ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 50/2017)
21 Φεβρουαρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων
ν.
POP LIFE ELECTRIC SHOPS LTD
Εφεσίβλητης
_________________________
Κ. Καρσού (κα) για Ι. Φράγκος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Θ. Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
_________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, αξίωσε εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας αποζημιώσεις για παράβαση γραπτής σύμβασης ημερ. 1.12.2008 που είχε καταρτισθεί μεταξύ του ιδίου και της εφεσίβλητης. Η σύμβαση αφορούσε σε «εκχώρηση και/ή πώληση και/ή διάθεση και/ή μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος που ο εφεσείων διατηρούσε επί τεμαχίου κρατικής γης». Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο ισόγειο βιομηχανικό κτίριο το οποίο βρίσκεται στη βιομηχανική περιοχή Αραδίππου, της επαρχίας Λάρνακας. Το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα μίσθωσης κρατικής γης, ο εφεσείων απέκτησε, σύμφωνα πάντα με την Έκθεση Απαίτησης, «κατόπιν συμφωνίας με την Κυπριακή Δημοκρατία κατά/ή περί την 14.3.1976 και που ανανεώθηκε από την 1.2.2006».
Η γραπτή σύμβαση ημερ. 1.12.2008, προέβλεπε ως τίμημα πώλησης και/ή διάθεσης και/ή μεταβίβασης του εν λόγω δικαιώματος προς την εφεσίβλητη το ποσό του €1.025.000, το οποίο θα ήταν πληρωτέο ως εξής (α) €100.000 με την υπογραφή της σύμβασης, και (β) το υπόλοιπο ποσό με την μεταβίβαση του δικαιώματος κατά/ή περί την 16.1.2009, νοουμένου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και/ή οι αρμόδιες αρχές θα επέτρεπαν την εκχώρηση και/ή πώληση και/ή μεταβίβαση του δικαιώματος.
Η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα ήταν πως η εφεσίβλητη, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες, αρνήθηκε και/ή παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Έτσι με επιστολή του ημερ. 19.6.2009 προς την εφεσίβλητη, τερμάτισε τη γραπτή σύμβαση και αξίωσε αποζημιώσεις. Ό,τι ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας έφεσης, είναι η αξίωση του εφεσείοντα για αποζημιώσεις συνεπεία της διάρρηξης, για ζημιές τις οποίες καθόρισε σε €345.000, ποσό που κατά τον ίδιο «αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας τιμής πώλησης και της αγοραίας αξίας της περιουσίας κατά την ημερομηνία τερματισμού». Επειδή ο εφεσείων είχε λάβει από την εφεσίβλητη το ποσό των €100.000 ως προκαταβολή, αξίωσε με την αγωγή του το ποσό των €245.000, αφού έκρινε πως ενομιμοποιείτο να κρατήσει έναντι της κατ΄ ισχυρισμόν ζημιάς του, το ποσό της προκαταβολής.
Η εφεσίβλητη με το δικόγραφο της παραδέχθηκε τη σύναψη της σύμβασης και ότι αυτή είχε καταβάλει ως προκαταβολή στον εφεσείοντα το ποσό των €100.000. Ωστόσο, ήταν η θέση της, πως αυτός που ευθυνόταν για τη διάρρηξη της συμφωνίας ήταν ο ίδιος ο εφεσείων, ο οποίος καθυστερούσε να εξασφαλίσει την απαραίτητη έγκριση από τις αρμόδιες αρχές για μεταβίβαση του εμπράγματου δικαιώματος.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά τη θέση του εφεσείοντα ότι αυτός υπέστη οιανδήποτε ζημιά από την ακύρωση της σύμβασης, για να προσθέσει πως οι σχετικοί ισχυρισμοί του «υπενοήθηκαν εκ των υστέρων και σκοπό έχουν να κατακρατήσει την προκαταβολή του ποσού των €100.000». Εν κατακλείδι, η εφεσίβλητη αξίωσε απόρριψη της αγωγής, ενώ με ανταπαίτηση της αξίωσε το ποσό των €100.000 που κατέβαλε ως προκαταβολή, με νόμιμο τόκο.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, κατέθεσαν μάρτυρες, ανάμεσα σε αυτούς και ο εφεσείων, ο οποίος υποστήριξε μεταξύ άλλων, πως «η εκτιμώμενη αξία του εμπράγματου δικαιώματος κατά τον χρόνο διάρρηξης της συμφωνίας, το 2009, ήταν €680.000. Προς τούτο θα κληθεί σχετικός εμπειρογνώμονας για να καταθέσει επί της εκτιμώμενης αξίας. Ως εκ των ανωτέρω έχω υποστεί οικονομικές ζημιές και απώλειες τουλάχιστον εκ €345.000».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία, προέβη σε εύρημα ότι η επίδικη συμφωνία «διαρρήχθηκε και δεν υλοποιήθηκε με υπαιτιότητα της εναγομένης». Αυτό το εύρημα του δεν αμφισβητείται. Ακολούθως εξέτασε το θέμα της κατ΄ ισχυρισμόν ζημιάς. Με αναφορά σε νομολογία, σημείωσε πως κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της ζημιάς, εν προκειμένω ήταν ο χρόνος διάρρηξης της συμφωνίας. Αυτή η προσέγγιση του υποστηρίζεται από νομολογία στην οποία και παρέπεμψε (Καλησπέρα ν. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 867).
Για το θέμα της κατ΄ ισχυρισμόν ζημιάς, είχε θέσει ενώπιον του τη μαρτυρία δύο πραγματογνωμόνων σε θέματα αξιών ακίνητης ιδιοκτησίας. Αυτοί ήταν ο Α. Λοίζου, ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους του εφεσείοντα (Μ.Ε.3) και ο Κ. Ταλαττίνης, ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους της εφεσίβλητης (Μ.Υ.1). Οι δύο αυτοί πραγματογνώμονες είχαν δώσει εντελώς διαφορετική μαρτυρία, τόσο σε σχέση με την αξία του εμπράγματου δικαιώματος κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, όσο και κατά τον χρόνο διάρρηξης αυτής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα που κάλεσε η εφεσίβλητη και απέρριψε τη μαρτυρία αυτού που κλήθηκε από τον εφεσείοντα. Στην απόφαση του παραθέτει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τους λόγους που τον οδήγησαν στην πιο πάνω κατάληξη. Ως εκ τούτου, βρήκε πως ο εφεσείων δεν υπέστη τη ζημιά που είχε δικογραφήσει και προωθήσει, δηλαδή ότι η αξία του εμπράγματου δικαιώματος κατά τον χρόνο διάρρηξης της σύμβασης (που ήταν περίπου έξι μήνες μετά τη σύναψη της) μειώθηκε με αποτέλεσμα αυτός να υποστεί ζημιά ύψους €345.000.
Αφού εξέδωσε απόφαση στην ανταπαίτηση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €100.000, που ήταν το ποσό που αυτή είχε καταβάλει στον εφεσείοντα ως προκαταβολή, στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσο θα έπρεπε να είχε επιδικάσει στον εφεσείοντα ονομαστικές αποζημιώσεις. Και ενώ έκρινε πως θα έπρεπε να επιδικαστούν τέτοιες, στο τέλος της ημέρας δεν εξέδωσε απόφαση προς όφελος του εφεσείοντα, αφού έκρινε ορθό να αφαιρέσει τόκους από την απόφαση που εξέδωσε στην ανταπαίτηση, σημειώνοντας πως το ποσό αυτό «θα λογιστεί ως ονομαστικές ή εύλογη αποζημίωση». Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Η απόφαση μου ότι η διάρρηξη και μη υλοποίηση της συμφωνίας οφειλόταν σε υπαιτιότητα της εναγόμενης, με οδηγούν στο να επιδικάσω στον ενάγοντα ονομαστικές ή εύλογη, θα έλεγα υπό τις περιστάσεις αποζημίωση εφόσον πρόκειται για παράβαση συμβατικής υποχρέωσης, την οποία και αναγνωρίζει η πλευρά της εναγομένης στην αγόρευση της ότι δικαιούται ο ενάγων εάν ήθελε κριθεί η εναγόμενη υπαίτια της παράβασης της σύμβασης. Ως τέτοια, κρίνω, ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης, του χρόνου που διήρκεσε αυτή η αντιδικία, το ποσό που καταβλήθηκε ως προκαταβολή το οποίο με βάση την απόφαση μου θα πρέπει να επιστραφεί στην εναγόμενη, το ύψος του τιμήματος που αφορούσε η συμφωνία, μπορεί να καθοριστεί στο ύψος του νόμιμου τόκου επί του ποσού της προκαταβολής από της ημερομηνίας καταβολής της μέχρι και σήμερα το οποίο διαφορετικά θα εδικαιούτο η εναγόμενη. Επομένως δεν θα επιδικάσω τόκο για το ποσό αυτό αλλά θα λογιστεί ως ονομαστικές ή εύλογη αποζημίωση.»
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Και οι δύο διάδικοι αμφισβητούν, για διαφορετικούς λόγους, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο εκτιμητών, στην οποία είχε προβεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εκτιμητή Α. Λοίζου (Μ.Ε.3), ενώ με τον δεύτερο λόγο έφεσης πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία του εκτιμητή Ταλαττίνη (Μ.Υ.1).
Από την άλλη, η εφεσίβλητη με τέσσερις λόγους αντέφεσης, ζητά διαφοροποίηση της εκδοθείσας απόφασης στην ανταπαίτηση. Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης διατείνεται ότι:
«Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε νόμιμο τόκο στην απόφαση που εξέδοσε στην Ανταπαίτηση προς όφελος της Εναγόμενης - Εφεσίβλητης, για επιστροφή ποσού €100.000, από την ημέρα της καταβολής του ήτοι από 1/12/2008, ή από την ημέρα καταχώρησης της ανταπαίτησης, αποφασίζοντας ότι ο νόμιμος τόκος αποτελεί ονομαστικές αποζημιώσεις ή εύλογη αποζημίωση.»
Aγορεύοντας ενώπιον μας ο κ. Ιωαννίδης περιόρισε τον πιο πάνω λόγο αντέφεσης σε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της ανταπαίτησης, δηλαδή από τις 20.4.2010. Οι λόγοι αντέφεσης 2-4, είναι συναφείς με τον πρώτο, και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να τους παραθέσουμε.
Με δεδομένο ότι δεν αμφισβητείται η ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση στην ανταπαίτηση, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την αντέφεση, η οποία ουσιαστικά προσβάλλει ως εσφαλμένη την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει νόμιμο τόκο στην εν λόγω απόφαση από την ημερομηνία καταχώρισης της ανταπαίτησης.
Όπως πολύ ορθά υπέδειξε ο κ. Ιωαννίδης, ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα, αφαιρώντας τόκους από την απόφαση στην ανταπαίτηση, ουσιαστικά ισοδυναμεί με επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων προς όφελος του εφεσείοντα, τις οποίες ο κ. Ιωαννίδης υπολόγισε στο εξαιρετικά μεγάλο ποσό των €45.000.
Δεν χρειάζεται να προβούμε σε μαθηματικό υπολογισμό για να διαπιστώσουμε αν όντως με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ουσιαστικά επιδικάστηκαν ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €45.000. Εκείνο που διαπιστώνουμε, σε συμφωνία με τους λόγους αντέφεσης, είναι ότι η πιο πάνω μη αναμενόμενη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τον προσήκοντα σεβασμό, υπήρξε εσφαλμένη. Δικαιολογημένα ο εφεσίβλητος παραπονείται. Η απόφαση στην ανταπαίτηση για το ποσό των €100.000, διαφοροποιείται ούτως ώστε αυτή να φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της, δηλαδή από τις 20.4.2010 μέχρι εξόφλησης.
Προχωρούμε να εξετάσουμε τους δύο λόγους έφεσης, οι οποίοι ουσιαστικά προσβάλλουν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα που κάλεσε ο εφεσείων και να κάνει δεκτή τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα που κάλεσε η εφεσίβλητη.
Προκύπτει από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως αυτό γνώριζε πολύ καλά πώς έπρεπε να προσεγγίσει τη μαρτυρία των δύο πραγματογνωμόνων. Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι οι μάρτυρες-πραγματογνώμονες εφοδιάζουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους για να μπορέσει αυτό να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων επί των γεγονότων που αποδεικνύονται με μαρτυρία. Με άλλα λόγια, η τελική απόφαση, όπως λέχθηκε και στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, «εναπόκειται στο Δικαστήριο και όχι στους ειδικούς». Στην εν λόγω απόφαση, λέχθηκαν και τα ακόλουθα σε σχέση με το γεγονός ότι ένα Δικαστήριο προτιμά και αποδέχεται τη μαρτυρία ενός πραγματογνώμονα από τη μαρτυρία άλλου:
«Μια και μιλούμε για τη μαρτυρία των ειδικών κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε εδώ στην αρχή ότι ένα Εφετείο είναι απρόθυμο να επέμβει σε ευρήματα του εκδικάζοντος Δικαστή με τα οποία προτίμησε τη μαρτυρία ενός ειδικού από τον άλλο, παρόλο που η συμπεριφορά του ειδικού μάρτυρα δεν είναι τόσο σημαντική για τους σκοπούς της εκτίμησης της αξιοπιστίας όπως είναι στην υπόθεση ενός μάρτυρα πάνω σε γεγονότα. Οπωσδήποτε όμως ένα Εφετείο θα είναι έτοιμο να παρέμβει αν ο Δικαστής έχει σαφώς σφάλει.»
Ο εφεσείων είχε το βάρος να αποδείξει ότι συνεπεία της διάρρηξης της σύμβασης υπέστη ζημιές. Με άλλα λόγια, είχε το βάρος να αποδείξει ότι έξι περίπου μήνες μετά τη σύναψη της σύμβασης, αυτός υπέστη από τη διάρρηξη αυτής, ζημιά ύψους €345.000,00 ή έστω άλλη μικρότερη, συνεπεία πτώσεως των τιμών στα ακίνητα. Για την απόδειξη της εν λόγω ζημιάς επικαλέστηκε τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα που κάλεσε (Μ.Ε.3), ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε πως η πραγματική αξία του εμπράγματου δικαιώματος δεν ήταν αυτή που συμφώνησαν τα μέρη αλλά μικρότερη και ότι αυτή η πραγματική αξία μειώθηκε, για τους λόγους που παρέθεσε, σε αρκετές χιλιάδες ευρώ, έξι περίπου μήνες μετά τη σύναψη της σύμβασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να προβληματίζεται, και όχι αδικαιολόγητα, γι΄ αυτή την κατ΄ ισχυρισμόν κατακόρυφη πτώση των τιμών, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης. Βεβαίως είναι δυνατόν μία εκδοχή ή ένας ισχυρισμός που προβάλλεται, να ακούγεται μεν εξωπραγματικός ή μη πειστικός, αλλά τελικά να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όπως τέθηκε στη Mustafa v. Kακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165, και το απίθανο είναι δυνατόν να λάβει χώρα, κριτής το Δικαστήριο. Και εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, που ήταν και ο κριτής, όχι μόνο δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα που κάλεσε ο εφεσείων περί κατακόρυφης πτώσης των τιμών, αλλά απεδέχθη τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα που κάλεσε η εφεσίβλητη, ο οποίος υποστήριξε ότι το συμφωνηθέν τίμημα, το οποίο έκρινε δικαιολογημένο, δεν διαφοροποιήθηκε κατά τον χρόνο διάρρηξης της συμφωνίας. Οι λόγοι εκτίθενται στην απόφαση του και δεν θα τους επαναλάβουμε. Θα αρκεστούμε να παραθέσουμε ένα μικρό απόσπασμα από την αιτιολογία που έδωσε:
«θα υιοθετήσω την Έκθεση το κ. Κ. Ταλαττίνη (Τεκμ 23), η οποία στηρίζεται κατά την άποψη μου σε πραγματικά δεδομένα που χαρακτήριζαν τις αξίες ακινήτων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο κ. Κ. Ταλαττίνης στην μαρτυρία του επεξήγησε με λεπτομέρεια τα ακίνητα που έπρεπε ο κ. Α. Λοίζου να λάβει υπόψη, τα οποία όμως δεν έλαβε υπόψη σε αντίθεση με τον ίδιο. Ο κ. Ταλαττίνης (Μ.Υ.1), κατέληξε με βάση την εμπεριστατωμένη ανάλυση που έκανε βασιζόμενος σε αξιόπιστα στοιχεία ότι: «οι τιμές των ακινήτων κατά την επίδικη περίοδο ήταν σταθερές και ουσιαστικά είχε σταματήσει η οποιαδήποτε αύξηση τους και παρέμειναν σταθερές» και επομένως στη βάση των δεικτών τους οποίους ανέλυσε «η αγοραία αξία του εμπράγματου δικαιώματος κατά τον 60/2009, θεωρείται ότι ήταν στα ίδια επίπεδα όπως και κατά την 1.12.2008 όταν έγινε η συμφωνία για εκχώρηση του».
Από την άλλη, ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα που κάλεσε ο εφεσείων, ήταν γιατί «στην έκθεση του και στους εν γένει υπολογισμούς του δεν είχαν συμπεριληφθεί πωλήσεις που έγιναν το 2009». Πράγματι από την εν λόγω Έκθεση, Τεκμήριο 22, προκύπτει ότι οι συγκριτικές πωλήσεις γης, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από τον εν λόγω πραγματογνώμονα, έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 2006-2008.
Τέλος θα πρέπει να σημειώσουμε πως κατά την ακρόαση της αγωγής, έγινε αρκετός λόγος σε σχέση με το κατά πόσο ο εκτιμητής της εφεσίβλητης ορθά έλαβε υπόψη του το ύψος του συμφωνηθέντος τιμήματος, εν αντιθέσει με τον εκτιμητή του εφεσείοντα, ο οποίος δεν φαίνεται να το έλαβε υπόψη, με αποτέλεσμα να το καθορίσει, για σκοπούς υπολογισμού των ζημιών, σε αρκετές χιλιάδες ευρώ πιο κάτω από το συμφωνηθέν. Με άλλα λόγια, η θέση του εφεσείοντα, μέσω του εκτιμητή που κάλεσε, ήταν ότι τον Δεκέμβριο του 2008 πώλησε στην εφεσίβλητη το εμπράγματο δικαίωμα όχι στην πραγματική του αξία, αλλά κατά κάποιες χιλιάδες ευρώ πάνω από την πραγματική του αξία. Για να προσθέσει, πως λίγους μήνες μετά, και συγκεκριμένα περίπου έξι, η πραγματική αξία του εμπράγματου δικαιώματος ήταν μόλις €680.000, με αποτέλεσμα να αξιώνει τη διαφορά.
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, βρίσκουμε ότι ο εκτιμητής της εφεσίβλητης έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δεν έπρεπε να είχε αγνοηθεί το συμφωνηθέν τίμημα. Όπως ανέφερε, η σύμβαση είχε συναφθεί μεταξύ δύο επιχειρηματιών, οι οποίοι εδραστηριοποιούντο στο χώρο των υπεραγορών. Η δε σύμβαση δεν ήταν άσχετη με τις εν λόγω δραστηριότητες τους. Με άλλα λόγια, οι συμβαλλόμενοι δεν ήταν τυχαία πρόσωπα, τα οποία αποφάσισαν να συμβληθούν στα τυφλά. Δικαιολογημένα λοιπόν ο εκτιμητής της εφεσίβλητης είχε αναφέρει πως «υπό συνθήκες κανονικές δεν υπάρχει λόγος να επιλέξουν διαφορετική τιμή εκτός αν θα το κάνουν για λόγους φορολογικούς». Ουδέποτε βεβαίως ήταν η θέση των συμβαλλομένων κατά την ακροαματική διαδικασία ότι το συμφωνηθέν τίμημα ήταν εικονικό ή ότι αυτό καθορίστηκε στο συγκεκριμένο ποσό για αλλότριους σκοπούς. Ούτε βεβαίως υπήρξε ισχυρισμός για οιανδήποτε πίεση ή εξαναγκασμό ή ανάγκη, όπως ορθά σημείωσε και ο εκτιμητής της εφεσίβλητης, που επηρέασε το ύψος του συμφωνηθέντος τιμήματος. Για να προσθέσει, όχι αδικαιολόγητα, πως είναι δυνατόν να υπάρχει «μια μικρή διαφορά, ποσοστό πάνω από 0-5% πάντα αυτό γίνεται», καταλήγοντας ότι «με βάση τις πωλήσεις που υπήρχαν εκεί και την ζήτηση που υπήρχε καθ΄ όλο το 2009, ναι η πράξη αυτή που έγινε κατά την 1/12/08 θεωρούμε ότι είναι ορθή μέσα στο πλαίσιο της αγοράς γι΄ αυτό είπαμε ότι άρα θεωρούμε ότι είναι σωστή».
Εν κατακλείδι, αφού έχουμε μελετήσει το περιεχόμενο της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων, υπό το φως και των όσων προβάλλονται στους λόγους έφεσης και στα περιγράμματα, δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία τους. Η προσέγγιση και τα ευρήματα του, κρίνονται εύλογα και συνεπώς δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας. Έπεται ότι ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των δύο πραγματογνωμόνων. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχαν αποδειχθεί ζημιές, επικυρώνεται ως ορθή. Και οι δύο λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.
Η εφεσίβλητη ούτε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά ούτε και ενώπιον μας, αμφισβήτησε ότι ο εφεσείων δικαιούται σε ονομαστικές αποζημιώσεις (Μαρούλλα Π. Παπακόκκινου & άλλες ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, Μούρτζινος ν. Πλοίου «Galaxias» κ.ά. (1997) 1(Α) 80, 148, Μεταλλικά Η. Μιχαηλίδης Λτδ ν. G. & C Exhaust Syst. Ltd (2001) 1(A) 500 και Surebuild Constr. Ltd v. Παπακόκκινου (Αρ. 2) (2008) 1(Α) 550). Για ό,τι αξίζει, να σημειώσουμε πως εν προκειμένω δεν ετίθετο θέμα επιδίκασης τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων (Ξενοφώντος ν. Rajab (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2605, 2629).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καθορίσει τις ονομαστικές αποζημιώσεις σε συγκεκριμένο ποσό και ακολούθως να εξέδιδε απόφαση για το εν λόγω ποσό προς όφελος του εφεσείοντα. Δεν το έπραξε, κάτι που θα πράξουμε εμείς. Επιδικάζουμε προς όφελος του και εναντίον της εφεσίβλητης το ποσό των €100, ως ονομαστικές αποζημιώσεις.
Εν κατακλείδι, εκδίδεται απόφαση προς όφελος του εφεσείοντα ως πιο πάνω, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής μέχρι εξόφλησης. Η εκδοθείσα στην ανταπαίτηση απόφαση διαφοροποιείται ως πιο πάνω.
Η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται. Η αντέφεση κρίνεται βάσιμη και γίνεται δεκτή.
Επιδικάζουμε υπέρ της εφεσίβλητης, η οποία ουσιαστικά εδικαιώθη ενώπιον μας, και εναντίον του εφεσείοντα, €4.500 έξοδα έφεσης και αντέφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει. Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα, δεν προσβάλλεται και ως εκ τούτου παραμένει ως έχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου