ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ.149/2015
3 Φεβρουαρίου 2025
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου
ν.
YIANGOS I SOCRATOUS & SONS LTD
Εφεσίβλητων/Εναγόντων
..................
Αλέξανδρος Μιχαήλ, για τον εφεσείοντα.
Δημήτρης Λαμπριανίδης, για Γιώργος Χαραλαμπίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. για τους εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, επιδιώκεται η ανατροπή της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο), ημερομηνίας 07.04.2015, με την οποία επιδίκασε υπέρ των εναγόντων (εφεξής εφεσίβλητων) και σε βάρος του εναγόμενου (εφεξής εφεσείων), στο πλαίσιο της Αγωγής Αρ.1159/2008, το ποσό των €37,589.23 ως οφειλόμενο υπόλοιπο για εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, απορρίπτοντας παράλληλα ανταπαίτηση του εφεσείοντα για επιστροφή ποσού που σύμφωνα με τον ίδιο κατέβαλε στους εφεσίβλητους «άνευ νομίμου και/ή συμβατικού ερείσματος» και για επιδιόρθωση από την πλευρά των εφεσίβλητων, κακοτεχνιών και /ή ανάλογες αποζημιώσεις.
Μέσω του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος που οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν, αξίωναν το επιδικασθέν τελικά προς όφελος τους ποσό, ως οφειλόμενο υπόλοιπο για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών δυνάμει συμφωνίας εργολαβίας μεταξύ των διαδίκων, ημερ. 24.10.2004, για την ανέγερση δύο κατοικιών. Στον αντίποδα, ο εφεσείων, μέσω της Υπεράσπισης του, επικαλούμενος καθυστέρηση στην αποπεράτωση των επίδικων κατοικιών και κακοτεχνίες εκ μέρους των εφεσίβλητων - εργολάβων κατά την ανέγερση τους, όχι μόνο αρνείτο την οφειλή, αλλά διατεινόταν υπερπληρωμή ποσού εκ μέρους του, το οποίο και αξίωνε μέσω Ανταπαίτησης, όπως επίσης διεκδικούσε διάταγμα για επιδιόρθωση των ισχυριζόμενων κακοτεχνιών ή/και ανάλογες αποζημιώσεις. Η συμπληρωμένη εικόνα των δικογραφημένων θέσεων των πλευρών, αποκαλύπτει ότι οι εφεσίβλητοι, με την Απάντηση και Υπεράσπιση τους στην Ανταπαίτηση του εφεσείοντα, απέρριψαν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς και απαιτήσεις του τελευταίου, υποστηρίζοντας ότι τα ποσά που ανταπαιτεί ουδεμία σχέση έχουν με την ανέγερση των επίδικων κατοικιών και ότι αποτελούν εκ των υστέρων επινοήσεις του, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή της συμβατικής οφειλής του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στην προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, προχωρώντας σε ανάλυση και αξιολόγηση της, κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να πείσει, τόσο για τους δικογραφημένους στην Υπεράσπιση ισχυρισμούς του, όσο και για αυτούς που προώθησε μέσω της Ανταπαίτησης του. Έκρινε ότι ο εφεσείων (ΜΥ1), διολισθαίνοντας μεταξύ διαφορετικών εκδοχών, δεν κατέθεσε την αλήθεια στο Δικαστήριο, απέφευγε συστηματικά να απαντήσει ευθέως για ορισμένα ζητήματα, παρουσιάζοντας εν τέλει μια αναξιόπιστη αλλά και απίθανη εκδοχή σε σχέση με τα ποσά που κατ' ισχυρισμό υπερπλήρωσε και ανταπαιτεί. Ειδικότερα, ως προς την ανταπαίτηση του, την οποία συνάρτησε σε σχέση με τις κατ' ισχυρισμό κακοτεχνίες στις επίδικες κατοικίες, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων που κλήθηκαν από την πλευρά του εφεσείοντα (ΜΥ3 και ΜΥ4) ήταν ασταθής, αβέβαιη και τρωτή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αξιοποιηθεί για την απόδειξη ισχυρισμών του εφεσείοντα που είχαν δεόντως δικογραφηθεί. Αντίθετα, η μαρτυρία του τεχνικού διευθυντή των εφεσίβλητων (ΜΕ1), κρίθηκε σαφής, συγκεκριμένη, χωρίς αντιφάσεις και υπεκφυγές, συνάδουσα επίσης με τα ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντα στοιχεία και τεκμήρια, με επακόλουθο την εξαγωγή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάλογων ευρημάτων. Περαιτέρω, σχετική μαρτυρία εκ μέρους πραγματογνώμονα που κλήθηκε και κατέθεσε στη διαδικασία ως μάρτυρας υπεράσπισης στην ανταπαίτηση, έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, αφού κρίθηκε ότι ήταν σαφής, πειστική, επαρκώς αιτιολογημένη και δυνάμενη να αξιοποιηθεί για την εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων, οδηγώντας τελικά στην έκδοση της ως άνω απόφασης, προς όφελος των εφεσίβλητων.
O εφεσείων, μέσω της Ειδοποίησης Έφεσης, ως αυτή τροποποιούμενη διαμορφώθηκε, προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με επτά λόγους έφεσης. Υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα (3ος λόγος έφεσης) και αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ1, τεχνικού διευθυντή και μετόχου της εφεσίβλητης (2ος λόγος έφεσης). Περαιτέρω, ότι λανθασμένα και χωρίς την παρουσίαση κάποιου δικαιολογητικού ή απόδειξης, έγιναν αποδεκτές από το Δικαστήριο οι θέσεις του ΜΕ1, ότι ποσό Λ.Κ.50,000 που κατέβαλε ο εφεσείων στους ενάγοντες, αποτελεί επιστροφή εκ μέρους του εφεσείοντα ποσού το οποίο ο ΜΕ1 του είχε δώσει για την αγορά αυτοκινήτου από την Αγγλία, (1ος λόγος έφεσης), και ότι το ποσό των Λ.Κ.10,000 δόθηκε από τον εφεσείοντα στους εφεσίβλητους για την εκτέλεση επιπλέον εργασιών άλλης κατοικίας, η οποία δεν αφορά το επίδικο συμβόλαιο (5ος λόγος έφεσης). Προβάλλει επίσης, γενικότερα, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την απαίτηση τους στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας (4ος λόγος έφεσης), και ότι λανθασμένα και αδικαιολόγητα επιδίκασε τα έξοδα της αγωγής υπέρ των εφεσίβλητων (7ος λόγος έφεσης), ως επίσης, εσφαλμένα απέρριψε αντίστοιχα την ανταπαίτηση του, επιδικάζοντας τα ανάλογα έξοδα εναντίον του (6ος λόγος έφεσης).
Αποτελεί θέση της πλευράς του εφεσείοντα, ως αυτή αναδιπλώνεται και στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου δικηγόρου του, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς βάσιμη δικαιολογία απέρριψε τις καθόλα τεκμηριωμένες και σαφείς θέσεις του εφεσείοντα και άλλων μαρτύρων που η πλευρά του παρουσίασε στη διαδικασία, όπως των πραγματογνωμόνων ΜΥ3 (αρχιτέκτονας) και ΜΥ4 (πολιτικός μηχανικός) που κλήθηκαν από την πλευρά του και προσέφεραν τη μαρτυρία τους προς υποστήριξη της ανταπαίτησης του σε σχέση με το ζήτημα των κακοτεχνιών. Αντίθετα, αβασάνιστα και αναιτιολόγητα έκανε αποδεκτή την ελλιπή και αναπόδεικτη μαρτυρία του ΜΕ1, η οποία δεν συνοδευόταν από οποιαδήποτε τεκμήρια προς επιβεβαίωση της, γεγονός που συνιστά, κατά την εισήγηση του, παραβίαση βασικών αρχών της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων, οδηγώντας τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια ακροσφαλή και αναιτιολόγητη απόφαση.
Στον αντίποδα των πιο πάνω, οι εφεσίβλητοι συμφωνούν με την πρωτόδικη κρίση και κατάληξη. Υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, μέσω μιας εκτενούς και εμπεριστατωμένης ανάλυσης, σχολίασε το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας και με πειστικούς λόγους εξήγησε γιατί ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την εκδοχή του, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.
Είναι προφανές ότι στους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, όπως και στην επιχειρηματολογία που προωθείται προς υποστήριξη τους, ουσιαστικά αναδεικνύονται θέματα που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ειδικότερα, είτε αναφέρονται γενικότερα στην απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και την αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσίβλητων και κατ' επέκταση της απαίτησης τους, (2ος, 3ος και 4ος λόγοι έφεσης) είτε αφορούν, σε συνάρτηση πάντα με ζητήματα αξιοπιστίας, συγκεκριμένες πτυχές και ζητήματα που απασχόλησαν την πρωτόδικη διαδικασία (1ος, 5ος και 6ος λόγοι έφεσης). Τούτο, φέρνει στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν τον τρόπο αξιολόγησης μαρτυρίας που τίθενται υπόψη του Δικαστηρίου και την εξουσία επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με το ζήτημα.
Πάγια και καλά εδραιωμένη είναι η νομολογία επί του πιο πάνω ζητήματος. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά κρινόμενα, εξ αντικειμένου φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη της ή είναι καταφανώς εσφαλμένα. (βλ. Πίτσιλλος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1549, Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192, Ταρμαντίδης κ.ά. v. Δημητρίου (2010) 1(Α) A.A.Δ. 239 και Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 A.A.Δ. 633). Σε περίπτωση που με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Όπως σημειώθηκε στην Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:
«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312 και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»
Εκεί λοιπόν που με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. (Βλ. Παπακόκκινου v. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653 και Παπαμιλτιάδους v. Ιωάννου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1320, Α. Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. (2010) 1 Α.Α.Δ. 254). Ο Εφεσείων είναι το μέρος που φέρει το βάρος να πείσει το εφετείο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει το μάρτυρα των εφεσίβλητων κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. (βλ. Mylonas a.ο. v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 37 και Φραντζής ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω)).
Έχοντας ήδη επισημανθεί ότι οι λόγοι έφεσης αφορούν, σχεδόν στο σύνολο τους, την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την συνακόλουθη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα προχωρήσουμε στην εξέτασή τους σωρευτικά, σε συνάρτηση πάντα με το ζήτημα που ο κάθε ένας προβάλλει.
Έχουμε μελετήσει με προσοχή την πολυσέλιδη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ως διαφαίνεται μέσα από αυτήν, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επισταμένως, με την δέουσα προσοχή και επιμέλεια την ενώπιον του μαρτυρία. Με διεισδυτική διάθεση, κατέγραψε, ανάλυσε και αιτιολόγησε την αξιολογική του κρίση για κάθε μάρτυρα που προσέφερε την μαρτυρία του στη διαδικασία, για να καταλήξει τελικά ότι ο εφεσείων δεν κατάφερε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, να πείσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή του, ότι δηλαδή, όχι μόνο δεν υπήρχε οφειλή προς τους εφεσίβλητους αλλά ο ίδιος είχε προβεί εκ παραδρομής ή/και καλόπιστα σε υπερπληρωμές ποσών, ήταν αληθής και πιθανή (Χρυσάνθου κ.ά. ν. Φραντζή (2010) 1 ΑΑΔ 1295). Παρέθεσε σωρεία λόγων για την ως άνω κατάληξη του, εξηγώντας με σαφήνεια και λεπτομερώς γιατί η εκδοχή του εφεσείοντα περί υπερπληρωμών δεν βρίσκει έρεισμα, παραπέμποντας σε σχετική μαρτυρία και στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του, όπως και στις αντιφατικές εξηγήσεις που ο εφεσείων προωθούσε. Δεν βρίσκουμε πως θα δικαιολογείτο οποιαδήποτε παρέμβασή μας στην ως άνω κατάληξη.
Η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα περί ανάγκης ύπαρξης μαρτυρίας που να ενισχύει σχετικούς ισχυρισμούς των εφεσίβλητων και ότι, στην απουσία τέτοιας «ενισχυτικής» μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να καταλήξει στα συμπεράσματα που κατέληξε, δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Δεν υφίσταται ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας σε αστικές διαδικασίες (βλ. Halsbury' s Laws of England, 5th Edition, Vol. 12, para. 848 «No requirement for corroboration in civil cases»). Ούτε βεβαίως η ανυπαρξία έγγραφης μαρτυρίας, υποστηρικτικής της προφορικής μαρτυρίας ενός μάρτυρα, εξυπακούει και αναξιοπιστία του τελευταίου (βλ. Σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Τ. Ηλιάδη και Ν. Γ. Σάντη, σελ. 140).
Παραπονείται επίσης η πλευρά του εφεσείοντα, για την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την ανταπαίτηση του, προτάσσοντας προς τούτο ότι δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία και τις θέσεις πραγματογνωμόνων που προσέφεραν τη μαρτυρία τους για το ζήτημα των κακοτεχνιών, οι οποίες, ως προβάλλει, παρέμειναν αναντίλεκτες.
Είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε, και σε αυτή την περίπτωση, τις καλά εδραιωμένες αρχές στη βάση των οποίων προσεγγίζεται και αξιολογείται η μαρτυρία των ειδικών μαρτύρων. Οι τελευταίοι, δεν αξιολογούνται στη βάση άλλων αρχών από τις καθιερωμένες, ούτε αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό από τους υπόλοιπους μάρτυρες (βλ. Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1(B) A.A.Δ. 875). Κάτι τέτοιο θα ήταν παντελώς ασύμβατο με καλά καθιερωμένες αρχές (Cross on Evidence 5η έκδοση, σελ. 446, Republic v Chacholiades (1992) 1 ΑΑΔ σελ. 446 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (2011) 1Γ ΑΑΔ 2298). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, ούτε υποκαθιστά το έργο του, παρά μόνο το βοηθά - με την παράθεση των σχετικών επιστημονικών κριτηρίων - να καταλήξει στα δικά του, ανεξάρτητα συμπεράσματα, ενώ παράλληλα η σοβαρότητα και η υπευθυνότητα με την οποία οι ως άνω μάρτυρες που κατέθεσαν ως πραγματογνώμονες προσέγγισαν το έργο τους, αποτελεί επίσης σημαντικό στοιχείο αξιολόγησης τους. (βλ. Μιτσιγιώργη και άλλος ν Αδελφών Γαλάζη (Ομόρρυθμης Εταιρείας) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1811). Εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει τις απόψεις ενός εμπειρογνώμονα έστω και αν αυτός δεν έχει αντεξεταστεί. Μπορεί δε να υιοθετήσει τη θέση ενός εμπειρογνώμονα είτε εν όλω, είτε εν μέρει, είτε καθόλου, ανάλογα με τα ευρήματα του και την αξιολόγηση της μαρτυρίας, (βλ. Vasilikos Cements Works ν. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389 και Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 746). Όπως άλλωστε υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παρ. 27-35, πλανάται ακόμα και σήμερα η υποψία ότι οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες πιθανόν να διάκεινται ευνοϊκά υπέρ του διαδίκου που τους καλεί να μαρτυρήσουν (βλ. Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1977) 2 C.L.R. 97 και Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 C.L.R. 1).
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε, συζήτησε και αντιπαρέβαλε την μαρτυρία των ως άνω μαρτύρων, περιλαμβανομένων των Εκθέσεων και του υλικού που το εφοδίασαν, σύμφωνα με τις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές. Δεν υιοθετούμε τη θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου υπεράσπισης σε σχέση με την προσέγγιση, την αξιολόγηση και αξιοποίηση της μαρτυρίας τους. Αντίθετα, σταθμίζοντας ορθά τα ενώπιον του στοιχεία, στο σύνολο τους, κατά τρόπο που συνάδει με σχετική επί του ζητήματος νομολογία, κατέληξε στο τελικά του συμπεράσματα, με τα οποία και συμφωνούμε.
Στη βάση όλων όσων τέθηκαν υπόψη του, καθόλα ορθά και αιτιολογημένα, κατέληξε ότι ο ΜΥ3 (αρχιτέκτονας) όπως και ο ίδιος ο μάρτυρας δήλωσε, δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι οι όποιες ζημιές εντοπίστηκαν από τον ίδιο κατά την επίσκεψη του στις επίδικες κατοικίες, ένα και πλέον έτος μετά την παράδοση τους, οφείλονταν ή ήταν αποτέλεσμα κακοτεχνιών. Εξήγησε επίσης, με λεπτομέρεια, γιατί η μαρτυρία του ΜΥ4 (πολιτικού μηχανικού), τόσο σε σχέση με τα ευρήματα όσο και σε σχέση με τα συμπεράσματά του, χαρακτηριζόμενη από αστάθεια, εικασίες και αναιρέσεις, στις οποίες και παραπέμπει, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, κατάληξη καθ' όλα δικαιολογημένη, με την οποία δεν βλέπουμε πως θα μπορούσαμε να διαφοροποιηθούμε. Ομοίως, καθ' όλα ορθή κρίνεται, η προσέγγιση της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Π. Ευλογημένου, (ΜΥ3 στην Ανταπαίτηση) ο οποίος κλήθηκε από την πλευρά των εφεσίβλητων, με την αξιοποίηση της μαρτυρίας του τελευταίου να παρουσιάζεται αρκούντως αιτιολογημένη, δικαιολογημένη και ορθή.
Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την κατάληξη του
όσον αφορά το ειδικότερο ζήτημα των κακοτεχνιών στην ανταπαίτηση του εφεσείοντα, δεν περιορίστηκε μόνο στην κρίση του για την ποιότητα της μαρτυρίας των εμπειρογνώμων όπως και άλλων προσώπων, η μαρτυρία των οποίων συνεκτιμήθηκε για την κατάληξη του Δικαστηρίου. Ως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέμεινε αναντίλεκτο το γεγονός της απουσίας, εντός της συμφωνηθείσας δυνάμει του εργολαβικού συμβολαίου περιόδου εγγύησης, οιασδήποτε επιστολής ή άλλου γραπτού παραπόνου εκ μέρους του εφεσείοντα, που να υποδεικνύει και εξειδικεύει τις κακοτεχνίες, ζημιές και ελλείψεις που στο πλαίσιο της Ανταπαίτησης του, αποφάσισε να καταλογίσει στους εφεσίβλητους. Παράλληλα, δεν παρέλειψε να σημειώσει, το επίσης αδιαμφισβήτητο και κοινώς αποδεκτό γεγονός, ότι οι επίδικες κατοικίες είχαν παραμείνει ακατοίκητες και κλειστές επί σειρά ετών, παράγοντας που από μόνος του, ως επιβεβαιώθηκε τούτο και από τη μαρτυρία ειδικών μαρτύρων, καθιστούσε, υπο τις περιστάσεις, αδύνατη την κατάληξη, στο βαθμό έστω που απαιτείται σε διαδικασίες ως η υπο συζήτηση, ότι οι όποιες ζημιές εντοπίστηκαν στις οικίες, ήταν αποτέλεσμα κακοτεχνιών εκ μέρους των εφεσίβλητων και όχι της «εγκατάλειψης» τους, χωρίς αυτές να χρησιμοποιούνται, στη φθορά του χρόνου.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό που να πλήττει το καθόλα στέρεο βάθρο αξιολόγησης του Δικαστηρίου και την ορθότητα της κατάληξης του, δικαιολογώντας την αιτούμενη παρέμβαση μας, μέσω των σχετικών λόγων Έφεσης.
Ως εκ τούτου, ο 1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 5ος και 6ος λόγοι Έφεσης, αποτυγχάνουν και συνεπώς απορρίπτονται.
Το αποτέλεσμα της Δικαστικής κρίσης επί των ουσιαστικών ζητημάτων που απασχολούσαν στην υπό συζήτηση υπόθεση, είναι προφανές ότι καθόρισε, κατ' εφαρμογή του κανόνα που ρυθμίζει το ζήτημα των εξόδων μιας διαδικασίας, την τοποθέτηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά των επιδικασμό των εξόδων της Αγωγής και της Ανταπαίτησης. Τίποτε δεν φαίνεται να δικαιολογεί, και για το συγκεκριμένο ζήτημα, την παρέμβασή μας.
Συνακόλουθα και ο 7ος λόγος Έφεσης απορρίπτεται
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα έξοδα, ύψους €3.500-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.