ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E87/2013
11 Φεβρουαρίου, 2025
[Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, ΔΔ.]
1. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΕΚΑ Π.ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ.
ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ
2. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ
3. ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ
Εφεσειουσών/Εναγουσών
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ
Εφεσίβλητου/Εναγομένου
ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 26/10/2017
1. (Α) ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΕΙΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ.
ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΤΗΝ 15/12/14
(Β) ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ
2. ΑΛΕΚΑ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ) Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ
Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΗΜΕΡ. 15/12/14 ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,
2. ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ
Εφεσειουσών/Εναγουσών
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ
Εφεσίβλητου/Εναγομένου
------------------------------------------
Αίτηση ημερομηνίας 2.8.2024
Αλ. Παπακόκκινου (κα) προσωπικά και για Αλέκα Παπακόκκινου ΔΕΠΕ, για όλες τις Εφεσείουσες
Δ. Παπαμιλτιάδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο
------------------------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, ούσα δικηγόρος η ίδια, εκπροσωπούσε στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση, πέραν από τον εαυτό της, την περιουσία του αποβιώσαντος πατέρα της, καθώς, επίσης, την περιουσία της αποβιωσάσης, στο μεταξύ, αδελφής της. Προηγούμενως, με την αγωγή αρ. 940/2004 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ενήγαγαν τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποδίδοντας σε αυτόν, υπό την αντιπροσωπευτική, ασφαλώς, ιδιότητα του τη διάπραξη διαφόρων αστικών αδικημάτων. Με την έφεση, προσέβαλε την ορθότητα απόφασης Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου να μην εγκρίνει αίτημα της, ως ενάγουσας τότε, για αναβολή της ακρόασης της αγωγής που ήταν ορισμένη για το σκοπό αυτό σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Στη συνέχεια δε, το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού εξέτασε την υπάρχουσα ενώπιον του μαρτυρία, προχώρησε και απέρριψε και την αγωγή, ως μη αποδειχθείσα. Η έφεση αφορούσε και τις δύο πιο πάνω αποφάσεις. To Ανώτατο Δικαστήριο υπό την παρούσα σύνθεση, κατόπιν ακροάσεως, εξέδωσε, στις 20.12.2023, απόφαση με την οποία την απέρριψε. Η απόφαση αυτή ήταν τελική.
Η εφεσείουσα μη ικανοποιηθείσα από την πιο πάνω, κατάληξη της έφεσης, έλαβε το εξαιρετικό μέτρο επανανοίγματος της. Καταχώρησε σχετική αίτηση προς τούτο. Εκκρεμούσης της πιο πάνω αίτησης, καταχώρησε, στις 2.8.2024 και την υπό εξέταση αίτηση. Με αυτή, αιτείται την εξαίρεση των μελών της σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έφεσης και θα εξετάσει στη συνέχεια και την αίτηση για επανάνοιγμα της. Η εφεσείουσα, διατείνεται ότι τα μέλη του Δικαστηρίου διάκεινται μεροληπτικά εναντίον της. Στοχεύει ιδιαίτερα τη Δικαστή κα Δημητριάδου η οποία είχε συγγράψει την προαναφερθείσα τελική απόφαση, ημερομηνίας 20.12.2023, αλλά και το Δικαστή Δαυίδ, καθώς επίσης τον υποφαινόμενο, που συμφώνησαν και συνυπέγραψαν την απόφαση. Ως νομική βάση για το αίτημα της, η εφεσείουσα, επικαλείται το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Καθιερώνουν, μεταξύ άλλων, την αρχή ότι, κάθε πρόσωπο κατά τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του, δικαιούται σε δίκη από αμερόληπτο δικαστήριο.
Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα, ισχυρίζεται ότι τα μέλη του Δικαστηρίου διάκεινται μεροληπτικά εναντίον της, όσον αφορά το χειρισμό της έφεσης της. Τούτο, στη βάση ότι, ειδικά, η κα Δημητριάδου υπήρξε για πολλά χρόνια εργοδοτούμενη στη Νομική Υπηρεσία. Επισημαίνεται πως η προαναφερθείσα σχέση υπήρξε στο μακρινό παρελθόν. Δεν είναι, λοιπόν, εύλογο η εφεσείουσα να ισχυρίζεται στη βάση αυτή, ότι η Δικαστής μεροληπτεί ή θα μεροληπτήσει στη συνέχεια, παραμένουσα στη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που θα επιληφθεί της αίτησης επανανοίγματος της έφεσης της.
Στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, ανάλογη παρατήρηση είχε γίνει σε σχέση με Δικαστή ο οποίος είχε επιληφθεί της υπόθεσης του εφεσείοντος πρωτόδικα, ενώ στο παρελθόν ως δικηγόρος στη Νομική Υπηρεσίας είχε χειριστεί προσφυγή που είχε καταχωρίσει ο εφεσείων εναντίον της Δημοκρατίας. Η παρατήρηση, συναφώς, του Στυλιανίδη, Δ., ως ήτο τότε, εκφράζοντας τη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση εκείνη, ήταν πως, «Το γεγονός ότι πολλά χρόνια πριν την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, ο Δικαστής, ως δικηγόρος της Δημοκρατίας, είχε χειρισθεί προσφυγή, άσχετη με την παρούσα υπόθεση, σε αντιδικία με τον εφεσείοντα δεν ήταν λόγος εξαίρεσής του, ούτε στον νου οποιουδήποτε εχέφρονα πολίτη μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης.».
Η εφεσείουσα, επιπρόσθετα, προβάλλει ότι οι Δικαστές, μέλη της συγκεκριμένης σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεροληπτούν εναντίον της, στη βάση της συναδελφικής σχέσης που αυτοί έχουν με τη Δικαστή που είχε επιληφθεί πρωτόδικα της προαναφερθείσας αγωγής και η οποία σήμερα είναι μέλος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ούτε ο λόγος αυτός, βέβαια, ευσταθεί. Η συναδελφική σχέση που, αναπόφευκτα υπάρχει μεταξύ των δικαστών κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους, ουδόλως αναιρεί το καθήκον τους να κρίνουν αμερόληπτα τις διαφορές των διαδίκων που εμφανίζονται ενώπιον τους. Πέραν τούτου, δεν έχει αναφερθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την εξέταση περαιτέρω του συγκεκριμένου λόγου.
Επομένως, διαπιστώνεται ότι κανένας λόγος δεν έχει προταθεί στην βάση του οποίου να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί έλλειψη αμεροληψίας από τους Δικαστές έναντι της εφεσείουσας ώστε να τίθεται θέμα εξαίρεσης τους από τις εκκρεμούσες διαδικασίες στην έφεση. Όπως έχει, επίσης, αναφερθεί στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, «Το κριτήριο για εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές». Είναι, ακριβώς, ό,τι προβάλλει στην προκειμένη περίπτωση η εφεσείουσα, ως εκ των υστέρων σκέψεις, όταν μάλιστα, τέτοιο θέμα δεν ετέθη εξ αρχής.
Καταλήγοντας, τονίζεται ότι δεν είναι νομικά επιτρεπτό διάδικος, κατ' επίκληση της αρχής της αμεροληψίας, να επιχειρεί να προβεί σε επιλογή των Δικαστών που θα επιληφθούν της υπόθεσης του σε οποιοδήποτε επίπεδο, ανάλογα με την περίπτωση. Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου (2009) 1 Α.Α.Δ. 761, στη σελίδα 766 αναφέρονται, σχετικά, τα εξής: «Οι δικαστές δεν θα πρέπει να συναινούν σε αιτήματα εξαίρεσής τους χωρίς πραγματικό και ουσιαστικό λόγο, γιατί αλλιώς θα φτάναμε στο ενδεχόμενο ο διάδικος να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει. Το κριτήριο, όπως επισημαίνεται και στις υποθέσεις Piersack v. Belgium [1982] 5 EHRR 169, De Cubber v. Belgium [1984] 7 EHRR 236 και Hauschildt v. Denmark [1989] 12 EHRR 266, είναι η διασφάλιση της διαφάνειας στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.».
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, και εναντίον της εφεσείουσας προσωπικά και υπό τις λοιπές ιδιότητες της, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000.- πλέον Φ.Π.Α.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ