ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.52/2017)
18 Φεβρουαρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
1. ΕΛΛΗ ΧΑΣΙΚΟΥ,
2. ΑΓΓΕΛΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
3. ΜΑΡΙΑ ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΑΣΣΙΩΤΗ,
Εφεσείουσες,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ,
Εφεσίβλητων.
____________________
Στ. Σκορδής για Σκορδής & Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τις Εφεσείουσες.
Ζ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείουσες ήταν για χρόνια υπάλληλοι στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Δημοσίων Υπαλλήλων Λευκωσίας, που την 5.1.2013 συγχωνεύτηκε με τη Συνεργατική Οικοδομική Εταιρεία Δημοσίων Υπαλλήλων Κύπρου Λτδ, η οποία μετονομάστηκε σε Συνεργατική Οικοδομική & Ταμιευτήριο Δημοσίων Υπαλλήλων Κύπρου Λτδ. Με τη συγχώνευση, όλοι οι εργοδοτούμενοι του Ταμιευτηρίου, περιλαμβανομένων των Εφεσειουσών, μεταφέρθηκαν στην τελευταία, η εργοδότρια εταιρεία, με αποτέλεσμα να είναι υπεράριθμοι.
Η εργοδότρια εταιρεία κατήρτισε Σχέδιο Πρόωρης Αφυπηρέτησης Υπαλλήλων. Όσοι θα αφυπηρετούσαν βάσει του Σχεδίου θα λάμβαναν, πέραν των ωφελημάτων αφυπηρέτησης, και ένα πρόσθετο ποσό ως αποζημίωση, ανάλογα με το χρόνο που θα υπολειπόταν μέχρι την κανονική τους αφυπηρέτηση. Την 7.1.2013, οι Εφεσείουσες υπέβαλαν αίτηση για να συμπεριληφθούν στο Σχέδιο. Την 16.1.2013, η εργοδότρια εταιρεία ενέκρινε την αποχώρηση τους και επίσης αποφάσισε τον τερματισμό της απασχόλησης τους λόγω πλεονασμού. Τις εφοδίασε μάλιστα με πανομοιότυπου περιεχομένου επιστολές ημερ.18.1.2013, στις οποίες αναφερόταν ότι, μετά τη συγχώνευση είχε προκύψει πλεονασμός και ότι μετά από επανεξέταση της διεξαγωγής των εργασιών της εταιρείας, επανεκτίμηση των αναγκών και αναδιοργάνωσης του τμήματος στο οποίο οι Εφεσείουσες υπάγονταν, οι θέσεις τους καταργήθηκαν. Δεν παρέλειψε η εργοδότρια να εκφράσει τη λύπη της για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους και τη βεβαιότητα ότι οι Εφεσείουσες θα κατανοούσαν τους λόγους που είχαν οδηγήσει στην εξέλιξη αυτή.
Η έγκριση του Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ.21.2.2013 και οι Εφεσείουσες δικαιούνταν και εισέπραξαν, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σχετικό εσωτερικό κανονισμό €354.157,43, €274.515,45 και €274.515,45 αντίστοιχα.
Την 13.12.2013, το Εφεσίβλητο Ταμείο, στο οποίο οι Εφεσείουσες αποτάθηκαν, στη βάση των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του, τους κατέβαλε πληρωμές λόγω πλεονασμού €52.662,76, €44.292,52 και €49.872,68 αντίστοιχα, όταν όμως περιήλθαν σε γνώση του πρόσθετα στοιχεία, την 13.5.2014 ανακάλεσε την απόφαση του και ζήτησε από τις Εφεσείουσες την επιστροφή των ποσών που τους είχε καταβάλει.
Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας, αλλά και της έφεσης, ήταν κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις, δικαιούνταν οι Εφεσείουσες σε πληρωμή λόγω πλεονασμού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως όχι. Με το μόνο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του ότι:
«. η Εργοδότρια Εταιρεία με όσα ανέφερε, δημιούργησε την εντύπωση ότι με το Σχέδιο που πρότεινε, πρόσφερε στις Αιτήτριες τη δυνατότητα να αποδεχθούν τους προτεινόμενους όρους, συνάπτοντας, με την αποδοχή τους, έγκυρη και δεσμευτική σύμβαση μεταξύ αυτών και της εργοδότριας Εταιρείας. Σε τελικό στάδιο αποδεχόμενες οι Αιτήτριες την προσφορά της Εργοδότριας Εταιρείας συμφώνησαν όπως απωλέσουν τις θέσεις που κατείχαν και αποχωρήσουν εθελούσια από την εργασία τους λαμβάνοντας ένα σεβαστό ποσό αποζημίωσης που υπερέβαινε κατά πολύ το ύψος που θα λάμβαναν με βάση τις διατάξεις του Νόμου εάν κηρύσσονταν πλεονάζουσες. Καταληκτικά, οι Αιτήτριες δεν έχουν αποδείξει τον μονομερή τερματισμό της απασχόλησης τους από την Εργοδότρια Εταιρεία, ως οι ίδιες διατείνονται, με αποτέλεσμα να στερούνται του δικαιώματος πλεονασμού από το ομώνυμο Ταμείο.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επικαλεστεί τις πρόνοιες του άρθρου 16(1) των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων του 1967 έως 2022 που διαλαμβάνει ότι:
«Όταν κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εδαφίου, η απασχόλησις εργοδοτουμένου απασχοληθέντος συνεχώς επί εκατόν τέσσαρας τουλάχιστον εβδομάδας υπό του αυτού εργοδότου τερματίζηται λόγω πλεονασμού, ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου, υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα:».
Και αποφάνθηκε, ότι αφορά σε περιπτώσεις και μόνο, όπου ο τερματισμός της απασχόλησης γίνεται από τον εργοδότη, να υπάρχει δηλαδή, όπως το έθεσε, εκ μέρους του τελευταίου μονομερής απόφαση για τερματισμό της απασχόλησης του εργοδοτούμενου και όχι παραίτηση από τον εργοδοτούμενο ή συναινετική αποχώρηση του μετά από συμφωνία με τον εργοδότη.
Στη Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1794, την οποία επικαλέστηκε, η εφεσίβλητη εργοδότρια είχε εκπονήσει Σχέδιο Πλεονάζοντος Προσωπικού. Το επίδικο ζήτημα ήταν κατά πόσο το Σχέδιο συνιστούσε προσφορά (offer) προς το προσωπικό ή απλώς πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή πρόσκληση για διαπραγμάτευση (invitation to treat) με όσα από τα μέλη του προσωπικού επιθυμούσαν να επωφεληθούν του Σχεδίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι συνιστούσε προσφορά και, ως εκ τούτου, η αποδοχή που κοινοποιήθηκε από την εργοδοτούμενη εφεσείουσα οδήγησε στη σύναψη σύμβασης και, επομένως, η εφεσείουσα δικαιούτο από την εφεσίβλητη στο καθορισμένο από το Σχέδιο για την περίπτωση της ποσό.
Στη Χριστοδούλου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295, είχε εγερθεί το ίδιο ζήτημα όπως και στην Γεωργίου με την ίδια κατάληξη. Ό,τι σημαντικό για την παρούσα αναφέρθηκε στη Χριστοδούλου ήταν ότι (σελ.1301):
«Εισηγήθηκε ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων πως το Σχέδιο δεν πρόβλεπε για την πρόωρη αφυπηρέτηση του προσωπικού αλλά για χαριστική αποζημίωση, πρόσθετη σ΄εκείνη που θα εισέπρατταν ως πλεονάζον προσωπικό, σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967, όπως τροποποιήθηκε.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Ο τερματισμός της υπηρεσίας εργοδοτουμένου, ως πλεονάζοντος, πρέπει να πληρεί τις ρητές προϋποθέσεις του άρθρου 18 του Νόμου. Μόνον όταν θεωρηθεί πως ορθά ο εργοδοτούμενος απολύθηκε ως πλεονάζων καταβάλλεται σ΄αυτόν η αποζημίωση, όπως καθορίζεται από το Νόμο, από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού. Απόλυση από τον εργοδότη εργοδοτουμένου, με συμφωνία αποζημίωσης από τον πρώτο, είναι ασυμβίβαστη και αντίθετη με την έννοια της απόλυσης ως πλεονάζοντος. Το Σχέδιο, κατά τη γνώμη μας, πρόβλεπε συμφωνία για εθελοντική πρόωρη αφυπηρέτηση του προσωπικού στο οποίο απευθυνόταν».
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Εν προκειμένω, το Σχέδιο Πρόωρης Αφυπηρέτησης Υπαλλήλων, προέβλεπε ότι:
«Αφυπηρέτηση υπαλλήλου σύμφωνα με τον Κανονισμό του Σχεδίου Πρόωρης Αφυπηρέτησης Υπαλλήλων εγκρίνεται από την Επιτροπεία, η οποία αποφασίζει λαμβάνοντας υπόψη εισήγηση της Γραμματέως-Διευθύντριας, εφόσον δεν επηρεάζονται τα συμφέροντα και η εύρυθμη λειτουργία της Εταιρείας. Η κάθε περίπτωση υπαλλήλου εξετάζεται ξεχωριστά και η Επιτροπεία δικαιούται να απορρίψει οποιαδήποτε αίτηση υπαλλήλου για συμμετοχή στο Σχέδιο».
Ακόμη και αν δεν επρόκειτο για προσφορά, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή πρόσκληση για διαπραγμάτευση, και η προσφορά έγινε από τις Εφεσείουσες με την υποβολή αίτησης από την κάθε μία την 7.1.2013, αναμφίβολα υπήρξε αποδοχή από την εργοδότρια, η οποία ενέκρινε την αποχώρηση τους, με την απόφαση της ημερ.16.1.2013. Επιβεβαίωση της κατάληξης σε συμφωνία, ήταν η καταβολή του προβλεπόμενου στο Σχέδιο ποσού στην κάθε Εφεσείουσα και η είσπραξη του από αυτές. Στις επίδικες περιπτώσεις, δεν εγείρονταν τα ζητήματα που απασχόλησαν στις αναφερόμενες αυθεντίες.
Οι δικηγόροι των Εφεσειουσών υποστήριξαν ότι το Σχέδιο ήταν απλά μια επιλογή που δόθηκε από την εργοδότρια εταιρεία στους υπαλλήλους της ώστε να μπορέσει η τελευταία να καταλήξει στην επιλογή των υπαλλήλων των οποίων την υπηρεσία θα τερμάτιζε λόγω πλεονασμού. Επικαλούνται ακόμα το γεγονός ότι οι Εφεσείουσες 2 και 3 ήταν κάτω των 45 ετών και η αίτηση τους έγινε αποδεκτή κατ' εξαίρεση, αφού το Σχέδιο απευθυνόταν σε υπαλλήλους που είχαν συμπληρώσει το 45 ον έτος της ηλικίας τους, και ότι αυτό ενισχύει τη θέση τους.
Ότι η τελική απόφαση ανήκε στην εργοδότρια εταιρεία, κάθε άλλο παρά αλλάζει την ουσία του πράγματος. Αντίθετα, η πρωτοβουλία αφέθηκε στον κάθε υπάλληλο να αιτηθεί την συμπερίληψη του στο Σχέδιο, αν το επιθυμούσε. Η δε περίπτωση των Εφεσειουσών 2 και 3 καταδεικνύει την προθυμία τους να ενταχθούν στο Σχέδιο, ενώ η εργοδότρια εταιρεία δεν το είχε απευθύνει προς αυτές.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε έγκυρη και δεσμευτική σύμβαση μεταξύ της κάθε Εφεσείουσας και της εργοδότριας εταιρείας για να αποχωρήσουν οι Εφεσείουσες λαμβάνοντας ως αντιπαροχή τα αναφερόμενα ποσά, ήταν ορθή. Ορθή ήταν και η κατάληξη του ότι, ως εκ τούτου, οι Εφεσείουσες δεν δικαιούνταν σε πληρωμή λόγω πλεονασμού.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον κάθε Εφεσείουσας ξεχωριστά €1.500 έξοδα της έφεσης.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.