ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 313/2015)

28 Φεβρουαρίου, 2025

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ., ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]

1.    ΠΑΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

2.    ΜΑΡΙΑ ΤΟΥΦΕΞΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

 Εφεσείοντες,

v.

1.  HELLENIC BANK PUBLIC CO LTD

2.  ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ) ΛΤΔ

                                                                                      Εφεσίβλητων.

...................

Δ. Καλλής, για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες.

Κ. Πατσαλίδου (κα), για Μαρκίδη, Μαρκίδη και Σία Δ.Ε.Π.Ε., Βελάρης και Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε. και Αντώνης Πασχαλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας η οποία εκδόθηκε υπέρ της Εφεσίβλητης 1 και εναντίον των Εφεσειόντων και με την οποία η Ανταπαίτηση του Εφεσείοντα 1 απερρίφθη.

Η Αγωγή ηγέρθη από την Εφεσίβλητη 1 εναντίον των Εφεσειόντων και αφορούσε αξίωση για κατ' ισχυρισμό χρεωστικό υπόλοιπο σε τρεχούμενο λογαριασμό παρατραβήγματος ο οποίος ανοίχθηκε στο όνομα του Εφεσείοντα 1, με σκοπό τη συμμετοχή του στο σχέδιο «Investor Account» και τον οποίο εγγυήθηκε για περιορισμένο ποσό η σύζυγος του, Εφεσείουσα 2. Οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πως ο επίδικος λογαριασμός είχε ανοιχθεί κατόπιν έντονων παροτρύνσεων από την Εφεσίβλητη 1 Τράπεζα και την Εφεσίβλητη 2, χρηματιστηριακή εταιρεία η οποία θα προέβαινε στην αγοραπωλησία μετοχών, και πως αυτές ενήργησαν αμελώς, κατά παράβαση του καθήκοντος καλής πίστης και κατά παράβαση συμφωνίας, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς στον Εφεσείοντα 1. Εξού και ο Εφεσείων 1 ήγειρε Ανταπαίτηση εναντίον τους με την οποία αξίωνε απόφαση ότι η συμφωνία ήταν άκυρη, απόφαση για τη διαγραφή του κατ' ισχυρισμό χρέους και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αποδεκτή και αξιόπιστη τη μαρτυρία των έντεκα μαρτύρων για τις Εφεσίβλητες ενώ απέρριψε αυτή του Εφεσείοντα 1 που ήταν ο μοναδικός μάρτυρας για τους Εφεσείοντες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το άνοιγμα του επενδυτικού λογαριασμού έγινε δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 1.8.1995 μεταξύ του Εφεσείοντα 1 και της Εφεσίβλητης 1, κατόπιν επιθυμίας και των οδηγιών του πρώτου, για την αγοραπωλησία μετοχών. Η Εφεσείουσα 2 υπέγραψε οικειοθελώς εγγύηση για τον εν λόγω λογαριασμό. Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων 1 υπέγραψε πληρεξούσιο με το οποίο εξουσιοδοτούσε την Εφεσίβλητη 2 να αγοράζει και πωλεί μετοχές στο όνομα του και να ενεχυριάζει τις μετοχές που αγόραζε προς όφελος της Εφεσίβλητης 1 ως περαιτέρω εξασφάλιση. Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων 1 κατά καιρούς έδινε οδηγίες προς την Εφεσίβλητη 1 για αύξηση του ορίου του λογαριασμού, καθώς επίσης οδηγίες για την ανάληψη χρημάτων από τον λογαριασμό και προς την Εφεσίβλητη 2 για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών. Ο Εφεσείων 1 ενημερωνόταν τόσο για την πορεία του επενδυτικού λογαριασμού όσο και για την κατάσταση του χαρτοφυλακίου του μέσω καταστάσεων που του αποστέλλονταν από τις Εφεσίβλητες αντίστοιχα. Αποτέλεσε, επίσης, εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσείων 1 παρέλειψε να τηρήσει τους όρους της συμφωνίας με την Εφεσίβλητη 1, με αποτέλεσμα η τελευταία να τερματίσει τον εν λόγω λογαριασμό με επιστολή της ημερ. 4.4.2005 και να αξιώνει από τους Εφεσείοντες το οφειλόμενο υπόλοιπο. Ικανοποιήθηκε ότι η Εφεσίβλητη 1 απέδειξε την απαίτηση της στον απαιτούμενο βαθμό, εξού και εξέδωσε την προαναφερόμενη απόφαση υπέρ της και απέρριψε την Ανταπαίτηση.

Μετά την απόσυρση των τελευταίων τριών λόγων έφεσης, με τους εναπομείναντες πέντε λόγους, οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη την αξιολόγηση του ΜΕ3 και του Εφεσείοντα 1, καθώς επίσης τη δεκτότητα κάποιων εγγράφων.

Κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε πρώτα με τους λόγους έφεσης που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του Εφεσείοντα 1 έγινε εσφαλμένα και χωρίς αιτιολογία. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία του ΜΕ3, υπαλλήλου στην Εφεσίβλητη 2.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

Αποτελεί εισήγηση των Εφεσειόντων πως η αξιολόγηση του Εφεσείοντα 1 είναι εσφαλμένη και αναιτιολόγητη. Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι η αξιολόγηση έγινε μικροσκοπικά και αποσπασματικά και παραπέμπουν σε διάφορα αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση προς υποστήριξη της θέσης τους.

Είναι νομολογημένο ότι η μαρτυρία πρέπει να εξετάζεται και αξιολογείται στην ολότητα της και δεν πρέπει να απομονώνονται και να σχολιάζονται χωριστά αποσπάσματα της μαρτυρίας (βλ. Παπακόκκινου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653).

Θεωρούμε ότι η πιο πάνω εισήγηση των Εφεσειόντων δεν βρίσκει έρεισμα στην αξιολόγηση του Εφεσείοντα 1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε επιμελώς με κάθε ζήτημα το οποίο απασχόλησε στο πλαίσιο της δίκης, όχι μόνο σε σχέση με τη μαρτυρία του καθενός των μαρτύρων ξεχωριστά αλλά και σε συνάρτηση με τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων που αναφέρθηκαν στο ίδιο ζήτημα, δίδοντας την τελική του τοποθέτηση ως προς την αποδοχή ή απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα 1 και προβάλλοντας την αιτιολογία του. Θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι ενόψει των πολλών θεμάτων που ηγέρθησαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχώρισε την απόφαση σε ενότητες ανά θέμα, στην οποία παρέθεσε τη σχετική μαρτυρία, την αξιολόγησε και κατέληξε στο ποια μαρτυρία αποδεχόταν και γιατί, προβαίνοντας και στα ανάλογα ευρήματα. Παρά το ότι η απόφαση καταλαμβάνει 63 σελίδες, εντούτοις η δομή και το περιεχόμενο της καθιστούσαν εύκολη την ανάγνωση και την κατανόηση αυτής.

Οι Εφεσείοντες απομονώνουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την απόρριψη των θέσεων του Εφεσείοντα 1, παραγνωρίζοντας το υπόλοιπο σκέλος της απόφασης που ασχολείται με το κάθε θέμα ξεχωριστά και τον λόγο για τον οποίο δεν έγινε δεκτή η θέση του Εφεσείοντα 1 επί τούτου.

Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στην απλή και αναιτιολόγητη διαπίστωση πως «Απορρίπτω την επί μέρους θέση του Εναγόμενου 1 ως αναληθή». Οι Εφεσείοντες, όμως, παραλείπουν να αναφερθούν στο τι προηγήθηκε αυτής της πρότασης, ήτοι η αναφορά στη μαρτυρία του ΜΕ5, υπαλλήλου στην Εφεσίβλητη 2 ο οποίος κατέθεσε ψηφιακό δίσκο με καταγεγραμμένες εντολές του Εφεσείοντα 1 για την αγορά μετοχών προς τον ΜΕ6, τότε υπάλληλο της Εφεσίβλητης 2, ο οποίος ήταν το πρόσωπο με το οποίο ο Εφεσείων 1 συνομιλούσε όταν έδινε τις εντολές για την αγοραπωλησία μετοχών που επίσης ακούγεται στον ψηφιακό δίσκο. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τη μαρτυρία του ΜΕ6, σημειώνοντας ότι ο τελευταίος αρνήθηκε κατηγορηματικά την υποβολή της εκδοχής του Εφεσείοντα 1 πως στη βάση των συνομιλιών, ο ΜΕ6 τον συμβούλευε και ενεργούσε από μόνος του. Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των συνομιλιών, κατέληξε στην απόρριψη της επιμέρους θέσης του Εφεσείοντα 1 ως αναληθούς.

Είναι εμφανές ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ιδωμένη στο όλο πλαίσιο της παράθεσης και αξιολόγησης της σχετικής μαρτυρίας, έγινε σφαιρικά και με πλήρη αιτιολόγηση.

Περαιτέρω, διαπιστώνουμε ότι οι Εφεσείοντες προβάλλουν και θέσεις που δεν βρίσκουν έρεισμα στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, η θέση τους πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση του Εφεσείοντα 1 ότι ήταν αμέτοχος στη διαχείριση και λειτουργία του λογαριασμού και χαρτοφυλακίου του, και μάλιστα χωρίς αιτιολογία, δεν βρίσκει έρεισμα στα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ουσιαστικά σε εκείνο το σημείο το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε ότι, ακόμα και αν ο Εφεσείων 1 ήταν αμέτοχος στη διαχείριση και λειτουργία του λογαριασμού και του χαρτοφυλακίου του και δεν έδωσε εντολή για αγορά αξιών πριν τον Οκτώβριο του 1999, τότε θα έπρεπε η απαίτηση να ήταν όπως ο λογαριασμός άρχιζε από μηδενική βάση, ενώ ο λογαριασμός του είχε ήδη θετικό πρόσημο και το χαρτοφυλάκιο του αξίες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί τη θέση του Εφεσείοντα 1 πως ο τελευταίος δεν αντέδρασε στις συναλλαγές οι οποίες είχαν γίνει πριν ακόμα την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο Εφεσείων 1 ήταν εγκεκριμένος λογιστής στο επάγγελμα και λάμβανε τις καταστάσεις που του έστελνε η Τράπεζα, και επομένως δεν ήταν λογικό να παραβλέψει τη χρέωση ποσού ΛΚ30.805,74 σε χρόνο μάλιστα πριν τη συμφωνία του με την Τράπεζα και πριν το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού. Εξού και κατέληξε στο καθόλα εύλογο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων 1 διαπίστωσε τη χρέωση και δεν αντέδρασε καθότι γνώριζε πως αφορούσε σε αγορές αξιών για τις οποίες ο ίδιος έδωσε οδηγίες.

Η ίδια προσέγγιση των Εφεσειόντων παρατηρείται και αναφορικά με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη η εκδοχή του Εφεσείοντα 1 ότι όλες οι αναλήψεις από τον λογαριασμό του δεν έγιναν από μέρους του. Πριν την τελική του κατάληξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη σχετική επί τούτου μαρτυρία, την αξιολόγησε αφού εξήγησε γιατί ήταν αποδεκτή και ακολούθως αναφέρθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία για επιταγές οι οποίες μάλιστα ήταν υπογεγραμμένες από τον ίδιο τον Εφεσείοντα 1, για να καταλήξει πως οι εν λόγω αναλήψεις όντως είχαν γίνει και μάλιστα εν γνώσει και εκ μέρους του.

Ακολουθώντας την ίδια προσέγγιση, οι Εφεσείοντες απομονώνουν την τελευταία φράση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «δεδομένης της αναξιοπιστίας και κατ' ακολουθία αδυναμίας του Εναγόμενου 1 να ανατρέψει την αποδεικτική αξία των Καταστάσεων του λογαριασμού του, αποδεικνύεται ότι ο λογαριασμός του νομότυπα χρεώθηκε τα ποσά». Για τις καταστάσεις θα ασχοληθούμε κατωτέρω στο πλαίσιο σχετικού λόγου έφεσης, πλην όμως εδώ αρκούμαστε να επαναλάβουμε πως είχε προηγηθεί η παράθεση της σχετικής μαρτυρίας για το υπό εξέταση ζήτημα των χρεώσεων στον λογαριασμό και το πρωτόδικο Δικαστήριο το συνέδεσε με τη βασική θέση του Εφεσείοντα 1 πως ουδέποτε έδωσε οποιαδήποτε οδηγία για αγορά των μετοχών πριν από τον Οκτώβριο του 1999, κάτι το οποίο έχει ήδη διαφανεί ότι καταρρίφθηκε και δεν έγινε δεκτό από το Δικαστήριο.

Η ίδια διαπίστωση ισχύει και για την παραπομπή στην πρωτόδικη απόφαση στην οποία και πάλι απομονώνεται η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την απόρριψη της μαρτυρίας των Εφεσειόντων για τις συνθήκες υπογραφής της εγγύησης από την Εφεσείουσα 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε ξεχωριστά με αυτό το θέμα, παραθέτοντας με σαφήνεια και επάρκεια τους λόγους για τους οποίους έφθασε στην τελική του κατάληξη. Για να καταλήξει, στηρίχθηκε στο σύνολο της μαρτυρίας που δόθηκε και από τις δύο πλευρές, σημειώνοντας ότι η Εφεσείουσα 2 δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου.

Οι Εφεσείοντες και πάλι παραπέμπουν στην τελευταία παράγραφο της ενότητας με τίτλο «Η κρίση της αξιοπιστίας του Εναγόμενου 1» στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι απορρίπτει τη μαρτυρία του στο σύνολο της, ισχυριζόμενοι ότι αυτή η αξιολόγηση ήταν αναιτιολόγητη. Οι Εφεσείοντες παραβλέπουν ότι η ενότητα ξεκινά με τη διαπίστωση πως «κατά την εξέταση επιμέρους ζητημάτων έχει ήδη γίνει αναφορά στο αναξιόπιστο της μαρτυρίας του Εναγόμενου 1. [.] αφού η αξιοπιστία του κρίθηκε στη βάση του συνόλου του μαρτυρικού υλικού». Και συνεχίζει με ακόμα κάποια γενικά σχόλια ως προς την αξιοπιστία του για να καταλήξει στη μη αποδοχή αυτής. 

          Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

          Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ3 εφόσον, όπως το ίδιο ανέφερε, αυτός δεν είχε προσωπική γνώση επί του κατά πόσο είχαν δοθεί εντολές από τον Εφεσείοντα 1.

Θεωρούμε ότι οι Εφεσείοντες και πάλι απομονώνουν αυτή την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραγνωρίζοντας το σύνολο της μαρτυρίας τόσο του εν λόγω μάρτυρα όσο και των υπολοίπων μαρτύρων, για το συγκεκριμένο ζήτημα αλλά και για πολλά άλλα, όπως π.χ. τις αυξήσεις στο όριο του λογαριασμού του Εφεσείοντα 1, από το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως αυτή η μαρτυρία ήταν αξιόπιστη και αποδεκτή.

Και εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με κάθε πτυχή της μαρτυρίας του ΜΕ3, εντοπίζοντας κάθε σημείο το οποίο ενδεχομένως επηρέαζε την αξιοπιστία του, όπως ακριβώς την έλλειψη προσωπικής γνώσης, καταδεικνύοντας έτσι ότι το Δικαστήριο προέβη σε μια ολοκληρωμένη και σφαιρική αξιολόγηση του συγκεκριμένου μάρτυρα με αντικειμενικότητα.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε τα Τεκμήρια 19 και 20 τα οποία ήταν αντίγραφα, παρερμηνεύοντας το άρθρο 34 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9

Το Τεκμήριο 19 είναι δέσμη από σημειώσεις σύμβασης (contract notes) που αφορούσαν τις συναλλαγές μετοχών του Εφεσείοντα 1 και το Τεκμήριο 20 είναι δέσμη από τριμηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού στις οποίες αναγράφονταν τα «Contract Notes List of Client» με συνημμένες συνοπτικές καταστάσεις «Client Summary Statement». Και τα δύο τεκμήρια κατατέθηκαν από τον ΜΕ3 και συνοδεύονταν από «Πιστοποιητικό Δυνάμει του άρθρου 35(3) του Ν.32(Ι)/2004» που φέρει την υπογραφή του διευθυντή της Εφεσίβλητης 2. Σε αυτά αναφερόταν ότι ο τελευταίος κατέχει υπεύθυνη θέση σε σχέση με τις δραστηριότητες της Εφεσίβλητης 2, την εκπροσωπεί και δεσμεύει στις συναλλαγές της. Αναφέρει επίσης ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούν μέρος του αρχείου της Εφεσίβλητης 2.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Κεφ. 9, το οποίο αφορά σε έγγραφα, μέρος του αρχείου, ούτως ώστε αυτά τα τεκμήρια να «πρασαγάγονται ως αποδεικτικό στοιχείο». Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το ότι τα contract notes «δεν ήταν αυτά που αποστέλλονταν στον Εφεσείοντα αλλά πρόσφατες εκτυπώσεις με τις υπογραφές με τις οποίες εκτυπώνονται σήμερα τα Contract Notes, προσώπων που ίσως και να μην εργάζονταν τότε» στην Εφεσίβλητη 2. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο «αυτό ουδόλως επηρέασε την ακρίβεια και αξιοπιστία των εν λόγω εγγράφων καθ΄ όσον αφορά την ουσία του περιεχομένου τους, δηλαδή την περιγραφή της δοσοληψίας που το κάθε ένα αφορά».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε ορθά το ζήτημα. Ενόψει της περιγραφής που δόθηκε για τα εν λόγω έγγραφα και εφόσον αυτά κρίθηκε ότι αποτελούσαν μέρος του αρχείου της Εφεσίβλητης 2, τότε αυτά δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως «αντίγραφα των πρωτοτύπων» τα οποία στάληκαν στον Εφεσείοντα 1. Πρόκειται για έγγραφα τα οποία ήταν καταχωρημένα στο αρχείο της Εφεσίβλητης 2 και από τη στιγμή που αυτά συνοδεύονταν από το πιστοποιητικό το οποίο ικανοποιούσε τις πρόνοιες του άρθρου 35, τότε δεν τίθετο ζήτημα αυτά να αποτελούν αντίγραφα ούτως ώστε να εμπίπτουν εντός του άρθρου 34 που αφορά στην παρουσίαση του πρωτότυπου ή αντιγράφου νοουμένου ότι δίδεται επαρκής δικαιολογία προς τούτο. Θεωρούμε ότι οι Εφεσείοντες δίδουν μια ερμηνεία στο «αντίγραφο» η οποία ουδόλως εφαρμόζεται στα υπό κρίση δεδομένα, εφόσον τα έγγραφα που εκτυπώθηκαν και παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο ήταν τα ίδια με αυτά που εκτυπώθηκαν και στάλησαν στον Εφεσείοντα 1, με τη μόνη διαφορά της υπογραφής των λειτουργών της Εφεσίβλητης 2.

Οι ίδιες διαπιστώσεις ισχύουν και για το Τεκμήριο 20, εφόσον οι καταστάσεις εκτυπώθηκαν και αποστάληκαν στον Εφεσείοντα 1 και τα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο εκτυπώθηκαν από το ίδιο αρχείο και παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο.

Σημειώνουμε ότι, ακόμα και σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι τα εν λόγω έγγραφα αποτελούν αντίγραφα, δεν ηγέρθη οποιαδήποτε ένσταση κατά το στάδιο κατάθεσης αυτών των τεκμηρίων. Σύμφωνα με την υπόθεση Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2059 από τη στιγμή που δεν ηγέρθη ένσταση κατά το στάδιο της κατάθεσης τους, τότε αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:

«Το δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε πραγματευτεί τέτοιο ζήτημα, εφόσον ουδέποτε ηγέρθη από πλευράς των εφεσιβλήτων οποιαδήποτε ένσταση στην κατάθεση αντιγράφων. Η απαίτηση του Άρθρου 34(1)(β) του εν λόγω Νόμου, να δίνεται επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτότυπου όταν κατατίθεται αντίγραφο δεν αλλοιώνει τον ευρύτερο κανόνα ότι μια δίκη μπορεί να διεξάγεται και στη βάση παραδεκτών ή συναινετικών γεγονότων ή επιμέρους ζητημάτων τα οποία δεν αποτελούν το προϊόν ένστασης από πλευράς οποιουδήποτε διαδίκου. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Νεοφύτου κ.ά. ν. Γερακιώτη (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 25 διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάζει στο τέλος της ημέρας τη δεκτότητα ή μη των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων που προσφέρονται κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, σε αντίθεση με τη νομολογιακή επιταγή ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει επί ενστάσεων τη στιγμή που αυτές εγείρονται ώστε να μην αφήνεται η δίκη να παραπαίει επί ασαφών και απροσδιόριστων δεδομένων.»

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η καταγραφή μιας χρέωσης ή πίστωσης στις μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού είναι αναιτιολόγητο, ασαφές και αόριστο.

Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι η Εφεσίβλητη 1 απέστελλε μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού στον Εφεσείοντα 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέφερε ότι η καταγραφή μιας χρέωσης ή πίστωσης στις καταστάσεις δεν απεκάλυπτε το πρόσωπο της συναλλαγής που αφορά. Ακολούθησε η αναφορά του ότι «Όμως το περιεχόμενο των μηνιαίων Καταστάσεων σε συνδυασμό με άλλες πληροφορίες επεξηγεί τη χρέωση ή πίστωση. Και είναι λογικό πως εάν ο Εναγόμενος 1 αμφέβαλλε για κάποια χρέωση θα μπορούσε να αναζητήσει πληροφόρηση, πολύ περισσότερο αν την αμφισβητούσε στο σύνολο της».

Η εισήγηση των Εφεσειόντων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια αόριστη και ασαφή θέση με την αναφορά του σε «άλλες πληροφορίες» δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε αμέσως στην παράθεση της μαρτυρίας που αφορούσε στο ποιος έδινε τις εντολές στην Εφεσίβλητη 2, καταλήγοντας στα ευρήματα του. Αργότερα, επανήλθε στο ζήτημα των καταστάσεων της Εφεσίβλητης 1, σε ξεχωριστή ενότητα στην οποία ουσιαστικά ασχολείται τόσο με τη δεκτότητα αυτών όσο και με το περιεχόμενο τους.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ. 9, ώστε το Τεκμήριο 5 να θεωρείτο αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο και το περιεχόμενο του να συνιστούσε εκ πρώτης όψεως απόδειξη πως οι δοσοληψίες που ήταν καταχωρημένες σε αυτό έγιναν, με αποτέλεσμα να βασιστεί στα Τεκμήρια 6-8.

Το Τεκμήριο 5 ήταν κατάσταση του επίδικου λογαριασμού την οποία κατέθεσε η ΜΕ1, υπάλληλος της Εφεσίβλητης 1 στην Υπηρεσία Ανάκτησης Χρεών. Τα Τεκμήρια 6 και 7 αποτελούν αναδομημένες καταστάσεις τις οποίες ετοίμασε και κατέθεσε η ίδια μάρτυρας, αφαιρώντας κάποιες χρεώσεις που έγιναν και φαίνονται στο Τεκμήριο 5, κατόπιν οδηγιών που της είχαν δοθεί. Το Τεκμήριο 8 αποτελεί νέα αναδομημένη κατάσταση την οποία ετοίμασε και κατέθεσε ο ΜΕ2, επίσης λειτουργός στην Υπηρεσία Ανάκτησης Χρεών της Εφεσίβλητης 1, στην οποία επίσης προέβη σε κάποιες αφαιρέσεις. Σημειώνεται πως η Εφεσίβλητη 1 περιόρισε την αξίωση της στο ποσό που αναφερόταν στο Τεκμήριο 8 πλέον τόκο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την αποδεικτική αξία της κατάστασης λογαριασμού, Τεκμήριο 5, σε ξεχωριστή ενότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε πως «ουσιαστικό έγγραφο είναι το Τεκμ. 5», εξηγώντας βάσιμα πως οι αναδομημένες καταστάσεις είναι έγγραφα βοηθητικά που καταρτίζονται για σκοπούς του δικαστικού αγώνα προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου και περιορισμό, στην προκειμένη περίπτωση, των επίδικων θεμάτων. Αυτή η θέση του Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στην παραπεμφθείσα από το ίδιο υπόθεση Καλλικάς v. Ελληνική τράπεζα (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, στην οποία τονίστηκε η σημασία και ο σκοπός των αναδομημένων καταστάσεων, που δεν είναι άλλος από την αφαίρεση διαφόρων χρεώσεων και δικαιωμάτων και την τελική διαμόρφωση του κατ'  ισχυρισμό απαιτητού οφειλόμενου ποσού. Οι αναδομημένες καταστάσεις ετοιμάζονται με βάση το περιεχόμενο των αρχικών καταστάσεων, εξού και ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σημασία έχει η σύγκριση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 5 με το τραπεζικό βιβλίο, ώστε αυτό να θεωρηθεί αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο. Και τούτο, καθότι το άρθρο 22 του Κεφ. 9 θέτει τις προϋποθέσεις για να γίνει δεκτό αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο, μια εκ των οποίων είναι η σύγκριση του αντιγράφου με την καταχώριση και η διαπίστωση του ότι είναι ορθή. Ακριβώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε αυτό το ζήτημα και στηρίχθηκε στη μαρτυρία της ΜΕ1 ότι είχε συγκρίνει τις καταχωρίσεις και πληροφορίες που φαίνονται στο Τεκμήριο 5 με τις αρχικές καταχωρίσεις με τις οποίες τροφοδοτήθηκε ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και διαπίστωσε πως ήταν ταυτόσημες με τις αρχικές καταχωρίσεις στα τραπεζικά βιβλία της Εφεσίβλητης 1 και ορθές. Η λεπτομερής μαρτυρία της ΜΕ1 επί του Τεκμηρίου 5 ικανοποίησε πλήρως τις προϋποθέσεις του άρθρου 22.

Ορθά, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το Τεκμήριο 5 και ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ. 9, ούτως ώστε αυτό να θεωρείτο αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο και το περιεχόμενο του να συνιστούσε εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι έγιναν οι δοσοληψίες που είναι καταχωρημένες σε αυτό.

Αυτό ήταν το έγγραφο το οποίο αποτελούσε πιστή αντιγραφή της καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο και αποτέλεσε τη βάση για να γίνουν οι αναδομημένες καταστάσεις αποδεκτές και να θεωρηθούν ορθές, αφού αυτές στηρίχθηκαν στην αρχική κατάσταση με την αφαίρεση κάποιων στοιχείων, όπως επεξηγήθηκε από τους μάρτυρες και μπορούσε να διαπιστώσει και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Είναι ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της διεργασίας, που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων αναφορικά με τη διαφορά που παρατηρείτο στην πρώτη ημερομηνία εμφάνισης δοσοληψιών μεταξύ του Τεκμηρίου 5 και των αναδομημένων καταστάσεων.

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση των Εφεσειόντων πως η διαπίστωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η Εφεσείβλητη 1 δεν επέμενε σε κάποιες δοσοληψίες που φαίνονταν στο Τεκμήριο 5, καθιστά αυτό ως μη αποδεκτή μαρτυρία η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε αναλυτικά τη σημασία του ότι μια κατάσταση αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη, καταλήγοντας ότι εκ πρώτης όψεως αποδεικνύεται πως όχι μόνο έγινε η εκεί αναγραφείσα ανάληψη αλλά ότι έγινε για το συγκεκριμένο ποσό και νομότυπα, δηλαδή από τον δικαιούχο του λογαριασμού, μέχρι αποδείξεως από τον Εφεσείοντα 1 του αντιθέτου. Αντίστοιχα, επεξήγησε ότι όπου υπήρχαν άλλες χρεώσεις, αποδεικνύετο ότι αυτές έγιναν με τον ορθό τρόπο λειτουργίας του λογαριασμού, δηλαδή κατόπιν ζήτησης του ποσού από την Εφεσίβλητη 2 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του Εφεσείοντα 1.

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι επειδή η Εφεσίβλητη 1 τελικώς δεν επέμενε σε κάποιες δοσοληψίες τις οποίες αμφισβήτησε η πλευρά τους, αυτό πλήττει την ορθότητα των καταστάσεων. Δεν συγκλίνουμε με αυτή τη θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι το Τεκμήριο 5 αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη των όσων καταγράφονται σε αυτό, με αποτέλεσμα η Εφεσίβλητη 1 τελικώς να μην επέμενε σε κάποιες δοσοληψίες τις οποίες αφαίρεσε, και γι΄ αυτόν τον λόγο ετοιμάστηκαν αναδομημένες καταστάσεις.

Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ενδελεχή εξέταση του ζητήματος, ορθά ερμήνευσε το άρθρο 22, αντλώντας προς τούτο καθοδήγηση και από την υπόθεση Ζερβός v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1(Γ) A.A.Δ. 2357, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού, μαζί με την πιστοποίηση ότι το περιεχόμενο τους αποτελούσε απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της εφεσίβλητης, συνιστούσαν, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Χαριλάου Λτδ. κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, επισήμανση η οποία υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Ltd. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059, εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων. Ως εκ τούτου, το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους του εφεσείοντα για να αποδείξει είτε την ανυπαρξία των καταχωρίσεων, είτε την καταχώριση λανθασμένων καταχωρίσεων, βάρος το οποίο ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει. Ως αποτέλεσμα, οι καταστάσεις, τεκμήρια 1 και 2, ορθά κατά τη γνώμη μας κρίθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οδηγούσαν με ασφάλεια στην κατάληξη αναφορικά με το ακριβές ύψος του οφειλόμενου υπολοίπου.»

 

          Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, ικανοποιούμαστε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε και κατέληξε ορθά επί του ζητήματος.

          Και ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

          Ως εκ τούτου η Έφεση απορρίπτεται.

          €3.500 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

                                                                   Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                                   Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο