ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2016)
7 Φεβρουαρίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
HANI FAYEZ SAID GAYED,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,
Εφεσίβλητος
____________________
Γ. Λουκαϊδης για Δρ. Α. Π. Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ, για τον
Εφεσείοντα.
Ελπ. Κωμοδρόμου (κα) για Λουκής Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ,
για τον Εφεσίβλητο.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Ο Εφεσείων, με τρεις λόγους έφεσης, προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απέδωσε για το εργατικό ατύχημα που είχε ως αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του, ποσοστό ευθύνης 15% στον εργοδότη του, Εφεσίβλητο.
Οι αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης είχαν συμφωνηθεί σε διάφορα στάδια κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το θέμα της ευθύνης να παραμένει ως το μόνο θέμα προς εκδίκαση.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος είχε ευθύνη μόνο 15%, με τον δεύτερο, ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν έδωσε δικαιολογία για την συντρέχουσα αμέλεια που καταλόγισε στον Εφεσείοντα και, με τον τρίτο λόγο, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη και δεν εκτίμησε ορθά γεγονότα που θα έπρεπε να εκτιμήσει.
Ο Εφεσείων εργοδοτείτο από τον Εφεσίβλητο ως εργάτης αναφορικά με γεωργικές εργασίες. Το ατύχημα έλαβε χώρα στις 29.6.2009, σε αγρόκτημα στην Αναφωτία, όταν, για σκοπούς εκτέλεσης εργασιών ψεκάσματος, ο Εφεσείων έπρεπε να κάνει χρήση γεωργικού ελκυστήρα. Επειδή ο ελκυστήρας δεν ξεκινούσε, ο Εναγόμενος 2, αδελφός του Εφεσίβλητου, ο οποίος βρισκόταν εκεί, μετέφερε το αυτοκίνητο του πλησίον του ελκυστήρα και, αφού ένωσε τους πόλους της μπαταρίας του αυτοκινήτου με τους πόλους της μπαταρίας του γεωργικού ελκυστήρα, αυτός ξεκίνησε. Στη συνέχεια αποσύνδεσε τους πόλους της μπαταρίας και απεχώρησε, αφήνοντας στο μέρος τον Εφεσείοντα. Ακολούθως, ο γεωργικός ελκυστήρας ξεκίνησε και κινήθηκε μπροστά, με αποτέλεσμα ο πισινός του τροχός να περάσει πάνω από τον Εφεσείοντα και να τον τραυματίσει σοβαρά. Το ερώτημα που τίθεται είναι με πιο τρόπο κινήθηκε ο ελκυστήρας και προκλήθηκε το ατύχημα. Ο μόνος που βρισκόταν στο μέρος όταν κινήθηκε ο ελκυστήρας ήταν ο Εφεσείων. Ο Εναγόμενος 2 είχε αναχωρήσει προηγουμένως και επέστρεψε αφότου άκουσε τον Εφεσείοντα να φωνάζει.
Το Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστο τον Εφεσείοντα και δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του γιατί, όπως ανέφερε, αυτός έδωσε διαφορετικές εκδοχές ως προς το τρόπο που έγινε το ατύχημα και ειδικότερα με ποιο τρόπο ξεκίνησε και κινήθηκε ο γεωργικός ελκυστήρας. Ο Εναγόμενος 2, ο οποίος είχε αναχωρήσει από το μέρος μετά που ξεκίνησε ο ελκυστήρας και έβγαλε τους πόλους της μπαταρίας, δεν είδε πως έγινε το ατύχημα, συνεπώς, η μαρτυρία του, παρά το ότι έγινε αποδεκτή, δεν έριξε φως ως προς το πως ακριβώς επεσυνέβη το ατύχημα. Μαρτυρία έδωσε και ένας Επιθεωρητής Ασφάλειας Μηχανημάτων ο οποίος εργάζεται στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεκτή. Το Δικαστήριο ανέφερε σχετικά ότι ο μάρτυρας «ως ειδικός, με περισσή σαφήνεια και ακρίβεια, είπε, ότι ο συγκεκριμένος γεωργικός ελκυστήρας, τον οποίο ήλεγξε και ήταν σε καλή κατάσταση, δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει εάν είχε ταχύτητα, εκτός εάν γίνετο επέμβαση στο σύστημα που ξεκινά τούτος, πράγμα που, από την εξέταση που έκανε σε αυτό, δεν υπήρχε, ενώ για να κινηθεί, αφού ξεκινήσει, πρέπει να πατήσει κάποιος τον συμπλέκτη και να βάλει ταχύτητα.».
Εξετάζοντας κατά πόσο ο Εφεσίβλητος είχε οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τα καθήκοντα του εργοδότη να προσφέρει ασφαλές σύστημα εργασίας και να μην υποβάλλει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς κινδύνους. Προς τούτο, αναφέρθηκε εκτενώς σε νομολογία επί του θέματος. Δεν απαιτείται η παράθεση των αρχών αυτών, εφόσον,το εύρημα ότι ο εργοδότης είχε ευθύνη δεν αμφισβητήθηκε με αντέφεση. Αυτό που αμφισβητείται με την έφεση είναι η απόδοση σ΄ αυτόν ποσοστού ευθύνης μόνο 15%.
Από την προσαχθείσα μαρτυρία προέκυψε ότι ο Εφεσείων δεν είχε άδεια οδήγησης και δεν έτυχε εκπαίδευσης από άτομο ειδικό για τον τρόπο εκμάθησης και εκπαίδευσης στη χρήση γεωργικού ελκυστήρα, παρά μόνο οδηγούσε τέτοιο όχημα για κάποιους μήνες και έτυχε εκπαίδευσης από τον γαμπρό του Εφεσίβλητου, κάτι που κρίθηκε ότι δεν ικανοποιεί την «εκπαίδευση και εκμάθηση» οδήγησης γεωργικού ελκυστήρα. Περαιτέρω, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, πριν ο Εφεσείων κινήσει τον γεωργικό ελκυστήρα με σκοπό να ψεκάσει, δεν του εξηγήθηκε πως θα τον οδηγούσε και θα το χρησιμοποιούσε.
Το Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, έχοντας κατά νου ότι ο Ενάγοντας καταπλακώθηκε από τον πισινό τροχό του γεωργικού ελκυστήρα κατά την κίνηση τούτου από τον Ενάγοντα, αφού δεν μπορούσε να τον κινήσει οιονδήποτε άλλο πρόσωπο, επειδή δεν υπήρχε άλλο πρόσωπο εκεί, πέραν από τον ίδιο και τον Εναγόμενο 2, που είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν είναι αυτός που έθεσε σε κίνηση το γεωργικό ελκυστήρα και την απουσία εκπαίδευσης του Ενάγοντα από προσοντούχο άτομο ή απουσίας μαρτυρίας της εκπαίδευσης που έτυχε από τον γαμπρό του ή υπόδειξης ή καθοδήγησης του ασφαλούς τρόπου οδήγησης και κίνησης του γεωργικού ελκυστήρα, δηλαδή υπόδειξης ασφαλούς τρόπου εκτέλεσης της εργασίας του Ενάγοντα, κρίνω ότι ο Εναγόμενος 1: (1) ενήργησε αμελώς όταν έδωσε οδηγίες στον Ενάγοντα να οδηγήσει το γεωργικό ελκυστήρα χωρίς συγκεκριμένες οδηγίες χρήσης και οδήγησής του, ενώ ο τελευταίος δεν είχε άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος, ούτε έτυχε εκπαίδευσης από προσοντούχο άτομο, όπως δάσκαλο οδήγησης, (2) είχε υποχρέωση επιμέλειας προς τον Ενάγοντα, αφού ήταν εργοδοτούμενός του και ευρίσκετο υπό τις διαταγές του και (3) προκλήθηκε ζημιά στον Ενάγοντα, ένεκα τούτου. Ο Εναγόμενος 1(α) απέτυχε να επιδείξει επιμέλεια προς τον Ενάγοντα δίνοντας οδηγίες να οδηγήσει το γεωργικό ελκυστήρα χωρίς να του έχει εξηγήσει ή να τον καθοδηγήσει ο ίδιος, ως είχε υποχρέωση ως εργοδότης ή να έχει τύχει της ανάλογης εκπαίδευσης, ως ανωτέρω αναφέρεται, (β) υπείχε υποχρέωση επιμέλειας προς τον Ενάγοντα ως εργοδότης αυτού και (γ) η αποτυχία να επιδείξει επιμέλεια προς τον Ενάγοντα ήταν η αιτία που προκάλεσε ζημιά στον Ενάγοντα, κρίνω το ποσοστό ευθύνης του Εναγόμενου 1 σε 15%.».
(Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αναφέρθηκε στην απόφαση του τι συνιστά αμέλεια και τι συντρέχουσα αμέλεια και τις αρχές που διέπουν το θέμα της συντρέχουσας αμέλειας, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, στο τέλος παρέλειψε να εφαρμόσει τις αρχές αυτές.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος είχε υποχρέωση επιμέλειας προς τον Εφεσείοντα, ότι απέτυχε να επιδείξει επιμέλεια προς αυτόν και ότι η αποτυχία να επιδείξει επιμέλεια ήταν η αιτία που προκάλεσε ζημιά στον Εφεσείοντα. Παρά ταύτα, στο τέλος απέδωσε στον Εφεσίβλητο ποσοστό ευθύνης 15%, χωρίς να εξετάσει κατά πόσο ο εφεσείων είχε συντρέχουσα αμέλεια, πόσο μάλλον να την προσδιορίσει.
Όπως τονίστηκε στην Μαρκίδης ν. Dharaghji (1990) 1 ΑΑΔ 1013, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Το ουσιαστικό δίκαιο προβλέπεται στα άρθρα 52, 57 και 64 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.
................................
To Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των Εναγομένων, Εάν η απόφαση είναι καταφατική τότε εξετάζεται με βάση το άρθρο 57 αν ο Ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζεται το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ των Εναγομένων από την μια, και Ενάγοντος από την άλλη και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα ...»
Στην υπόθεση Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 ΑΑΔ 815, που επίσης παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με τη συντρέχουσα αμέλεια:
«Οι νομικές αρχές που διέπουν το θέμα της συντρέχουσας αμέλειας είναι καλά καθορισμένες. Αυτή δεν στηρίζεται στην ύπαρξη καθήκοντος του ζημιωθέντος προς τον εναγόμενο. Εκείνο που είναι αναγκαίο να αποδειχθεί όταν εγείρεται η ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας είναι ότι αυτός που ζημιώθηκε δεν πήρε για το ίδιο του συμφέρον λογικές προφυλάξεις και έτσι συνέβαλε με την έλλειψη φροντίδας στην ζημιά του. Ένας όμως ευθύνεται για συντρέχουσα αμέλεια εάν όφειλε εύλογα να είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να ζημιωθεί αν δεν ενεργούσε όπως ένας λογικός άνθρωπος. Ένας ενάγοντας όμως δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένα πρόσωπο μπορεί να είναι αμελές εκτός αν η πείρα δείχνει μια συγκεκριμένη αμέλεια να είναι συνήθης κάτω από τις περιστάσεις.»
Περαιτέρω, όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τις νομικές αρχές που διέπουν τη συντρέχουσα αμέλεια, «το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας φέρει ο Εναγόμενος. Ωστόσο το Δικαστήριο μπορεί να συμπεράνει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από την μαρτυρία του ιδίου του Ενάγοντα ή από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν όπως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο (βλ. Θεράπων Μιχαήλ ν. Ιωάννου & Παρασκευαϊδης Λτδ κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ σελίδα 1500, 1501, 1502).».
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε ευθύνη μόνο 15% στον Εφεσίβλητο ως εξηγήθηκε ανωτέρω, χωρίς να αναφερθεί στην ύπαρξη οποιωνδήποτε γεγονότων που να στοιχειοθετούν συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους του Εφεσείοντα. Η κατάληξη, συνεπώς, του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος είχε ευθύνη, χωρίς να αποδώσει στον Εφεσείοντα οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που να συνιστούσε συντρέχουσα αμέλεια, θα έπρεπε να το οδηγήσει στην απόρριψη της θέσης ότι ο Εφεσείων είχε συντρέχουσα αμέλεια οπόταν ο εφεσίβλητος που είχε διαπιστωθεί ότι είχε ευθύνη, θα έπρεπε να την επωμιστεί εξ ολοκλήρου. Η κατάληξη του για ποσοστό ευθύνης 15% είναι παντελώς αναιτιολόγητη και χωρίς οποιοδήποτε έρεισμα.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει. Εφόσον, δε, δεν υπάρχει αντέφεση ως προς την παράλειψη του Δικαστηρίου να διακριβώσει γεγονότα και, στη βάση αυτών, να αποδώσει συντρέχουσα αμέλεια στον Εφεσείοντα, η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί και να εκδοθεί απόφαση εναντίον του Εφεσίβλητου για το σύνολο των αποζημιώσεων που συμφωνήθηκαν, ως του υπεύθυνου για το ατύχημα.
Η απόφαση ως προς τις αποζημιώσεις και τα δικηγορικά έξοδα παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου για το ποσό των €380.170 με νόμιμο τόκο επί €331.370 από 25.11.2010 και επί €48.800 από 18.12.2015 μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
Περαιτέρω, επιδικάζονται €4.000 έξοδα της έφεσης, υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ