ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ.29/2015
28 Φεβρουαρίου 2025
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
1. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
2. ΜΑΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
3. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ
ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
Εφεσείοντων,
ν.
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσίβλητης.
..................
Α. Γεωργίου, για Φοίβος Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για τους Εφεσίοντες.
Στ. Παπαιωάννου (κα), για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και για Βελάρη & Βελάρη Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί
από το Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Το μακρινό 1993, η Εφεσίβλητη καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή Αρ.2209/1993, σε βάρος πέντε εναγόμενων. Ανάμεσα σε αυτούς οι Εφεσείουσες 1 και 2 στην παρούσα, όπως και η μητέρα τους, Χριστίνα Σταύρου Χριστοφόρου, η οποία, έχοντας στο μεταξύ αποβιώσει, εκπροσωπείται στην υπό συζήτηση Έφεση από τον υιό της και διαχειριστή της περιουσίας της, Χριστάκη Χριστοφόρου. Οι άλλοι δύο εναγόμενοι στην αγωγή Αρ.2209/1993, ήταν η Δέσποινα Γρηγορίου, το γένος Χριστοφόρου, αδελφή των Εφεσειόντων 1 και 2 και θυγατέρα της Χριστίνα Σταύρου Χριστοφόρου και η εταιρεία Stavros Hotels Apartments Ltd.
Μετά από διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις, επήλθε συμβιβασμός στην ως άνω υπόθεση, στη βάση του οποίου, στις 28.03.1994, εκδόθηκε απόφαση σε βάρος των Εφεσειόντων (εναγόμενων 2, 4 και 5 στην αγωγή Αρ. 2209/94), για το ποσό των Λ.Κ.58.440,58 πλέον τόκους και έξοδα. Παράλληλα, το Δικαστήριο εξέδωσε, εκ συμφώνου, διάταγμα για την πώληση σε δημόσιο πλειστηριασμό ακίνητης ιδιοκτησίας που οι Εφεσείοντες είχαν υποθηκεύσει προς όφελος της Εφεσίβλητης (τρία διαφορετικά ακίνητα), με την υποθήκη Υ924/85, Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας.
Περαιτέρω, εκ συμφώνου καταγράφηκαν και αναγνωρίστηκαν ως συμφωνία επί Δικαστηρίου τα ακόλουθα:
«Με την εκάστοτε πληρωμή (¼) του μεριδίου του συνολικού εξ αποφάσεως σημερινού χρέους, πλέον τους αναλογούντες τόκους, υπό οποιοδήποτε των εναγόμενων 2, 4 και 5 ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό τους, η Ενάγουσα θα απαλλάσσει από την υποθήκη Υ924/87 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας ένα συγκεκριμένο τεμάχιο που θα υποδεικνύουν γραπτώς στην ενάγουσα από κοινού οι εναγόμενοι 2, 4 και 5.
Ταυτόχρονα με την απαλλαγή του τεμαχίου από την υποθήκη θα απαλλάσσεται και ο εναγόμενος ιδιοκτήτης εγγεγραμμένος του εν λόγο τεμαχίου από οποιαδήποτε ευθύνη του η οποία πηγάζει από την παρούσα απόφαση».
Παρεμβάλλεται ότι την 01.12.1995, εκδόθηκε απόφαση και σε βάρος των υπόλοιπων εναγόμενων στην ως άνω αγωγή Αρ.2209/1993, για το ίδιο ποσό, διατάσσοντας επίσης την εκποίηση δια δημοσίου πλειστηριασμού ενυπόθηκου ακινήτου δυνάμει της ίδιας υποθήκης Υ924/87 της εναγόμενης 3, Δέσποινας Γρηγορίου, το γένος Χριστοφόρου, προς ικανοποίηση της εκδοθείσας απόφασης.
Οι Εφεσείοντες, ισχυριζόμενοι παραβίαση της ως άνω συμφωνίας επί Δικαστηρίω από την Εφεσίβλητη, υποστηρίζουν πως παρά την ετοιμότητα από την πλευρά τους για καταβολή του ανάλογου ποσού έναντι του εξ' αποφάσεως χρέους, δεν έγινε κατορθωτή η απαλλαγή συγκεκριμένου ενυπόθηκου ακινήτου από την υποθήκη Υ924/87. Ως εκ τούτου, προχώρησαν στην καταχώρηση της αγωγής Αρ.637/2008, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με την οποία αξίωναν από την Εφεσίβλητη:
« Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι παρέβησαν κατά ή περί τέλος του 1995 και αρχές του 1996 συμφωνία επί Δικαστηρίου μεταξύ των διαδίκων ημερ. κατά ή περί 28.3.1994 σύμφωνα με την οποία οι Εναγόμενοι συμφώνησαν όπως με την εκάστοτε πληρωμή ¼ μεριδίου του εξ αποφάσεως χρέους εις την αγωγή 2209/93 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αναλογούντες τόκους οι Εναγόμενοι θα απάλλασσαν από την υποθήκη Υ924/86 Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας συγκεκριμένο τεμάχιο που θα υποδείκνυαν γραπτώς οι Ενάγοντες και ότι ταυτόχρονα με την εν λόγω απαλλαγή ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του τεμαχίου θα απαλάττετο από οποιαδήποτε ευθύνη.
Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι σαν αποτέλεσμα οι Εναγόμενοι υποχρεούνται όπως αποζημιώσουν πλήρως τους Ενάγοντες σε σχέση με κάθε προκύπτουσα ζημιά και ιδιαίτερα αλλά όχι αποκλειστικά σε σχέση με το γεγονός ότι συνεπεία των πράξεων και/ή παραλείψεων των Εναγόμενων κατά παράβαση της ως άνω συμφωνίας οι Ενάγοντες και/ή ο Εναγόμενος 3 αδυνατεί να εκπληρώσει άμεσα συμφωνία πώλησης ακινήτου με αρ. τεμαχίου [ ] Φ/Σχ. L/30. W.2 έκτασης 6.800 τ.μ. στην Τερσεφάνου προς κάποιον Χάρη Ανδρέας Χαραλάμπους εξ Αγγλίας.
Β.1. Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι υποχρεούνται όπως αποζημιώσουν τον Ενάγοντα 3 διά κάθε ποσό το οποίο ο Ενάγοντας 3 ήθελε καταβάλει και ή πληρώσει προς όφελος του Ενάγοντα Χαρή Ανδρέα Χαραλάμπους εξ Αγγλίας στην αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με αριθμό 2734/08 δυνάμει απόφασης του σεβαστού Δικαστηρίου προς όφελος του εν λόγω Ενάγοντα και σε βάρος του Εναγόμενου 3 δυνάμει δικαστικής απόφασης ημερ. 8.3.2012 ως ανωτέρω περιγράφεται.
Β.2. Απόφαση κατά της Εναγόμενης για το ποσό των €215,000 πλέον 5,5% από 8.3.2012 πλέον €15.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ και ή διαζευκτικά δια το ποσό των €100.000 πλέον τόκο 5,5% από 8.3.2012 πλέον €15.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ.
Γ. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι εμποδίζονται και/ή δεν δικαιούνται από του να προχωρούν με εκτέλεση της προς όφελος απόφασης τους στην αγωγή 2209/93 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και/ή ότι δεν δικαιούνται και εμποδίζονται από του να χρεώνουν οποιονδήποτε τόκο στην εν λόγω απόφαση από κατά ή περί τον Δεκέμβριο 1995 και/ή Ιανουάριο 1996.
Δ. Δήλωση Του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό τους έχουν δικαίωμα να καταβάλλουν το ¼ της εξ αποφάσεως χρέους στην αγωγή 2209/93 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας πλέον έξοδα ο καθένας τους και όπως απαλλάξουν από οποιαδήποτε περαιτέρω ευθύνη και ότι οι Εναγόμενοι έχουν υποχρέωση όπως απαλλάξουν από την υποθήκη Υ924/86 συγκεκριμένα τεμάχια που θα υποδεικνύουν οι Ενάγοντες με την καταβολή του πιο πάνω ποσού.
Ε. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ή δήλωση το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπουσα υπό τας περιστάσεις.
ΣΤ. Ειδική Εκτέλεση της επί Δικαστηρίου Συμφωνίας ως έκδοση σχετικών διαταγμάτων υποχρεώνων τους Εναγομένους εις συμμόρφωση έναντι καταβολής των οφειλομένων κατά τον ουσιώδη χρόνο πάντα ή ως το Δικαστήριο ήθελε καθορίσει.
Ζ. Νόμιμο Τόκο.
Η. Έξοδα πλέον 8% Φ.Π.Α (Αρ. μητρώου 50170214Β)»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστρεψε την προσοχή του στη συμφωνία επί Δικαστηρίω, ημερ. 28.03.1994 και κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι την παραβίασαν, κατά τον τρόπο που τους αποδίδεται από την πλευρά των Εφεσειόντων. Πραγματεύτηκε επίσης, τις θέσεις, ενέργειες και παραλείψεις κάθε πλευράς σε σχέση με την ολοκλήρωση της απαλλαγής συγκεκριμένου ακινήτου από την υποθήκη Υ924/87, ως ήταν η απαίτηση των Εφεσειόντων. Καταλήγοντας ότι για την απαλλαγή κάποιου από τα ενυπόθηκα ακίνητα που αφορούσε η υποθήκη Υ924/87, ήταν αναγκαία η συγκατάθεση όλων των ενυπόθηκων οφειλετών, κατέγραψε το γεγονός ότι δεν εξασφαλίστηκε η συγκατάθεση της ως άνω Δέσποινας Γρηγορίου, ιδιοκτήτριας ενός εκ των ενυπόθηκων ακινήτων, με την οποία οι Εφεσείοντας συγγενείς της δεν είχαν καλή σχέση. Εν πάση περιπτώσει, σημείωσε, η εξασφάλιση της συγκατάθεσης όλων των ενυπόθηκων οφειλετών, δεν αποτελούσε όρο της συμφωνίας επί Δικαστηρίω, τον οποίο η Εφεσίβλητη έφερε το βάρος να ικανοποιήσει. Παραπέμποντας στην εξέλιξη των γεγονότων κατά τον ουσιώδη χρόνο, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε επίσης πως κατά την ημερομηνία που είχε τεθεί από τους Εφεσείοντες για την παρουσία όλων των εμπλεκομένων στο Κτηματολόγιο προς το σκοπό πληρωμής εκ μέρους των Εφεσειόντων του ανάλογου ποσού και την απαλλαγή του ενυπόθηκου ακίνητου από την υποθήκη Υ924/87, παρά την παρουσία εκπροσώπου της Εφεσίβλητης για τον πιο πάνω σκοπό, ουδείς εκ των ενυπόθηκων οφειλετών παρουσιάστηκε, είτε για να συγκατατεθεί στην σχετική απαλλαγή του ενυπόθηκου ακινήτου, είτε για να προβεί σε οποιαδήποτε πληρωμή, ούτως ώστε να αποδεσμευόταν το σχετικό ακίνητο από την υποθήκη Υ924/85, ως η σχετική συμφωνία επί Δικαστηρίω. Ως εκ τούτου, για τους ως άνω λόγους, σωρευτικά, απέρριψε τις αξιώσεις των Εφεσειόντων και κατ' επέκταση την ως άνω αγωγή τους.
Με έντεκα συνολικά λόγους Έφεσης, οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Υποστηρίζουν ότι η κατάληξη ότι χρειαζόταν να εξασφαλιστεί από όλους τους ενυπόθηκους οφειλέτες σχετική συγκατάθεση για την επίδικη απαλλαγή, όπως και το συμπέρασμα ότι η ευθύνη παρέμενε αλληλέγγυα και ή προσωπική, παρά την ύπαρξη δύο ξεχωριστών αποφάσεων που αφορούν την ως άνω υποθήκη, είναι λανθασμένη (2ος λόγος Έφεσης). Λανθασμένη είναι επίσης, υποστηρίζουν, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η εξασφάλιση της συγκατάθεσης από άλλους ενυπόθηκους οφειλέτες δεν ήταν όρος που βάραινε την Εφεσίβλητη και ότι η εξασφάλιση αυτής της συγκατάθεσης υπήρχε ως εξυπακουόμενος όρος και προϋπόθεση, για το οποίο δεν έφερε ευθύνη η τελευταία (3ος και 9ος λόγοι Έφεσης). Εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζουν, είναι λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε εξυπακουόμενη παράλληλη προϋπόθεση και/ή νοητός όρος ότι θα έπρεπε να τηρηθούν οι σχετικές πρόνοιες του Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν.9/1965, όπως το Δικαστήριο τις ερμήνευσε, και συνακόλουθα, ότι υπήρχε νομικό κώλυμα για τη μεταβίβαση του συγκεκριμένου ενυπόθηκου ακινήτου (10ος λόγος Έφεσης). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβάλλουν, λανθασμένα απέρριψε μαρτυρία εκ μέρους των Εφεσειόντων, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να αρθεί η ως άνω υποθήκη χωρίς την συγκατάθεση όλων των ενυπόθηκων ιδιοκτητών, αποδεχόμενο διαφορετική επί του ζητήματος μαρτυρία, εκ μέρους της Υπεράσπισης. (11ος λόγος Έφεσης). Ομοίως, θεωρούν λανθασμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση «να απαλλάξουν όλη την υποθήκη και να καταχωρήσουν memo επί των άλλων ακινήτων» (4ος λόγος Έφεσης), όπως λανθασμένο θεωρούν και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι το θέμα αποφασίστηκε στην υπόθεση Χριστοφόρου κ.α. v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 1205, απόφαση που ως διαζευκτικά υποστηρίζουν, είναι έκδηλα λανθασμένη, καλώντας το Δικαστήριο να την «ανατρέψει» (8ος λόγος Έφεσης). Υποδεικνύουν ακόμα, ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου πως η μη πληρωμή του ¼ του εξ αποφάσεως χρέους, ως η συμφωνία επί Δικαστηρίω, φανερώνει τη μη ικανοποίηση προϋπόθεσης για απαλλαγή του ακινήτου από την υποθήκη, είναι λανθασμένη (1ος λόγος Έφεσης), όπως λανθασμένα και αχρείαστα είναι τα συμπεράσματα/θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η ιδιοκτήτρια του ακινήτου, Χριστίνα Σταύρου Χριστοφόρου: (α) θα μπορούσε να μην υπογράψει τη συμφωνία πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου σε τρίτο αγοραστή, (β) ότι δεν προωθήθηκε έναντι του τρίτου αγοραστή του εν λόγω ακινήτου η υπεράσπιση ότι η μεταβίβαση θα γινόταν με την απάλειψη των υποθηκών/επιβαρύνσεων, και (γ) το συμπέρασμα ότι υπήρχε υποχρέωση να προστεθεί η Εφεσίβλητη τράπεζα στην αγωγή απαίτησης του τρίτου προσώπου για το ακίνητο, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν συμπεράσματα στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αχρείαστα προέβη και τα οποία θα πρέπει να παραμεριστούν (5ος και 6ος λόγοι Έφεσης). Τέλος, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, προβάλλεται η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε ευρήματα και συμπεράσματα σε σχέση με την απαίτηση των Εφεσειόντων για αποζημιώσεις σε βάρος της Εφεσίβλητης, σαν αποτέλεσμα της άρνησης της τελευταίας να άρει την υποθήκη για να μπορέσει να προχωρήσει η πώληση του ακινήτου σε τρίτο. Ως εκ τούτου, καταλήγουν επιβάλλεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης, για καθορισμό των αποζημιώσεων (7ος λόγος Έφεσης).
Η εξέλιξη ουσιαστικών γεγονότων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αντιπαράθεσης και αμφισβήτησης. Σύμφωνα με αυτά, μετά την εκ συμφώνου εκδοθείσα απόφαση στην αγωγή Αρ.2209/1993, στο πλαίσιο της οποίας καταγράφηκε η ως άνω συμφωνία επί Δικαστηρίω, κατά ή περί τον Δεκέμβριο του 1995, ο Χριστάκης Χριστοφόρου, ζήτησε την απαλλαγή από την υποθήκη Υ924/86 ενός εκ των ενυπόθηκων ακινήτων, ειδικότερα του τεμαχίου [ ] Φ/Χ.50/30 W.2, ιδιοκτησίας της μητέρας του, με την ταυτόχρονη πληρωμή του ¼ του συνολικού υπόλοιπου του εξ αποφάσεως χρέους πλέον τόκους, ως η συμφωνία επί Δικαστηρίω μεταξύ των διαδίκων. Στο μεταξύ, η Χριστίνα Σταύρου Χριστοφόρου, υπέγραψε πωλητήριο έγγραφο για το εν λόγω τεμάχιο, εισπράττοντας έναντι, συγκεκριμένο ποσό και προσδοκώντας με την απαλλαγή του ακινήτου από την σχετική υποθήκη να το μεταβιβάσει στον αγοραστή. Η Εφεσίβλητη, γνωστοποίησε στους Εφεσείοντες την ετοιμότητα της να ανταποκριθεί, παραπέμποντας ταυτόχρονα σε πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και σε απαίτηση του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου, σύμφωνα με τις οποίες, εκτός από την υπογραφή της Εφεσίβλητης επί του σχετικού εντύπου για την απαλλαγή του ως άνω ακινήτου από την υποθήκη (υπό την ιδιότητα της ως ενυπόθηκου δανειστή), ήταν απαραίτητη και η υπογραφή/συγκατάθεση όλων των ενυπόθηκων οφειλετών προς τούτο. Ως εκ τούτου, υπέδειξε την αναγκαιότητα όπως το σχετικό έντυπο απαλλαγής του ενυπόθηκου ακινήτου από την υποθήκη Υ924/87 υπογραφεί από όλους τους ενυπόθηκους οφειλέτες, περιλαμβανομένης και της αδελφής των Εφεσειόντων, Δέσποινας Γρηγορίου, η οποία, ως έγινε αντιληπτό από την πλευρά της Εφεσίβλητης, ενόψει διαφορών που είχε με τις Εφεσείουσες 1 και 2 και την θανούσα μητέρα της, αρνείτο να υπογράψει το σχετικό έντυπο. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των πλευρών, με του Εφεσείοντες να υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα μη συνεργασίας της Δέσποινας Γρηγορίου για την απαλλαγή του ακινήτου από την υποθήκη Υ924/87, αφορούσε μόνο την Εφεσίβλητη τράπεζα, επιμένοντας στην υποχρέωση της τελευταίας για άρση της υποθήκης επί του συγκεκριμένου ακινήτου με την καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού, δηλώνοντας ταυτόχρονα την πρόθεσή τους να παραστούν στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο για την ολοκλήρωση του ζητήματος. Παρά το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη παρουσιάζεται να διατηρεί τις θέσεις της, όσον αφορά την αναγκαιότητα εξασφάλισης της συγκατάθεσης όλων των ενυπόθηκων οφειλετών για την απαλλαγή του ενυπόθηκου ακινήτου, ως επίσης ότι δεν ήταν δική της υποχρέωση ή ευθύνη να εξασφαλίσει την συγκατάθεση προς τούτο της Δέσποινας Δημητρίου, συγγενικού προσώπου των Εφεσειόντων, κατά την ημερομηνία που οι Εφεσείοντες καθόρισαν όπως γίνει η απαλλαγή του ακινήτου από την σχετική υποθήκη, ήτοι στις 21.01.1996, η Εφεσίβλητη μερίμνησε όπως υπάλληλος της παρευρίσκεται στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο για να παραλάβει το οφειλόμενο ποσό και να υπογράψει το σχετικό έντυπο απαλλαγής του ενυπόθηκου ακινήτου. Ωστόσο, με δεδομένο ότι ουδείς από τους Εφεσείοντες παρουσιάστηκε στο κτηματολόγιο κατά την πιο πάνω ημερομηνία, ο υπάλληλος της Εφεσίβλητης αναζήτησε πίσω τα σχετικά έντυπα απαλλαγής που φρόντισε την ίδια μέρα να κατατεθούν και αποχώρησε από το Κτηματολογικό Γραφείο.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται και απασχολούν στο πλαίσιο της παρούσας.
Σημειώνοντας ότι αριθμός λόγων Έφεσης (λόγοι Έφεσης 2, 3, 4, 8, 9, 10 και 11) αλληλοσυνδέονται, αφορώντας ζητήματα σχετικά με την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό συζήτησης υπόθεσης, η συγκατάθεση από όλους τους ενυπόθηκους οφειλέτες για την απαλλαγή του επίδικου ακινήτου από την υποθήκη Υ924/87 ήταν αναγκαία, αποτελούσα εξυπακουόμενη εκ του νόμου προϋπόθεση, την οποία η Εφεσίβλητη, στη βάση της συμφωνίας επί Δικαστηρίω, δεν είχε ευθύνη για την εξασφάλιση της, ούτε είχε υποχρέωση εξάλειψης της ως άνω υποθήκης και καταχώρησης MEMO επί των υπόλοιπων ενυπόθηκων ακινήτων που αυτή αφορούσε, κρίνουμε σκόπιμη την από κοινού εξέταση τους.
Στο άρθρο 34 (1) και (2) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν.9/1965, προβλέπεται ότι:
«(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), οιαδήποτε µερίς ακινήτου ήτις είναι µικροτέρα του συμφέροντος του ενυποθήκου οφειλέτου επί του περιλαµβανοµένου εν τινι υποθήκη τοιούτου ακινήτου ή, εν η περιπτώσει δύο ή πλείονα ακίνητα περιλαµβάνονται εν τινι υποθήκη, οιονδήποτε των τοιούτων ακινήτων δύναται κατά πάντα χρόνον να απαλλαγή της υποθήκης υπό του ενυποθήκου δανειστού, είτε έναντι µερικής πληρωµής γενοµένης υπό του ενυποθήκου οφειλέτου είτε δι' έτερόν τινα λόγον:
Νοείται ότι προσάγεται τω αρµοδίω υπαλλήλω η περί την τοιαύτην απαλλαγήν έγγραφος συναίνεσις του ενυποθήκου οφειλέτου και παντός εγγυητού αυτού, οµού µετά του εν εδαφίω (3) καθοριζοµένου εγγράφου.
(2) Προς άρσιν οιασδήποτε αµφιβολίας, καθίσταται δήλον ότι οσάκις δύο ή πλείονα πρόσωπα ενέχονται αλληλεγγύως και κεχωρισµένως διά την πληρωµήν οιουδήποτε ποσού εξασφαλιζοµένου δι' υποθήκης, ως προνοείται εν τη εν εδαφίω (2) του άρθρου 4 διαλαµβανοµένη επιφυλάξει, η εν εδαφίω (1) επιφύλαξις τυγχάνει εφαρµογής εφ' απάντων των προσώπων τούτων, και εάν έτι το απαλλαχθησόµενον της υποθήκης ακίνητον ανήκη εις έν µόνον εξ αυτών.»
Οι πρόνοιες δε του άρθρου 4 του ίδιου νομοθετήματος, στο οποίο παραπέμπει το ως άνω άρθρο 34, προνοούν ότι:
«(1) Τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος και παντός ετέρου εκάστοτε εν ισχύϊ Νόµου, ο κύριος ακινήτου δύναται να µεταβιβάση ή υποθηκεύση τούτο ή οιανδήποτε εξ αδιαιρέτου ιδανικήν µερίδα επ' αυτού εις έτερον πρόσωπον ή πρόσωπα.
(2) Αι διατάξεις του εδαφίου (1) τυγχάνουσιν εφαρµογής επί δύο ή πλειόνων κυρίων δύο ή πλειόνων ακινήτων, και επί δύο ή πλειόνων συγκυρίων οιουδήποτε ακινήτου:
Νοείται ότι επί υποθήκης οι ως άνω κύριοι ή συγκύριοι ακινήτου ενέχονται τόσον αλληλεγγύως όσον και κεχωρισµένως διά την πληρωµήν του ενυποθήκου χρέους, εν τω τρόπω τω καθοριζοµένω εν τη συµβάσει της υποθήκης ή τω προνοουµένω εν ταις διατάξεσι του παρόντος Νόµου.»
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Οι ως άνω πρόνοιες του Ν.9/1965, σε συνδυασμό θεωρούμενες, επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα εξασφάλισης της συγκατάθεσης όλων των ενυπόθηκων οφειλετών σε περίπτωση που επιδιώκεται η απαλλαγή κάποιου από τα ενυπόθηκα ακίνητα, που μια υποθήκη αφορά. Η κατάληξη δε πως μέσω της συμφωνίας επί Δικαστηρίω, δεν αναλήφθηκε από την Εφεσίβλητη οποιαδήποτε υποχρέωση για εξασφάλιση της απαιτούμενης συγκατάθεσης από όλους τους ενυπόθηκους οφειλέτες, δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι, στην υπο συζήτηση περίπτωση, μια τέτοια συγκατάθεση, αποτελούσε εκ των πραγμάτων εξυπακουόμενη προϋπόθεση για την τήρηση των σχετικών προνοιών του Ν.9/1965, ζήτημα για το οποίο οι Εφεσείοντες, λόγο και της εμπλοκής τους στην πανομοιότυπη υπόθεση Χριστόφορου κ.α. v Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1205, ήταν ήδη ενήμεροι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν από την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας για το ζήτημα, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της τεθείσας ενώπιον του μαρτυρίας, εξήγησε, καθ' όλα πειστικά, τους λόγους για του οποίους υιοθέτησε τις τοποθετήσεις υπαλλήλου στο Τμήμα Μεταβιβάσεων και Υποθηκών του Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας (ΜΥ3), αντί της μαρτυρίας άλλης υπαλλήλου του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας (ΜΕ3) επί του ζητήματος, αποδεχόμενο ότι για σκοπούς απαλλαγής ενός από τα ενυπόθηκα ακίνητα από την ίδια υποθήκη, ως ήταν η υπό συζήτηση περίπτωση, ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση όλων των ενυπόθηκων οφειλετών, σε αντίθεση με την περίπτωση εξάλειψης/ακύρωσης μιας υποθήκης, όπου είναι αρκετό να παρουσιαστεί στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο μόνο ο ενυπόθηκος δανειστής, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία και συγκατάθεση οποιουδήποτε ενυπόθηκου οφειλέτη.
Παρεμβάλλεται ότι το ζήτημα έτυχε συζήτησης και στα πλαίσια της Χριστοφόρου κ.α. (ανωτέρω), περίπτωση στην οποία, όπως επισήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενάγοντες/εφεσείοντες ήταν οι ίδιοι με τους Εφεσείοντες στην παρούσα υπόθεση, με τη διαφορά ότι αφορούσε άλλη τράπεζα ενώ η δέσμευση για απαλλαγή συγκεκριμένου ενυπόθηκου ακινήτου προέκυπτε από επιμέρους διευθέτηση-συμφωνία αντί από συμφωνία επί Δικαστηρίω. Στην ως άνω απόφαση, ουσιαστικά επιβεβαιώθηκε η πρωτόδικη κρίση πως για την τμηματική απαλλαγή ενυπόθηκων ακινήτων απαιτείται η συγκατάθεση όλων των ενυπόθηκων οφειλετών. Το γεγονός ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση εξεδώθηκαν διαφορετικές αποφάσεις, οι οποίες όμως αφορούσαν το ίδιο οφειλόμενο ποσό και υποχρέωση που εξασφαλιζόταν από την ίδια υποθήκη (Υ924/87), δεν διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων. Η παρότρυνση προς το Δικαστήριο, εκ μέρους των Εφεσειόντων, να αποστεί από τον λόγο της Χριστοφόρου κ.α. (ανωτέρω), γενική και αόριστη ως παρέμεινε, δεν δικαιολογείται στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Ως εκ τούτου, ο 2ος, 3ος, 4ος, 8ος, 9ος, 10ος και 11ος λόγοι Έφεσης, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Η υποχρέωση των Εφεσειόντων για καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού, ως η μεταξύ των μερών συμφωνία επί Δικαστηρίω, αποτελούσε προϋπόθεση για την απαλλαγή του συγκεκριμένου ενυπόθηκου ακινήτου από την υποθήκη Υ924/87. Πέραν και ανεξάρτητα από τις θέσεις των δύο πλευρών όσον αφορά την αναγκαιότητα εξασφάλισης της συγκατάθεσης όλων των ενυπόθηκων οφειλετών για την απαλλαγή ενός εκ των ενυπόθηκων ακινήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας κατά νου την εξέλιξη των γεγονότων ως αυτά τέθηκαν υπόψη του, μεταξύ αυτών και τα παραδεκτά γεγονότα, εντόπισε το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι έθεσαν την ημερομηνία καλώντας την Εφεσίβλητη να παρουσιαστεί στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο για την καταβολή σε αυτήν του ανάλογου ποσού και συνακόλουθα, την απαλλαγή του συγκεκριμένου ενυπόθηκου ακινήτου, ουδέποτε εμφανίστηκαν, ούτε κατά άλλο τρόπο προσέφεραν πραγματικά το συμφωνηθέν ποσό για το ποιο πάνω σκοπό. Στην βάση δε όσων τέθηκαν υπόψη του κατά τον πιο πάνω τρόπο, αρμόδιος προς τούτο υπάλληλος της Εφεσίβλητης μετέβη στο Κτηματολογικό Γραφείο κατά την εν λόγο ημερομηνία, αναμένοντας για τον πιο πάνω σκοπό τους Εφεσείοντες, καταθέτοντας μάλιστα τα σχετικά έντυπα για την προώθηση του σχετικού αιτήματος. Αποχώρησε δε, μόνο όταν διαπίστωσε ότι ουδείς από τους Εφεσείοντες εμφανίστηκε, εξέλιξη η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά των Εφεσειόντων. Ως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μη καταβολή του ¼ του εξ αποφάσεως χρέους, φανερώνει τη μη ικανοποίηση και της άλλης, βασικής προϋπόθεσης για την απαλλαγή του συγκεκριμένου ενυπόθηκου ακινήτου από την υποθήκη Υ924/87. Οι Εφεσείοντες, παρά τις εξαγγελίες τους όσον αφορά την ετοιμότητα για καταβολή του ανάλογου ποσού, εν τούτοις, δεν ενήργησαν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, ώστε εμπράκτως να καταδεικνύεται η ετοιμότητα τους για καταβολή του συγκεκριμένου ποσού. Η παράλειψη τους αυτή, από μόνη της, αποτελεί ανυπέρβλητο ανάχωμα στο αίτημα τους για απαλλαγή του συγκεκριμένου ενυπόθηκου ακινήτου από την υποθήκη Υ924/87.
Συνακόλουθα και ο 1ος λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Οι εκ του περισσού υποδείξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά συμπεριφορές που θα μπορούσε να εκδηλώσει η ιδιοκτήτρια του συγκεκριμένου ενυπόθηκου ακινήτου στην εξέλιξη των πραγμάτων, συναρτώμενες με αγωγή που παρουσιάζεται να δρομολόγησε τρίτος, φερόμενος αγοραστής του συγκεκριμένου ενυπόθηκου ακινήτου, δεν επηρεάζουν ασφαλώς το αποτέλεσμα και τις τοποθετήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατ' επέκταση του παρόντος Δικαστηρίου επί των ουσιαστικών ζητημάτων που απασχόλησαν στη διαδικασία. Ως υπέδειξε άλλωστε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτελούν ζητήματα που θα μπορούσαν να απασχολήσουν σε περίπτωση που το αποτέλεσμα δεν προδιαγραφόταν για τους λόγους που ήδη είχε εξηγήσει, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να έπρεπε να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο.
Ενόψει των πιο πάνω, η ενασχόληση με τον 5ο και 6ο λόγους Έφεσης, θα αποκτούσε νόημα στην περίπτωση που το Δικαστήριο έβρισκε πράγματι ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των ζητημάτων που καθόρισαν την τύχη της απαίτησης των Εφεσειόντων, ήταν λανθασμένη.
Συνακόλουθα, ο 5ος, 6ος και 7ος λόγοι Έφεσης, δεν μπορούν να έχουν επιτυχή κατάληξη και απορρίπτονται.
Για τους πιο πάνω λόγους, στο σύνολο της, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα, ύψους €3,500-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΧΧ