ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2016)
16 Ιανουαρίου 2025
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
1. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΕΒΑΣΤΟΣ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΕΒΑΣΤΟΥ,
ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
2. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΕΒΑΣΤΟΣ
Εφεσείοντες,
ν.
ΝΕΣΤΟΡΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
Εφεσίβλητου.
ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 25.10.21
1. ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΕΒΑΣΤΟΥ,
ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
2. ΚΥΠΡΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΕΒΑΣΤΟΥ, ΑΠΟΘΑΝΟΝΤΑ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Εφεσείοντες,
ν.
ΝΕΣΤΟΡΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
Εφεσίβλητου.
Α. Χρ. Ευτυχίου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ιωαννίδου (κα), για Γιώργος Χριστοφίδης, για τον Εφεσίβλητο.
.........................
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί
από το Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Οι εφεσείοντες, με 3 λόγους έφεσης, επιδιώκουν ανατροπή της απόφασης Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), ημερ. 11/01/16, με την οποία απέρριψε αίτηση τους για επαναφορά της Αγωγής Αρ.440/2011, που καταχωρήθηκε εκ μέρους τους στο ως άνω Δικαστήριο και η οποία, σε προγενέστερο στάδιο, είχε απορριφθεί λόγω μη προώθησης της.
Με την Αγωγή Αρ.440/2011, οι εφεσείοντες αξίωναν την ακύρωση της μεταβίβασης επ' ονόματι του εφεσίβλητου του οικοπέδου με αρ. εγγραφής L438, Φ/ΣΧ: [ ]W1, τεμάχιο [ ], ενορία Άγιος Νικόλαος Λάρνακας, η οποία, ως πρόβαλλαν, έγινε χωρίς την εξουσιοδότηση και εν αγνοία της αποβιωσάσης Μαίρης Σεβαστού και/ή με βάση πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο, ημερ. 24.03.2000 και/ή παράνομα και/ή συνεπεία δόλιων ενεργειών, ως επίσης επαναμεταβίβαση και/ή επανεγγραφή του στον ενάγοντα/εφεσείοντα 1, διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης. Διαζευκτικά, διεκδικούσαν πληρωμή του ποσού των €300.000 ως αποζημιώσεις, και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Την καταχώριση της ως άνω αίτησης επαναφοράς, ημερ. 12.12.2013, ακολούθησε σειρά από άλλες ενδιάμεσες αιτήσεις και διαδικασίες, με επακόλουθο την έκδοση σχετικών με αυτήν ενδιάμεσων αποφάσεων. Δύο εξ αυτών, ειδικότερα η απόφαση με την οποία επιτράπηκε στους αιτούμενους η επαναφορά της αγωγής (εφεσείοντες) η τροποποίηση της νομικής βάσης της σχετικής αίτησης, όπως και η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του ενιστάμενου (εφεσίβλητου) για διαγραφή συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης επαναφοράς της αγωγής - και οι δύο ημερ. 09.04.2015 - αποτελούν, μεταξύ άλλων, λόγους της τροποποιηθείσας Αντέφεσης, την οποία ο εφεσίβλητος καταχώρισε στο πλαίσιο της παρούσας, κατόπιν σχετικού διατάγματος τροποποίησης, έχοντας στο μεταξύ προηγηθεί απόφαση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. σχετικά Νέστορα Νικηφόρου v. Κύπρος Ανδρέου ως Διαχειριστής της περιουσίας της Αποβιωσάσης Μαρίας Σεβαστού κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε85/2015, Ε86/2015, 14/6/2023).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβαίνοντας σε εκτενή ανάλυση των νομικών αρχών που διέπουν τη διαδικασία επαναφοράς αγωγής μετά από σχετική αίτηση, εξετάζοντας κατά προτεραιότητα τους λόγους ένστασης περί κωλύματος λόγω δεδικασμένου και περί παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος, απέρριψε την αίτηση. Στη συνέχεια, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης, ως αναφέρει, προχώρησε στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης, με κάποιες από τις καταλήξεις και υποδείξεις του να αποτελούν αντικείμενο των λόγων Αντέφεσης, ως πιο κάτω καταγράφεται.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αίτηση τους για επαναφορά της ως άνω απορριφθείσας αγωγής τους εναντίον του εφεσίβλητου, λόγω κωλύματος δεδικασμένου ενόψει της Αγωγής Αρ.2076/2000 του Ε.Δ. Λάρνακας (1ος λόγος Έφεσης), ως επίσης λόγω παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος τους (2ος λόγος Έφεσης). Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι λανθασμένα και/ή αναρμοδίως το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε των ζητημάτων αυτών, καθ' ότι δεν είχαν προβληθεί ρητά στη σχετική ένσταση που καταχώρισε ο εφεσίβλητος/καθ' ου η αίτηση στην αίτηση επαναφοράς της Αγωγής Αρ.440/2011 (3ος λόγος Έφεσης).
Ο εφεσίβλητος, υιοθετώντας ως ορθές τις προσβαλλόμενες θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μέσω της τροποποιημένης Αντέφεσης του, ως έχει ήδη σημειωθεί, προσβάλλει επιμέρους συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, προτάσσει ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και ή/αναιτιολόγητα κατέληξε ότι δεν απεδείχθη καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους των εφεσειόντων/αιτητών (1ος λόγος Αντέφεσης), ότι οι τελευταίοι δικαιολογούσαν το αγώγιμο δικαίωμα και τη βάση της αγωγής τους εναντίον του εφεσίβλητου/καθ' ου η αίτηση (2ος λόγος Αντέφεσης), ότι μπορεί να δοθεί η θεραπεία για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, παρόλο ότι δεν το αιτήθηκαν οι εφεσείοντες/αιτητές (3ος λόγος Αντέφεσης) και ότι η παράβαση της Δ.50, Θ.1(1) δεν καθιστά την επίδικη αίτηση άκυρη (4ος λόγος Αντέφεσης). Περαιτέρω, με τον 5ο και 6ο λόγους Αντέφεσης, προσβάλλει ως λανθασμένες τις δύο ενδιάμεσες αποφάσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερ. 09.04.2015, αφενός να επιτρέψει την προσθήκη της Δ.33, Θ.4 και 5 και της Δ.26, Θ.14 στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης για επαναφορά και αφετέρου, να απορρίψει την αίτηση του για διαγραφή της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ημερ. 13.10.2014, που είχε καταχωριστεί από πλευράς των εφεσειόντων/αιτητών.
Αναφορικά με το ζήτημα του δεδικασμένου, (1ος λόγος Έφεσης) προβάλλεται από την πλευρά των εφεσειόντων ότι μεταξύ των Αγωγών Αρ.440/11 και 2076/00, δεν υπάρχει ταύτιση διαδίκων καθώς και επίδικων θεμάτων. Ως εκ τούτου, προκρίνεται, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το ως άνω κώλυμα.
Κώλυμα λόγω δεκασμένου είναι δυνατό να εγερθεί στις περιπτώσεις που ένα επίδικο γεγονός ενώ έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο, επανεμφανίζεται σε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Κώλυμα του είδους, είναι δυνατό να προκύπτει τόσο σε σχέση με την αιτία της αγωγής (cause of action estoppel) όσο και σε σχέση με το επίδικο θέμα (cause of issue estoppel) (βλ. Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Θεοδόση Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120, Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Παναγιώτου κ.α. (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 558, Θεοδώρου ν. Μάντη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1036 και Halsbury' s Laws of England, 5th Edition, Vol. 12, par. 1169). Είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο κώλυμα - είτε λόγω απόφασης επί της ίδιας της αιτίας της αγωγής είτε λόγω απόφασης επί επίδικου θέματος - αφορά βασικά την αποτροπή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.
Περαιτέρω, αποτελεί καλά εδραιωμένη νομολογιακή αρχή, ότι το ως άνω εμπόδιο στην έγερση μιας αγωγής, δεν περιορίζεται σε θέματα που είχαν εγερθεί και εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά καλύπτει κάθε θέμα που ήταν στενά συνυφασμένο με την πρώτη διαδικασία και το οποίο οι διάδικοι με λογική προσοχή και επιμελώς συμπεριφερόμενοι θα μπορούσαν να είχαν εγείρει, πλην όμως παρέλειψαν να το πράξουν (Theori and Others v. Djoni and Others [1984] 1 C.L.R. 296, Henderson v. Henderson [1843‑1860] 2 All E.R. 144, Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670). Στις περιπτώσεις δηλαδή που ένας διάδικος είχε την ευχέρεια να προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου ένα ζήτημα στα πλαίσια προγενέστερων διαδικασιών, στην περίπτωση που δεν το έπραξε, είναι δυνατόν και πάλι να αντιμετωπίσει τη γενικότερη αρχή του δεδικασμένου. Η τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογή του διαδίκου και κατ' επέκταση η διαιώνιση τους, πλήττοντας έτσι την αρχή της τελεσιδικίας, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή από τα Δικαστήρια. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε στην Barquwi (2004) 1 Α.Α.Δ. 1, με αναφορά και παραπομπή μεταξύ άλλων, στην Ευαγγέλου (Αρ.3) (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 913, Carter (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ 403 και στην Henderson (ανωτέρω):
«... το δεδικασμένο που απορρέει από προηγούμενη διαδικασία εκτείνεται και καλύπτει όχι μόνο «όσα προβλήθηκαν στην πρώτη διαδικασία αλλά [...] και εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της, αλλά δεν προβλήθηκαν». Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η δικαιοσύνη από αέναες διαδικασίες στις οποίες θα πρωταγωνιστούσε η ευρηματικότητα του διαδίκου».»
Σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως προκύπτει από την εγκαλούμενη απόφαση και το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Αγωγή Αρ.2076/2000 καταχωρίστηκε από την ενάγουσα Μαίρη Σεβαστού εναντίον των εναγόμενων 1. Εμμανουήλ Σεβαστού (ενάγοντα 2 στην Αγωγή Αρ.440/11) και 2. Νέστορα Νικηφόρου (εναγόμενου στην Αγωγή Αρ.440/11). Με την εν λόγω αγωγή, αξιωνόταν η ακύρωση της μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου από τον Εμμανουήλ Σεβαστό επ' ονόματι του Νέστορα Νικηφόρου δυνάμει πλαστού πληρεξουσίου εγγράφου, η οποία εν τέλει απερρίφθη με απόφαση ημερ. 21.09.2006, με έξοδα υπέρ των εναγόμενων, κατόπιν απόσυρσης της από την ενάγουσα μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων, ειδικότερα μετά την καταχώριση απάντησης στις τροποποιημένες Εκθέσεις Υπεράσπισης. Τούτο δε, χωρίς η ενάγουσα να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση περί επιφύλαξης των δικαιωμάτων της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την αρχή του δεδικασμένου και τους επιμέρους λόγους που εξετάζονται προς επιτυχή επίκληση του. Με την έφεση και το περίγραμμα αγόρευσης τους, οι εφεσείοντες δεν αμφισβητούν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την προϋπόθεση για τελεσιδικία. Ό,τι αμφισβητείται και απασχολεί στην παρούσα, είναι οι προϋποθέσεις περί ταυτότητας διαδίκων και επίδικων θεμάτων.
Εξετάζοντας τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, καταλήγουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετούνται οι ως άνω προϋποθέσεις. Οι διάδικοι και στις δύο αγωγές ήταν τα ίδια πρόσωπα. Παρεμβάλλεται ότι στην Αγωγή Αρ.440/11, ο ενάγοντας 1 είναι ο διαχειριστής της περιουσίας της Μαίρης Σεβαστού, ενάγουσας στην Αγωγή Αρ.2076/2000, η οποία είχε στο μεταξύ αποβιώσει και ως εκ τούτου, πρόκειται ουσιαστικά για τον ίδιο διάδικο. Ως έχει υποδειχθεί στην Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1868:
«.η δέσμευση που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση βαρύνει, εκτός από τους διαδίκους και τους privies - διαδόχους των διαδίκων. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα των οποίων το συμφέρον στη διαδικασία ταυτίζεται με εκείνο των διαδίκων στην πρώτη αγωγή. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4th ed. vol. 16, para 990, η κατηγορία των privies, (διαδόχων), για τους σκοπούς του δεδικασμένου περιλαμβάνει προγόνους και κληρονόμους, διαδόχους κατά νόμο, και διαδόχους περιουσίας ή συμφέροντος».
Περαιτέρω, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα γεγονότα της Αγωγής Αρ.440/11, η επαναφορά της οποίας επιζητείτο και της Αγωγής Αρ.2076/2000 αφορούν κατ' ουσίαν το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή την ακύρωση της μεταβίβασης του ίδιου οικοπέδου δυνάμει του ίδιου πλαστού πληρεξουσίου εγγράφου, κατά τρόπο που επίσης στοιχειοθετεί βασική προϋπόθεση για την δημιουργία δεδικασμένου. Η ενασχόληση με την ουσία του επιδίκου ζητήματος, ως υπεδείχθη μεταξύ άλλων στην K.S.R. Commercio Industria de Papel S.A. κ.α. v. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309, αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicata. Το γεγονός ότι ο εφεσείων 2, ως εναγόμενος 1 στην αγωγή Αρ.2076/2000, παρέλειψε να εγείρει οιαδήποτε αξίωση την οποία προέβαλε μεταγενέστερα μέσω της αγωγής Αρ.440/11, δεν εμποδίζει την επιτυχή επίκληση του δεδικασμένου. Όπως, επίσης, ορθά υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε την ευκαιρία να το πράξει ενεργοποιώντας στα πλαίσια της πρώτης αγωγής τη διαδικασία της Δ.10, θ.12, μέσω της έγερσης ειδοποίησης απαίτησης εναντίον του εκεί εναγόμενου 2 και εναγόμενου στην Αγωγή Αρ.440/11. Ως υποδείχθηκε στην αμέσως πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση:
«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματά του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπισή του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ότι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνισή τους. Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα.»
Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Όσον αφορά το ζήτημα της παραγραφής της βάσης της αγωγής, (2ος λόγος Έφεσης) το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τόσο τις διατάξεις των άρθρων 36 και 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όσο και το άρθρο 26 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012, Ν.66(Ι)/2012, για να καταλήξει ότι, σε κάθε περίπτωση, οιαδήποτε προθεσμία προνοείται νομοθετικά, παρήλθε, ενόψει της παρόδου 10 ετών και 10 μηνών από τη συμπλήρωση της βάσης της αγωγής (14/4/2000) μέχρι την καταχώριση της Αγωγής Αρ.440/2011 (15/2/2011).
Οι εφεσείοντες, επικαλούνται το άρθρο 26 του Ν. 66(Ι)/2012 και τις τροποποιήσεις που επήλθαν σε αυτό, υποστηρίζοντας ότι η έναρξη του χρόνου παραγραφής επεκτάθηκε μέχρι την 01/01/2016 και επομένως το αγώγιμο δικαίωμα τους δεν είχε παραγραφεί όταν καταχωρίστηκε η αγωγή.
Η ως άνω θέση των εφεσειόντων, δεν ευσταθεί.
Ως έχει νομολογηθεί, το ισχύον δίκαιο προσδιορίζεται κατά το χρόνο προώθησης του δικονομικού μέτρου και συνεπώς το κατά πόσον η απαίτηση έχει παραγραφεί εξετάζεται με αναφορά στο χρόνο καταχώρισης της αγωγής (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 636, Δημητρίου άλλως Στυλιανού v. Δημητρίου (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 834 και Γεώργιος Ευαγόρου Χατζήττοφή v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. E406/2016, 02/10/2023). Συνεπώς, ότι έχει εν προκειμένω σημασία, είναι το ποιος νόμος εφαρμοζόταν κατά το χρόνο καταχώρισης της αγωγής και κατά πόσο, με βάση τον ισχύοντα νόμο, το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων είχε παραγραφεί. Επί τούτου, ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι απόφαση στην Χαραλαμπίδης ν. Louis Hotels Public Company Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ.8/2013, 04/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:A406, όπου, μεταξύ άλλων σημειώθηκε πως:
«Εν πάση περιπτώσει, ορθά αποτέλεσε, ως άνω, κοινό τόπο ότι εφαρμοστέες ήταν οι πρόνοιες του άρθρου 68 του Κεφ. 148. Η ιστορική πορεία των σχετικών νομοθεσιών αποκαλύπτει ότι οι πρόνοιες του άρθρου 68, όπως και οι πρόνοιες του Κεφ. 15, τέθηκαν σε αναστολή με τον περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο του 1964, Ν. 57/1964, ο οποίος μαζί με του τροποποιητικούς αυτού Νόμους (Νόμοι 1964-1982) καταργήθηκαν με τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2002 (Ν. 110(Ι)/2002), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1.6.2005. Συνεπώς το άρθρο 68 επανήλθε σε ισχύ από 1.6.2005.
Ακολούθως, με τον περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (Ν. 66(Ι)/2012) καταργήθηκε τόσο το Κεφ. 15, όσο και ο Ν. 110(Ι)/2002, αλλά και το άρθρο 68 του Κεφ. 148, ως προς αυτό το τελευταίο όμως, αναφορικά με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.2012. Η παραγραφή αγωγίμων δικαιωμάτων σε σχέση με αστικά αδικήματα για πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα προηγουμένως συνεχίζει να διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 68. Για πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα μετά, η παραγραφή ρυθμίζεται πλέον από το άρθρο 6 του Ν. 66(Ι)/2012.»
Καθ' όλα χρήσιμες, κρίνονται επίσης, οι επισημάνσεις στην Μιχαήλ v. Ανδρέου, Πολιτική Έφεση Αρ. 229/2014, 19/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:A17, όπου σε σχέση με τις εισηγήσεις περί αναδρομικότητας του Ν.66(Ι)/2012, ως προβλήθηκαν στην εν λόγω υπόθεση, σημειώθηκε ότι:
«Η προσέγγιση της πλευράς της εφεσείουσας περί αναδρομικότητας του Νόμου 66(Ι)/2012 παραμένει μετέωρη, δεδομένου ότι ο υπό αναφορά Νόμος δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, αφού θεσπίστηκε και τέθηκε σε ισχύ μετά τον ουσιώδη χρόνο της αγωγής. Το Άρθρο 29 του υπό συζήτηση Νόμου επιδρά στο Άρθρο 68 του Κεφ. 148 μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.66(Ι)/2012, ήτοι κατά ή μετά την 1.7.2012. Εν πάση όμως περιπτώσει, οιαδήποτε νομοθετική πρόνοια προς παραγραφή αγώγιμου δικαιώματος δεν μπορεί παρά να είναι ουσιαστικού δικαίου και όχι διαδικαστικού, αφού επηρεάζει το δικαίωμα διαδίκου προς έγερση ισχυρισμού περί παραγραφής, με όλες τις δραστικές παρεπόμενες συνέπειες, δικαίωμα που δεν αφορά ζήτημα διαδικασίας».
Επανερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, κατά τον επίδικο χρόνο, ήτοι στις 15/2/2011 οπόταν και καταχωρίστηκε η αγωγή, εφαρμοστέες ήταν οι πρόνοιες του άρθρου 68 του Κεφ.148. Συνεπώς, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αγωγή θα έπρεπε να είχε εγερθεί εντός τριών ετών από τη συμπλήρωση της βάσης της αγωγής, ήτοι τη συντέλεση της κατ' ισχυρισμό δόλιας μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου, η οποία έλαβε χώρα στις 14/04/2000 (άρθρο 68(α), Κεφ.148). Οι πρόνοιες του Ν. 66(Ι)/2012 τις οποίες επικαλούνται οι εφεσείοντες, δεν έχουν καμία εφαρμογή στην παρούσα, σε συνάρτηση πάντα με το χρόνο καταχώρισης της Αγωγής Αρ.440/2011. Προσμετρώντας το χρόνο κατά τον οποίο το άρθρο 68 βρισκόταν υπό αναστολή, η υπό του νόμου προβλεπόμενη προθεσμία παρήλθε πριν την έγερση της αγωγής Αρ.440/2011.
Συνακόλουθα, ούτε ο 2ος λόγος Έφεσης ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τέλος, το παράπονο των εφεσειόντων με τον 3ο λόγο Έφεσης, αφορά στη μη ρητή επίκληση, στους λόγους της ένστασης του εφεσίβλητου στην αίτηση για επαναφορά της Αγωγής Αρ. 440/2011, των ισχυρισμών περί παραγραφής και κωλύματος λόγω δεδικασμένου. Η μόνη αναφορά στα εν λόγω ζητήματα, κατά τους εφεσείοντες, έγινε σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ημερ. 11/6/15, προς υποστήριξη της ένστασης, αναφορά που δεν συνιστά δέουσα δικογράφηση και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο στερούνταν δικαιοδοσίας να αποφανθεί επί των ως άνω ζητημάτων.
Στον αντίποδα των ως άνω, εκ μέρους του εφεσίβλητου προβάλλεται πως τα εν λόγω ζητήματα είχαν προωθηθεί, τόσο μέσω του 4ου λόγου ένστασης της πλευράς του, όπου προβλήθηκε πως «οι ενάγοντες-αιτητές δεν έχουν αποδείξει ότι έχουν καλή υπόθεση με σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας» και εξειδικεύτηκαν περαιτέρω μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ημερ. 11/06/2015, όσο και μέσω της Υπεράσπισης την οποία είχε καταχωρίσει, η οποία βρισκόταν ήδη στο φάκελο της διαδικασίας και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της οποίας ηγέρθησαν, ως 1η προδικαστική ένσταση, το ζήτημα του κωλύματος δεδικασμένου αναφορικά με την Αγωγή 2076/200 και ως 6η προδικαστική ένσταση, το ζήτημα της παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος των εφεσειόντων.
Επαναλαμβάνοντας το αξίωμα ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία, η οποία και συνιστά το θεμέλιο της δίκης (Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 836), δεν χρειάζονται να λεχθούν πολλά. Αφ' ης στιγμής τα ζητήματα του κωλύματος του δεδικασμένου και της παραγραφής έχουν δεόντως δικογραφηθεί στην Υπεράσπιση, η οποία βρισκόταν ήδη στο φάκελο του Δικαστηρίου, έχοντας μάλιστα, σε μεταγενέστερο χρόνο, εξειδικευτεί μέσω συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων προς υποστήριξη της καταχωρηθείσας ένστασης, δεν τίθεται θέμα ελλιπούς ή μη δικογράφησης, κατά τον τρόπο που εισηγείται τούτο η πλευρά των εφεσειόντων (Αντωνίου v. Πεζίκη κ.α. Πολιτική Έφεση Αρ.Ε146/2020, 14/7/2021 και Νεοφύτου ν. Malak κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ.118/2012, 21.06.2018, ECLI:CY:AD:2018:A297).
Ως απόρροια των πιο πάνω, θεωρούμε αβάσιμο και τον 3ο λόγο Έφεσης, ο οποίος απορρίπτεται.
Αναπόδραστη κατάληξη των ως άνω, είναι πως η Έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Ενόψει της ως άνω κατάληξής μας ως προς την τύχη της Έφεσης, παρέλκει η εξέταση των λόγων Αντέφεσης που προβάλλει ο εφεσίβλητος. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, κάτι τέτοιο, δεν θα είχε καμία πρακτική σημασία απολήγοντας σε ακαδημαϊκή θεώρηση των πραγμάτων. Είναι θεμελιωμένη αρχή του δικαίου μας ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε και αναλώνουν το χρόνο τους σε ακαδημαϊκές συζητήσεις και ασκήσεις, οι οποίες δεν θα έχουν οποιοδήποτε όφελος για το διάδικο που επιδιώκει συγκεκριμένη θεραπεία, σε περίπτωση επιτυχίας του. (Βλ. Tudor (2011) 1(B) A.A.Δ. 1176).
Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η Αντέφεση, έχοντας εκ των πραγμάτων καταστεί η περαιτέρω συζήτηση της, άνευ αντικειμένου, απορρίπτεται επίσης.
Οι Εφεσείοντες θα επιβαρυνθούν €4.000.- συνολικά έξοδα της διαδικασίας, (Έφεσης και Αντέφεσης).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/XX