ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 335/2016)

 

 

 20 Φεβρουαρίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΧΕΝΡΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ,

 

 

 

Εφεσείων/Ενάγων,

 

ν.

 

 

 

 

ΙΩΑΝΝΗ ΜΙΧΑΗΛ,

 

 

 

 

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

 

 

______________________________________________________________

 

   

Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Κυριακίδης με Χρ. Ραουνά για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

______________________________________________________________

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

______________________________________________________________

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 27/11/2009 επεσυνέβη τροχαίο ατύχημα στη συμβολή της Λεωφόρου Φανερωμένης με τη Λεωφόρο Θεσσαλονίκης στη Λάρνακα, με ενεχόμενα οχήματα το μοτοποδήλατο με αρ. εγγραφής [ ], το οποίο οδηγούσε ο Εφεσείων/Ενάγων και το διπλοκάμπινο όχημα με αρ. εγγραφής [ ], που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος/Εναγόμενος. Αυτό έγινε όταν ο Εφεσίβλητος, ο οποίος κινείτο στην εξ αντιθέτου κατεύθυνση ακολουθώντας προπορευόμενο όχημα στην πορεία του, επιχείρησε στροφή στα δεξιά συμφώνως της πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, αποκόπτοντας, με αυτό τον τρόπο, την πορεία του Εφεσείοντα με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν. Συνεπεία της σύγκρουσης ο Εφεσείων τραυματίστηκε και υπέστη σωματικές βλάβες. Καταχώρησε αγωγή με την οποία αξίωνε από τον Εφεσίβλητο αποζημιώσεις, γενικές και ειδικές.

 

Κατά τη διεξαχθείσα ακροαματική διαδικασία προσκομίσθηκε μαρτυρία εκ μέρους του Εφεσείοντα τόσο για τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος όσο και για τις απώλειες, σωματικές βλάβες και ζημιές του. Κατέθεσαν για την πλευρά του Εφεσείοντα τρεις μάρτυρες, ο Αστυνομικός εξεταστής του ατυχήματος (Μ.Ε.1), ο ίδιος ο Εφεσείων (Μ.Ε.2) και ο ορθοπεδικός ιατρός               Δρ. Ι. Καλούδης (Μ.Ε.3), ενώ από πλευράς Εφεσίβλητου ο χειρούργος ορθοπεδικός και τραυματιολόγος Δρ. Η. Γεωργίου (Μ.Υ.1).

 

Σε ό,τι αφορά την ευθύνη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος ευθύνετο στη βάση του ότι «πριν επιχειρήσει στροφή στα δεξιά του και είσοδο του στην αντίθετη πορεία, όφειλε να είχε ελέγξει κατά πόσο ερχόταν όχημα από την αντίθετη κατεύθυνση και μόνο αν διαπίστωνε ασφαλής να επιχειρήσει στροφή στα δεξιά. Αποτέλεσμα αυτής της παράλειψης του ήταν να αποκόψει την πορεία του οχήματος του ενάγοντος ο οποίος δεν είχε περιθώρια αντίδρασης ευρισκόμενος στα 1 - 2 μέτρα όταν είχε αντιληφθεί το όχημα του εναγόμενου να στρίβει δεξιά παρά να στρίψει και αυτός απότομα αριστερά για να τον αποφύγει, χωρίς όμως αποτέλεσμα,                  εξ ου και οι ζημιές στα ενεχόμενα οχήματα και οι τραυματισμοί στο δεξί πόδι και των δύο επιβαινόντων του μοτοποδηλάτου». Όπως, επίσης, σημείωσε «του οχήματος του εναγόμενου προπορευόταν άλλο όχημα και έτσι πριν αποφασίσει την στροφή δεξιά στη συμβολή των δύο Λεωφόρων θα έπρεπε να αναμένει να καθαρίσει ο δρόμος από το μπροστινό του όχημα έτσι ώστε να έχει πλήρη ορατότητα και στις δύο εξ αντιθέτου λωρίδες κυκλοφορίας».

 

Καταλόγισε δε στον Εφεσείοντα συντρέχουσα αμέλεια 30% στη βάση του ότι αυτός δεν είχε προσέξει καν την ύπαρξη του οχήματος του Εφεσίβλητου που ακολουθούσε κάποιο άλλο όχημα για το λόγο ότι «δεν κρατούσε την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, όπως και όφειλε, αλλά έβαινε εντός της δεξιάς λωρίδας ως προς τη πορεία του».

 

Αναφορικά με τις αποζημιώσεις, πέραν του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων που είχε συμφωνηθεί, επιδίκασε επιπλέον ποσό. Σε σχέση με τις γενικές αποζημιώσεις επιδίκασε το ποσό των €30.000 για τον πόνο, την ταλαιπωρία και τον τραυματισμό του Εφεσείοντα, ενώ απέρριψε την αξίωση του για απώλεια μελλοντικών απολαβών.

 

Με την παρούσα Έφεση αμφισβητείται ο καταμερισμός της ευθύνης με τον καταλογισμό στον Εφεσείοντα ποσοστού 30% συντρέχουσας αμέλειας                    (1ος Λόγος Έφεσης), η μη επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού για απώλεια μελλοντικών απολαβών και/ή για μείωση εισοδηματικής ικανότητας (3ος Λόγος Έφεσης), ενώ προσβάλλεται ως καταφανώς ανεπαρκές το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων (2ος Λόγος Έφεσης). Τέλος ο Εφεσείων διατείνεται ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τους κανόνες αξιολόγησης της μαρτυρίας, παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία των μαρτύρων και ιδιαίτερα του Εφεσείοντα (4ος Λόγος Έφεσης).

 

Ξεκινώντας από τον 4ο Λόγο Έφεσης, ό,τι προβάλλεται προς υποστήριξη του από πλευράς Εφεσείοντα είναι πως, παρά την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 24 της Απόφασης του ότι θα προχωρούσε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, στην πραγματικότητα τέτοια αξιολόγηση του Εφεσείοντα δεν έγινε.

 

Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος, αφού αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Αστυνομικού εξεταστή (Μ.Ε.1) επισημαίνοντας ότι αυτή δεν είχε τύχει αντεξέτασης και ότι, συνεπώς, είχε παραμείνει αναντίλεκτη, προχώρησε και εξέτασε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Ο ενάγων οδηγούσε στη δεξιά λωρίδα της πορείας του. Στην κατάθεση του στην αστυνομία (Τεκμ. 5), ο ενάγων δεν δίδει καμιά εξήγηση γιατί οδηγούσε σε εκείνο το σημείο εφόσον όπως λέγει στην ίδια του την κατάθεση: «Σε κάποιο σημείο του δρόμου κοντά στο εστιατόριο ¨Αθώα Γεύματα¨ και ενώ κινούμουν στην δεξιά λωρίδα από τις δύο, στα αριστερά μου και μπροστά μου δεν υπήρχαν οχήματα, εξ αντιθέτου μου ερχόταν ένα μαύρο αυτοκίνητο με χαμηλή ταχύτητα, ξαφνικά όταν το πλησίασα από πίσω του βγήκε να στρίψει δεξιά ένα άσπρο διπλοκάμπινο, εγώ αμέσως κινήθηκα αριστερά, όμως δεν απέφυγα το αυτοκίνητο, που ήρθε και μου χτύπησε στη δεξιά πλευρά. Τόσο εγώ όσο και ο Χρήστος εκτιναχθήκαμε προς τα αριστερά και καταλήξαμε κοντά στο πεζοδρόμιο.»  ούτε και στον εξεταστή του δυστυχήματος Αστ. Μ. Καβαλιέρο (Μ.Ε.1) ανέφερε περί ύπαρξης σταθμευμένων οχημάτων στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας ως προς την πορεία του. Ούτε και απαίτησε  να σημειωθούν στο σχεδιαγράφημα που ετοιμάστηκε από τον Μ.Ε. 1 και με το οποίο συμφώνησε όταν του υποδείχθηκε από τον κ. Μ. Καβαλιέρο, τυχόν σταθμευμένα οχήματα στην αριστερή λωρίδα τα οποία δεν του επέτρεπαν να χρησιμοποιεί αυτή τη λωρίδα κυκλοφορίας. Για πρώτη φορά αναφορά σε αυτό το γεγονός κάνει ενώπιον του Δικαστηρίου. Η αναφορά του όμως χαρακτηριζόταν και πάλι από αοριστία. Δεν ανέφερε που βρίσκονταν αυτά τα σταθμευμένα οχήματα, πόσο πλάτος της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας καταλάμβαναν έτσι που να ήταν αποτρεπτικό γι΄αυτόν να χρησιμοποιεί το εναπομείναν μέρος της. Η αναφορά του ότι βρίσκονταν έξω από το φαρμακείο το οποίο όμως του υποβλήθηκε από τον δικηγόρο του εναγόμενου τον κ. Μ. Κυριακίδη, που τον αντεξέτασε, ότι βρίσκεται πολύ πιο μακριά από την επίδικη διασταύρωση χωρίς να αντικρούει αυτή τη θέση παρέμεινε ατεκμηρίωτη.»

 

 

Είναι σαφές από το πιο πάνω απόσπασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τη μαρτυρία που ο Εφεσείων προσέφερε, προχώρησε, μέσω της  διενέργειας αξιολογικών κρίσεων επ' αυτής, στην καταγραφή των λόγων για τους οποίους δεν αποδέχτηκε, κάποια συγκεκριμένα σημεία από τη μαρτυρία του.

 

Συνεπώς ο 4ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Αντικείμενο του 1ου Λόγου Έφεσης είναι ο επιμερισμός της ευθύνης και ο καταλογισμός στον Εφεσείοντα ποσοστού συντρέχουσας αμέλειας.

 

Προτού αναφερθούμε στα όσα η πλευρά του Εφεσείοντα προέβαλε σε σχέση με το θέμα του καταμερισμού ευθύνης, κρίνουμε σκόπιμο να υπομνήσουμε ότι, όπως είναι πάγια νομολογημένο, ο καταμερισμός της ευθύνης έχει βάση την εκτίμηση της αντίστοιχης υπαιτιότητας (blameworthiness) των διαδίκων και την αιτιώδη συνάφεια των πράξεων τους με το αποτέλεσμα τους (causative potency). Το θέμα εξετάζεται με μια ευρεία προοπτική που βρίσκεται στη λογική και τον κοινό νου (βλ. Charalambous a.o. v. Kassapis a.o. (1988) 1 C.L.R. 25). Η εκτίμηση υπαιτιότητας δεν επιδέχεται ακριβή υπολογισμό. Τα απαιτούμενα επίπεδα είναι εκείνα του λογικού, συνετού ανθρώπου, πιστωμένου με τη γνώση που αποκτάται από εμπειρίες και τη λογική. Η εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας επιδέχεται όμως πιο ακριβή υπολογισμό (βλ. Polycarpou a.o. v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζονται οι συνθήκες και τα γεγονότα που περιβάλλουν το ατύχημα και ο καταμερισμός να γίνεται με βάση την κοινή λογική (βλ. Ioannou v. Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107). Τονίζεται, επίσης, ότι ο καταμερισμός ευθύνης είναι κατ' εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι λειτουργεί κάτω από σωστή νομική καθοδήγηση (βλ. Metalco (Heaters) v. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 211). Το Εφετείο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης και τούτο όπου υπάρχει κάποιο λάθος αρχής ή όπου ο καταμερισμός είναι καταφανώς εσφαλμένος.

 

Αποτέλεσε θέση του Εφεσείοντα ότι τα δεδομένα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε καμία περίπτωση δικαιολογούσαν τον καταμερισμό ευθύνης για το ατύχημα όπως το Δικαστήριο αποφάσισε, τονίζοντας συγχρόνως ότι για το επίδικο ατύχημα την απόλυτη ευθύνη έφερε ο Εφεσίβλητος.

 

Στο πλαίσιο της αιτιολογίας που υποστηρίζει τον 1ο Λόγο Έφεσης και  βασιζόμενος ο Εφεσείων σε ορισμένα από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επεδίωξε να καταδείξει εσφαλμένο καταμερισμό της ευθύνης. Ειδικότερα επεσήμανε ότι ο Εφεσίβλητος, ενώ ευρίσκετο πίσω από άλλο όχημα  και χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία του Εφεσείοντα, έστριψε δεξιά, αποκόπτοντας την πορεία του Εφεσείοντα, ενώ ο τελευταίος ευρίσκετο                    1-2 μέτρα μακριά και δεν μπορούσε να αντιδράσει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού καταλήξει να επιμερίσει την ευθύνη και να καταλογίσει στον Εφεσείοντα ποσοστό 30% συντρέχουσας αμέλειας και στο πλαίσιο εξέτασης του κατά πόσο ο Εφεσείων όφειλε να είχε προβλέψει την πρόθεση του Εφεσίβλητου να στρίψει δεξιά ως προς την πορεία του, ανέφερε τα εξής:

 

«Είναι γεγονός ότι ο ενάγων δεν είχε προσέξει καν την ύπαρξη του οχήματος του εναγόμενου το οποίο ακολουθούσε κάποιο άλλο ¨μαύρο όχημα¨, ο λόγος δε που δεν το είχε προσέξει ήταν ότι δεν κρατούσε την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, όπως και όφειλε, αλλά έβαινε εντός της δεξιάς λωρίδας ως προς τη πορεία του,.»

 

 

Δεν είναι σαφές από το σκεπτικό της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αν το ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας που αποδόθηκε στον Εφεσείοντα βασίστηκε στο γεγονός ότι πριν το επίδικο ατύχημα αυτός κινείτο στη δεξιά και όχι στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της πορείας του. Αν αυτό πράγματι αποτέλεσε παράγοντα που ώθησε το Δικαστήριο να καταλογίσει στον Εφεσείοντα συντρέχουσα αμέλεια είναι σφάλμα. Το γεγονός ότι ο Εφεσείων, σε ένα δρόμο όπου υπήρχαν τέσσερις λωρίδες, δύο σε κάθε κατεύθυνση, κινείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της πορείας του, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για απόδοση συντρέχουσας αμέλειας.

 

Έπειτα, με βάση τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί, δεν διαπιστώνεται να υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη δυνατότητα του Εφεσείοντα, αν κινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της πορείας του, να προσέξει την ύπαρξη του οχήματος του Εφεσίβλητου. Ούτε, βεβαίως, υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε υπόβαθρο που να αποδεικνύει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να αντιδράσει διαφορετικά. Εν πάση περιπτώσει, δεν συνιστά αμέλεια η παράλειψη του Εφεσείοντα να αντιληφθεί τον Εφεσίβλητο από μεγαλύτερη απόσταση καθ' ον χρόνο ο Εφεσίβλητος ευρίσκετο στην αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου ακολουθώντας προπορευόμενο του όχημα, γιατί η παρουσία του εκεί δεν απεκάλυπτε οποιοδήποτε προβλεπτό κίνδυνο. Επισημαίνουμε, εν προκειμένω, τη γνωστή αρχή ότι ένας ενάγων δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να είναι αμελές για απόδοση σε βάρος του οποιουδήποτε ποσοστού συντρέχουσας αμέλειας.

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση A. Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Σ. Παπαλεοντίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2011, ημερ. 15/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A177:

 

«Η συντρέχουσα αμέλεια που έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Η εναπόθεση συντρέχουσας αμέλειας αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας. Έχει σημασία η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος. (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 ΑΑΔ 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 ΑΑΔ 629). Το Εφετείο δύναται να επέμβει στον καταμερισμό ευθύνης όπου διαφαίνεται ότι ο καταμερισμός ήταν εμφανώς λανθασμένος. Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων έναντι των εναγομένων, αλλά στο καθήκον περί αυτοπροστασίας, με βάρος απόδειξης που φέρει ο εναγόμενος (Charlesworth & Berry on Negligence 7η έκδ. σελ. 146-147 παρ. 3-11 και Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ. ν. Sharif (2012) 1 ΑΑΔ 28).»

 

 

Ως γνωστό, το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών (Νικολαΐδης κ.ά. ν. Κλεοβούλου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ, 422, 428, Ουλούπη ν. Χρίστου κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ., 1508 και Χρίστου ν. Χρίστου κ.ά. (2015) 1(Β) Α.Α.Δ., 1536).  

 

Εν πάση δε περιπτώσει, το εύρημα το Δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος ήταν το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος ευρισκόμενος πίσω από προπορευόμενο του όχημα επιχείρησε στροφή στα δεξιά του χωρίς προηγουμένως να ελέγξει κατά πόσο ερχόταν όχημα από την αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να αποκόψει την πορεία του Εφεσείοντα ο οποίος, ευρισκόμενος στα 1-2 μέτρα απόσταση όταν αντιλήφθηκε το όχημα του Εφεσίβλητου να στρίβει δεξιά, δεν είχε περιθώρια αντίδρασης.  Ως εκ τούτου, η σύγκρουση στην υπό συζήτηση περίπτωση έγινε στη λωρίδα κυκλοφορίας του Εφεσείοντα, ενώ αυτός κινείτο κανονικά στην πορεία του και με ταχύτητα εντός του προβλεπόμενου ορίου, μετά την απρόσμενη και ξαφνική ενέργεια του Εφεσίβλητου, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια αντίδρασης εκ μέρους του Εφεσείοντα. Υπό αυτά τα δεδομένα καταλήγουμε ότι δεν ετίθετο θέμα συντρέχουσας αμέλειας του Εφεσείοντα και την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα έφερε ο Εφεσίβλητος.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο 1ος Λόγος Έφεσης κρίνεται βάσιμος και, συνεπώς, επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κατάληξη περί συντρέχουσας αμέλειας του Εφεσείοντα παραμερίζεται.

 

Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ως καταφανώς ανεπαρκές το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων.

 

Σε σχέση με τα τραύματα του Εφεσείοντα και τα κατάλοιπα τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του τόσο τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία, όσο και εκείνη η οποία προέκυψε κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, καθώς και της ιατρικής μαρτυρίας που προσκομίσθηκε εκατέρωθεν, διατύπωσε τα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Συνοψίζοντας τα πιο πάνω προκύπτει από αναμφισβήτητη μαρτυρία ότι ο ενάγων υπέστη κάταγμα στη μεσότητα του δεξιού μηριαίου, το οποίο αντιμετωπίστηκε χειρουργικά. Η πρώτη επέμβαση στην οποία υπεβλήθη ο ενάγων ήταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας και ήταν πλήρως επιτυχής, καθώς δεν υπήρξε καμία μετατραυματική ή μετεγχειρητική επιπλοκή. Από τον Ιούνιο του 2010, αναφέρεται στο πιστοποιητικό του Δρος Γ. Κοκκινόφτα (Τεκμ.11), ότι ο ενάγων περπατούσε χωρίς πόνο και χωρίς βοήθημα, κάτι που επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο ενάγων κατά τη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου. Υποβλήθηκε στη συνέχεια από τον ιδιώτη ιατρό Δρα Ι. Καλούδη σε αρθροσκοπική αρθρόλυση του γόνατος με σκοπό τη βελτίωση της κάμψης, της οποίας η επιτυχία ήταν μερική, καθώς η κάμψη του γόνατος βελτιώθηκε μόνο κατά 10 μοίρες, και 2η επέμβαση για ομαλοποίηση της ασβέστωσης και αφαίρεσης των μεταλλικών προσθετικών. Μοναδικό κατάλοιπο μετά τις πιο πάνω επεμβάσεις παρέμεινε η έλλειψη της κάμψης του γόνατος κατά 10 μοίρες. Δεν προκύπτει οποιαδήποτε άλλη δυσλειτουργία στο γόνατο ή στο μηριαίο οστούν το οποίο να δικαιολογεί την ισχυριζόμενη από τον ίδιο σημερινή ταλαιπωρία του. Ο ίδιος ο ενάγων, ανέφερε ότι πηγαίνει με τα πόδια στο πανεπιστήμιο περπατά 25 λεπτά προς τούτο, επισκέπτεται γυμναστήριο 3 - 4 φορές την εβδομάδα, αθλείται και κολυμπά, χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα. Υπάρχει δε σαφής η θέση του Δρος Η. Γεωργίου, την οποία συμμερίστηκε τελικά και ο Δρ Ι. Καλούδης, ότι ο ενάγων είναι σε θέση να ασχολείται με το Ταε Κβο Ντο με την επιφύλαξη σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Οι ανέσεις και απολαύσεις δηλαδή του ενάγοντα δεν έχουν επηρεαστεί από τον τραυματισμό του μετά την επούλωση του κατάγματος από το 2010, ούτε μπορεί να θεωρηθεί μερικώς ανάπηρος όπως ο Δρ Ι. Καλούδης ισχυρίζεται στο Τεκμ. 12.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έκρινε ότι, το ποσό των €30.000 θα αποτελούσε εύλογη για τον ίδιο αποζημίωση, υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων.

 

Αποτέλεσε εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντα, με παραπομπή και σε αριθμό υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι δικαιολογείται η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την επιδίκαση υψηλότερου ποσού γενικών αποζημιώσεων. Κατά τη θέση της ένα ποσό της τάξης των €60.000 θα ήταν, υπό τις περιστάσεις, δίκαιη αποζημίωση.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, από την άλλη, αφού επεσήμανε ότι ο Εφεσείων δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε λειτουργικό κατάλοιπο, γεγονός το οποίο, όπως σημείωσε, επιβεβαιώνεται από το ότι επισκέπτεται το γυμναστήριο 3-4 φορές τη βδομάδα, αθλείται και κολυμπά χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα, υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επιδίκασε το ποσό των €30.000 ως γενικές αποζημιώσεις. Έκανε, επίσης, αναφορά στις αποφάσεις που παρέπεμψε η πλευρά του Εφεσείοντα, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί από αυτές να αντληθεί καθοδήγηση αφού αφορούσαν σε πιο σοβαρούς τραυματισμούς και σε μεγαλύτερους χρόνους αποθεραπείας.

 

Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί στη νομολογία, ο υπολογισμός των αποζημιώσεων συνιστά πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός στην περίπτωση όπου πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στη βάση λανθασμένων νομικών αρχών ή το ποσό των αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό ή έκδηλα ανεπαρκές, ούτως ώστε να καθίσταται εντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων, στις οποίες δικαιούται ο Ενάγων (βλ. Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45, Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 και Ζένιου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 356/2012, ημερ. 7/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A482). Το Εφετείο δεν επεμβαίνει ούτε και στην περίπτωση διαφωνίας του ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάσθηκε κρίνοντας τούτο ως πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. Constantinou v. Evlambiou (1982) 1 C.L.R. 824 και Αποστολίδης ν. Ζουλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1695). Δεν είναι αρκετό να υπάρχει διαφορά γνώμης ή εκτίμησης. Για να επέμβει το Εφετείο η πλάστιγγα θα πρέπει να κλίνει βαριά κατά του ποσού που αμφισβητείται, είτε λόγω υπερβολής, είτε λόγω ανεπάρκειας.

 

Όπως το ζήτημα τέθηκε από το Λόρδο Wright στην υπόθεση Davies v. Powell Duffryn Associated Collieries Ltd [1942] 1 All E.R. 657 (η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία και σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου): 

 

". an appellate Court is always reluctant to interfere with a finding of the trial Judge on any question of fact, but it is particularly reluctant to interfere with a finding on damages (which) differs from an ordinary finding of fact in that it is generally much more a matter of speculation and estimate. In effect, the Court, before it interferes with an award of damages, should be satisfied that the Judge has acted upon a wrong principle of law, or has misapprehended the facts, or has for these or other reasons made a wholly erroneous estimate of the damage suffered. It is not enough that there is a balance of opinion or preference. The scale must go down heavily against the figure attached if the appellate Court is to interfere, whether on the ground of excess or insufficiency."

 

Οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό των γενικών αποζημιώσεων έχουν κατ' επανάληψη διατυπωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη για την απώλεια και τη ζημιά του διάδικου που τραυματίστηκε, χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα (βλ. Ζένιου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Το δε ποσό που επιδικάζεται πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτό. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789:

 

 «Consequently, social ethos at the material time is invariably a consideration relevant to our task particularly with regard to non-pecuniary loss. Pecuniary loss being more amenable to mathematical calculation is less dependent on social norms. The object of the exercise is to arrive at a figure, at the end of the process, that is fair and reasonable in the circumstances of the case.»

 

Στις αποφάσεις των Δικαστηρίων από καιρό τώρα επισημαίνεται η αυξημένη ευαισθησία τους για τον ανθρώπινο πόνο και τη σωματική ταλαιπωρία. Η ευαισθησία αυτή εκδηλώνεται ανάλογα στον υπολογισμό του ύψους των αποζημιώσεων (βλ. Αντωνίου ν. Serendipity Ltd (1991) 1 A.A.Δ. 335).

 

Δεν είναι άνευ σημασίας να επισημανθεί ότι προηγούμενες αποφάσεις αναφορικά με αποζημιώσεις αποτελούν καθοδήγηση, αλλά δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της, ιδιαίτερα περιστατικά (βλ. Ερωτοκρίτου κ.ά. ν. Καραολή (1998) 1 Α.Α.Δ. 445 και Olympic Building and Metal Construction Limited ν. Παναγιώτη Παπαϊωάννου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ 1958).

 

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικότητες, όπως μπορούν να εξακριβωθούν με γνώμονα και την αγοραστική αξία του χρήματος κατά το χρόνο της επιδίκασης των αποζημιώσεων, ως αυτοτελή παράγοντα αλλά και ως συγκριτικό όταν ανατρέχουμε σε υποθέσεις του παρελθόντος, στο βαθμό που αυτές θα μπορούσε να είναι βοηθητικές (βλ. Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727 και Fysco Constructing Co. Ltd. v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014).

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία.

 

Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού υπολογίσει το ποσό των γενικών αποζημιώσεων έλαβε υπόψη του όλους τους σχετικούς παράγοντες της υπό κρίση περίπτωσης. Ανάμεσα σε αυτά ήταν οι σωματικές βλάβες του Εφεσείοντα, ο πόνος και η ταλαιπωρία που υπέστη, καθώς και το γεγονός ότι οι ουλές από τον τραυματισμό του στο μηρό είναι εμφανείς. Δεν παρέλειψε δε να επισημάνει ότι, με βάση τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, ο τραυματισμός του είχε επουλωθεί πλήρως και ότι δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε λειτουργικό κατάλοιπο πέραν της μείωσης της κάμψης του δεξιού γόνατος κατά 10 μοίρες, καθώς και το γεγονός ότι ήταν σε θέση να γυμνάζεται και να ασχολείται με αθλητισμό, με αποτέλεσμα οι ανέσεις και απολαύσεις του να μην έχουν επηρεαστεί από τον τραυματισμό του μετά την επούλωση του κατάγματος.

 

Λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων και των στοιχείων που έχουμε προσδιορίσει ανωτέρω, θεωρούμε ότι το επιδικασθέν ποσό των €30.000, συνιστά δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τις κακώσεις, τον πόνο και ταλαιπωρία που ο Εφεσίβλητος υπέστη. Σε καμιά περίπτωση, το επιδικασθέν ποσό δεν μπορεί να κριθεί ως έκδηλα ανεπαρκές.

 

Ως εκ τούτου ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον 3ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται για τη μη επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού για απώλεια μελλοντικών απολαβών και/ή για μείωση εισοδηματικής ικανότητας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις δυνατότητες του Εφεσείοντα να ασκήσει το επάγγελμα του καθηγητή Tαε Κβο Ντο και, αφού αξιολόγησε την προσφερθείσα επί του ζητήματος αυτού μαρτυρία, απέρριψε την αξίωση του για απώλεια μελλοντικού εισοδήματος από τη διδασκαλία του αθλήματος αυτού στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Τόσο ο Δρ Ι. Καλούδης όσο και ο Δρ Η. Γεωργίου που τον εξέτασε σε μεταγενέστερο χρόνο γνωμάτευσαν ότι θα μπορούσε να ασκείται σε αυτό το άθλημα έστω και όχι σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Όμως εδώ παρεμβάλλω ότι ο ενάγων από τα έτη 2007 και 2008 όπως και κατά το 2009 μέχρι και το επίδικο δυστύχημα στις 27.11.2009 δεν είχε συμμετάσχει σε αγώνες πότε για τον ένα λόγο και πότε για τον άλλο. Ούτε προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι συνέχιζε μέχρι και του δυστυχήματος να προπονείται σε αυτό το άθλημα. Επομένως δεν μπορώ με αυτή τη μαρτυρία να αποφανθώ ότι ο ενάγων είχε προοπτικές απόκτησης των προσόντων που θα του επέτρεπαν την διδασκαλία του αθλήματος αυτού. Οι αποζημιώσεις που αξιώνει για απώλεια απολαβών από διδασκαλία στο μέλλον του αθλήματος Ταε Κβο Ντο, δεν έχουν αποδειχθεί και απορρίπτονται. Πέραν των πιο πάνω σε σχέση με τις προοπτικές να συνεχίσει το άθλημα Ταε Κβο Ντο και να πάρει και τα υπόλοιπα δύο Dan έτσι που να μπορεί να διδάξει αυτό το άθλημα, όπως ο ίδιος ανέφερε, παρατηρώ ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για αυτά τα θέματα.. Μπορεί να ήταν πράγματι στις επιδιώξεις του, μια τέτοια εξέλιξη όμως όπως ο ίδιος παραδέχθηκε θα ήταν μια δεύτερη δουλειά για ενίσχυση του εισοδήματος του εφόσον θα συνέχιζε με σπουδές του πέραν του αθλήματος αυτού. Επομένως δεν δόθηκε μαρτυρία σε σχέση με τη δυνατότητα του ενάγοντος να διδάξει το άθλημα του Ταε Κβο Ντο, δεν υπάρχει οτιδήποτε το απτό, ούτε και το πόσο κερδοφόρο είναι ή πόσο εισόδημα μπορεί να αφήνει σε έναν που το ασκεί ως δεύτερη δουλειά... κατά τον χρόνο του δυστυχήματος όμως δεν είχε καν τα προσόντα για να διδάξει αυτό το άθλημα αλλά και η μαρτυρία κατέδειξε ότι για διάφορους λόγους φαίνεται ότι είχε εγκαταλείψει αυτό το άθλημα τουλάχιστον σε επίπεδο πρωταθλητισμού εφόσον δεν συμμετείχε σε αγώνες κάποια χρόνια πριν το δυστύχημα.. Σημειώνω ότι ο ενάγων από το 2ο έτος των σπουδών του εργάζεται και συντηρείται από μόνος του χωρίς τη βοήθεια της μητέρας του και μετά την αποφοίτηση του από το πανεπιστήμιο εργοδοτήθηκε εκεί και λαμβάνει ένα καλό μισθό. Επομένως υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δεν μπορεί να έχει αξίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Με βάση όλα τα πιο πάνω και σε συνάρτηση με την προσαχθείσα μαρτυρία, όπως αυτή αναδύεται από τα πρακτικά, δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος και στην κατάληξη του να μην επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό ως απώλεια μελλοντικών απολαβών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε, εν προκειμένω, την απουσία οιασδήποτε μαρτυρίας για τις προοπτικές συνέχισης με το άθλημα Tαε Κβο Ντο μέσω της εξασφάλισης των αναγκαίων προσόντων, ήτοι των υπολοίπων Dan, για να μπορεί ο Εφεσείων να διδάσκει το άθλημα, μη παραβλέποντας συγχρόνως, και ορθώς, το ότι κάποια χρόνια πριν το ατύχημα ο Εφεσείων δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε αγώνες του αθλήματος.

 

Ο 3ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, η πρωτόδικη κατάληξη περί συντρέχουσας ευθύνης του Εφεσείοντα παραμερίζεται. Στην έκταση που αφορά την ευθύνη, η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόδοση της ευθύνης εξ ολοκλήρου στον Εφεσίβλητο.

 

Ενόψει των ανωτέρω, η Έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η πρωτόδικη κατάληξη περί επιδίκασης συνολικού ποσού €29.666,54 παραμερίζεται και το επιδικασθέν ποσό αυξάνεται σε €42.380,78.

 

Επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου  το ½ των εξόδων της Έφεσης, ήτοι έξοδα ύψους €1.800, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

 

 

 

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο