις». Επιπρόσθετα και παρεμφερώς προχώρησε να αναφέρει ότι «αυτό προφανώς το αποδέχεται και η Ενάγουσα αφού στη γραπτή της αγόρευση οι δικηγόροι της περιορίζονται σε αναφορά σε αποζημιώσεις χωρίς να επιχειρηματολογούν για οποιοδήποτε διάταγμα».

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Ε.3 και ότι ακόμα και αν αυτή δεν είναι αποδεκτή, τότε θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί μεγαλύτερο ποσό ως αποζημίωση λόγω της μαρτυρίας περί ετήσιας αύξησης των τιμών στην περιοχή του ακινήτου. Επίσης αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε αυξημένες και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και αξιοπιστία ενός εμπειρογνώμονα, ισχύουν οι ίδιοι κανόνες όπως και κάθε άλλου μάρτυρα, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια πλήρη και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Ε.3. Ασχολήθηκε με κάθε της θέση, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τις αδυναμίες ή παραλείψεις στη συγκριτική μεθοδολογία που χρησιμοποίησε, και ακόμα και λάθη στις αναφορές της, με αποτέλεσμα η μαρτυρία της να παρέμενε ατεκμηρίωτη και εσφαλμένη. Ήταν καθόλα εύλογο και δικαιολογημένο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι η μαρτυρία της Μ.Ε.3 δεν υποστηριζόταν από εκείνα τα στοιχεία τα οποία προσφέρουν τη δυνατότητα ελέγχου είτε από το ίδιο το Δικαστήριο είτε από τον αντίδικο (βλ. Δημοκρατία v. Αγιώτου (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1020).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε άλλη μαρτυρία η οποία του παρείχε τη δυνατότητα να επιδικάσει αποζημίωση. Θεωρούμε ότι η προσέγγιση του στο να εκλάβει την αξία του ακινήτου όπως αυτή καθορίστηκε στο πωλητήριο έγγραφο ήταν ορθή υπό τις περιστάσεις, καθότι αυτή ήταν η μοναδική μαρτυρία η οποία μάλιστα απεκάλυπτε τη συμφωνία μεταξύ των μερών ως προς την αξία αυτού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως παραγνώρισε ότι η αξία από το 1995, ημερομηνία του πωλητηρίου εγγράφου, παρουσίασε αύξηση, πλην όμως ελλείψει μαρτυρίας περί τούτου, περιορίστηκε στην επιδίκαση του ποσού με τον τόκο από την καταχώριση της αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε την αποζημίωση την οποία ουσιαστικά η ίδια η Εφεσείουσα κατάφερε να αποδείξει ότι δικαιούτο, εφόσον η μαρτυρία την οποία αυτή επέλεξε να προσκομίσει τελικώς δεν κρίθηκε ικανή να αποδείξει ότι η Εφεσείουσα δικαιούτο σε ψηλότερο ποσό αποζημίωσης.

Αναφορικά με τις τιμωρητικές αποζημιώσεις, αυτές επιδικάζονται για αστικά αδικήματα εκεί όπου η αδικοπραξία ήταν ειδεχθής, στον βαθμό που να δικαιολογεί την τιμωρία του αδικοπραγούντος. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400, Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ 1800, Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Κωνσταντίνου v. Γ & Κ Σοφοκλέους Λτδ (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1952.

Παρά την εισήγηση της Εφεσείουσας για επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων, εν τούτοις δεν προσδιόρισε οποιοδήποτε στοιχείο συμπεριφοράς του Εφεσίβλητου το οποίο να δικαιολογεί την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιοδήποτε εύρημα ως προς τη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου αναφορικά με το πωλητήριο έγγραφο και την παράνομη επέμβαση επί του ακινήτου της Εφεσείουσας. Η υπάρχουσα μαρτυρία ουδόλως παρέπεμπε ότι ο Εφεσίβλητος ενήργησε με αλαζονεία ή αθέμιτο κίνητρο ή εκδικητικά προς την Εφεσείουσα, αλλά αντιθέτως ότι αυτός ενήργησε και προχώρησε στον διαχωρισμό των οικοπέδων με βάση τις σχετικές άδειες, τα σχέδια και συμμορφούμενος με τις υποδείξεις των αρμόδιων αρχών και μάλιστα είχε εγγραφεί ως ο ιδιοκτήτης μεριδίου του επίδικου ακινήτου.

Υπό το φως αυτών των δεδομένων, δεν δικαιολογείτο η επιδίκαση αυξημένων ή τιμωρητικών αποζημιώσεων. Επομένως, δεν εντοπίζουμε οποιονδήποτε λόγο παρέμβασης μας στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα των αποζημιώσεων.

Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Η Έφεση απορρίπτεται.

€2.500 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο