ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.305/2016)

 

 

 25 Φεβρουαρίου 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

1.   ΠΑΡΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΧΑΤΖΗΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

2.   ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΧΑΤΖΗΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΝΕΜΕΣΙΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ,

 

                             Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

 

Χρ. Νικολάου για Κώστας Π. Χ"Κωστής, για τους Εφεσείοντες.

Σπ. Χριστοδούλου (κα) για Απόστολος Ντορζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Όταν οι Εφεσείοντες, γιός και μητέρα, μόνιμοι κάτοικοι Αυστραλίας, πληροφορήθηκαν ότι είχε γίνει επέμβαση στο τεμάχιο τους, με την εναπόθεση τεράστιων ποσοτήτων μπάζων, και αφού συνέλεξαν πληροφορίες, ανέθεσαν το ζήτημα σε δικηγόρο.

 

Επρόκειτο για το συγγενή τους δικηγόρο Αντρέα Φράγκο (Μ.Ε.4) στον οποίο μετέφεραν τις πληροφορίες που καταδείκνυαν, ότι τα μπάζα είχε εναποθέσει η Εφεσίβλητη, κατασκευαστική εταιρεία.  Ο δικηγόρος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον «πρόεδρο» της Εφεσίβλητης Κυριάκο Χρυσοχό.  Ο τελευταίος του ανέφερε ότι γνώριζε την υπόθεση και πρότεινε όπως η Εφεσίβλητη ισοπεδώσει το τεμάχιο, πρόταση που υπέβαλε στη συνέχεια γραπτώς με επιστολή της η Εφεσίβλητη.  Η πρόταση απορρίφθηκε από τους Εφεσείοντες με επιστολή του δικηγόρου τους, αφού η ισοπέδωση δεν θα μπορούσε να αποκαταστήσει την επέμβαση και τη ζημιά στο τεμάχιο τους.  Μετά από αυτή την εξέλιξη, η Εφεσίβλητη, με νέα επιστολή, προέβαλε τη θέση ότι η όλη συζήτηση ήταν το αποτέλεσμα εσφαλμένης εντύπωσης ότι αφορούσε άλλο τεμάχιο και ότι η Εφεσίβλητη καμία σχέση δεν είχε με το τεμάχιο των Εφεσειόντων στο οποίο ουδέν είχε εναποθέσει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη δικαιολογία του «προέδρου» της Εφεσίβλητης (Μ.Υ.2) και τη μαρτυρία ενός ακόμη μάρτυρα εργοδοτούμενου της, που αναφέρθηκε στις εργασίες της Εφεσίβλητης, περίγραψε τα άχρηστα υλικά που προέκυπταν από τα εργοτάξια της και υποστήριξε ότι αυτά τοποθετούνταν σε άλλα τεμάχια με την άδεια των ιδιοκτητών τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων των Εφεσειόντων στις ουσιώδεις πτυχές της.  Απόρριψε τη μαρτυρία των Νεόφυτου Σάββα (Μ.Ε.3) και Δημήτρη Μακρίδη (Μ.Ε.5) που ανέφεραν ότι είδαν φορτηγά με το όνομα της Εφεσίβλητης να ξεφορτώνουν άχρηστα υλικά, που μεταφέρονταν από εργοτάξια της στο τεμάχιο των Εφεσειόντων.  Υλικά που συνδέονταν με τις εργασίες των εργοταξίων της, όπως κομμάτια ασφάλτου και σπασμένες σωλήνες.  Οι μάρτυρες αυτοί ανέφεραν ότι είχαν μιλήσει και με κάποιους από τους οδηγούς των φορτηγών, επιβεβαιώνοντας ότι εργάζονταν για την Εφεσίβλητη. 

 

Ως αποτέλεσμα, η αγωγή των Εφεσειόντων απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον τους. 

 

Η θεμελίωση της αξίωσης, στη βάση ότι τα άχρηστα υλικά στο τεμάχιο των Εφεσειόντων είχαν τοποθετηθεί από την Εφεσίβλητη, εδραζόταν σε δύο μαρτυρικούς πυλώνες.  Την παραδοχή της Εφεσίβλητης, μέσω του «προέδρου» της και την άμεση μαρτυρία των Μ.Ε.3 και 5.  Ο πρώτος πυλώνας εξουδετερώθηκε με την αποδοχή της δικαιολογίας που δόθηκε.  Ο δεύτερος πυλώνας καταρρίφθηκε με την απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Ε.3 και 5. Για το Μ.Ε.3 το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι «κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί τη μαρτυρία αυτή», ενώ τη μαρτυρία του Μ.Ε.5 χαρακτήρισε «Το ίδιο αναξιόπιστη».  

 

Οι λόγοι έφεσης ήταν τρεις.  Ο λόγος έφεσης 2 εγκαταλείφθηκε.  Μεταφέρουμε αυτούσιους του υπόλοιπους.  Στο λόγο έφεσης 1 αναφέρεται ότι: «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι οι Εναγόμενοι επενέβησαν παράνομα στο επίδικο ακίνητο». Στο λόγο έφεσης 3 αναφέρεται ότι: «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τους καθιερωμένους κανόνες και αρχές της απόδειξης σε αστικές υποθέσεις με αποτέλεσμα να είναι λανθασμένη και η τελική κατάληξη του στο κύριο επίδικο ζήτημα της αγωγής που συζητήθηκε ενώπιον του».

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης των δικηγόρων των Εφεσειόντων, το οποίο οι τελευταίοι απλά υιοθέτησαν κατά την ακρόαση της έφεσης, σε σχέση με το λόγο έφεσης 1, αναφέρεται ότι οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εσφαλμένη, ακολουθώντας την Αιτιολογία του λόγου, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση «αξιολογώντας κατά τρόπο αδόκιμο και λανθασμένο το σύνολο της ενώπιον του προφορικής και πραγματικής μαρτυρίας».

 

    Στη Φωκά κ.ά. ν. Haralco & Spantios Developers Ltd, Πολ. Έφ. Αρ.86/2016, ημερ.4.9.2024, εξηγήθηκε ότι:  

 

«Η προσβολή συγκεκριμένου ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ισοδυναμεί με προσβολή της κρίσης της αξιοπιστίας του μάρτυρα ή των μαρτύρων στη μαρτυρία των οποίων θεμελιώθηκε το εύρημα.  Η προσβολή της κρίσης της αξιοπιστίας μάρτυρα απαιτείται να γίνεται ρητά και άμεσα.  Ούτε αρκεί να αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται το επιμέρους εύρημα, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ως αξιόπιστος ο μάρτυρας που το υποστήριξε.  Με την αιτιολογία των λόγων έφεσης, αυτοί αιτιολογούνται, αλλά δεν διευρύνονται ώστε να καλύπτουν ζητήματα που σαφώς δεν προκύπτουν από τον ίδιο το λόγο (Άζινου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.110/2021, ημερ.7.12.2021)».

 

 

    Εν προκειμένω, ο λόγος έφεσης 1, δεν αμφισβητεί την κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, αλλά περιορίζεται σε εσφαλμένα συμπεράσματα, στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στη βάση, αντιλαμβάνεται κάποιος, της μαρτυρίας που αποδέχτηκε.  Αυτό δεν συμβαίνει.  Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν, δεδομένης της μαρτυρίας που αποδέχτηκε, εύλογα.  Άλλο εάν έπρεπε να αποδεχτεί τη μαρτυρία των μαρτύρων των Εφεσειόντων και να απορρίψει αυτή του «προέδρου» της Εφεσίβλητης, ζήτημα που δεν εγείρεται με την έφεση.  Επομένως ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

    Ο λόγος έφεσης 3 εδράζεται στην αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη μαρτυρία του Μ.Ε.3, ότι: «Θεωρώ ότι καμιά βαρύτητα δεν μπορεί να δοθεί στη μαρτυρία αυτή και χρησιμοποιώντας μια φράση της ποινικής δίκης, αναφέρω ότι  κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί τη μαρτυρία αυτή».  Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας που αυτοί πρόσφεραν «με βάση τους κανόνες απόδειξης ποινικής υπόθεσης».

 

    Οι μάρτυρες αξιολογούνται με τον ίδιο τρόπο, είτε έχουν δώσει μαρτυρία σε πολιτική ή ποινική υπόθεση.  Είναι το μέτρο απόδειξης που διαφέρει στην αστική από την ποινική δίκη.  Η αστική αξίωση επιτυγχάνει εφόσον αποδεικνύεται επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ενώ η καταδίκη σε ποινική υπόθεση πρέπει να αποδεικνύεται πέραν από κάθε λογική αμφιβολία.  Η επί τούτου, όμως, απόφαση του Δικαστηρίου έπεται της αξιολόγησης της μαρτυρίας, που ουδόλως συσχετίζεται με το μέτρο απόδειξης.  Ο λόγος έφεσης 3 επίσης απορρίπτεται.

 

    Εν κατακλείδι, εφόσον οι κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του Μ.Υ.2 και των Μ.Ε.3 και 5 δεν προσβλήθηκαν, η έφεση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.

 

    Η έφεση απορρίπτεται.

 

    €3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων.        

 

                                                      Κ. Σταματίου Π.

                    `                                     Χ. Μαλαχτός, Δ.                   

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο