ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 104/2023
(i-justice)
24 Φεβρουαρίου, 2025
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΈΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, DEMETRIOS A. DEMETRIADES LLC, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΗΕ 268654, ΘΑΣΟΥ 3, DADLAW HOUSE, 1520 - ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03/07/2023 ΠΟΥ ΕΠΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΠΟΙΝΗ, ΗΤΟΙ ΠΡΟΣΤΙΜΟ €90.000,00 (ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ), Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΤΗΝ 27/07/2023 ΜΑΖΙ ΜΕ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/07/2023, ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03/10/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ, Ν.188(Ι)/2007 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
Αίτηση ημερομηνίας 29.8.2023
Χρ. Κινάνης με Κ. Αποκίδη, για Αιτήτρια
Ν. Μακρίδης με Κ. Μελά, για το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου
Ελ. Παπαγεωργίου,(κα) Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, μαζί με Μ. Δρυμιώτου, (κα) Δικηγόρο Α της Δημοκρατίας, Σ. Καρασαμάνη και Ανδρέα Ανωτιάδη, δικηγόρους της Δημοκρατίας Για Γενικό Εισαγγελέα ως amicus curiae
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Η αιτήτρια, είναι εταιρεία δικηγόρων. Όπως όλες οι εταιρείες του είδους και οι δικηγόροι μέλη αυτών, υπόκειται στις πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2, (ο Νόμος, Κεφ. 2), όπως έχει τροποποιηθεί και όπου δει στον έλεγχο του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, (το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. ή το Συμβούλιο). Ειδικά, σε σχέση με πειθαρχικά αδικήματα και τη διαδικασία, συναφώς, υπόκειται στις πρόνοιες του Μέρους IV, του εν λόγω νόμου, το οποίο προβλέπει και για τη λειτουργία του Πειθαρχικού Συμβουλίου, καθιδρυθέντος δυνάμει του άρθρου 16, αυτού.
Ως επιτομή του πιο πάνω μέρους, αλλά και ολόκληρου του προαναφερθέντος νόμου, το άρθρο 15 προβλέπει ότι, «Κάθε δικηγόρος είναι λειτουργός της δικαιοσύνης..», αναδεικνύοντας έτσι το σημαντικό ρόλο του, ως τον έτερο βραχίονα στην απονομή της, ήτοι μαζί με το δικαστή, (βλ. In Re C.D. An Advocate (1969) 1 C.L.R. 376, σελίδα 380). Πρόκειται για ουσιαστική αναβάθμιση, την οποία επέφερε ο ομώνυμος τροποποιητικός Νόμος 40/1975, στην προηγούμενη πρόνοια που προέβλεπε ότι ο δικηγόρος ήταν λειτουργός του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγχρόνως, το άρθρο 15 προβλέπει ότι, ο δικηγόρος «υπέχει πειθαρχική ευθύνη και υπόκειται στην πειθαρχική διαδικασία που προνοείται στο Mέρος αυτό.», ήτοι στο Μέρος IV. Όταν δε το αποτέλεσμα της εν λόγω διαδικασίας καταλήγει σε βάρος του, αυτός, δύναται να ασκήσει έφεση ενώπιον του Εφετείου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17(5)(α) του Νόμου, Κεφ. 2. Πρόκειται για ρύθμιση, η οποία έγινε με τον ομώνυμο τροποποιητικό Νόμο 99(Ι)/2023, μετά και τη λειτουργία του Εφετείου, την 1.7.2023[1]. Προηγουμένως, η έφεση ασκείτο ενώπιον του δευτεροβάθμιου ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ωστόσο, όσον αφορά θέματα αφορώντα στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, οι δικηγόροι, περιλαμβανομένων των εταιρειών δικηγόρων, ελέγχονται και πάλι από το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ., σύμφωνα, όμως, με τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο του 2007, (Ν.188(Ι)/2007), όπως έχει τροποποιηθεί, (ο Νόμος 188(Ι)/2007). Συγκεκριμένα, για τον πιο πάνω σκοπό, ο προαναφερθείς νόμος διά του άρθρου 59(1), όρισε Εποπτικές Αρχές, μεταξύ άλλων και από διάφορους επαγγελματικούς χώρους. Συγχρόνως, παραχώρησε σε αυτές συγκεκριμένες εξουσίες. Ειδικά, στο εδάφιο (4) του πιο πάνω άρθρου, προβλέπεται ότι, Εποπτική Αρχή, «. εκδίδει και απευθύνει οδηγίες προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται.». Όσον αφορά το δικηγορικό επάγγελμα, ο Νόμος 188(Ι)/2007 όρισε το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. ως Εποπτική Αρχή, σε σχέση με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των δικηγόρων και των εταιρειών δικηγόρων, (άρθρο 59(1)(ε)).
Επιπρόσθετα, στο εδάφιο (5)(α) του άρθρου 59, εξειδικεύονται οι εξουσίες των Εποπτικών Αρχών, έναντι των εποπτευομένων προσώπων. Καταλήγει δε, αυτό, με την επιφύλαξη πως: «Νοείται ότι, οι Εποπτικές Αρχές διεξάγουν επαρκή εποπτεία, συμπεριλαμβανομένης επιτόπιας και μη επιτόπιας εποπτείας σε όλα τα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία τους και λαμβάνουν κατάλληλα και αναλογικά διοικητικά μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης σε περίπτωση που διαπιστώνονται παραβάσεις.». Οι πιο πάνω εξουσίες δύναται να ασκηθούν και από το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ.. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο ενεργώντας, όπως θεώρησε, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 59(4), ανωτέρω, εξέδωσε Οδηγία προς όλα τα μέλη του, η οποία τιτλοφορείται, «Οδηγία για τη Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου και τη Πειθαρχική Διαδικασία». Ο σκοπός της, καθορίζεται στο Άρθρο 3, ως εξής: «Σκοπός της παρούσας Οδηγίας είναι η ρύθμιση της διεξαγωγής του επιτόπιου Εποπτικού Ελέγχου, καθώς επίσης και της διαδικασίας εξέτασης παραβάσεων ή και πειθαρχικής δίωξης ή και επιβολής ποινών στην περίπτωση μη συμμόρφωσης των Εποπτευομένων με τις διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας ΞΠΧ & ΧΤ και/ή άλλης Οδηγίας.». Επιπρόσθετα, στο Άρθρο 4.1, αυτής, προβλέπεται ότι τους λειτουργούς που αναλαμβάνουν την διεξαγωγή επιτόπιων εποπτικών ελέγχων, τους διορίζει το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ..
Στη βάση της πιο πάνω Οδηγίας, η αιτήτρια πληροφορήθηκε γραπτώς, στις 8.10.2021, από το τμήμα Εποπτείας και Συμμόρφωσης του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ότι τρεις ημέρες μετά, στις 11.10.2021, η ώρα 9.00 π.μ., θα διενεργείτο έλεγχος στα γραφεία της από Λειτουργούς Εποπτείας. Με το πέρας του επιτόπιου ελέγχου, το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ., ενεργώντας στη βάση των προνοιών της Οδηγίας, αποφάσισε να προχωρήσει στην έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας, εναντίον της αιτήτριας. Προς τον πιο πάνω σκοπό, κατάρτισε και επέδωσε σε αυτή, κατηγορητήριο με έντεκα (11) κατηγορίες. Παρέλειψε, ωστόσο, να ικανοποιήσει και αίτημα των τότε δικηγόρων της, να τους παραχωρήσει αντίγραφα των εγγράφων που είχαν παραληφθεί κατά τη διεξαχθείσα, ως άνω, έρευνα, στα γραφεία της. Όπως οι τελευταίοι πληροφόρησαν το Συμβούλιο, το εν λόγω υλικό ήταν αναγκαίο προκειμένου να υπέβαλλαν τεκμηριωμένα τις έγγραφες παραστάσεις τους, στις κατηγορίες εναντίον της αιτήτριας. Παρά ταύτα, το Συμβούλιο, χωρίς να είχε προηγηθεί οποιαδήποτε ακρόαση, στις 3.10.2022, έκρινε την αιτήτρια ένοχη σε εννέα (9) κατηγορίες, για ανάλογο αριθμό αδικημάτων, κατά παράβαση προνοιών του Νόμου 188(Ι)/2007, κοινοποιηθείσας της σχετικής απόφασης στην τελευταία, με επιστολή ημερομηνίας 22.11.2022. Στις 3.7.2023, το Συμβούλιο, με άλλη απόφασή του, της επέβαλε, συναφώς, ποινή προστίμου ύψους €90.000,00.-. Τούτη, της κοινοποιήθηκε στις 27.7.2023.
Η αιτήτρια, κατόπιν σχετικής άδειας, σε μονομερή αίτηση, επιδιώκει με δια κλήσεως αίτηση, την έκδοση εντάλματος certiorari για την ακύρωση των πιο πάνω δύο αποφάσεων του Συμβουλίου του Π.Δ.Σ., κατ' επίκληση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Προβάλλει, κυρίως, τη θέση ότι το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ., στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που αυτό διεξήγε εναντίον της, όπως περιγράφεται πιο πάνω, ενήργησε ως κατηγορούσα αρχή και ως Πειθαρχικό όργανο, συγχρόνως, κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης και δη του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης για αμεροληψία. Επιπρόσθετα, προβάλλει ότι αποστερήθηκε του δικαιώματος της να παρουσιάσει την υπεράσπιση της, στις απαγγελθείσες εναντίον της κατηγορίες. Συγκεκριμένα, στη βάση ότι το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. δεν την προμήθευσε, ως το σχετικό αίτημα της, με το μαρτυρικό υλικό που θα χρησιμοποιείτο εναντίον της, κατά τη πειθαρχική διαδικασία, ενώ δε διεξήχθη και οποιαδήποτε ακρόαση, ώστε αυτή να αντέξεταζε τα πρόσωπα που διενήργησαν τον έλεγχο στα γραφεία της, σε υπεράπσιση της.
Το Συμβούλιο, παρενέβη στη διαδικασία προκειμένου να υπεραμυνθεί των αποφάσεων του και του επετράπη να καταχωρίσει ένσταση. Με αυτή, προβάλλει αριθμό λόγων, προδικαστικών και μη. Πλέον σημαντικός, με υφή προδικαστικής ένστασης, είναι ο λόγος ότι οι υπό αναφορά αποφάσεις του Συμβουλίου δεν υπέχουν ισχύ δικαστικής απόφασης κατώτερου δικαστηρίου. Επομένως, δεν μπορεί και να υποβληθούν σε αναθεώρηση στο πλαίσιο της προαναφερθείσας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι λοιποί λόγοι ένστασης, αφορούν επιμέρους πτυχές της αίτηση και της εν λόγω δικαιοδοσίας. Θα γίνει αναφορά σε αυτούς, αν και όπου τούτο είναι αναγκαίο.
Διαφορετικός και αμιγώς προδικαστικός, είναι ο λόγος ένστασης που αφορά στο ότι η μονομερής αίτηση για άδεια είχε καταχωριστεί εκπρόθεσμα. Αν αυτός γίνει δεκτός, η υπό εξέταση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, χωρίς άλλο. Προέχει, επομένως, η εξέταση του πιο πάνω λόγου. Να λεχθεί, συναφώς, πως κατά τον ουσιώδη χρόνο, τέτοια αίτηση καταχωρείτο εντός 45 ημερών από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή διατάγματος, (Κ.5, του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως), Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018, ως είχε τότε).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης βασίζεται στο ότι η μονομερής αίτηση καταχωρίστηκε αφού παρήλθε χρόνος δέκα (10) μηνών από την καταδικαστική απόφαση που εξέδωσε το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ., σε σχέση με την αιτήτρια, στις 3.10.2022. Τούτο είναι γεγονός. Η εν λόγω αίτηση, καταχωρίστηκε στις 4.8.2023, παρεμπιπτόντως, σε χρόνο 32 ημερών από την απόφαση επιβολής ποινής στην αιτήτρια, στις 3.7.2023. Δεν την καθιστά, όμως, ο πιο πάνω χρόνος καταχώρησης, εκπρόθεσμη. Η επιβολή ποινής σε κατηγορούμενο πρόσωπο, οποτεδήποτε αυτό συμβεί μετά την καταδίκη του, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καταδικαστικής απόφασης. Χωρίς την ποινή, η απόφαση αυτή είναι ατελής και οπωσδήποτε αναποτελεσματική. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της αιτήτριας. Η θέσης της, συναφώς, υποστηρίζεται από την υπόθεση Κλεοβούλου ν. Πειθ. Συμβ. Δικηγόρων (2013) 1 Α.Α.Δ. 480. Αφορούσε έφεση από απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που λειτουργεί δυνάμει του Νόμου, Κεφ. 2. Παρά την σχετική ένσταση, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, κρίθηκε ότι αυτή είχε καταχωριστεί εμπρόθεσμα, του χρόνου υπολογιζομένου από την ημερομηνία επιβολής της ποινής, αν και είχε παρέλθει αρκετός χρόνος, μέχρι τότε, από την καταδίκη. Θεωρήθηκε ότι η καταδίκη και η ποινή αφορούσαν ενιαία διαδικασία. Επομένως, με αυτά ως δεδομένα, κρίνεται ότι η καταχώρηση της μονομερούς αίτησης, στις 4.8.2023, έγινε εμπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, ο πιο πάνω λόγος ένστασης δεν μπορεί να επιτύχει.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους λόγους ένστασης, εκ μέρους του Συμβουλίου του Π.Δ.Σ., αναφέρεται, εξ αρχής, πως δεν βρίσκουν έρεισμα στη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αντίθετα, υπερισχύουν οι λόγοι ακυρώσεις που έχει προτάξει, συναφώς, η αιτήτρια. Σημειώνεται, ότι αυτοί τυγχάνουν της στήριξης και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, διά της εμβριθούς και εποικοδομητικής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου που τον εκπροσώπησε στη διαδικασία, κληθείς προς τούτο ως φίλος του Δικαστηρίου. Ενδιαφέρουσες είναι και οι αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων εκατέρωθεν, δεδομένων, βέβαια, των διιστάμενων απόψεων που εκφράζονται μέσω αυτών, σε σχέση με τα θέματα που εξετάζονται στη συνέχεια.
Εκ μέρους της αιτήτριας, ο ευπαίδευτος συνήγορος της ανέπτυξε τα επιχειρήματα του στη βάση, ειδικά, της θεμελιακής αρχής στο άρθρο 15 του Νόμου, Κεφ. 2, που προβλέπει ότι ο δικηγόρος είναι λειτουργός της δικαιοσύνης. Έχει ήδη σχολιαστεί μερικώς η πιο πάνω πρόνοια. Προστίθεται πως, ο δικηγόρος υπό την ιδιότητα του αυτή, εμφανίζεται ενώπιον των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας και γενικώς, ενεργεί όπου δη κατά την άσκηση των λοιπών επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Στην υπόθεση In Re C.D. an Advocate, ανωτέρω, με αναφορά στην εξέχουσα συνεισφορά των Δικαστηρίων, διά των λειτουργών τους, στην επικράτηση του Κράτους Δικαίου, αναφέρθηκαν στη σελίδα 380 και τα εξής: "The functioning of these Courts, so vital and important for all people found in the country, rests on their principal officers: the judges and the advocates." (Σε μετάφραση: «Η λειτουργία των Δικαστηρίων, που είναι τόσο καίριας και ζωτικής σημασίας για τον κόσμο που ευρίσκεται στη χώρα αυτή, στηρίζεται στους κύριους λειτουργούς των: τους δικαστές και τους δικηγόρους.»). Πιο κάτω, στη σελίδα 381, με το δικηγόρο να τοποθετείται στο επίκεντρο του σχολιασμού, συμπληρώνεται: "An officer on whose integrity, ability and work, the administration of justice partly depends. Who else is better qualified to have the ultimate responsibility for the good discipline of its officers, than the Supreme Court itself?". (Σε μετάφραση: Ένας λειτουργός, στην ακεραιότητα, την ικανότητα και την εργασία του οποίου στηρίζεται εν μέρει η απονομή της δικαιοσύνης. Ποιο άλλο σώμα είναι πλέον αρμόδιο να έχει την τελική ευθύνη για την ορθή πειθαρχία των λειτουργών του, από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο;». Η τελευταία παρατήρηση αφορούσε στη δυνατότητα που παρείχετο, τότε, για αναθεώρηση απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, από το Ανώτατο Δικαστήριο, ακόμα και ex proprio motu, αν το έκρινε τούτο αναγκαίο.
Στη σύγχρονη εποχή, εφόσον προκύπτει τέτοια ανάγκη, ήτοι ελέγχου αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου, τούτο μπορεί να επιδιωχθεί διά του μέτρου της εφέσεως, ενώπιον του Εφετείου, (άρθρο 17(5)(α) και (β)[2] του Νόμου, Κεφ. 2). Κρίσιμη καμπή, που οδήγησε στις πιο πάνω αλλαγές, όπως έχει αναφερθεί, ήταν ο Νόμος 40/1975, με τον οποίο ο δικηγόρος κατέστη λειτουργός της δικαιοσύνης. Το έναυσμα, είχε δοθεί, προφανώς, από την προηγηθείσα, ανωτέρω, νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ με βεβαιότητα μπορεί να λεχθεί ότι η νέα πρόνοια στο άρθρο 15, που καθιστά το δικηγόρο λειτουργό της δικαιοσύνης, ενισχύει, παρά οτιδήποτε άλλο, το δεσμό του δικηγόρου με τα Δικαστήρια. Στην υπόθεση In Re C.H. an Advocate (1969) 1 C.L.R. 561, του ίδιου έτους με την προαναφερθείσα υπόθεση, στη σελίδα 573, έγινε και η επισήμανση πως: ". significantly, the bodies controlling the legal profession are subordinated to the civil Courts .". (Σε μετάφραση: «.είναι σημαντικό ότι, τα σώματα που ελέγχουν το νομικό επάγγελμα τελούν υπό τον έλεγχο των πολιτικών Δικαστηρίων.»).
Αργότερα, τέθηκε ενώπιον Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η υπόθεση Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256. Ήταν υπό τη μορφή έφεσης, από απόφαση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την άσκηση της πρωτόδικης δικαιοδοσίας, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Ζητείτο η ακύρωση απόφασης του Πειθαρχικού οργάνου των ιατρών, από τον εφεσείοντα, ιατρό, ο οποίος είχε καταδικαστεί για πειθαρχικό παράπτωμα. Αποφασίστηκε και στα δύο επίπεδα, ότι η απόφαση του εν λόγω Πειθαρχικού οργάνου αποτελούσε διοικητική πράξη και ενέπιπτε στον τομέα του Διοικητικού Δικαίου. Στο στάδιο εκείνο, δοθείσης της ευκαιρίας, έγινε σύγκριση με το νομικό επάγγελμα και τη σχέση του με την απονομή της δικαιοσύνης, με αναφορά και στην προαναφερθείσα νομολογία. Σε κατάληξη, λέχθηκαν, σχετικά, στη σελίδα 261, τα εξής: "The association of the legal profession with the administration of justice was held in Cyprus, as in other jurisdictions, sufficient to attach the imprint of judicial proceedings upon proceedings for the discipline of advocates. The reasoning behind is that, their conduct and strict observance of the Rules of Etiquette, is a fact of direct relevance to the administration of justice. Therefore, an appeal by an advocate lies, from a decision of the Advocates Disciplinary Committee in the circumstances envisaged by the Advocates Law-Cap. 2 (as amended) in a manner similar to decisions of inferior Courts.". (Σε μετάφραση: «Η σχέση του δικηγορικού επαγγέλματος με την απονομή της δικαιοσύνης κρίθηκε στην Κύπρο, όπως και σε άλλες δικαιοδοσίες, ικανή ώστε να προσδώσει στην πειθαρχική διαδικασία κατά δικηγόρων το στίγμα της δικαστικής διαδικασίας. Ο λόγος για τούτου είναι διότι η συμπεριφορά τους καθώς και η αυστηρή τήρηση των Κανόνων Ορθής Διαγωγής, έχουν άμεση σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς, χωρεί έφεση από δικηγόρο κατά απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, στις περιπτώσεις όπου αυτό προνοείται στον περί Δικηγόρων Νόμο- Κεφ. 2 (ως αυτός έχει τροποποιηθεί) κατά παρόμοιο τρόπο με τις αποφάσεις των κατώτερων Δικαστηρίων.»
Τα πιο πάνω ισχύουν, οπωσδήποτε, στο πλαίσιο του Νόμου, Κεφ. 2, οι πρόνοιες του οποίου ρυθμίζουν τα της άσκησης της δικηγορίας από επαγγελματίες νομικούς, καθώς, επίσης, θέματα πειθαρχίας που τυχόν να ανακύψουν σε σχέση με επιλήψιμη συμπεριφορά οποιουδήποτε από αυτούς. Ο Νόμος 188(Ι)/2007, όμως, με τις πρόνοιες, ειδικά, του άρθρου 59, προβλέπει για τον έλεγχο επαγγελματιών από διάφορους τομείς, σε σχέση με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Γι' αυτό, έχει καθιερώσει για τον πιο πάνω σκοπό το θεσμό της Εποπτικής Αρχής, εντάσσοντας και το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ., σε αυτόν. Το Συμβούλιο, συμμορφούμενο με τον πιο πάνω νόμο, εξέδωσε την Οδηγία που είναι δεσμευτική για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στην εξουσία του. Στο πλαίσιο αυτό, το εδάφιο (6)(α) του άρθρου 59 προνοεί για τιμωρητικά μέτρα, τα οποία Εποπτική Αρχή δύναται να λάβει κατά προσώπων εποπτευομένων από αυτή, που παραλείπουν να συμμορφωθούν με τις σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται και η επιβολή «διοικητικού προστίμου», μέχρι €1.000.000. Όλα τα μέτρα που αυτή μπορεί να επιβάλει, χαρακτηρίζονται στο εδάφιο (6)(α4) του άρθρου 59, ως «διοικητικές κυρώσεις».
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, ο Νόμος 188(Ι)/2007 δεν εξουσιοδοτεί τις Εποπτικές Αρχές οι οποίες δραστηριοποιούνται σε επαγγελματικούς τομείς, να εγκαθιδρύουν Πειθαρχικό όργανο, στο πλαίσιο των εξουσιών τους για επιβολή των προνοιών του Νόμου 188(Ι)/2007. Αντιθέτως, το άρθρο 59(6)(β), αυτού, προβλέπει ότι: «ανεξάρτητος επαγγελματίας νομικός ή ελεγκτής ή εξωτερικός λογιστής ο οποίος παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και τις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, παραπέμπεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή στο αρμόδιο Πειθαρχικό όργανο που αποφασίζει ανάλογα.» Επομένως, δικηγόρος, ο οποίος παραλείπει να συμμορφωθεί, ως ανωτέρω, εύλογα, θα αναμενόταν να παραπεμφθεί στο Πειθαρχικό Συμβούλιο που εγκαθιδρύθηκε, δυνάμει του άρθρου 16 του Νόμου, Κεφ. 2. Τούτο, θα μπορούσε να είχε καταστεί εφικτό, με τη διενέργεια των αναγκαίων τροποποιήσεων στους σχετικούς νόμους. Η ευπαίδευτη συνήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, φαίνεται να συγκλίνει προς την άποψη αυτή.
Εν πάση περιπτώσει, η οποιαδήποτε ρύθμιση, σχετικά, είναι θέμα που πρέπει, μάλλον, να απασχολήσει το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ., υπό το φως και της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας. Το Συμβούλιο, σε σχέση με την εφαρμογή των προνοιών του Νόμου 188(Ι)/2007, επέλεξε να προβεί στη σύσταση νέου Πειθαρχικού οργάνου. Για την ακρίβεια, αφού ο Νόμος 188(Ι)/2007 εναπόθεσε σε αυτό το καθεστώς της Εποπτικής Αρχής, με την Οδηγία που εξέδωσε ανέλαβε, συγχρόνως, το ίδιο και ως Πειθαρχικό όργανο, παρά τη διάκριση, ανωτέρω, την οποία το εδάφιο (6)(β) του άρθρου 59, εμφανώς, κάνει μεταξύ των δύο σωμάτων. Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται πως δεν ετέθη και θέμα το Συμβούλιο, ως Πειθαρχικό όργανο, να άσκησε τα καθήκοντα του ως διοικητική αρχή. Καμία πλευρά δεν εισηγήθηκε, ότι η απόφαση του Συμβουλίου του Π.Δ.Σ., σε σχέση με την αιτήτρια, εμπίπτει στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου.
Τέλος, δεν έγινε και εισήγηση εκ μέρους του Συμβουλίου, από πού θα μπορούσε η αιτήτρια να αναζητήσει θεραπεία, δεδομένου ότι αυτή θεωρεί πως έχει αδικηθεί από την καταδίκη της και από τη χρηματική ποινή που της έχει επιβληθεί. Οπωσδήποτε, το Μέρος IV, του Νόμου, Κεφ. 2, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του Νόμου 188(Ι)/2007. Η θέση δε εκ μέρους του ευπαίδευτου συνηγόρου του Συμβουλίου, ότι οι υπό αναφορά αποφάσεις του τελευταίου εναντίον της αιτήτριας δεν υπέχουν ισχύ δικαστικής απόφασης, αφήνει να νοηθεί πως το θέμα τελειώνει ως εκεί και δεν τίθεται θέμα αναζήτησης θεραπείας από αυτή. Είναι, ακριβώς, με την πιο πάνω θέση που διαφωνεί η αιτήτρια.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. αφού, διά της Οδηγίας, κατέστησε εαυτό Πειθαρχικό όργανο, ως κατηγορούσα αρχή που ήταν ήδη παρέπεμψε την αιτήτρια σε πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του, επιλαμβανόμενο, έτσι, το ίδιο της υπόθεσης που προέκυψε συνεπεία των εποπτικών ελέγχων που είχαν διενεργηθεί στα γραφεία της, κατ' εντολή του και από τους λειτουργούς του. Ο κύριος λόγος ακύρωσης, λοιπόν, αφορά στο κατά πόσο, όταν αυτό προχώρησε υπό την πιο πάνω διττή ιδιότητα, ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης. Δηλαδή, χωρίς τη δέουσα αμεροληψία που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα δικαστήριο, εν προκειμένω και το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ., το οποίο επιλήφθηκε, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον της αιτήτριας, στο πλαίσιο του Νόμου 188(Ι)/2007). Ως εκ τούτου, το ερώτημα που τίθεται, είναι κατά πόσο υπήρξε παραβίαση, στην προκειμένη περίπτωση, του πιο πάνω κανόνα φυσικής δικαιοσύνης.
Με το πιο πάνω ερώτημα κατά νου, σημειώνεται, κατ΄ αρχάς, πως το Ανώτατο Δικαστήριο βασιζόμενο στην ιδιότητα του δικηγόρου ως λειτουργού της δικαιοσύνης, καθιέρωσε την αρχή ότι, πειθαρχική διαδικασία η οποία αναλαμβάνεται εναντίον του για πειθαρχικό παράπτωμα είναι δικαστικής φύσεως, προσομοιάζουσα, ουσιαστικά, με ποινική δίκη, (βλ. Frangos v. Medical Disciplinary Board, ανωτέρω). Σημειώνεται, βέβαια, πως η ίδια αρχή εφαρμόζεται σε σχέση με κάθε πειθαρχική διαδικασία, οι συνέπειες της οποίας, τυχόν να προσλάβουν τιμωρητικό χαρακτήρα, για το πειθαρχικά διωκόμενο πρόσωπο, σε περίπτωση καταδίκης του, (βλ. The Republic of Cyprus through the Public Service Commission ν. Αντώνιος Μόζορας (1966) 3 C.L.R. 356, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1990) 3 Α.Α.Δ. 299, Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485 και Παπασάββας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134). Ως εκ τούτου, εφαρμόζονται σε σχέση με αυτή οι αρχές του δικαίου που προβλέπονται για τέτοια δίκη και ειδικά τα Άρθρα 12.5 και 30.2 του Συντάγματος, (βλ. The Republic of Cyprus through the Public Service Commission ν. Αντώνιος Μόζορας, ανωτέρω. Επομένως, το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ., στην περίπτωση που αναλαμβάνει ως Πειθαρχικό όργανο την εκδίκαση υπόθεσης δικηγόρου που κατηγορείται ότι παραβίασε πρόνοιες του Ν.188(Ι)/2007, πρέπει να λειτουργεί αμερόληπτα. Η αμεροληψία του αυτή διασφαλίζεται όταν, τούτο, παραμένει ανεξάρτητο από το σώμα ή το πρόσωπο που υπέχει θέση κατηγόρου στην ενώπιον του πειθαρχική διαδικασία, (βλ. Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλων (Αρ.1) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393, Νικολάου ν. Συμβ. Εφέσεων Υπ. Δικαιοσύνης & Δημ. Τάξεως (2012) 3 Α.Α.Δ. 357). Πρόκειται για θεμελιακή αρχή του δικαίου, η εμμονή στην οποία διασφαλίζει την εμπιστοσύνη του κάθε πολίτη προς τη Δικαιοσύνη.
Εν προκειμένω, στη βάση της πιο πάνω αρχής δικαίου, η πειθαρχική διαδικασία η οποία αναλήφθηκε εναντίον της αιτήτριας, δυνάμει των προνοιών της Οδηγίας και αφορούσε κατηγορητήριο με κατηγορίες κατά παράβαση προνοιών του Νόμου 188(Ι)/2007, αναμφίβολα, ήταν ποινικής φύσεως. Κατά συνέπεια, έπρεπε να είχαν τηρηθεί τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης σε αυτή και προπαντώς η αμεροληψία που πρέπει να διέπει τη λειτουργία του Συμβουλίου του Π.Δ.Σ., ως Πειθαρχικό όργανο. Από τη στιγμή, όμως, που αυτό ενήργησε και ως κατηγορούσα αρχή, συγχρόνως, τότε αναμφίβολα υπήρξε παραβίαση της δίκαιης δίκης, όσον αφορά τον συγκεκριμένο κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης.
Παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, σημειώθηκε και ως εκ της παράλειψης του Συμβουλίου του Π.Δ.Σ., ως κατηγορούσα αρχή, να προμηθεύσει την αιτήτρια με το μαρτυρικό υλικό που προτίθετο να χρησιμοποιήσει για την απόδειξη των κατηγοριών εναντίον της. Δεν αποτελεί δικαιολογία ότι αυτό προήλθε από την έρευνα στα γραφεία της και άρα αυτή γνώριζε το περιεχόμενο του. Ήταν σημαντικό για την αιτήτρια να γνώριζε τι θα είχε να αντιμετωπίσει, ώστε να ετοίμαζε την υπεράσπιση της, αναλόγως, (βλ. Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839). Εκ των πραγμάτων, υπερασπίστηκε τον εαυτό της, ουσιαστικά, στη βάση των όσων αναγράφονταν στο κατηγορητήριο που της είχε επιδοθεί. Στερήθηκε, έτσι, του ευεργετήματος που παρέχει ο κανόνας φυσικής δικαιοσύνης ότι, ουδείς καταδικάζεται χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί, (audi alteram partem), αφού, ουσιαστικά, δεν είχε λάβει γνώση της υπόθεσης του Συμβουλίου, από τη στιγμή που δεν της δόθηκε η μαρτυρία η οποία θα χρησιμοποιείτο, εναντίον της, αλλά ούτε και η ευκαιρία να αντεξετάσει τους λειτουργούς που είχαν διενεργήσει την έρευνα στα γραφεία της, δεδομένου ότι είχε τέτοια πρόθεση.
Η αιτήτρια, καταχώρησε την παρούσα αίτηση κατ' επίκληση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, ακριβώς, επειδή ο Νόμος 188(Ι)/2007, αλλά και η Οδηγία, δεν προέβλεψαν το μέτρο της έφεσης, όπως στην περίπτωση του Νόμου, Κεφ. 2. Παρεμπιπτόντως, το μέτρο της έφεσης πρέπει να προβλέπεται, ειδικά, με νόμο και δεν αποτελεί δικαίωμα ώστε οποιοσδήποτε διάδικος να μπορεί να καταφύγει σε αυτό, χωρίς άλλο, (βλ. Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 174, σελίδα 183).
Τοιουτοτρόπως, η αιτήτρια, αιτείται την έκδοση εντάλματος certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης των αποφάσεων, της καταδίκης και της ποινής, στις οποίες κατέληξε το Συμβούλιο, σε σχέση με αυτή. Το συγκεκριμένο ένταλμα στοχεύει στην ακύρωση δικαστικής απόφασης περιλαμβανομένης και απόφασης εξομοιούμενης προς αυτή, όπως η απόφαση πειθαρχικού οργάνου, η οποία αποδεδειγμένα παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, η τήρηση των οποίων θα συνέβαλλε στη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, (βλ. In re Nina Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165 και Α.Η. Δικηγόρος (2004) 1 Α.Α.Δ. 254). Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι υπό αναφορά αποφάσεις του Συμβουλίου του Π.Δ.Σ., δεν υπόκεινται σε έφεση, τούτο αποτελεί επαρκή ειδική περίσταση ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του εν λόγω εντάλματος. Τέλος, σημειώνεται, πως η παρούσα απόφαση συμπλέει με την απόφαση στην πανομοιότυπης φύσεως Πολιτική Αίτηση αρ. 70/2024 που εξέδωσε η Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Δημητριάδου-Ανδρέου, στις 8.7.2024.
Επομένως, η αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται ένταλμα certiorari διά του οποίου ακυρώνεται η απόφαση καταδίκης ημερομηνίας 3.10.2022. καθώς, επίσης, η ποινή που επιβλήθηκε στην αιτήτρια, σχετικά, στις 3.7.2023. Δεδομένων των μερών που ενέχονται στην υπόθεση αυτή, τη φύση της και των ιδιαιτέρων περιστάσεων της, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/γκ
[1] Το Εφετείο εγκαθιδρύθηκε ως δικαστήριο δεύτερου βαθμού με το άρθρο 3Α(1), του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν.33/1964), όπως έχει τροποποιηθεί.
[2]Άρθρο 17(5)(α) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, o καταδικασθείς ή o παραπovoύμεvoς δύvαται εντός δύο (2) μηκών από τηv έκδοση της απόφασης τoυ Πειθαρχικού Συμβουλίου vα εφεσιβάλει αυτήν στo Εφετείο, σύμφωvα με τη διαδικασία η οποία πρoβλέπεται σε διαδικαστικό καvovισμό πoυ εκδίδεται από τo Αvώτατo Δικαστήριo.
(β) Το Εφετείο, αφού προβεί σε ακρόαση της έφεσης, έχει εξoυσία-
(i) vα επικυρώσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ.
(ii) vα ακυρώσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ.
(iii) να τρoπoπoιήσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ. ή
(iv) vα εκδώσει διάταγμα ως αυτό κρίνει αναγκαίο.