ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 299/2016)

 

 

 18 Φεβρουαρίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

 

EUROFRESH TRANSPORT LTD,

 

 

 

Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

 

ν.

 

 

 

CYPRA LTD,

 

 

 

Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.

 

 

_____________________________________________________________________

 

    Κ. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

 Θ. Ανδρέου για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

___________________________________________________________________

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

______________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση Έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερ. 28/7/2016, με την οποία η Αγωγή με                αρ. 766/2009 η οποία είχε καταχωρηθεί από την Εφεσείουσα εναντίον της Εφεσίβλητης απερρίφθη.

 

Μέσω του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος που η Εφεσείουσα καταχώρισε, αξίωνε το ποσό των €81.324,60, πλέον τόκους, ως οφειλόμενο ποσό που προέκυπτε δυνάμει συμφωνηθέντων υπηρεσιών από την Εφεσείουσα προς την Εφεσίβλητη και/ή δυνάμει τιμολογίων και/ή παραδεδεγμένου λογαριασμού. Ήταν η δικογραφημένη θέση της Εφεσείουσας ότι, κατόπιν συμφωνίας με την Εφεσίβλητη, αναλάμβανε τη μεταφορά ατμοπλοϊκώς από την Κύπρο στο λιμάνι Πειραιά των προϊόντων και εμπορευμάτων της Εφεσίβλητης. Ισχυρίζετο ότι για το έτος 2007 και ειδικότερα από 6/2/2007, το ποσό  της συμφωνηθείσας αμοιβής ήταν €3,041.45 πλέον ΦΠΑ. Επίσης, ότι για κάθε μεταφορά η Εφεσείουσα εξέδιδε σχετικό τιμολόγιο προς την Eφεσίβλητη και ότι υφίστατο  λογαριασμός ο οποίος χρεωπιστώνετο και ο οποίος στις 27/7/2007 εδείκνυε οφειλόμενο υπόλοιπο για ποσό €105,239.60. Μετά, δε, την καταβολή από την Εφεσίβλητη διαφόρων ποσών, το οφειλόμενο υπόλοιπο για το έτος 2007 μειώθηκε στο ποσό των €26,239.60. Όσον αφορά το έτος 2008, ο δικογραφημένος ισχυρισμός της Εφεσείουσας ήταν ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή για τις προσφερθείσες υπηρεσίες ήταν το ποσό των €3,400 πλέον ΦΠΑ και ότι αναφορικά με αυτές τις υπηρεσίες είχε εκδοθεί αριθμός τιμολογίων για το συνολικό ποσό των €55,085.  Η Εφεσίβλητη καταχώρισε Υπεράσπιση με την οποία αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι  η συμφωνία των μερών αφορούσε την υποχρέωση της Εφεσείουσας να προσφέρει συγκεκριμένες  υπηρεσίες, όπως αυτές εξειδικεύτηκαν στο δικόγραφο της Εφεσίβλητης, έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής των €3,041.45 πλέον ΦΠΑ και ότι η Εφεσείουσα, σε αρκετές περιπτώσεις, δεν είχε εκπληρώσει τους όρους συνεργασίας της μεταξύ τους συμφωνίας. Επιπλέον, η Εφεσίβλητη αρνήθηκε την ύπαρξη οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου σε βάρος της για το έτος 2007 και ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε παρέλαβε και/ή αποδέχτηκε τα ισχυριζόμενα από την Εφεσείουσα τιμολόγια. Αντίθετα αυτά επιστράφηκαν καθότι οι χρεώσεις ήταν αντίθετες με εκείνες που ίσχυαν για το έτος 2007.

 

Προς υποστήριξη της απαίτησης προσήχθη μαρτυρία από μέρους της Εφεσείουσας και συγκεκριμένα μαρτυρία από τη σύζυγο του Διευθυντή της  (Μ.Ε.1) και του λογιστή της Εφεσείουσας (Μ.Ε.2), ενώ από πλευράς της Εφεσίβλητης κατέθεσε ο Διευθυντής της (Μ.Υ.1).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αγωγή λόγω αποτυχίας της Εφεσείουσας να αποδείξει την υπόθεσή της. Συγκεκριμένα, πέραν του γεγονότος ότι έκρινε αμφότερους τους μάρτυρες της Εφεσείουσας αναξιόπιστους, κατέληξε ότι δεν υπήρξε από την πλευρά της Εφεσείουσας οποιαδήποτε επεξήγηση των καταχωρήσεων που υπήρχαν στην Κατάσταση Λογαριασμού που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 και η οποία παρουσιάστηκε από τη Μ.Ε.1 προς απόδειξη της υπόθεσής της αναφορικά με το οφειλόμενο για το έτος 2007 ποσό, ενώ, όσον αφορά τα Τιμολόγια Τεκμήρια 2 - 15, τα οποία κατέθεσε η Μ.Ε.1 προς απόδειξη του υπόλοιπου ποσού που η Εφεσείουσα απαιτούσε για το έτος 2008, επεσήμανε την έντονη αμφισβήτηση τόσο της αποδοχής τους, όσο και του ποσού που αναγράφετο σε αυτά. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα Τιμολόγια επεσήμανε ότι από μόνα τους και στην απουσία άλλης αξιόπιστης μαρτυρίας δεν μπορούσαν να καταδείξουν οφειλή της Εφεσίβλητης.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη στη βάση δύο Λόγων Έφεσης.

 

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε επί των πραγματικών γεγονότων εσφαλμένα, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα ως προς τα γεγονότα και να μην λάβει υπόψη του τους κανόνες απόδειξης των γεγονότων της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να αποφασίσει υπό καθεστώς πλάνης. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο και δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης στο Νόμο, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο εύρημα ότι η αγωγή των Εφεσειόντων θα έπρεπε να απορριφθεί καθότι «δεν είχε αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι η Εναγόμενη οφείλει στην Ενάγουσα το αξιούμενο ποσό».

 

Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του 1ου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλημμελώς απέρριψε τη μαρτυρία που προσήχθη από μέρους της Εφεσείουσας παρά το γεγονός ότι αυτή δεν είχε στην ουσία της αμφισβητηθεί από την Εφεσίβλητη και παρά το γεγονός ότι είχε γίνει δεκτή με δηλώσεις και/ή έγγραφα και/ή με βάση τα δικόγραφα της ίδιας της Εφεσίβλητης.

Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω θέση. Η παράθεση ανωτέρω των κύριων ισχυρισμών της Εφεσίβλητης, όπως αυτοί καταγράφηκαν στην Υπεράσπιση της, αναδεικνύει το αντίθετο από αυτό που η Εφεσείουσα προέβαλε. Τόσο η ισχυριζόμενη από την Εφεσείουσα οφειλή όσο και η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία αποτέλεσε, στο πλαίσιο της Υπεράσπισης που καταχωρήθηκε, αντικείμενο ρητής άρνησης από μέρους της Εφεσίβλητης. Περαιτέρω στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, η Εφεσίβλητη, δια του Διευθυντή της (Μ.Υ.1), προβάλλοντας τη δική της εκδοχή, αρνήθηκε την ύπαρξη οποιουδήποτε οφειλόμενου προς την Εφεσείουσα ποσού.

 

Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του 2ου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο, θεωρώντας ότι η έγγραφη μαρτυρία της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να αποδείξει την υπόθεσή της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την προσφερθείσα ενώπιον του μαρτυρία και αναφερόμενο στην Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 1 την οποία κατέθεσε η Μ.Ε.1 προς απόδειξη του ποσού που αξίωνε ως οφειλόμενο για το έτος 2007, σημείωσε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

 

«Αυτό με φέρνει στην κατάσταση λογαριασμού, τεκμήριο 1, σε σχέση με την οποία οφείλω να αναφέρω ότι δεν υπήρξε από την ενάγουσα καμία επεξήγηση (i) των καταχωρήσεων που καταλήγουν στο ποσό της 27/7/07 σε £57.615 και (ii) των χειρόγραφων υπολογισμών που ακολουθούν. Έχοντας δε υπόψη το γεγονός ότι το Τεκμήριο 1 που καταχώρησε η ΜΕ1 φαίνεται όπως αναγράφεται σ' αυτό να αφορά την περίοδο 1/2007 - 12/2007 η βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στα χειρόγραφα σ' αυτό είναι μηδενική. Προσθέτω εδώ πως ο σύζυγος της ΜΕ1 στον οποίο ανήκουν οι χειρόγραφες σημειώσεις σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσίασε η ενάγουσα δεν προσήλθε, για άγνωστο λόγο, στο Δικαστήριο για να επεξηγήσει τους χειρόγραφους υπολογισμούς του. Θεωρώ συνεπώς πως ο λογαριασμός δεν έχει επεξηγηθεί με την πρέπουσα σαφήνεια, παραμένουν δε παντελώς αδιευκρίνιστα τα στοιχεία της περιόδου 27/7/07 - 12/2007.»

 

 

Όσον δε αφορά τη μαρτυρία του λογιστή της Εφεσείουσας (Μ.Ε.2), ο οποίος, μετά που του ζητήθηκε από την Εφεσείουσα, ετοίμασε Κατάσταση Λογαριασμού (Τεκμήριο 17), με βάση τα τιμολόγια επί πιστώσει και τις αποδείξεις πληρωμής, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του, αφού επεσήμανε ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν συσχέτισε επαρκώς την Κατάσταση Λογαριασμού που είχε καταθέσει η Μ.Ε.1 (Τεκμήριο 1), σημείωσε και τα εξής:  

 

«Ούτε ο ΜΕ2 μου έκανε καλή εντύπωση. Μερικώς αναφέρθηκα στη μαρτυρία του πιο πάνω, και συμπληρώνω: Κλητεύθηκε να καταθέσει προφανώς ως εμπειρογνώμονας. Ετοίμασε μια κατάσταση λογαριασμού την οποία δεν μπόρεσε να στηρίξει με το αναγκαίο αποδεικτικό υπόβαθρο αφού δεν είχε στη κατοχή του τα τιμολόγια και τις αποδείξεις στα οποία έκανε αναφορά για να τα συσχετίσει με τις πράξεις του. Οι αναφορές του δε σε τρεχούμενο λογαριασμό εδώ και χρόνια παρέμειναν χωρίς υπόβαθρο. Η θέση του ότι η κατάσταση τεκμ.17 συνάδει με το τεκμήριο 1 δεν περισώζει την κατάσταση. Ο ΜΕ2 δεν ήταν σε θέση να παραθέσει στο Δικαστήριο τη δουλειά του η οποία οδήγησε στα συμπεράσματα του για να βοηθήσει το Δικαστήριο να προβεί σε δικά του συμπεράσματα, δεν ήταν δε γνώστης των γεγονότων τα οποία εμφάνιζαν ο λογαριασμός και τα τιμολόγια. (Βλ. A.L. Mantovani & Sons Ltd Christis Travel & Tourism Ltd, (πιο πάνω).

 

Κρίνω σκόπιμο εδώ να σημειώσω ότι δεν επεξηγήθηκε από τον ΜΕ2 η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του ποσού της κατάστασης του ετοίμασε και του ποσού που ζητείται με την Έκθεση Απαίτησης.»

 

 

Eίναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η υπό κρίση περίπτωση αφορούσε σε απαίτηση για υπόλοιπο λογαριασμού. Δεν ήταν περίπτωση απαίτησης επί τη βάσει εκκαθαρισμένου λογαριασμού (account stated). Η ύπαρξη του χρέους ήταν εκείνο που η Εφεσείουσα βαρύνετο να αποδείξει παρουσιάζοντας μαρτυρία αναφορικά με τις καταγραφές στις Καταστάσεις Λογαριασμού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εντόπισε την εν λόγω διάκριση, επισημαίνοντας τη διαφορά που υπάρχει στη στοιχειοθέτηση απαίτησης βασισμένης σε εκκαθαρισμένο λογαριασμό και τα κριτήρια για την απόδειξη της από εκείνη η οποία είναι βασισμένη σε υπόλοιπο λογαριασμού.

 

Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Κυριάκου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 1628:

 

«Μια κατάσταση λογαριασμού δεν αποτελεί αφ' εαυτής απόδειξη των όσων καταγράφονται, (βλ. D and G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 263 και Παναγιώτης Μαστρης Λτδ v. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ 728). Τα γεγονότα που φέρεται να αναπαραγάγει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, καθίστανται επίδικα και θα πρέπει απαρέγκλιτα να αποδειχθούν (βλ. A.I. Mantovani & Sons Ltd v. Christie Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156, Marketrends Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 734) και Marketrends Finance Ltd v. Ξενοφώντος (2009) 1 Α.Α.Δ. 1418). Με άλλα λόγια οι εκάστοτε καταχωρήσεις σε ένα λογαριασμό, είτε πρόκειται για χρεώσεις είτε για πιστώσεις (με εξαίρεση αποδεδειγμένο λογαριασμό-account stated), θα πρέπει να αποδειχθούν μία προς μία, ούτως ώστε να επαληθευτεί στο τέλος πως η εικόνα που εκπέμπει η κατάσταση λογαριασμού είναι αυθεντική και ακριβής.»

 

 

Όπως, επίσης, τονίσθηκε στην υπόθεση A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156:

 

«Οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν αφεαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν. Τα γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν. ... ... ... ... ... ... ... Στην απουσία παραδεκτής μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί γεγονότα που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν ως αποδεικτικά της υπόθεσης, δεν εγείρεται ζήτημα βάρους απόδειξης. Τέτοιο θέμα μπορεί να εγερθεί μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα που τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση.»

 

Όσον δε αφορά τα Τιμολόγια τα οποία η Μ.Ε.1 κατέθεσε προς το σκοπό απόδειξης του ποσού που η Εφεσείουσα αξίωνε σε σχέση με το έτος 2008 και συγκεκριμένα τα Τεκμήρια 2-15, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την προσφερθείσα μαρτυρία, σημείωσε και τα εξής:

«Όσον αφορά τα τιμολόγια Τεκμ. 2-15 τα οποία κατέθεσε η ΜΕ1 προς απόδειξη του υπόλοιπου ποσού που απαιτεί για το 2008 δηλαδή του ποσού των £54.570, τόσο το γεγονός της κατ' ισχυρισμό αποδοχής τους όσο και το ποσό που αναγράφουν αμφισβητήθηκαν έντονα. Τη μαρτυρία της σε σχέση με το ποσό που συμφώνησε για το 2008 την έχω σχολιάσει πιο πάνω. Όσον αφορά το θέμα του κατά πόσο ο ΜΥ1 αποδέχτηκε τα τιμολόγια (ως η δικογραφημένη θέση της ενάγουσας) αναφέρω ότι πέραν του ότι τα τιμολόγια δεν φέρουν την υπογραφή του ΜΥ1 ή άλλου ατόμου εξουσιοδοτημένου από την εταιρεία του η θέση της ΜΕ1 ότι αποστέλλονταν με φαξ και δεν υπήρξε διαμαρτυρία δεν ήταν πειστική. Η θέση αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση της χωρίς μάλιστα να παρουσιάσει οποιεσδήποτε αποδείξεις ως προς τούτο. Προσθέτω εδώ ότι η πιο πάνω θέση της ενάγουσας στην Έκθεση Απαίτησης της ότι ο ΜΥ1 αποδέκτηκε τα τιμολόγια δεν φαίνεται να συνάδει με τη θέση της ΜΕ1 στην κυρίως εξέταση της ότι αφού είχε γίνει η δουλειά του ΜΥ1 της ανέφερε ότι δεν προτίθεται να πληρώσει έναντι των τιμολογίων.»

 

Όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε με παραπομπή σε σχετική νομολογία, από μόνα τους τα τιμολόγια, στην απουσία αξιόπιστης μαρτυρίας, δεν μπορούσα   ν να αποδείξουν οφειλή της Εφεσίβλητης. Τα τιμολόγια δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική σημασία. Υπάρχουν για να συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας  (βλ. Palatino Developments Limited v. Telectronics Communication Limited (2002) 1 Α.Α.Δ. 962).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επιμελώς την προσαχθείσα μαρτυρία και για καλούς και πειστικούς λόγους, που σε έκταση καταγράφει στην Απόφαση του, δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά της Εφεσείουσας.

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών ενδιατρίψαμε στα όσα περιβάλλουν την υπό κρίση Έφεση. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα, ικανό να ενεργοποιήσει την εξουσία μας προς παρέμβαση στον τρόπο αξιολόγησης και στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η μαρτυρία που πρόσφερε η πλευρά της Εφεσείουσας μέσω των δύο μαρτύρων που κάλεσε προς τούτο (Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2), κρίθηκε αναξιόπιστη για βάσιμους λόγους. Το γεγονός αυτό αναπόδραστα οδήγησε και στην απόρριψη της απαίτησης της Εφεσείουσας, η οποία έφερε και το βάρος απόδειξης, αφού δεν θεμελιώθηκε με ικανή μαρτυρία η δικογραφημένη αξίωση περί ύπαρξης οφειλόμενου ποσού (βλ. Popovic Slopodan Miorage v. Dubranvka Radivojenik (1998) 1 Α.Α.Δ. 1162).

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος.

 

Ως εκ τούτου η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

 

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο