ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

  

(Πολιτική Έφεση Αρ. 69/2015)

 

13 Φεβρουαρίου 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ

 

                                                                    Εφεσείοντες,

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                                        Εφεσίβλητου.

 

........

 

Στ. Στυλιανού (κα), για τους Εφεσείοντες.

Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί

                             από το Δικαστή Δαυίδ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.: Η απόφαση των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών να προχωρήσουν στην άμεση θανάτωση αιγοπροβάτων που βρίσκονταν σε φάρμες και κτηνοτροφικά υποστατικά εντός ζώνης προστασίας που είχε δημιουργηθεί στην περιοχή Δρομολαξιάς, αποτέλεσμα των ελέγχων που διενήργησαν για την αντιμετώπιση πιθανής ύπαρξης κρουσμάτων αφθώδους πυρετού, οδήγησε, τελικά, στην καταχώρηση από μέρους της εφεσείουσας της Αγωγής Αρ.788/2008, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εναντίον του εφεσίβλητου. Μέσω της, η εφεσείουσα, η οποία διατηρούσε κτηνοτροφικές μονάδες και υποστατικά στην περιοχή της Δρομολαξιάς, δραστηριοποιούμενη κυρίως με την αναπαραγωγή και εκμετάλλευση αιγοπροβάτων, προέβαλε τη θέση ότι το ποσό των Λ.Κ. 235.920,00 το οποίο της δόθηκε ως αποζημίωση για την θανάτωση των ζώων της κατ' εφαρμογή της ως άνω απόφασης (1,560 αιγοπρόβατα), υπολογίστηκε στη βάση αυθαίρετου και παράνομου υπολογισμού, ασύμβατου με σχετικές εξαγγελίες του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, όσο και με σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η αποζημίωση η οποία θα έπρεπε να της καταβληθεί ως αποτέλεσμα της θανάτωσης των ζώων της, υποστηρίζει, θα έπρεπε να ανέλθει Λ.Κ.288.600,00.  Συνακόλουθα, μέσω της ως άνω αγωγής της, αξίωνε το ποσό των Λ.Κ. 52.680,00 (€90.009,12), που αποτελεί την διαφορά μεταξύ των δύο πιο πάνω ποσών.

Η πλευρά του εναγόμενου, υπεραμυνόμενη της απόφασης για θανάτωση των ζώων, παραπέμπει στη λήψη θετικών αποτελεσμάτων, από διάφορες εργαστηριακές δοκιμές, όπου διεφάνη το ενδεχόμενο προσβολής των ζώων της συγκεκριμένης περιοχής με αφθώδη πυρετό. Σε σχέση με την αποζημίωση που καταβλήθηκε στην εφεσείουσα και τον τρόπο υπολογισμού της, υποδεικνύει ότι στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 07/11/2007, στη βάση της οποίας η εφεσείουσα προέβη σε ανάλογους υπολογισμούς για τον καθορισμό της διεκδικούμενης από την πλευρά της αποζημίωση, δεν γινόταν αναφορά σε ζώα ενδιάμεσης ηλικίας παρά μόνο σε παραγωγικά ζώα, ζήτημα το οποίο ρυθμίστηκε με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 20.11.2007. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που για κάθε παραγωγικό ζώο που θανατώθηκε για την αντιμετώπιση του αφθώδους πυρετού, η εναγόμενη αποζημιώθηκε με Λ.Κ.110 ως επίσης με Λ.Κ.75 για απώλεια εισοδήματος, ενώ για μέρος των ζώων της, ήτοι 391 αρνιά, δόθηκε αποζημίωση ύψους Λ.Κ.55 ανά ζώο.

Παρεμβάλλεται πως παρά το γεγονός ότι στις δικογραφημένες θέσεις της ενάγουσας, προβάλλονταν διαζευκτικές νομικές βάσεις για την διεκδίκηση του ποσού των Λ.Κ. 52.680,00 ήτοι «ως χρέος οφειλόμενο δυνάμει συμφωνίας και/ή οιονεί συμφωνίας και /ή άλλως και/ή ως αποζημίωση για ζημιά, την οποία η Ενάγουσα έχει υποστεί συνεπεία παράβασης συμφωνίας και/ή οιονεί συμφωνίας και/ή άλλως και/ή συνεπεία αυθαίρετης και/ή αντισυνταγματικής παραβίασης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων της Ενάγουσας, ως αυτά προστατεύονται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και /ή λόγω παράνομης ιδιοποίησης των αιγών και/ή προβάτων της Ενάγουσας και/ή λόγω παράνομης ανάληψης κατοχής (trespass) των αιγών και/ή προβάτων της Ενάγουσας», ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Εφεσείουσας, κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων δήλωσε ότι η βάση για την διεκδίκηση του ως άνω ποσού περιορίζεται στην παράβαση σύμβασης που, όπως υποστήριξε, είχε καταρτιστεί μεταξύ της Εφεσείουσας και της Δημοκρατίας, ζήτημα το οποίο και ανέπτυξε με τη επιχειρηματολογία του.

Είναι σημαντικό να εντοπιστεί ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση των ουσιαστικών γεγονότων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση. Παρατίθενται συνοπτικά, για σκοπούς ευχερέστερης κατανόησης και παρακολούθησης της παρούσας. Σύμφωνα με αυτά, μετά την απόφαση για άμεση θανάτωση αιγών και προβάτων που εντοπίστηκαν εντός της ζώνης προστασίας που δημιουργήθηκε από της Κτηνιατρικές υπηρεσίες της Δημοκρατίας στην περιοχή Δρομολαξιάς, ως αποτέλεσμα της υποψίας για ύπαρξη αφθώδους πυρετού, υπήρξε συνάντηση εμπλεκομένων και επηρεαζόμενων προσώπων, στην οποία προέδρευσε ο τότε Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, (Υπουργός Γεωργίας), όπου συζητήθηκε η αποζημίωση που θα κατέβαλλε η Κυπριακή Δημοκρατία στους κτηνοτρόφους των οποίων τα ζώα θα θανατώνονταν για τον πιο πάνω λόγο. Κατά την εν λόγω συνάντηση, ο Υπουργός Γεωργίας εξέφρασε την πρόθεση της Κυβέρνησης για αποζημίωση όλων των επηρεαζόμενων προσώπων, ενημερώνοντας ταυτόχρονα για την πρόταση που θα υπέβαλλε προς τούτο στο Υπουργικό Συμβούλιο, η οποία αφορούσε την καταβολή συγκεκριμένων ποσών. Ειδικότερα, Λ.Κ.110 για την αξία κάθε ζώου και επιπρόσθετου ποσού Λ.Κ.75, ανά ζώο, για την απώλεια εισοδήματος που οι επηρεαζόμενοι κτηνοτρόφοι θα υφίσταντο συνεπεία της θανάτωσης των ζώων τους. Οι κυβερνητικές Αρχές, περιλαμβανομένου του Υπουργού Γεωργίας, δεν έκαναν οποιαδήποτε αναφορά για ηλικιακή κατηγοριοποίηση των ζώων προς θανάτωση, για σκοπούς καθορισμού αποζημιώσεων. Παράλληλα, τόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όσο και ο Υπουργός Γεωργίας, προέβησαν σε δημόσιες δηλώσεις και εξαγγελίες, εκφράζοντας την πρόθεση της Κυβέρνησης για άμεση οικονομική στήριξη των πληγέντων κτηνοτρόφων της συγκεκριμένης περιοχής. Στις 06.11.2007, ο Υπουργός Γεωργίας, με πρόταση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο, εισηγήθηκε την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης για κάθε ζώο (Λ.Κ.110 για την αξία, πλέον Λ.Κ.75 για απώλεια εισοδήματος) αντί την καταβολή αποζημίωσης  ύψους Λ.Κ.55 για τη θανάτωση κάθε άρρωστου ζώου, που δίδεται στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με την απόφαση του αρ.66.327 ημερ. 07.11.2007 αποφάσισε για το ζήτημα:

«α) Να εγκρίνει τις ακόλουθες αποζημιώσεις για τα 507 αιγοπρόβατα που θανατώθηκαν στις τέσσερις μολυσμέυες μονάδες ως ακολούθως:

(ί) Αποζημίωση ύψους £110 ανά παραγωγικό ζώο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 της Πρότασης.

(ίί) Αποζημίωση για απώλεια εισοδήματος, ύψους £75 ανά ζώο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 της Πρότασης, για έξι μήνες και σε περίπτωση που το πρόβλημα συνεχισθεί, τα μέτρα θα επεκταθούν.

(iii) Άμεση αποζημίωση των πιο πάνω μονάδων.

(ίν) Αποζημιώσεις για το γάλα που ήδη καταστράφηκε, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 9 της Πρότασης.

(ν) Αποζημίωση της αξίας των υποθηκευμένων ζωοτροφών που θα καταστραφούν.

(νί) Κάλυψη του επιπρόσθετου κόστους για αγορά αιγοπροβάτων, σε περίπτωση που τα ζώα θα εισαχθούν από το εξωτερικό.

β) Να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Οικονομικών να εξεύρει και να διαθέσει τις αναγκαίες πιστώσεις.

γ) Όπως, σε περίπτωση που η νόσος επεκταθεί και σε άλλα υποστατικά, ακολουθηθεί η ίδια μέθοδος υπολογισμού των αποζημιώσεων.»

 

Στις 19.11.2007, το Υπουργείο Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, με πρόταση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο, υπέδειξε ότι στην απόφαση αρ.66.327, ημερ. 07/11/2007, δεν γινόταν αναφορά στα ζώα ενδιάμεσης ηλικίας, όπως τα αιγοπρόβατα 3 έως 6 μηνών και για τα ζώα μικρότερης ηλικίας, ζητώντας όπως δοθούν ανάλογες εγκρίσεις. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με αναφορά στην ως άνω, προηγούμενη απόφαση του, στις 20.11.2007, ενέκρινε για τα αιγοπρόβατα ενδιάμεσης ηλικίας (3 έως 6 μηνών), τα οποία θανατώθηκαν λόγο του αφθώδους πυρετού, την καταβολή αποζημίωσης Λ.Κ. 55 για κάθε ζώο(απόφαση αρ. 66.420).

Στις 14.12.2007 η Εφεσείουσα έλαβε από την Κυπριακή Δημοκρατία επιταγή για το ποσό των Λ.Κ. 235.920,00 ως αποζημίωση για την θανάτωση των ζώων της. Παρέλαβε την ως άνω επιταγή, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα της, ενώ με επιστολή της, ημερ. 02.01.2008, κάλεσε τον Υπουργό Γεωργίας όπως της καταβάλει το ποσό των Λ.Κ.52,680.00 ως την διαφορά της αποζημίωσης που έλαβε με αυτή που προνοούσε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 07.11.2007. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι μεταξύ της Εφεσείουσας και της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είχε συναφθεί δεσμευτική συμφωνία για αποζημίωση της πρώτης στην περίπτωση θανάτωσης των ζώων της και ότι η σχετική θανάτωση ήταν ενέργεια υποχρεωτική και επιβεβλημένη για την εφεσείουσα, απέρριψε την αγωγή με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας. Υπέδειξε, ταυτόχρονα, ότι το ποσό που καταβλήθηκε τελικά ως αποζημίωση προς την εφεσείουσα για την θανάτωση των ζώων της, παρουσιάζεται ορθό και σύμφωνο με τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Με δεομένη δε την μη προώθηση της αξίωσης για αποζημιώσεις, στη βάση δυσμενούς μεταχείρισης της ενάγουσας σε σχέση με την αποζημίωση που έλαβαν, σε προγενέστερο χρόνο, τέσσερεις άλλοι κτηνοτρόφοι που επηρεάστηκαν από την θανάτωση ζώων τους προς αντιμετώπιση του αφθώδους πυρετού, δεν προχώρησε στην εξέταση του ζητήματος.

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με 4 λόγους έφεσης. Ειδικότερα: Ότι το εύρημα πως δεν υπήρξε συμφωνία ή/και υπόσχεση αποζημίωσης μεταξύ της Εφεσείουσας και τις Κυπριακής Δημοκρατίας σε περίπτωση θανάτωσης των ζώων της ή/και ότι επρόκειτο για εξαγγελίες της Κυβέρνησης χωρίς πρόθεση να δεσμευτεί συμβατικά, είναι εσφαλμένο ή/και αντινομικό ή/και αντίθετο στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου (1ος λόγος Έφεσης). Ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Εφεσείουσα εγκατέλειψε την αξίωση της στη βάση του Άρθρου 23 του Συντάγματος, είναι αυθαίρετο (2ος λόγος Έφεσης). Ότι η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την παράλειψη της Εφεσείουσας να δικογραφήσει ή/και προσθέσει στη βάση της αγωγής της αξίωση για δυσμενή μεταχείριση, εν σχέση με τα ποσά αποζημίωσης που δόθηκαν σε άλλους ιδιοκτήτες προβάτων που καλυπτόταν με την ίδια Υπουργική απόφαση, είναι εσφαλμένη (3ος λόγος Έφεσης), και τέλος, ότι  παραβιάστηκαν Συνταγματικά ή/και θεμελιώδη δικαιώματα της Εφεσείουσας, ήτοι το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και στο Άρθρο 23 του Συντάγματος (4ος λόγος Έφεσης).

Στρέφοντας την προσοχή στον 1ο λόγο Έφεσης, εντοπίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχόλησε κατά προτεραιότητα, κατά ποσό η θανάτωση των ζώων της Εφεσείουσας ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ των μερών ή πράξη που απέρρεε ως νομική υποχρέωση για την τελευταία, αποτέλεσμα σχετικής προς τούτο απόφασης των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας, συνεπεία της υποψίας για ύπαρξη αφθώδους πυρετού και της ενδεχόμενης προσβολής της δημόσιας υγείας. Με ανάλογη παραπομπή στην εξέλιξη των γεγονότων και στις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας (άρθρα 4, 8, 9 και 13 του περί της Υγείας των Ζώων Νόμοι του 2021 έως 2023), κατέληξε ότι η θανάτωση των ζώων της Εφεσείουσας ως αποτέλεσμα των εργαστηριακών εξετάσεων που είχαν προηγηθεί, ήταν απαραίτητη και υποχρεωτική για λόγους δημόσιας υγείας, κατά τρόπο που δεν ετίθετο ζήτημα συμφωνίας μεταξύ των μερών ή συγκατάθεσης της εφεσίβλητης για την πιο πάνω εξέλιξη και αποτέλεσμα.

Η ως άνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ευθυγραμμισμένη με τις πρόνοιες του νόμου και της σχετικής νομολογίας, είναι καθ' όλα ορθή. Στη βάση όσων τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η συγκατάθεση της εφεσείουσας για την θανάτωση των ζώων της, δεν αποτελούσε ζήτημα που αναγόταν στη δική της ελεύθερη βούληση. Αποτελούσε υποχρέωση που απέρρεε από τον νόμο και τη συνακόλουθη απόφαση των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών. Άλλωστε, ως υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, τυχόν παράλειψη ή άρνηση εκ μέρους της Εφεσείουσας να συμμορφωθεί με την απόφαση για θανάτωση των ζώων της, την καθιστούσε υπόλογη για την διάπραξη ποινικού αδικήματος, ως ειδικά προβλέπεται στο άρθρο 13 του Ν.109(Ι)/2001. Στην υπο συζήτηση περίπτωση, η συμμόρφωσή της εφεσείουσας, δεν αποτελούσε «εκούσια» πράξη, ως προβλέπεται στο άρθρο 25(1) (β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, κατά τρόπο που να εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 25 του ως άνω νόμου, στη βάσει των οποίων δεν χρειάζεται αντάλλαγμα για να είναι νομικά έγκυρη  μια συμφωνία (Χατζηπαντελή v. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 316). Από τη στιγμή που η Εφεσείουσα ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει την απόφαση για θανάτωση των ζώων της, τούτο δεν θα μπορούσε να λογίζεται ως αντιπαροχή. Ως χαρακτηριστικά υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδ. Τόμος 9(1) σελ. 488, ειδικότερα στην παράγραφο 745, υπό τον τίτλο «Compliance with obligations imposed by law»: «.. a person who performs or agrees to perform, a duty he is already bound in law to do provides no consideration".     

Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Σαφής ήταν η δήλωση του ευπαίδευτου δικηγόρου της Εφεσείουσας κατά την ημερομηνία που η υπόθεση προγραμματίστηκε για τελικές αγορεύσεις - εισηγήσεις εκ μέρους των δύο πλευρών, επί των επίδικων ζητημάτων. Ειδικότερα, κατά την εν λόγω δικάσιμο, ήτοι στις 17.12.2014, αποσαφήνισε προς το Δικαστήριο όπως και στην πλευρά του Εφεσίβλητου, ότι η πλευρά της Εφεσείουσας δεν θα προωθούσε οποιαδήποτε από τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής που περιλαμβάνονταν στις δικογραφημένες θέσεις της τελευταίας, πλην της προβαλλόμενης ως τέτοιας, παράβασης σύμβασης, παραπέμποντας μάλιστα σε γραπτή αγόρευση που ετοίμασε, την οποία και υιοθέτησε, στο πλαίσιο της οποίας περιορίστηκε στην ανάπτυξη των θέσεων της Εφεσείουσας σε σχέση με προβαλλόμενη από την πλευρά της αξίωση, στη βάση της παράβασης σύμβασης.  

Υπό το φως των πιο πάνω, καθ' όλα ορθή και αναπόδραστη παρουσιάζεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και δικαστικής κρίσης, αξίωση της Εφεσείουσας που εδραζόταν σε παραβίαση δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, η οποία ρητά εγκαταλείφθηκε από την πλευρά της τελευταίας (2ος και 3ος λόγοι Έφεσης). Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκ του περισσού επεσήμανε και εξήγησε, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, ότι η θανάτωση ζώων για σκοπούς πρόληψης μετάδοσης ασθενειών που κρίνεται απαραίτητη για το συμφέρον της δημόσιας υγείας, δεν αντιστρατεύεται τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Παράλληλα, με δεδομένο ότι από την πλευρά της Εφεσείουσας δεν έχει καν δικογραφηθεί ως βάση για την διεκδίκηση αποζημιώσεων, η θέση περί δυσμενούς μεταχείρισης της εν σχέση με ποσά αποζημίωσης που δόθηκαν σε άλλους ιδιοκτήτες προβάτων που επηρεάστηκαν από την πιο πάνω απόφαση θανάτωσης ζώων, το ζήτημα, εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει επίδικο θέμα (3ος λόγος Έφεσης). Η επέκταση της συζήτησης σε ζητήματα που δεν προσδιορίζονται από την δικογραφία, έστω και αν επιτράπηκε η αναφορά σε αυτά, θα συνιστούσε εκτροπή της διαδικασίας και εξέλιξη ανεπίτρεπτη (Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24).

Συνακόλουθα, ο 2ος, 3ος και 4ος λόγοι Έφεσης, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

Για τους λόγους που πιο πάνω έχουν αναφερθεί, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  

Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα έξοδα, ύψους €3.500-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

        

 

                                                                      Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                  Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

 /XX


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο