ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟBΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 1/2024)
(i-justice)
6 Φεβρουαρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΦΕΣΗ EK MEΡΟΥΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡ. 22/12/2023 ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 160/2023
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Μ. Ρ. ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟΝ 319/2023 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 22/09/2023, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΕΤΡΑΠΗ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ Η/ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ Η/ΚΑΙ ΛΗΨΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
__________________
Α. Αριστείδης με Ε. Παπαλοΐζου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα Γενικό Εισαγγελέα.
Α. Χρίστου με Ν. Ζένιου και Μ. Καζάκο, για τον Εφεσίβλητο.
_________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Ιωαννίδης, Δ., και με αυτή συμφωνεί η Εφραίμ, Δ., ενώ ο Μαλαχτός, Δ., θα δώσει διιστάμενη απόφαση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υπέβαλε στις 22.9.2023 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (στο εξής «το κατώτερο Δικαστήριο»), μονομερή αίτηση για την έκδοση δικαστικού εντάλματος δυνάμει των άρθρων 21, 22 και 23 του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996, ως αυτός τροποποιήθηκε.
Το κατώτερο Δικαστήριο, εξέδωσε την ίδια ημέρα το αιτούμενο ένταλμα, αφού στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του, ικανοποιήθηκε πως:
«(α) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα τα ύποπτα πρόσωπα να διέπραξαν το σοβαρό αδίκημα που αναφέρεται στην Αίτηση, το οποίο εμπίπτει στην υποπαράγραφο Β΄ της παραγράφου 2, του Άρθρου 17 του Συντάγματος,
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα η ιδιωτική επικοινωνία, για την οποία ζητείται πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη, να συνδέεται ή να είναι συναφής με το εν λόγω σοβαρό αδίκημα και
(γ) η έκδοση του παρόντος δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Προκύπτει από την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, πως αυτό συνυπολόγισε και συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του μέσω της Ένορκης Δήλωσης η οποία υποστήριζε το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα.
Ο εφεσίβλητος, αφού εξασφάλισε από το Ανώτατο Δικαστήριο την απαραίτητη άδεια, καταχώρισε Αίτηση διά κλήσεως, με την οποία αξίωνε την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari προκειμένου να ακυρωθεί το εκδοθέν δικαστικό ένταλμα του κατώτερου Δικαστηρίου.
Στις 22.12.2023 το Ανώτατο Δικαστήριο (πρωτοβάθμια δικαιοδοσία), αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, ακύρωσε το εκδοθέν ένταλμα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:
«Στην υπό συζήτηση περίπτωση, οι υποθέσεις και μόνο εκ μέρους της Αστυνομίας ότι για τη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, ο Αιτητής θα πρέπει να χρησιμοποιούσε τα κατασχεθέντα κινητά τηλέφωνα, όπως και οι συμπερασματικές απολήξεις εκ μέρους της προς τούτο, άνευ άλλου τινός και απογυμνωμένες από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που θα επέτρεπαν και θα δικαιολογούσαν, αντικειμενικώς θεωρούμενων των πραγμάτων στην ικανοποίηση της ως άνω προϋπόθεσης, δεν είναι αρκετές προς τούτο.
Ούτε τα ρητορικά ερωτήματα τα οποία επιστρατεύτηκαν από την πλευρά της ομνύουσας και κατ' επέκταση της ευπαίδευτης εκπροσώπου του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα, τα οποία σχετίζονται με την δυνατότητα και τις δυσκολίες ως γίνεται κατανοητό που προκύπτουν στη διερεύνηση του αδικήματος κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, δύνανται να αποτελέσουν κριτήριο για την έκδοση ή μη εντάλματος του είδους. Τούτο, δεν αποτελεί ζήτημα που ο νομοθέτης καθιέρωσε ως κριτήριο, για την έγκριση ή μη αιτήματος του είδους. Ομοίως δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί η θέση για το αυταπόδεικτο του αιτιολογημένου της έκδοσης διαταγμάτων του είδους, στις περιπτώσεις που διερευνάται η εμπλοκή άλλων προσώπων για το αδίκημα της κατοχής και προμήθειας ναρκωτικών. Μια τέτοια προσέγγιση, χωρίς την παράθεση γεγονότων που να διασυνδέουν μια συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία με το υπό διερεύνηση αδίκημα, φαίνεται να κινείται εκτός του γράμματος και του πνεύματος του νόμου, ελλοχεύοντας παράλληλα κινδύνους εκτροπής από το σκοπό που προφανώς επιχειρείται να εξυπηρετηθεί με τις σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος αλλά και του ειδικότερου πιο πάνω νόμου.
Περαιτέρω, εάν ο Αιτητής, βάσιμα η όχι εμπλέκεται στη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, δεν αποτελεί κριτήριο, για το ζήτημα που εδώ απασχολεί. Ότι ενδιαφέρει για την έκδοση ή όχι Δικαστικού εντάλματος του είδους, στο βαθμό τουλάχιστον που αφορά την ικανοποίηση της προϋπόθεσης που περιγράφεται στο άρθρο 23(1)(β) του Ν.92(Ι)/1996, είναι η ύπαρξη μαρτυρίας, γεγονότων και στοιχείων από τα οποία θα μπορούσε, αντικειμενικώς θεωρούμενων των πραγμάτων, να προκύψει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, η συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία του Αιτητή να συνδέεται ή να είναι συναφείς με το υπό διερεύνηση αδίκημα.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Με δεδομένο ότι ενώπιων του Κατώτερου Δικαστηρίου που εξέτασε την αίτηση και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα, δεν διαπιστώνεται να έχει τεθεί οτιδήποτε για το ειδικότερο πιο πάνω ζήτημα, ικανό να καλύψει την ως άνω προϋπόθεση, η νομιμότητα της έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, αναπόδραστα, εκθεμελιώνεται.»
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Ο Γενικός Εισαγγελέας διαφωνεί με την πιο πάνω προσέγγιση, εξού και η εκ μέρους του καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Tρεις είναι οι λόγοι έφεσης. Ξεκινούμε από τον τρίτο λόγο, ο οποίος έχει ως εξής:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε αναφορά στην απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση του χχχ Α.Ρ. (Πολ. Αίτηση 60/2022, ημερ. 14.07.22), η οποία δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο, αφού στην εν λόγω Αίτηση το υπό συζήτηση ζήτημα δεν είχε εξεταστεί και δεν είχε αποφασιστεί και το Δικαστήριο δεν είχε υπεισέλθει στην ουσία της εν λόγω Αίτησης.»
Όπως ορθά σημειώνουν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσίβλητου, πρόκειται περί αβάσιμου λόγου έφεσης. Κατ΄ αρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφαση του ουδόλως «επηρεάστηκε» από την πιο πάνω απόφαση, ως η θέση του εφεσείοντα. Τουναντίον, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο γνώριζε πολύ καλά πως κάθε υπόθεση εξετάζεται στη βάση των ιδιαίτερων δικών της γεγονότων, αφού επικεντρώθηκε σε αυτά, κατέληξε εκεί που κατέληξε. Εν πάση περιπτώσει, η πιο πάνω απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (πρωτοβάθμια δικαιοδοσία) δεν αποκαλύπτει αυτό που ο εφεσείων εισηγείται, ότι δηλαδή το Δικαστήριο εκεί «δεν είχε υπεισέλθει στην ουσία της αίτησης». Το αντίθετο. Υπεισήλθε. Και διά του λόγου το αληθές, παραπέμπουμε στο σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:
«Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν καταχώρισε ένσταση, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου. Σήμερα ο ευπαίδευτος δικηγόρος που τον εκπροσώπησε, ανέφερε πως θα δεχόταν την ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος, αποδεχόμενος ουσιαστικά τη θέση του Αιτητή ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου τέτοια μαρτυρία που να δικαιολογούσε την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος.
Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω δήλωση, το Δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάσει κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος .».
Συνεπώς, εκεί το Ανώτατο Δικαστήριο (πρωτοβάθμια δικαιοδοσία), αφού έθεσε ενώπιον του και το μαρτυρικό υλικό, ακύρωσε το εκδοθέν ένταλμα όχι γιατί είχε συγκατατεθεί ο Γενικός Εισαγγελέας στην ακύρωση του, αλλά γιατί βρήκε πως το μαρτυρικό υλικό δεν ήταν τέτοιο που δικαιολογούσε την έκδοση του. Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Προχωρούμε με τους εναπομείναντες δύο λόγους έφεσης, τους οποίους παραθέτουμε αυτολεξεί:
«Πρώτος Λόγος έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ακύρωσε το Ένταλμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 22.9.23, κρίνοντας εσφαλμένα ότι ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, που εξέτασε τη σχετική Αίτηση της Αστυνομίας, δεν είχε τεθεί οτιδήποτε από το οποίο να προέκυπτε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι ιδιωτική επικοινωνία του υπόπτου συνδέεται ή είναι συναφής με το υπό διερεύνηση αδίκημα.
Δεύτερος Λόγος έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν πληρείτο η προϋπόθεση που τίθεται στην παράγραφο 1(β) του άρθρου 23 του Ν.92(Ι)/96.»
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι ο περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2010, Ν.51(Ι)/2010, τροποποίησε το Άρθρο 17 του Συντάγματος. Στο προοίμιο του εν λόγω νόμου αναφέρονται τα ακόλουθα, για τους λόγους που οδήγησαν στην εν λόγω τροποποίηση:
«ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κανένας δεν έχει το δικαίωμα, εκτός αν παρέχεται σ΄ αυτόν εξουσιοδότηση από το νόμο για τους σκοπούς που ορίζει το Σύνταγμα, να εποπτεύει ή να διεισδύει στις επικοινωνίες μεταξύ των πολιτών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ αποκλείεται η προσαγωγή οποιασδήποτε μαρτυρίας αποτελεί μέρος του περιεχομένου τηλεφωνικής επικοινωνίας
[.]
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρίνεται αναγκαίο να καταστεί δυνατή η επέμβαση όταν τούτο είναι απαραίτητο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, όπως και για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων ...
Γι΄ αυτό η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
[.]»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε στην απόφαση του το Άρθρο 17 του Συντάγματος, ως αυτό τροποποιήθηκε, το οποίο εμείς δεν χρειάζεται να παραθέσουμε. Ορθά επίσης κατέγραψε πως:
«Με την τροποποίηση που επήλθε το 2015, στους περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμους του 1996, (Ν. 92(Ι)/1996) δόθηκε η ευχέρεια στην Αστυνομία να αιτηθεί την έκδοση εντάλματος πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας. Τα άρθρα 21 και 22 του ως άνω νόμου, αναφέρονται στις απαιτήσεις που θα πρέπει να ικανοποιούνται για τη διασφάλιση του νομότυπου της αίτησης για την έκδοση Δικαστικού εντάλματος του είδους, δυνάμει του άρθρου 23(1) του Ν.92(Ι)/1996. Σημαντικό για την εξέταση της υπό συζήτηση περίπτωσης άρθρο, αναδεικνύεται ότι αποτελεί το άρθρο 23 του Ν.92(Ι)/1996. Ως προβλέπεται σε αυτό, δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης δυνάμει των άρθρων 21 και 22 του ίδιου νομοθετήματος, δύναται να εκδώσει σχετικό δικαστικό ένταλμα, εάν ικανοποιηθεί, σωρευτικά, στη βάση των γεγονότων τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή, ότι:
[.]»
Θα εξετάσουμε μαζί τους δύο πιο πάνω λόγους έφεσης, λόγω της συνάφειας τους. Όσον αφορά στα γεγονότα, ως αυτά είχαν τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι αυτά ήταν ικανά για να δικαιολογήσουν την έκδοση του δικαστικού εντάλματος πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, θα παραθέσουμε αυτολεξεί το σχετικό απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως εκτέθηκαν στην ένορκη δήλωση της Αστ. 3485 Στ. Μπότσαρη, που υποστήριζε την αίτηση του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα για έκδοση του εγκαλούμενου Διατάγματος, κατόπιν πληροφορίας της Υ.ΚΑ.Ν. ότι ο Αιτητής ασχολείτο με την εμπορία και διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, ήτοι κάνναβης και κοκαΐνης, η οικία του τελευταίου τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση. Στις 19.09.2023 και περί ώρα 18:10 θεάθηκε όχημα ενοικιάσεως με οδηγό τον Αιτητή και συνοδηγό την Χ. Ψ. κάτοχο Δελτίου Ταυτότητας Ρουμανίας, να έρχεται στην εν λόγω οικία, ενώ μετά από πάροδο 15 λεπτών και πάλι με οδηγό τον Αιτητή και συνοδηγό την ως άνω γυναίκα, αναχώρησαν με κατεύθυνση προς Λευκωσία. Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. παρακολουθούσαν το όχημα διακριτικά. Σε κάποιο σημείο εισήλθαν στο κοιμητήριο του χωριού Πέρα Ορεινής, Λευκωσίας, όπου παρέμειναν για λίγα λεπτά, χρονικό διάστημα στο οποίο δεν υπήρχε οπτική επαφή από τα μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. που βρίσκονταν στο σημείο. Μετά την έξοδο τους από το κοιμητήριο, το όχημα ανακόπηκε για σκοπούς έρευνας παρά την έξοδο Πέρα Χωρίου Νήσου, όπου και ανευρέθη στην κατοχή του Αιτητή και της συνοδηγού του ποσότητα ναρκωτικών, ήτοι ξηρή φυτική ύλη κάνναβης συνολικού βάρους 1224 γρ. περίπου, ζυγαριά ακριβείας με ίχνη άσπρης σκόνης όμοια με κοκαΐνη, ένα καλαμάκι χρώματος μαύρου κλειστό διά καψίματος με άγνωστη ουσία, το χρηματικό ποσό των €585 σε διάφορα χαρτονομίσματα καθώς και άλλα τεκμήρια τα οποία παραλήφθηκαν για εξετάσεις. Τόσο ο Αιτητής οδηγός όσο και η συνεπιβάτιδα του συνελήφθησαν για αυτόφωρα αδικήματα που διέπραξαν ενώ κατά τη σύλληψη τους, κατασχέθηκαν ως τεκμήρια, τα κινητά τηλέφωνα που είχαν στην κατοχή τους. Στο πλαίσιο Ενταλμάτων Έρευνας που εκδόθηκαν και εκτελέστηκαν για τις οικίες των δύο υπόπτων, στο σπίτι της συνοδηγού δεν ανευρέθηκε οτιδήποτε το επιλήψιμο, ενώ στην οικία του Αιτητή ανευρέθηκαν και άλλες ποσότητες ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, έξι σακουλάκια με άσπρη ουσία ομοιάζουσα με κοκαΐνη, δύο μεταλλικοί σπαστήρες με ίχνη κάνναβης, ζυγαριά ακριβείας, συσκευαστική μηχανή αεροστεγούς κλεισίματος, διάφορα σκεύη καπνίσματος κλπ ..»
Σημειώνουμε από τώρα πως δεν είναι ποτέ ανεκτή η χρήση εξουσίας για αλλότριους σκοπούς. Ωστόσο, δεν ήταν η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσίβλητου ότι εν προκειμένω οι ανακριτικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενήργησαν για αλλότριους σκοπούς όταν επεδίωκαν την έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος. Ούτε διαπιστώνουμε να υφίσταται κάτι τέτοιο. Να επαναλάβουμε το αυτονόητο, πως ένα από τα βασικά καθήκοντα της Αστυνομίας, είναι να διερευνά και να εξιχνιάζει εγκλήματα. Και εν προκειμένω, βρισκόταν εν εξελίξει η διερεύνηση σοβαρού εγκλήματος που αφορούσε σε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών.
Σημειώνουμε ακόμη, πως η άδεια που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δόθηκε όχι για το περιεχόμενο και την έκταση του εκδοθέντος εντάλματος, αλλά για να εξεταστεί, στην αίτηση διά κλήσεως που θα ακολουθούσε, κατά πόσο ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου είχαν τεθεί τέτοια στοιχεία και μαρτυρία «από τα οποία να προέκυπτε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι η συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το υπό διερεύνηση από την αστυνομία αδίκημα». Αυτό καταγράφεται ρητά στην προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερ. 22.12.2023. Με άλλα λόγια, πρωτόδικα ουδέποτε τέθηκε θέμα ερμηνείας του άρθρου 23(1)(β) του Ν.92(Ι)/1996, και κατ΄ επέκταση ουδέποτε αποφασίστηκε οτιδήποτε σε σχέση με το εν λόγω θέμα. Άλλωστε, η βασική θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσίβλητου, ήταν ότι, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν προέκυπτε η εύλογη υποψία ή πιθανότητα για την οποία κάνει αναφορά το πιο πάνω άρθρο.
Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης, θα παραθέσουμε αυτολεξεί το άρθρο 23(1) του νόμου:
«23.(1) Ο Δικαστής δύναται να εκδώσει το αναφερόμενο στα άρθρα 21 και 22 δικαστικό ένταλμα, όπως αυτό ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους που ο ίδιος κρίνει αναγκαίους, εάν ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή-
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα ή με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας
.
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Ο νόμος ομιλεί για εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα. Τίποτε περισσότερο τίποτε λιγότερο. Εν προκειμένω, η συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία, ως ελέχθη, αφορούσε στην επικοινωνία του ίδιου του εφεσίβλητου, δηλαδή του προσώπου που φέρεται να διέπραξε, μαζί με άλλο πρόσωπο, και το αδίκημα. Να σημειώσουμε πως η ιδιωτική επικοινωνία, κατ΄ αντίθεση με τη δημόσια, δεν είναι επικοινωνία που αναμένεται να είναι γνωστή στις ανακριτικές αρχές εκ των προτέρων, για να την συγκεκριμενοποιούν στο μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει το αίτημα για την έκδοση δικαστικού εντάλματος πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας δυνάμει του Ν.92(Ι)/1996. Αυτό βεβαίως δεν δικαιολογεί, άνευ ετέρου, την έγκριση αιτήματος για έκδοση τέτοιων δικαστικών ενταλμάτων.
Ως ελέχθη, ο εφεσίβλητος φέρεται την ίδια ώρα να κατείχε εντός του εν κινήσει αυτοκινήτου του, τόσο τα ναρκωτικά με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα, όσο και κινητό τηλέφωνο με δύο κάρτες sim.
Στην Aeroporos and Another v. The Police (1987) 2 C.L.R. 232, σημειώνεται πως «Reasonable suspicion means that there were reasons to suspect». Κρίθηκε εκεί ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν τέτοιο που εύλογα επέτρεπε στο Δικαστήριο να καταλήξει, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια.
Στην Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, αποφασίστηκε πως η Ένορκη Δήλωση που υποστήριζε το αίτημα για έκδοση εντάλματος σύλληψης «δεν περιλάμβανε οποιαδήποτε γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία μπορούσε, με κριτήριο αντικειμενικό να εξαχθεί το συμπέρασμα από οποιοδήποτε λογικό Δικαστήριο, ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι ο αιτητής ενέχεται στο αδίκημα που αναφέρεται σε αυτή». Να σημειώσουμε πως εκεί εξεδόθη από το κατώτερο Δικαστήριο ένταλμα σύλληψης, το οποίο στη συνέχεια ακυρώθηκε, επειδή το μόνο στοιχείο που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν ότι πλησίον της σκηνής διάρρηξης «ανευρέθη εγκαταλελειμμένο το αυτοκίνητο το οποίο είχε στην κατοχή του ο πιο πάνω αναφερόμενος».
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Δρ Η.Π. για Άδεια για την Καταχώριση Αίτησης για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, Πολ. Έφ. Αρ. 256/2021, ημερ. 23.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A69, στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα, η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου σημείωσε τα ακόλουθα σε σχέση με τον όρο «υποψία», και εκεί βεβαίως, ως προς τη διάπραξη αδικήματος.
«Εστιάζοντας την προσοχή, ειδικά, στον όρο «υποψία», δεν παραπέμπει σε μαρτυρία ικανή προς απόδειξη του αδικήματος· πόρρω απέχει από αυτή. Δεν είναι τέτοια μαρτυρία που αναζητείται, στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για την έκδοση δικαστικού εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 21(1) του Ν.92(Ι)/1996. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Chong Fook Kam [1970] Α.C. 942 (P.C.), στη σελίδα 948, «Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.'. Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.". Βέβαια, η διαθέσιμη μαρτυρία πρέπει να είναι, ευλόγως, ικανή για τον πιο πάνω σκοπό. Οι προαναφερθείσες πληροφορίες που είχε στην κατοχή της η Αστυνομία, ήγειραν τέτοια εύλογη υποψία, το δε κατώτερο Δικαστήριο, ορθώς, βασίστηκε σε αυτή. Κατά συνέπεια, ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.»
Για την «εύλογη πιθανότητα», θεωρούμε χρήσιμα και τα όσα λέχθηκαν στη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, εκεί αναφορικά με τη διάπραξη άλλου αδικήματος. Σημειώθηκε πως «Για κατάληξη σε συμπέρασμα για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει η πιθανότητα. Πλήρης απόδειξη της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν είναι εξ άλλου ούτε και θεωρητικά δυνατή. Διερωτάται κανένας πώς μπορεί να αποδειχθεί μία πιθανολόγηση. Το δικαστήριο μπορεί, τηρώντας πάντα ορισμένους κανόνες, να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την πιθανότητα διάπραξης αδικήματος, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να αναμένεται ότι η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου. .» Τα πιο πάνω ισχύουν, κατ΄ αναλογίαν, και εδώ. Εάν απαιτείτο η προσκόμιση συγκεκριμένης μαρτυρίας για την ύπαρξη ιδιωτικής επικοινωνίας η οποία «συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα», τότε δεν θα ομιλούσαμε περί πιθανότητας.
Ούτε συμφωνούμε, με τον προσήκοντα σεβασμό, με τη θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσίβλητου, ότι στην Ένορκη Δήλωση που χρησιμοποιήθηκε ήταν απαραίτητο να είχε καταγραφεί:
«. έστω ακροθιγώς, ότι ο Εφεσίβλητος συνομιλούσε ή απέστελλε μηνύματα με ηλεκτρονικά μέσα ή διατηρούσε επικοινωνία με οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο ή κατείχε φωτογραφικό ή βιντεογραφικό υλικό σε σχέση με το υπό διερεύνηση ποινικό αδίκημα ή ότι προέβη, έστω, στη χρήση τέτοιων μέσων, με αυτές τις συγκεκριμένες εφαρμογές και τεχνικά μέσα, ώστε να καθίσταται δυνατή η πλήρωση αυτής της εύλογης υποψίας ή πιθανότητας.»
Φρονούμε πως η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι καταφατική, για τους ακόλουθους λόγους. Από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, προέκυπταν τα ακόλουθα:
(α) Ο εφεσίβλητος φέρεται να κατείχε παράνομα, μαζί με άλλο πρόσωπο, εντός αυτοκινήτου ενοικιάσεως που αυτός οδηγούσε με συνεπιβάτιδα το άλλο πρόσωπο, μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών τάξεως Β (κάνναβη συνολικού βάρους 1.224 γραμμαρίων περίπου). Η κατοχή της εν λόγω ποσότητας ναρκωτικών, ενεργοποιεί το τεκμήριο του νόμου ότι αυτά κατέχονται για σκοπούς προμήθειας σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα.
(β) Τόσο ο εφεσίβλητος όσο και το άλλο πρόσωπο (συνεπιβάτιδα του), φέρονται να κατείχαν εντός του εν λόγω αυτοκινήτου και ζυγαριά ακριβείας. Ακόμη το χρηματικό ποσό των €585 σε διάφορα χαρτονομίσματα.
(γ) Η κατ΄ ισχυρισμόν διάπραξη του αδικήματος που, ως ελέχθη, αφορούσε στην κατοχή μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα, διαπιστώθηκε όταν το εν κινήσει, για όχι ευκαταφρόνητο χρονικό διάστημα, αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος ανεκόπη από την Αστυνομία, μετά από διακριτική παρακολούθηση, όπου και ανευρέθη, εντός του αυτοκινήτου, η πιο πάνω ποσότητα ναρκωτικών και όλα τα υπόλοιπα.
(δ) Η ανακοπή του αυτοκινήτου, με οδηγό τον εφεσίβλητο και τη συνεπιβάτιδα αυτού, έλαβε χώρα δύο περίπου ώρες μετά που αυτό τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση από την Αστυνομία, και αφού αυτό θεάθηκε να οδηγείται σε δημόσιους δρόμους, να εισέρχεται σε κοιμητήριο, να εξέρχεται αυτού και να οδηγείται και πάλι σε δημόσιο δρόμο, όπου και ανεκόπη.
(ε) Ο εφεσίβλητος και η συνεπιβάτιδα του συνελήφθηκαν επ΄ αυτοφώρω. Τους επεστήθη η προσοχή στο νόμο, και ως είχαν κάθε δικαίωμα, ο εφεσίβλητος απάντησε «Τίποτε έν θα πω. Μωρό μου μεν τους πεις τίποτε». Η συνεπιβάτιδα απήντησε «Δεν έχω κάτι να πω». Ανακρινόμενοι προφορικά στα Γραφεία της Υ.ΚΑ.Ν. Λευκωσίας, όπου οδηγήθηκαν στη συνέχεια, αρνήθηκαν, ως είχαν κάθε δικαίωμα, οιανδήποτε ανάμειξη στα ναρκωτικά και στα υπόλοιπα που εντοπίστηκαν εντός του αυτοκινήτου.
Και το κυριότερο,
(στ) Μετά που η Αστυνομία έθεσε υπό διακριτική παρακολούθηση το εν κινήσει αυτοκίνητο, τόσο ο εφεσίβλητος όσο και η συνεπιβάτιδα του, φέρονται να κατείχαν εντός του αυτοκινήτου, κινητά τηλέφωνα, τα οποία η Αστυνομία κατέσχεσε όταν αυτοί συνελήφθησαν επ΄ αυτοφώρω. Πιο συγκεκριμένα, ο μεν εφεσίβλητος κατείχε ένα κινητό τηλέφωνο με δύο κάρτες sim, η δε συνεπιβάτιδα του δύο κινητά τηλέφωνα.
Κρίνουμε πως έκαστο από τα πιο πάνω στοιχεία απομονωμένο, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην ύπαρξη εύλογης υποψίας ή πιθανότητας, ως ο νόμος προβλέπει. Θεωρούμε όμως πως αθροιστικά αποτιμόμενα απεκάλυπταν εύλογη υποψία ή πιθανότητα ο εφεσίβλητος να είχε είτε με τη συνεπιβάτιδα του (η οποία, επαναλαμβάνουμε, κατείχε δύο κινητά τηλέφωνα) είτε με τρίτο ή τρίτα πρόσωπα, μέσω του κινητού τηλεφώνου που αυτός κατείχε τη δεδομένη χρονική στιγμή, ιδιωτική επικοινωνία η οποία να συνδέεται ή να είναι συναφής με το σοβαρό αδίκημα της κατοχής, εντός του εν κινήσει αυτοκινήτου, της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών, με σκοπό την προμήθεια αυτών σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα.
Περί εύλογης υποψίας και πιθανότητας ο λόγος, η οποία θα πρέπει να προκύπτει από τα ιδιαίτερα γεγονότα και στοιχεία της κάθε υπόθεσης. Όπως πρόσφατα επαναλήφθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Γεωργίου, Πολ. Έφ. Αρ. 15/2024, ημερ. 17.10.2024, με την οποία ανετράπη η πρωτόδικη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, «χαμηλό είναι το ύψος του πήχη που πρέπει να υπερπηδηθεί για τη δημιουργία σχετικής και εύλογης υπόνοιας και υποψίας».
Και εν προκειμένω, τα γεγονότα και στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο είναι και ο κριτής της «εύλογης υποψίας ή πιθανότητας», αθροιστικά αποτιμόμενα, ως ελέχθη, εθεμελίωναν όλες τις προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση του εντάλματος πρόσβασης. Σε τέτοια περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο διαπίστωσε την ύπαρξη εύλογης υποψίας ή πιθανότητας και όλες τις άλλες προϋποθέσεις του νόμου. Tο πιο κάτω απόσπασμα από την Aeroporos (ανωτέρω), ισχύει και εδώ:
«Having taken into consideration the material on the record, which the Judge had before him, we are of the view that he could reasonably and justifiably, in the exercise of his discretion, reach the conclusion that there existed reasonable suspicion and his discretion was over wise wulicially.»
Παρόμοια προσέγγιση υπήρξε και στην Ανδρέα Γεωργίου (ανωτέρω), από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, δεν βλέπουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που προβαίνει σε διαδικασίες του είδους, θα μπορούσε ουσιαστικά να αντικαταστήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για την τεθείσα υπόψη του μαρτυρία και την προσέγγιση του τελευταίου για το ζήτημα. ..»
Εν κατακλείδι, η δική μας προσέγγιση αποκλίνει τόσο από την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και από την προσέγγιση, η οποία παρατίθεται στην απόφαση της μειοψηφίας.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης κρίνονται βάσιμοι. Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, περιλαμβανομένης της διαταγής για τα έξοδα.
Το εκδοθέν από το κατώτερο Δικαστήριο ένταλμα, αναβιώνει.
Τα έξοδα της πρωτόδικης και κατ΄ έφεσιν διαδικασίας καθορίζονται σε €3.000 και επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟBΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(i-justice)
(Πολιτική Έφεση Αρ. 1/2024)
6 Φεβρουαρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡ. 22/12/2023 ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 160/2023
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Μ. Ρ. ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟΝ 319/2023 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 22/09/2023, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΕΤΡΑΠΗ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ Ή/ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ Ή/ΚΑΙ ΛΗΨΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
__________________
Α. Αριστείδης με Ε. Παπαλοΐζου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χρίστου με Ν. Ζένιου και Μ. Καζάκο, για τον Εφεσίβλητο.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Διιστάμενη)
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση της πλειοψηφίας. Συμφωνώ με την κατάληξη ότι ο λόγος έφεσης 3 θα πρέπει να απορριφθεί. Δεν έχω να προσθέσω στα όσα αναφέρονται στην απόφαση της πλειοψηφίας επί τούτου.
Δεν μπορώ, ωστόσο, να συμφωνήσω με την κατάληξη ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι βάσιμοι, για τους λόγους που θα προσπαθήσω να αναπτύξω στη συνέχεια.
Η εξουσιοδότηση ή έγκριση για την πρόσβαση ή επιθεώρηση ή λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας επιτρέπεται και νομιμοποιείται υπό προϋποθέσεις που τίθενται από το ίδιο το Σύνταγμα (Άρθρο 17.2) και τους περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμους του 1996 έως 2020, οι Νόμοι.
Οι Νόμοι συνιστούν ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των ανακριτικών αρχών στην προσπάθεια για την πάταξη του σοβαρού εγκλήματος. Η άσκηση των εξουσιών των ανακριτικών αρχών είναι επιτρεπτή και νόμιμη μόνο εφόσον ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Σύνταγμα και στους Νόμους.
Εν προκειμένω, τα υπό διερεύνηση αδικήματα αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και αυτό της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β', που περιλαμβάνεται στα αδικήματα που αναφέρονται στο Άρθρο 17.2.Β(γ) του Συντάγματος.
Το ένταλμα εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 23 των Νόμων που διαλαμβάνει ότι:
«23.(1) Ο Δικαστής δύναται να εκδώσει το αναφερόμενο στα άρθρα 21 και 22 δικαστικό ένταλμα, όπως αυτό ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους που ο ίδιος κρίνει αναγκαίους, εάν ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή-
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα ή με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης».
Σημειώνεται, κατ' αρχάς, πως δεν αμφισβητείται ότι και οι τρείς προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παρ.(α), (β) και (γ) πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά για να εκδοθεί δικαστικό ένταλμα.
Σημείο απόκλισης μου από την απόφαση της πλειοψηφίας αποτελεί η σημασία που, κατά την άποψη μου, πρέπει να αποδοθεί στη λέξη «συγκεκριμένη» στην παρ.(β) του εδαφίου (1) του άρθρου 23.
Στη Φυσεντζίδη ν. K & C Snooker & Pool Entertainment, Πολ. Έφ. Αρ.30/2019, ημερ.1.6.2020, ECLI:CY:AD:2020:A171, αναφέρθηκε ότι:
«Η γραμματική ερμηνεία είναι ο πρώτος και πλέον θεμελιακός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων. Υπαγορεύει την απόδοση της απλής γραμματικής και κατά κυριολεξία σημασίας στις λέξεις που χρησιμοποιούνται (Τ. Γεωργιάδης & Υιός Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 4(Β) Α.Α.Δ. 1142, 1149-1150). Όταν λοιπόν η φρασεολογία του νόµου είναι σαφής, αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοιά τους (Δ. Γαλατάκης Λτδ ν. Δηµοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78, 80-81 και πιο πρόσφατα ΧΧΧ Σέπου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αναθεωρητική Έφεση 94/2013, ημερ. 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:C262)».
Και επίσης ότι:
«Στους Halsbury's Laws of England, 3η έκδ., Τόμος 36, παρ.583, υπό τον τίτλο «Presumption that words are not used unnecessarily», αναφέρεται ότι τεκμαίρεται ότι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται στους νόμους χωρίς κάποιο νόημα και δεν είναι ταυτολογικές ή περιττές. Πρέπει, εάν είναι δυνατό, να αποδίδεται σημασία σε όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούνται γιατί θεωρείται ότι ο νομοθέτης δεν σπαταλά τις λέξεις του, ούτε αναφέρει κάτι μάταια».
Η βάση λοιπόν της ερμηνείας της παρ.(β) του εδαφίου (1) του άρθρου 23, είναι ότι πρέπει να αποδοθεί σημασία στη λέξη «συγκεκριμένη» και αυτή δεν είναι επιτρεπτό να αγνοηθεί. Η ερμηνεία δεν μπορεί να είναι ταυτόσημη με αυτή που θα διδόταν στην περίπτωση που η λέξη «συγκεκριμένη» απουσίαζε από το κείμενο του Νόμου.
Είναι, επομένως, απαραίτητο, όπως από τη μαρτυρία η οποία τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου με τον όρκο που συνοδεύει το αίτημα για ένταλμα πρόσβασης να προσδιορίζεται «συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία» η οποία να «συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα» που αναφέρεται στην παρ.(α) του άρθρου 23(1). Δεν απαιτείται η επικοινωνία σε σχέση με την οποία ζητείται η πρόσβαση, να προσδιορίζεται με αναφορά σε όλα τα στοιχεία που την συγκεκριμενοποιούν. Είναι όμως, κατ' ελάχιστο, απαραίτητο να μπορεί να διακριθεί από το σύνολο των επικοινωνιών που μπορεί να βρίσκονται σε μια συσκευή κινητού τηλεφώνου, συνήθως η περίπτωση, ή άλλο αντικείμενο, όπως αναφέρεται στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 21.
Όμως, εφόσον το διάταγμα πρόσβασης που εκδίδεται παρέχει την ευχέρεια στην Αστυνομία να διέλθει το περιεχόμενο όλων των επικοινωνιών της τηλεφωνικής συσκευής και τότε να καθορίσει ποιας επικοινωνίας ή ποιων επικοινωνιών το περιεχόμενο έχει σχέση με το υπό διερεύνηση αδίκημα ή αδικήματα, όπως εν προκειμένω, απαρέγκλιτα οδηγούμαστε στο ότι το διάταγμα πρόσβασης δεν χορηγήθηκε με αναφορά σε συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες επικοινωνίες, αλλά χορηγήθηκε πρόσβαση σε περιεχόμενο συσκευής ή συσκευών εν λευκώ, με τον προσδιορισμό των σχετικών με τη διερεύνηση των υπόψη αδικημάτων επικοινωνιών, ουσιαστικά να έπεται της εκτέλεσης του διατάγματος πρόσβασης, αντί να προηγείται της έκδοσης του και να συνιστά, όπως θα έπρεπε, απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση του.
Άλλο είναι να εξεταστεί το περιεχόμενο των επικοινωνιών μιας συσκευής ώστε να εντοπιστεί η συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία που ενδιαφέρει και άλλο είναι να εξεταστεί το περιεχόμενο των επικοινωνιών μιας συσκευής με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει οιαδήποτε ιδιωτική επικοινωνία που έχει συνάφεια με το αδίκημα ή τα αδικήματα που διερευνώνται.
Σε τέτοια περίπτωση έχουμε αλίευση μαρτυρίας. Όπως εν προκειμένω, δηλαδή εξουσιοδότηση για την εξέταση του περιεχομένου όλων των επικοινωνιών των τριών τηλεφώνων που είχαν κατασχεθεί, με την προσδοκία ότι θα διαπιστωθεί ότι κάποια ή κάποιες επικοινωνίες σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Το άρθρο 22 προνοεί ότι η αίτηση για την έκδοση δικαστικού εντάλματος για εξουσιοδότηση ή έγκριση πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας πρέπει να περιέχει τις πληροφορίες και τα στοιχεία που απαριθμούνται, μεταξύ των οποίων στην παρ.(β)(ii) «γενική περιγραφή του είδους της ιδιωτικής επικοινωνίας». Η υποχρέωση για τη γενική αυτή πληροφόρηση του Δικαστηρίου, δεν εξαντλεί την υποχρέωση που γεννάται από την αναφορά σε «συγκεκριμένη» επικοινωνία στο άρθρο 23(1)(β).
Η εντύπωση που αποκομίζω είναι ότι η ερμηνεία που επιδιώκει να εισαγάγει ο Εφεσείων είναι ότι «συγκεκριμένη» στο άρθρο 23(1)(β) σημαίνει «κάποια». Δεν είναι όμως έργο του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει τη λέξη που χρησιμοποίησε ο Νομοθέτης, δίδοντας της νόημα άλλο από το γραμματικό και σύνηθες, όταν στην περίπτωση που ο Νομοθέτης ήθελε να αποδώσει κάτι άλλο υπήρχε η κατάλληλη προς τούτο λέξη.
Στο επίδικο ένταλμα καταγραφόταν ότι «υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα η ιδιωτική επικοινωνία, για την οποία ζητείται πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη, να συνδέεται ή να είναι συναφής με το εν λόγω σοβαρό αδίκημα». Το ένταλμα αφορούσε «το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας, ως αυτή περιγράφεται στην Αίτηση, που βρίσκεται καταγεγραμμένη στα Τεκμήρια, ως αυτά περιγράφονται στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ της σχετικής Αίτησης». Στο Μέρος ΙΙ της αίτησης, περιγράφονταν τα τρία κινητά τηλέφωνα που είχε κατάσχει η Αστυνομία και τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή του Εφεσίβλητου και της συνοδού του κατά το χρόνο της σύλληψης τους. Για όλα, αυτό στο οποίο ζητείτο πρόσβαση περιγραφόταν ως εξής:
«Περιεχόμενο καταγεγραμμένων ή αποθηκευμένων μηνυμάτων sms (μηνύματα μέσω υπηρεσίας σύντομων μηνυμάτων), mms (μέσω υπηρεσίας μηνυμάτων πολυμέσων) emails (ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) ή άλλων μηνυμάτων διαδικτύου (viber, facebook, messenger, whatsapp και οποιαδήποτε άλλη εφαρμογή τηλεφώνου (application), φωτογραφίες, καθώς και οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με ναρκωτικά και άλλα θέματα που έχουν σχέση με την υπό εξέταση υπόθεση.»
Η περιγραφή της ή των επικοινωνιών που το ένταλμα αφορούσε με τον πιο πάνω τρόπο, κάθε άλλο παρά παραπέμπει σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο ή έστω διακριτό από το σύνολο των ευρισκομένων στις συσκευές επικοινωνιών. Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι δεν υφίστατο οιοσδήποτε χρονικός περιορισμός αναφορικά με τις επικοινωνίες που το ένταλμα αφορούσε.
Η γενικότητα του εντάλματος και η προφανής αδυναμία περιορισμού του θεματικά ή χρονικά, ήταν απότοκο του περιεχόμενου του όρκου που υποστήριζε την αίτηση για την έκδοση του. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου οτιδήποτε ικανό να καλύψει την προϋπόθεση της παρ.(α) του άρθρου 23(1) ήταν ορθή.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θα απέρριπτα και τους λόγους έφεσης 1 και 2 και την έφεση στην ολότητα της.
Χ. Μαλαχτός, Δ.