ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

               Υπόθεση Αρ.:  Τ1073/2024

26 Φεβρουαρίου, 2025

[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Κ. Τ.,

από Ινδία

                        Αιτήτρια

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                      Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτήτρια: Π. Μπενέτης (κος)  για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 30.09.2024, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και του συνηγόρου της.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από την Ινδία και στις 16.04.2018 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές νόμιμα με άδεια εργασίας, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 18.05.2023. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής προσήλθε σε συνέντευξη στις 31.05.2023 με λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO νυν EUAA στο εξής αναφερόμενη ως «EASO» ) προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής της η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε στις 31.05.2023. Εναντίον της απόφασης αυτής, η Αιτήτρια καταχώρισε στις 25.07.2023, την προσφυγή υπ' αρ. Τ2188/2023  (στο εξής αναφερόμενη και ως «η αρχική προσφυγή»), η οποία απορρίφθηκε στις 30.04.2024. Ακολούθως, η Αιτήτρια προχώρησε στις 30.09.2024 στην καταχώριση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε αυθημερόν εισηγητική έκθεση προς απόρριψη της, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί η Αιτήτρια με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή της η Αιτήτρια, διά των συνηγόρων της επιζητά (Α) δήλωση του Δικαστηρίου με την οποίαν η προσβαλλόμενη απόφαση να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.  Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) η Αιτήτρια επιζητά έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος της για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο της η Αιτήτρια προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Κατά αυτό δε το στάδιο, η Αιτήτρια δια του συνηγόρου της ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας καθώς η Αιτήτρια με τη μεταγενέστερη αίτησή της προσκόμισε στοιχεία του γιου της ο οποίος βρίσκεται στον Καναδά, και αυτά δεν εξετάστηκαν. Ως επισημάνθηκε, στην απόφαση επί της προσφυγής αρ. Τ2188/23, επισημάνθηκε ότι υπήρχε στην Ινδία ο γιος της, ο οποίος θα μπορούσε να την προστατεύσει. Προσθέτει ότι στην πρωτοβάθμια διαδικασία ο γιός της ήταν στην Ινδία, ωστόσο το 2023, έφυγε για τον Καναδά. 

 

Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας  ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β).  Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[2], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[3].  Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3)(α) και (β) του άρθρου 16Δ του Περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(iΤα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(iiικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσον προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον:

 

(α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και 

 

(β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[4].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσον ο αιτητής δικαιούται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή του αιτητή. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής της Αιτήτριας με το οποίο επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος της για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και απορρίπτεται. 

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Ωστόσο προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία των συνηγόρων της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί της ιδίας επί της μεταγενέστερης αίτησής της και η αξιολόγηση αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή της, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι είχε πει στην Δικαστή της Κυπριακής Κυβέρνησης για την ενδοοικογενειακή βία που είχε υποστεί από το σύζυγο της, επεξηγώντας ότι είχε υποβάλει έφεση σχετικά με τη βία και τις απειλές κατά της ζωής της από το σύζυγο της.  Σύμφωνα με τα γραφόμενά της, η Δικαστής άκουσε την έφεσή της και αποδέχθηκε όσα είχε πει και της πρότεινε να πάει στην Ινδία, καθώς έχει ένα γιο που μπορεί να την στηρίξει. Ωστόσο, η ίδια επιθυμεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι ο γιος της έχει μεταβεί στον Καναδά. Καταγράφει επίσης ότι η Δικαστής ανέφερε πως ο αρχηγός του χωριού της θα μπορούσε να τη βοηθήσει, ωστόσο η ίδια επιθυμεί να πει με αποδείξεις ότι εξαιτίας των εθίμων και των πεποιθήσεων του χωριού τους, ο Πρόεδρος του χωριού αδυνατεί να την βοηθήσει.  Δηλώνει ότι δεν χρειάζεται οικονομική υποστήριξη αλλά ζητά άδεια παραμονής στην Κύπρο ώστε να μπορέσει να παραμείνει εδώ χωρίς κανένα φόβο.

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής της, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής, έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 97-92 του δ.φ.) ότι τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Πιο συγκεκριμένα, ο λειτουργός ασύλου ανέτρεξε αρχικά στην εξέταση του φακέλου της Αιτήτριας από την οποία προέκυψε ότι η ίδια είχε υποστηρίξει στην αρχική της αίτηση, πως στη χώρα καταγωγής της, την Ινδία, υπέστη βία από τον σύζυγό της και ότι εξαναγκάστηκε να παντρευτεί όταν ήταν ακόμα ανήλικη. Αργότερα, κατά την συνέντευξή της δήλωσε ότι εγκατέλειψε την Ινδία για να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικά τα παιδιά της, ενώ κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων, υποστήριξε ότι ο σύζυγός της υπήρξε εξαιρετικά βίαιος απέναντί της και όταν αποτάθηκε στους επικεφαλής του χωριού της αυτοί δεν την βοήθησαν να πάει στην αστυνομία να καταγγείλει. Επισημάνθηκε ότι, στην σχετική εισήγηση του λειτουργού για το αίτημα της για διεθνή προστασία, έγινε δεκτό ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για οικονομικούς λόγους, ενώ ο ισχυρισμός της περί φερόμενης δίωξης από το σύζυγό της δεν έγινε δεκτός καθώς η Αιτήτρια υπέπεσε σε κάποιες αντιφάσεις και έλλειψη ευλογοφάνειας.  

 

Ακολούθως, ο λειτουργός ασύλου, επισημαίνει ότι με τη μεταγενέστερη αίτησή της, η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους, ενώ τα στοιχεία που υπέβαλε δεν αποτελούν νέα στοιχεία και δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Σε σχέση με τον ισχυρισμό της  επί της  μεταγενέστερης αίτησής της, ότι η Δικαστής της πρότεινε ότι στην Ινδία έχει ένα γιο που τώρα βρίσκεται στον Καναδά ο οποίος θα μπορούσε να τη στηρίξει, ο λειτουργός ασύλου παραπέμπει στα πρακτικά της δίκης όπου καταγράφεται ότι «από τις δηλώσεις της ίδιας και πάλι θα μπορούσε να τη συνοδεύσει ο υιός της (στις Αστυνομικές Αρχές) με την ενηλικίωσή του ως άνδρας του σπιτιού και σε αυτή τη περίπτωση προτίθεται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της» παραπέμποντας στο ερυθρό 66 του δ.φ.. Επισημαίνει επί τούτου ότι  «ως εκ τούτου φέρεται να είναι μια λύση την οποίαν προέβαλε η ίδια και όχι η δικαστής». 

 

Αναφερόμενος στα έγγραφα που προσκόμισε με την μεταγενέστερη αίτησή της, ο λειτουργός ασύλου καταγράφει τα ακόλουθα (-μεταφέρεται αυτούσιο το σχετικό κείμενο από το ερυθρό 93 του δ.φ.):

 

«

·         Απόφαση του Διοικητικού Διεθνούς προστασίας επί της προσφυγής της αλλοδαπής (Τ2188/23) σημειώνει και καταλήγει ότι η αλλοδαπή ουδέν βάσιμο φόβο δίωξης επικαλείται και επανέλαβε τα ίδια που είχε πει και στη συνέντευξη της στην Υπηρεσία Ασύλου όσον αφορά την κακοποίηση από το σύζυγο της.  Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου Διεθνούς προστασίας, η αλλοδαπή επέστρεψε το 2022 προσωρινά στη χώρα καταγωγής της για να δει την οικογένεια της γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε φόβο δίωξης στην πατρίδα της.  Σημειώνεται ότι η απόφαση του δικαστηρίου διεθνούς προστασίας επικυρώνει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομ. 31.05.2023 ως ορθή (ερυθρά 78-63).   

 

·         Άδεια παραμονής, οδήγησης καθώς και φοιτητική άδεια από τον Καναδά του Turan Parth [D.O.B. 02/07/2006) όπου και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αλλοδαπής, είναι ο γιος της κάτι το οποίο δεν μπορεί να διαπιστωθεί, και βρίσκεται στον Καναδά σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις πληροφορίες των εν λόγω εγγράφων, των οποίων η αυθεντικότητα δεν μπορεί να διαπιστωθεί, ο καλείται να εγκαταλείψει τον Καναδά μέχρι τις 30/09/2025 και περαιτέρω δεν είναι εφικτό να διαπιστωθεί ότι είναι γιος της (π.β. ερ. 62-58).  Ως εκ τούτου, το εν λόγω έγγραφο δεν αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας και δε στοιχειοθετούν φόβο δίωξης. 

 

·         Σχετικά με το φερόμενο έγγραφο προερχόμενο από επικεφαλείς (sic) της κοινότητας/ χωριού της  αλλοδαπής γύρω από τον ισχυρισμό της περί ενδοοικογενειακής βίας από το σύζυγο. Επιπλέον το έγγραφο ακολουθεί τους βασικούς ισχυρισμούς της αλλοδαπής και γύρω από τον ισχυρισμό της περί ενδοοικογενειακής βίας από το σύζυγο της.  Επιπλέον, το έγγραφο αναγράφει στο πάνω μέρος της σελίδας το σύνθημα: Σώστε την κόρη! Εκπαιδεύστε την κόρη! και καταλήγει στην εξής δήλωση: Το συμβούλιο του χωριού αποφάσισε ότι για λόγους σεβασμού στην τιμή και τα έθιμα του χωριού, το θέμα αυτό δε θα καταγγελθεί στην αστυνομία καθώς αυτά τα θέματα κρατούνται εντός του χωριού πληροφορία που πλήττει την ευλογοφάνεια του και επιπλέον δεν προσθέτει κάτι επιπλέον στο αφήγημα της αλλοδαπής όπως εξερευνήθηκε μέσα από τη συνέντευξη της.  Περαιτέρω, δε μπορεί να διαπιστωθεί η αυθεντικότητα του εν λόγω εγγράφου, δεν φέρει ημερομηνία αλλά μόνο σφραγίδα του επικεφαλής (sic) του χωριού (ερυθρό 54 μετάφραση ερυθρό 55)».

 

Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώνεται με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ' ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία, τα όσα η Αιτήτρια επικαλέσθηκε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός της κατά την προγενέστερη εξέταση αυτού. Κατά την υποβληθείσα λοιπόν αρχική της αίτηση η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας και η ζωή της κινδυνεύει από το σύζυγο της ο οποίος θέλει να τη σκοτώσει. Υποστήριξε ότι η κακοποίηση ήταν καθημερινή και τόσο έντονη που της προκάλεσε σοβαρούς τραυματισμούς, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης δοντιών. Ανέφερε ότι η κατάσταση αυτή την ανάγκασε να εγκαταλείψει την Ινδία και να μεταβεί στην Κύπρο το 2018 για να εργαστεί. Ισχυρίστηκε ότι όταν επέστρεψε προσωρινά στην πατρίδα της το 2022 για να δει τα παιδιά της, υπήρξε νέα απόπειρα δολοφονίας εναντίον της από τον σύζυγό της, γεγονός που την οδήγησε να επιστρέψει στην Κύπρο. Τόνισε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην Ινδία λόγω του φόβου της για τη ζωή της και ότι παντρεύτηκε ενώ ήταν ανήλικη, γεγονός που την καθιστά ακόμα πιο ευάλωτη. Παρακάλεσε την κυπριακή κυβέρνηση να της επιτρέψει να παραμείνει στη χώρα για να ζήσει με ασφάλεια.

Κατά τη συνέντευξή της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έχει τρία παιδιά, δύο ανήλικα και ένα ενήλικο, τα οποία ζουν με τη μητέρα της στην Ινδία. Ο σύζυγός της τους εγκατέλειψε πριν από 4-5 χρόνια, και έκτοτε δεν έχει καμία επαφή μαζί του. Υποστήριξε ότι εργαζόταν ως καθαρίστρια σε σχολείο αλλά σταμάτησε όταν έφυγε για την Κύπρο το 2018. Δήλωσε ότι παντρεύτηκε ανήλικη, μετακόμισε στο χωριό του συζύγου της, αλλά λόγω της κακοποιητικής του συμπεριφοράς, επέστρεψε στο πατρικό της το 2015. Ανέφερε ότι ένας φίλος της χρηματοδότησε την αναχώρησή της από την Ινδία και ότι το 2022 επέστρεψε προσωρινά για να δει τα παιδιά της και ότι τότε ο σύζυγός της εμφανίστηκε στο σπίτι της μητέρας της, αρχικά φιλικός, αλλά όταν εκείνη αρνήθηκε να κοιμηθεί μαζί του, αντέδρασε επιθετικά. Δύο μέρες αργότερα, επέστρεψε με ένα μπαστούνι για να την χτυπήσει. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ζήτησε βοήθεια από τον πρόεδρο του χωριού, αλλά εκείνος και οι άλλοι άνδρες αρνήθηκαν να τη βοηθήσουν ή να την καθοδηγήσουν προς την αστυνομία. Υποστήριξε ότι τα αδέλφια της δεν ήθελαν να εμπλακούν και έτσι δεν προχώρησε σε καταγγελία. Αρχικά ανέφερε ότι δεν είχε καμία επαφή με τον σύζυγό της τα τελευταία 4-5 χρόνια, αλλά στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι την παρενόχλησε το 2022. Όταν της επισημάνθηκε ότι αν ο σύζυγός της ήθελε να τη σκοτώσει, θα το είχε κάνει τα προηγούμενα χρόνια που γνώριζε πού βρισκόταν, απάντησε ότι δεν ήξερε. Ανέφερε, επίσης, ότι σχεδιάζει να επιστρέψει στην Ινδία όταν ο γιος της ενηλικιωθεί και γίνει «ο άνδρας του σπιτιού».

Bottom of Form

 

Έχοντας υπόψη τα ως άνω, επισημαίνω πρωτίστως ότι μελετώντας την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή της Αιτήτριας, διαπιστώνω ότι η ίδια με γενικότητα επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν τα όσα κατέγραψε και στην αρχική της αίτηση προσθέτοντάς ότι είχε ζητήσει βοήθεια από τον Πρόεδρο του χωριού της χωρίς αποτέλεσμα. Κατά την ακροαματική διαδικασία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι ο γιος της βρίσκεται στον Καναδά και ως εκ τούτου δεν μπορεί να την προστατεύσει. 

 

Εξετάζοντας τα ενώπιόν μου δεδομένα, είναι η κατάληξή μου, πως η αξιολόγηση που έλαβε χώραν από τους Καθ' ων η αίτηση, δια της εισηγητικής έκθεσης, είναι ορθή. Πράγματι είναι και η δική μου διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός που προβάλλει η Αιτήτρια με τη μεταγενέστερη αίτησή της ως προς τις απειλές και την ενδοοικογενειακή βία από το σύζυγο της οι οποίες την οδήγησαν στην εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής της, δεν συνιστά νέο στοιχείο, αφού οι απειλές αυτές και η ενδοοικογενειακή βία αποτέλεσαν την ουσία του αιτήματός της, κατά την αρχική της αίτηση για διεθνή προστασία.

 

Η μεταγενέστερη αίτηση της Aιτήτριας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο - εξετάζοντας την απορριπτική απόφαση της αρχικής της αίτηση για άσυλο- έλαβε υπόψη ως δεδομένο πως ο γιος της θα μπορούσε να τη στηρίξει στην Ινδία, όταν στην πραγματικότητα εκείνος έχει μεταβεί στον Καναδά. Ωστόσο, η ανάλυση της πρωτόδικης απόφασης, καθώς και των προηγούμενων δηλώσεών της, αναδεικνύει σημαντικές αντιφάσεις και μια προσπάθεια αλλοίωσης των γεγονότων εκ μέρους της Aιτήτριας. Συγκεκριμένα, μελετώντας την απόφαση του Δικαστηρίου στην Τ2188/23[5], διαφαίνεται ότι εκεί το Δικαστήριο, εξετάζοντας το αίτημά της και βασιζόμενο στα στοιχεία του φακέλου, διαπίστωσε ότι η ίδια είχε δηλώσει πως όταν ο γιος της ενηλικιωθεί, θα μπορούσε να τη συνοδεύσει στην αστυνομία ως ο άνδρας του σπιτιού και, υπό αυτήν την προϋπόθεση, θα αισθανόταν ασφαλής ώστε να επιστρέψει στην Ινδία. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν προήλθε από την κρίση του Δικαστηρίου, αλλά ήταν θέση που η ίδια είχε διατυπώσει κατά τη συνέντευξή της Αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου. Το Δικαστήριο δεν προέβη σε αυτόνομη εκτίμηση ότι ο γιος της αποτελεί εγγύηση προστασίας, αλλά παρέθεσε τη δική της δήλωση ως στοιχείο που καταρρίπτει τον ισχυρισμό της ότι βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο. Στη μεταγενέστερη αίτησή της, η Αιτήτρια προσπαθεί να παρουσιάσει την απόφαση του Δικαστηρίου ως επιβολή μιας συνθήκης που την καθιστά ευάλωτη. Υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο βασίστηκε στην παρουσία του γιου της στην Ινδία ως στοιχείο που καθιστά ασφαλή την επιστροφή της, ενώ στην πραγματικότητα εκείνος έχει πλέον μεταναστεύσει στον Καναδά. Ωστόσο, η ίδια δεν παρουσιάζει έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία για την παρουσία του γιου της στον Καναδά, ούτε στοιχειοθετεί την αδυναμία του να επιστρέψει στην Ινδία και να τη βοηθήσει. Ακόμη και αν το γεγονός αυτό ήταν αληθές, δεν θα άλλαζε ουσιαστικά την αρχική κρίση, καθώς ο κύριος λόγος απόρριψης της αίτησής της δεν ήταν η παρουσία ή η απουσία του γιου της, αλλά η ύπαρξη σοβαρών αντιφάσεων και έλλειψη ευλογοφάνειας στους ισχυρισμούς της.

 

Επιπλέον, στη μεταγενέστερη αίτησή της, η Αιτήτρια μεταθέτει την ευθύνη της αρχικής της δήλωσης στο Δικαστήριο, επιχειρώντας να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η αναφορά στον γιο της προήλθε από τη  Δικαστή και όχι από την ίδια. Αυτή η προσπάθεια υποδηλώνει μια συνειδητή στρατηγική να παρουσιάσει μια διαφορετική εκδοχή της υπόθεσης, ώστε να ενισχύσει τους λόγους παραμονής της στην Κύπρο. Ωστόσο, το Δικαστήριο είχε ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αίτησή της στερούνταν βάσιμων στοιχείων που να τεκμηριώνουν πραγματικό κίνδυνο δίωξης στην Ινδία, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι είχε επιστρέψει προσωρινά στη χώρα της το 2022 χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα ασφαλείας.

 

Η απόπειρα της Αιτήτριας να μεταβάλει το περιεχόμενο της δικαστικής κρίσης, παρουσιάζοντας την ως λανθασμένη ερμηνεία της κατάστασής της, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η απόρριψη της αρχικής της αίτησης βασίστηκε κυρίως στις αντιφάσεις των δηλώσεών της και όχι στο μεμονωμένο στοιχείο της ύπαρξης του υιού της, ως υποστηρικτικό για την ίδια δίκτυο.

 

Είναι επίσης εμφανές μέσα από την απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός της για οικογενειακή βία δεν έγινε αποδεκτός. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της δεν ήταν ευλογοφανείς και παρουσίαζαν αντιφάσεις, καταλήγοντας ότι η ίδια εγκατέλειψε τη χώρα της για οικονομικούς λόγους και όχι λόγω βάσιμου φόβου δίωξης. Συνεπώς, στην απουσία οποιωνδήποτε άλλων λόγων που να καθιστούν επισφαλή την επιστροφή της, ή που να αναδεικνύουν την ύπαρξη πιθανότητας η Αιτήτρια να υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής  της, ούτως ώστε η μεταγενέστερη αίτηση της να κριθεί ως παραδεκτή, η απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης κρίνεται ως ορθή και δικαιολογημένη. Δεν προκύπτει κανένα νέο στοιχείο ικανό να ανατρέψει την αρχική κρίση του Δικαστηρίου ή να μεταβάλει ουσιαστικά την εκτίμηση του κινδύνου που ισχυρίζεται ότι διατρέχει στην Ινδία. Αντίθετα, η μεταγενέστερη αίτησή της, φαίνεται να ανακινεί ζητήματα τα οποία έχουν ήδη κριθεί και καλυφθεί με ισχύ δεδικασμένου, από την αρχική απόφαση του Δικαστηρίου, χωρίς να έχουν τεθεί οποιαδήποτε νέα στοιχεία δυνάμενα να ανατρέψουν την κρίση αυτή.  

 

Ενόψει των ανωτέρω, δεν διαπιστώνω περιθώρια παρέμβασης του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην έρευνα, αιτιολογία και κατάληξή των Καθ' ων η αίτηση. Είναι και η δική μου κρίση ότι πράγματι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποτελούν «νέα στοιχεία», αφού τους ίδιους ισχυρισμούς είχε προβάλει και κατά τις προηγούμενες διαδικασίες εξέτασης της αίτησής του (δια της αρχικής της αίτησης για άσυλο και δια της προσφυγής της ενώπιόν του Δ.Δ.Δ.Π.), ενώ η απόρριψη της αρχικής της αιτησης εξετάστηκε και από το Δ.Δ.Δ.Π. στα πλαίσια της προγενέστερης προσφυγής της, περιβληθείσα πλέον με ισχύ δεδικασμένου. Ορθώς λοιπόν και με βάση την αρχή του δεδικασμένου, η μεταγενέστερη αίτησή της Αιτήτριας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη χωρίς  να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της  για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει η Αιτήτρια ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης της Αιτήτριας  σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος της. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής της, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.

 

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής της, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής της Αιτήτριας ως απαράδεκτης είναι ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Ινδία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. 

 

Ως εξ  όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

  

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π





[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

[2] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και  ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[3] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34

[4] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021

[5] Κ.Τ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, 30.04.2024.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο