ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 16/2025)
13 Φεβρουαρίου, 2025
[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Σ. Μ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16.12.2024, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 260/24, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΗΨΗ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΓΡΑΦΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 25 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 2004
...................
Η. Στεφάνου μαζί με Φ. Μαλά (κα), για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση η Αιτήτρια ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το διάταγμα ημερ. 16.12.2024 για λήψη από αυτή δειγμάτων γραφικού χαρακτήρα, ενόσω τελούσε υπό αστυνομική κράτηση.
Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι οι ακόλουθοι:
(i) Το άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, στη βάση του οποίου εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα, παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας και συνακόλουθα το δικαίωμα σε σιωπή και μη αυτοενοχοποίηση, όπως κατοχυρώνεται από το ’ρθρο 12.4 του Συντάγματος και το αντίστοιχο άρθρο 6.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
(ii) Το άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 βρίσκεται σε σύγκρουση με το Σύνταγμα και το Ενωσιακό Δίκαιο και συγκεκριμένα το ’ρθρο 15 του Συντάγματος και το αντίστοιχο άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Οδηγία 2016/680.
(iii) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα χωρίς να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε αναγκαιότητα για την έκδοση του, και χωρίς να εφαρμόσει την αρχή της αναλογικότητας, όπως απαιτεί το Ενωσιακό Δίκαιο και το άρθρο 25 του Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την Αίτηση, η Αιτήτρια περιγράφει το ιστορικό των γεγονότων που αφορούν στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος και βασικά υιοθετεί τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των ενταλμάτων certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ' εξαίρεση και όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Το άρθρο 25(1) των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023, Ν.73(Ι)/2004, επιτρέπει σε μέλος της αστυνομίας με βαθμό λοχία ή ανώτερου να μεριμνήσει ώστε να ληφθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο τελεί υπό νόμιμη κράτηση, για σκοπούς μεταξύ άλλων καταχώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος, ανάμεσα σε άλλα, δείγματα γραφικού χαρακτήρα. Σε περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο αρνείται ή παρεμποδίζει τη λήψη, το άρθρο 25(3) προβλέπει τα εξής:
«(3) Πρόσωπο που τελεί υπό νό΅ι΅η κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνο΅ική επιτήρηση και αρνείται ή παρε΅ποδίζει ή δεν επιτρέπει να ληφθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1 ) είναι ένοχο αδική΅ατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι ΅ήνες ή σε χρη΅ατική ποινή ΅έχρι τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δυο αυτές ποινές.»
Στον όρκο που συνόδευε το αίτημα της Αστυνομίας για την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος, αναφέρεται πως η Αστυνομία διερευνούσε υπόθεση που αφορά σε αδικήματα συνωμοσίας προς καταδολίευση, πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ 1.6.2021 και 30.11.2023 στη Δημοκρατία. Για σκοπούς διερεύνησης, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης της Αιτήτριας εναντίον της οποίας εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης της για οκτώ μέρες. Η Αιτήτρια είναι η πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού οργανισμού ΚΥΦΑ (Κέντρο Υποστήριξης Φορέων του AIDS), εγγεγραμμένου ως σωματείου. Στο πλαίσιο χρηματοδότησης και επιχορήγησης δράσεων ενημέρωσης και διαφώτισης από το Υπουργείο Υγείας, διεφάνη, κατόπιν ελέγχου, ότι ο ΚΥΦΑ προσκόμιζε αντίγραφα τιμολογίων τα οποία όμως έφεραν διαφορετικά ποσά από τα πρωτότυπα τιμολόγια. Σύμφωνα πάντα με την Αστυνομία, η Υπεύθυνη Λογιστηρίου του Υπουργείου Υγείας είχε συνάντηση με την Αιτήτρια η οποία τής ανέφερε πως είχε ενημερωθεί για το θέμα της παραποίησης των παραστατικών και για την έγκριση χρηματοδότησης από το Υπουργείο για μεγαλύτερα ποσά από την υπεύθυνη λογιστηρίου του ΚΥΦΑ, που ήταν η μόνη που διαχειριζόταν τον τραπεζικό λογαριασμό του σωματείου και ήταν υπεύθυνη για αυτόν. Αφού εντοπίστηκαν συνολικά 51 τέτοια «ύποπτα» τιμολόγια, η Αιτήτρια συνελήφθη και εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης της. Δεν απάντησε σε οποιαδήποτε ερώτηση κατά την ανάκριση της και αρνείτο να δώσει δείγματα γραφικού χαρακτήρα κατόπιν νομικής συμβουλής ότι η σχετική νομοθετική διάταξη είναι αντισυνταγματική. Μετά την αποσφράγιση των τεκμηρίων που παραλήφθηκαν εντοπίστηκαν τιμολόγια των οποίων η υπογραφή φαίνεται να έχει πλαστογραφηθεί και εκ πρώτης όψεως μοιάζει με αυτή της Αιτήτριας. Λόγω της άρνησης της και επειδή η λήψη δειγμάτων γραφής είναι απαραίτητη για τους σκοπούς της διερεύνησης της υπόθεσης, η Αστυνομία αιτείτο την έκδοση διατάγματος προς τούτο. Το διάταγμα εκδόθηκε πλην όμως, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, αυτή εξακολουθεί να αρνείται να δώσει τα δείγματα επικαλούμενη τον ίδιο λόγο.
Ο πρώτος λόγος στον οποίο βασίζεται η Αίτηση αφορά στο ότι ο Νόμος που επιτρέπει την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου αντιβαίνει στο δικαίωμα της σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησης, ως μέρος του τεκμηρίου της αθωότητας.
Επί τούτου, η Αιτήτρια παραπέμπει στην υπόθεση Δημοκρατία v. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51, και στον διαχωρισμό μεταξύ της μαρτυρίας που καλύπτεται ή δεν καλύπτεται από το δικαίωμα αυτό. Ειδικότερα, ήταν η εισήγηση της Αιτήτριας πως στην εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκε ότι μαρτυρία η οποία δύναται να υπάρξει μόνο με τη βούληση του υπόπτου ή κατηγορούμενου από τον οποίο προέρχεται, βρίσκεται εντός του πεδίου του δικαιώματος ενώ μαρτυρία η οποία έχει μεν ως πηγή τον ίδιο τον ύποπτο ή κατηγορούμενο αλλά υπάρχει ανεξάρτητα από τη βούληση του, αποτελεί μαρτυρία η οποία δεν καλύπτεται από το δικαίωμα. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα πάντα με την Αιτήτρια, με την πράξη παράδοσης δειγμάτων γραφής, αυτή προβαίνει σε δήλωση πως αυτή η γραφή τής ανήκει, επομένως εμπίπτει εντός του δικαιώματος.
Για σκοπούς της παρούσας Αίτησης, θεωρώ ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα προς εξέταση.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στο ότι το άρθρο 25 του Ν. 73(Ι)/2004 συγκρούεται με τις πρόνοιες του ’ρθρου 15 του Συντάγματος και την Οδηγία 2016/680. Η Αιτήτρια εισηγείται ότι το άρθρο 25 του Ν.73(Ι)/2004 αντιβαίνει το ’ρθρο 15 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Αντιβαίνει επίσης την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, στον βαθμό που δεν προβλέπει ουσιαστικά κριτήρια αναφορικά με την αναγκαιότητα και αναλογικότητα της εξουσίας των διωκτικών αρχών για τη λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τον σκοπό ποινικής διερεύνησης. Η Αιτήτρια παραπέμπει στην υπόθεση C-205/21, Ministerstvo na vatreshnite raboti, ημερ. 26.1.2023, η οποία θέτει τις αρχές που διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και επεξηγεί ότι επιβάλλεται ο καθορισμός της έννοιας της επεξεργασίας ούτως ώστε αυτή να είναι η απολύτως αναγκαία.
Ζητήματα αντισυνταγματικότητας εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στο οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να παραπέμπει αυτά, ως προνοείται στο άρθρο 9(2)(α)(i) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024, Ν.33/1964. Σύμφωνα με το άρθρο 9(2)(α)(ii), το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει υποχρέωση να αποφασίσει το παραπέμψαν ζήτημα όταν η παραπομπή προέρχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Έχοντας υπόψη αυτή τη νομοθετική πρόνοια, καθώς επίσης τη νομολογιακή αρχή πως ζητήματα αντισυνταγματικότητας αποφασίζονται μόνο όπου είναι απολύτως αναγκαίο, θεωρώ ότι στο παρόν στάδιο το παρόν Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με αυτό το ζήτημα και μόνο στο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας και όπου κριθεί αναγκαίο, να παραπέμψει το ζήτημα συνταγματικότητας στο αρμόδιο Δικαστήριο. Προς τούτο συμφωνώ με την προσέγγιση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Π.Π., Πολ. Αιίτηση Αρ. 143/2023, ημερ. 9.1.2024. Εκείνη αφορούσε αίτηση για χορήγηση άδειας για την έκδοση διατάγματος Certiorari αναφορικά με δικαστικό διάταγμα λήψης αποτυπωμάτων και άλλων γενικών δειγμάτων, στο πλαίσιο της οποίας ο αιτητής ήγειρε ζήτημα συνταγματικότητας της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα και ζήτησε την παραπομπή του στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο αποφάσισε πως για να παραπεμφθεί ζήτημα συνταγματικότητας, θα πρέπει το ίδιο να ικανοποιηθεί ότι το ζήτημα που εγείρεται είναι συζητήσιμο ώστε να δικαιολογείται η παραπομπή και, καθοδηγούμενο από το περιεχόμενο του άρθρου 9(2)(α)(ii) του Ν.33/1964, κατέληξε ότι δεν ήταν το κατάλληλο στάδιο για τέτοια παραπομπή. Αφού ικανοποιήθηκε πως εγειρόταν συζητήσιμο θέμα ότι το σχετικό άρθρο του Νόμου δεν είναι συμβατό με την Ευρωπαϊκή Οδηγία, χορήγησε την αιτούμενη άδεια.
Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 25 του Ν.73(Ι)/2004 και τόσο την Οδηγία 2016/680 όσο και την προαναφερόμενη απόφαση, ικανοποιούμαι ότι εγείρεται συζητήσιμη υπόθεση και για αυτό το ζήτημα.
Ο τρίτος λόγος αφορά στο ότι δεν υπήρχε αναγκαιότητα στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος και το εκδώσαν αυτό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας.
Με βάση το περιεχόμενο του όρκου για την αναγκαιότητα έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, ικανοποιούμαι ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα που να δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας και για αυτό το ζήτημα.
Ως εκ τούτου παρέχεται άδεια στην Αιτήτρια να καταχωρίσει δια κλήσεως αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Η αίτηση να καταχωριστεί σε πέντε μέρες και να επιδοθεί στον Γενικό Εισαγγελέα τουλάχιστον τρεις μέρες πριν τη δικάσιμο. Εφόσον καταχωριστεί, η Πρωτοκολλητής να την ορίσει στις 25.2.2025 και ώρα 09:00 για οδηγίες.
Τα έξοδα της Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της δια κλήσεως αίτησης.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ