ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 82/2016)
29 Ιανουαρίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ., ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]
RAYMOND RIZA, ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΥ FIKRET ALI RIZA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ,
Εφεσείοντας,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Εφεσίβλητων.
____________________
Κ. Κυριακόπουλος, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Φλωρέντζου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Ο Fikret Ali Riza, αποβιώσας, ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου του επίδικου ακίνητου κτήματος στη Λάρνακα. Το υπόλοιπο ½ ανήκε στον αδελφό του, επίσης αποβιώσαντα. Το επίδικο κτήμα ήταν χωράφι, στο οποίο το 2010 είχε ανεγερθεί ένα διώροφο κτίριο με αίθουσες δεξιώσεων και πισίνα. Βρίσκεται σε απόσταση 3 χλμ. από το κέντρο της πόλης και το νέο αεροδρόμιο και 400μ. δυτικά της παραλίας Μακένζυ.
Ο Fikret γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1926 και μετανάστευσε στο Λονδίνο το 1951, όπου και παρέμεινε μέχρι και τον θάνατο του το 2000. Ο Εφεσείων, υιός του, γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1955 και έκτοτε διαμένει μόνιμα στη Μεγάλη Βρετανία. Και οι δύο ήταν κάτοχοι Βρετανικού Διαβατηρίου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Εφεσείων διορίστηκε διαχειριστής της περιουσίας του και το ως άνω μερίδιο ενεγράφη δυνάμει κληρονομιάς στον Εφεσείοντα ο οποίος ήταν και ο μοναδικός κληρονόμος του αποβιώσαντα.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι το επίδικο ακίνητο θεωρείτο Τουρκοκυπριακή περιουσία. Έτσι, μετά την Τουρκική εισβολή και δυνάμει διαταγμάτων επίταξης το επίδικο μερίδιο επιτάχθηκε από τις 11.9.1975 μέχρι και τις 30.6.1991. Το 2010, οι Εφεσίβλητοι επέτρεψαν την ανέγερση εντός του επίδικου ακινήτου των προαναφερόμενων οικοδομών οι οποίες χρησιμοποιούνται από τρίτα πρόσωπα.
Ο Εφεσείων αρχικά υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του και ακολούθως προσωπικά ως ο ιδιοκτήτης αυτής, ισχυρίστηκε ότι τόσο ο αποβιώσας πατέρας του όσο και ο ίδιος από το 1975 έχουν αποκλειστεί από την άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος επί του επίδικου μεριδίου, χωρίς τη συγκατάθεση τους και χωρίς να έχουν αποζημιωθεί. Εξού και ισχυρίστηκε ότι έκτοτε υφίσταται παράνομη επέμβαση και παρέμβαση των Εφεσίβλητων επί αυτού κατά παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς επίσης δυσμενής διάκριση εναντίον τους, λόγω της Τουρκοκυπριακής καταγωγής τους, κατά παράβαση του δικαιώματος της ισότητας που διασφαλίζουν τα Άρθρα 28 του Συντάγματος και 14 της Σύμβασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το επίδικο μερίδιο δεν θεωρείται Τουρκοκυπριακή περιουσία εντός της έννοιας των περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμων του 1991 μέχρι 2012. Προς τούτο άντλησε καθοδήγηση από σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία Τουρκοκύπριος θα πρέπει να ανήκει στην Τουρκική κοινότητα της Κύπρου και επομένως να θεωρείται πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Fikret δεν ήταν Τουρκοκύπριος εφόσον είχε εγκαταλείψει την Κύπρο από το 1951 και έκτοτε διέμενε μόνιμα στο Λονδίνο μέχρι και τον θάνατο του και ήταν πάντοτε Βρετανός υπήκοος, όπως και ο Εφεσείων. Αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας Έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος 2 διορίστηκε ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών για την περίοδο αρχομένης από την 1.7.1991, όταν ο Νόμος, στην αρχική του μορφή, τέθηκε σε ισχύ. Επομένως, κατέληξε πως για τη χρονική περίοδο μέχρι και τις 30.6.1991, η όποια αξίωση του Εφεσείοντα μπορούσε να στραφεί μόνο εναντίον της Εφεσίβλητης 1. Ενώ ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε παράνομη επέμβαση του επίδικου μεριδίου από το 1975 μέχρι και το 1991, καθότι η επίταξη είχε γίνει στη λανθασμένη βάση του ότι επρόκειτο για Τουρκοκυπριακή περιουσία, δεν δέχθηκε πως η παράνομη επέμβαση συνεχίστηκε από το 1991 μέχρι και το 2010, στη βάση του ότι δεν είχε αποδειχθεί η κατοχή ή ο έλεγχος αυτού από τον Εφεσίβλητο 2. Αντίθετα, ικανοποιήθηκε πως απεδείχθη τέτοια κατοχή και έλεγχος από το 2010 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όταν το 2010 οι Εφεσίβλητοι επέτρεψαν την ανέγερση εντός αυτού της οικοδομής και την εκμετάλλευση αυτής από τρίτα πρόσωπα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα περί παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του Fikret και του ιδίου στη βάση της δυσμενούς διάκρισης λόγω εθνικής καταγωγής και θρησκείας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεχόμενο τη μαρτυρία του εκτιμητή των Εφεσίβλητων, κατέληξε στην επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων στη βάση της ενοικιαστικής αξίας του κτήματος, μόνο εναντίον της Εφεσίβλητης 1 για την περίοδο από το 1975 μέχρι το 1991 για το ποσό των €6.743 πλέον τόκο και εναντίον και των δύο Εφεσίβλητων για την περίοδο από το 2010 μέχρι και την έκδοση της απόφασης για το ποσό των €5.000 πλέον τόκο. Επιπλέον επεδίκασε εναντίον των Εφεσίβλητων το ποσό των €62.500 πλέον τόκο ως μη χρηματικές αποζημιώσεις και το ποσό των €1.000 μηνιαίως από την έκδοση της απόφασης μέχρι και την παράδοση του επίδικου μεριδίου στον Εφεσείοντα πλέον τόκο ως τιμωρητικές αποζημιώσεις. Επεδίκασε ακόμα εναντίον των Εφεσίβλητων το ποσό των €862 ως η αξίωση του Εφεσείοντα για εκτιμητικά έξοδα.
Ο Εφεσείων, με συνολικά οκτώ λόγους έφεσης, προσβάλλει κάθε πτυχή της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υφίστατο παράνομη επέμβαση για τη χρονική περίοδο από την 1.7.1991 μέχρι τις 4.11.2010. Ο Εφεσείων στηρίζεται στις δικογραφημένες θέσεις των Εφεσίβλητων, σε παραδοχές και στη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία για τον Εφεσείοντα, και εισηγείται ότι αυτές ήταν ικανές από μόνες τους να καταδείξουν τον έλεγχο από τον Κηδεμόνα του επίδικου μεριδίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι με τη θέσπιση του Ν.139/1991, «οι τουρκοκυπριακές περιουσίες περιέπεσαν υπό τον έλεγχο και τη νομική κατοχή του Κηδεμόνα. Ακόμα και αν δεν υφίστατο και φυσική κατοχή ή πραγματική χρήση κάποιων τουρκοκυπριακών περιουσιών, η υπαγωγή του κάτω από τις διατάξεις του Νόμου τεκμηριώνει την κατοχή και τον έλεγχο τους από τον Κηδεμόνα. Εφόσον με το Νόμο (άρθρο 5), αποδόθηκε στον Κηδεμόνα νομική κατοχή (legal possession) δεν θα χρειαζόταν να τεκμηριωθεί φυσική κατοχή (βλ. Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών v. Μυλωνά (2002) 1 (Α) ΑΑΔ 120, 131).»
Ακολούθως, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο επανέλαβε το εύρημα του ότι το επίδικο μερίδιο δεν αποτελούσε Τουρκοκυπριακή περιουσία εν τη εννοία του Νόμου, επισημαίνοντας, ορθά, πως ο βασικός πυλώνας της αξίωσης του Εφεσείοντα για να του αποδιδόταν η κατοχή και χρήση αυτού ήταν πως το ακίνητο αποτελούσε Τουρκοκυπριακή περιουσία. Ήταν εύστοχη η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν θα μπορούσε ο Εφεσείων να διεκδικεί την κατοχή και χρήση του επίδικου μεριδίου στη βάση του ότι αυτό δεν συνιστά Τουρκοκυπριακή περιουσία και αποζημιώσεις για τη νομική κατοχή του στη βάση νομοθεσίας που αφορά σε Τουρκοκυπριακές περιουσίες και μόνο.
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα ανέφερε πως η ορθή βάση αξίωσης θα έπρεπε να ήταν πως «παρά το γεγονός ότι ο Νόμος δεν κάλυπτε την επίδικη περίπτωση, το επίδικο κτήμα πράγματι ετέθηκε υπό την κατοχή ή και τον έλεγχο του Κηδεμόνα ή των Εφεσίβλητων και ότι τέτοια κατοχή ή έλεγχος θα έπρεπε να τεκμηριωνόταν με την προσκόμιση σχετικής αποδεικτικής μαρτυρίας».
Ασχολήθηκε επιμελώς με κάθε πτυχή της προσαχθείσας μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης και της μη αμφισβητούμενης, και των δικογραφημένων θέσεων των δύο πλευρών για να καταλήξει πως δεν είχε αποδειχθεί τέτοια κατοχή ή έλεγχος. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η αναντίλεκτη μαρτυρία του Εφεσείοντα ότι η επ' ονόματι μεταβίβαση του επίδικου μεριδίου έγινε με την συγκατάθεση του Εφεσίβλητου 2 δεν σήμαινε πως ο τελευταίος είχε τη φυσική κατοχή του κτήματος. Όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «προδήλως, η συγκατάθεση του ζητήθηκε και δόθηκε στη βάση της λανθασμένης αντίληψης ότι το επίδικο ακίνητο συνιστούσε τουρκοκυπριακή περιουσία υπό το νομικό έλεγχο και τη νομική κατοχή του Κηδεμόνα».
Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως και οι δικογραφημένες θέσεις των Εφεσίβλητων δεν καταδείκνυαν παραδοχή ότι ο Κηδεμόνας έθεσε το επίδικο ακίνητο υπό τον πραγματικό του έλεγχο ή την όποια φυσική κατοχή από τη θέσπιση του Νόμου μέχρι και το 2010.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε και στην αναντίλεκτη μαρτυρία του Εφεσείοντα πως το 2001 είχε καταρτιστεί συμφωνία για την αγοραπωλησία του επίδικου κτήματος, η οποία δεν τελεσφόρησε επειδή η υπογραφή του συνιδιοκτήτη του ακινήτου ήταν πλαστογραφημένη. Αυτό, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έδειχνε πως ο Κηδεμόνας είχε πράγματι θέσει υπό τον έλεγχο του το επίδικο ακίνητο, καθότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία ότι ο Εφεσίβλητος 2 επενέβη με οποιονδήποτε τρόπο στο να αποτρέψει ή παρεμποδίσει τον Fikret ή τον Εφεσείοντα να πωλήσουν την περιουσία τους. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν υπήρχε τέτοια μαρτυρία, αυτή θα έδειχνε τον έλεγχο από τον Εφεσίβλητο 2.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι καθόλα εύλογες και δικαιολογημένες. Επομένως, θεωρούμε ορθή την κατάληξη του πως από την 1.7.1991 μέχρι και το 2010 δεν είχε αποδειχθεί ο έλεγχος ή η κατοχή του επίδικου μεριδίου από τον Εφεσίβλητο 2. Η κοινή αντίληψη των διαδίκων πως επρόκειτο για Τουρκοκυπριακή περιουσία, δεδομένου ότι ήταν λανθασμένη, δεν ήταν ικανή να προσδώσει νομική κατοχή στον Εφεσίβλητο 2.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η μη επιδίκαση αποζημιώσεων για τη χρονική περίοδο από τη 1.7.1991 μέχρι και τις 4.11.2010.
Από τη στιγμή που κρίθηκε ορθό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπήρχε παράνομη επέμβαση για αυτή την περίοδο, δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης αποζημιώσεων. Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκτίμηση του εκτιμητή για τους Εφεσίβλητους σε σχέση με τη βάση και τη μέθοδο υπολογισμού των αποζημιώσεων. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η επιδίκαση αφενός των αποζημιώσεων στη βάση της ενοικιαστικής αξίας του επίδικου κτήματος και αφετέρου του τόκου από τον μέσο όρο της κάθε περιόδου αντί από την αρχή αυτής. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε μη χρηματικές αποζημιώσεις για τη χρονική περίοδο 11.9.1975 μέχρι 4.11.2010 και εφάρμοσε λανθασμένες αρχές για την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων από τις 4.11.2010 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά την ίδια εισήγηση με τη διαφορά πως αναφέρεται σε τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Πριν ασχοληθούμε με το ζήτημα των αποζημιώσεων, κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 7 και 8. Με τον λόγο έφεσης 7 προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε νόμιμη επίταξη από το 1975 μέχρι και το 1991 και πως, σε περίπτωση που το επίδικο ακίνητο ενέπιπτε εντός του Ν.139/1991, δεν θα τεκμηριωνόταν παραβίαση λόγω του ότι αυτός έχει κριθεί συνταγματικός. Ο λόγος έφεσης 8 αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπήρχε δυσμενής διάκριση λόγω της Τουρκοκυπριακής καταγωγής του Fikret και του Εφεσείοντα, ούτε και υπήρχε παραβίαση των Άρθρων 28 του Συντάγματος και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Λόγω της συνάφειας τους, θα εξεταστούν μαζί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η επίταξη έγινε στη βάση του ότι επρόκειτο για Τουρκοκυπριακή περιουσία. Δεν τέθηκε μαρτυρία ότι τα διατάγματα επίταξης τα οποία εκδίδονταν κατά καιρούς για τη συνέχιση της επίταξης από το 1975 μέχρι και το 1991 που θεσπίστηκε ο Ν.139/1991, αμφισβητήθηκαν ή ακυρώθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο.
Είναι σε αυτή τη βάση που το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το κατά πόσο ο Ν.139/1991 είναι συνταγματικός και παρέπεμψε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία κρίθηκε συνταγματικός. Πρόκειται για τις υποθέσεις Σολομωνίδης κ.ά. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, Suleyman v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2007) 4(Α) Α.Α.Δ. 312 και Moustafa v. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4(Β) Α.Α.Δ. 790. Αυτές επιβεβαιώνουν ότι ο Ν.139/1991 δεν αντίκειται στις πρόνοιες των Άρθρων 6, 13, 23 και 28 του Συντάγματος, του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, καθώς επίσης ότι δεν τεκμηριώνεται δυσμενής διάκριση εναντίον των Τουρκοκυπρίων λόγω καταγωγής.
Ενόψει αυτής της νομολογίας, ήταν καθόλα βάσιμο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι από τη στιγμή που το επίδικο ακίνητο θεωρήθηκε ότι ενέπιπτε εντός των προνοιών του Ν.139/1991, τότε δεν μπορούσε να τίθετο ζήτημα δυσμενούς διάκρισης αναφορικά με εκάστοτε ιδιοκτήτη αυτού. Το καθοριστικό κριτήριο ήταν ο λόγος για τον οποίο οι Εφεσίβλητοι προχώρησαν στην ανάληψη της διαχείρισης του επίδικου μεριδίου κατ΄ εφαρμογή του Νόμου, που δεν ήταν άλλος από τη διαχείριση των συνθηκών που δημιουργήθηκαν με την Τουρκική εισβολή, και το καθήκον της πολιτείας να λάβει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών Τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης.
Όπως δε εύστοχα επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο προς επίρρωση της θέσης περί μη τεκμηρίωσης δυσμενούς διάκρισης, Τουρκοκύπριοι οι οποίοι δεν εγκατέλειψαν την περιουσία τους στις ελεύθερες περιοχές, δεν απώλεσαν την κατοχή και διαχείριση της.
Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι στην πραγματικότητα η υπό εξέταση περίπτωση δεν αφορούσε Τουρκοκυπριακή περιουσία αλλά περιουσία εγγεγραμμένη στο όνομα Βρετανού υπηκόου ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο διέμενε μόνιμα στη Βρετανία και όταν απεβίωσε αυτή μεταβιβάστηκε στον υιό του, Εφεσείοντα, επίσης Βρετανού υπηκόου. Ήταν εύστοχη η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η περίπτωση δεν διέφερε από αυτή ενός Ελληνόκυπριου ή ενός πολίτη άλλης χώρας ο οποίος διαπιστώνει ότι η περιουσία του επιτάχθηκε για συγκεκριμένη περίοδο και η Δημοκρατία και ο Κηδεμόνας ανέλαβαν τη κατοχή και τον έλεγχο της καθότι λανθασμένα θεώρησαν πως επρόκειτο για Τουρκοκυπριακή περιουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν ετίθετο ζήτημα δυσμενούς διάκρισης εναντίον του Fikret και του Εφεσείοντα στη βάση του ότι ήταν Τουρκοκυπριακής καταγωγής.
Η εισήγηση περί μη επαρκούς εξέτασης από την Κυπριακή Δημοκρατία των δεδομένων της επίδικης περιουσίας τα οποία εύλογα θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν ήταν Τουρκοκυπριακή περιουσία δεν καλύπτεται από το δικόγραφο του Εφεσείοντα και επομένως δεν δύναται να απασχολήσει στο πλαίσιο της Έφεσης. Υπενθυμίζεται πως η βάση αγωγής στηριζόταν στο γεγονός ότι η επίδικη περιουσία ήταν Τουρκοκυπριακή.
Επομένως, οι λόγοι έφεσης 7 και 8 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Απομένει η εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν στις αποζημιώσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά άντλησε καθοδήγηση ως προς τον τρόπο επιδίκασης αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση από τις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας v. Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 426, η οποία αφορούσε Τουρκοκυπριακή περιουσία και Adrian Holdings Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836. Στις εν λόγω υποθέσεις αποφασίστηκε ότι το μέτρο αποζημίωσης για παράνομη κατοχή είναι η ενοικιαστική αξία του κτήματος και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο παράνομος κάτοχος από τη χρήση της γης ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη. Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε και στη μεταγενέστερη υπόθεση Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077, η οποία και πάλι αφορούσε Τουρκοκυπριακή περιουσία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με τη μαρτυρία των εκτιμητών. Και οι δύο κατέθεσαν έκθεση εκτίμησης, ο μεν ΑΑ, ΜΕ2, προέβη στην εκτίμηση του με βάση την αγοραία αξία του επίδικου μεριδίου και την απώλεια χρήσης του από το 1975. Ο δε ΚΜ, ΜΥ1, υπολόγισε τις αποζημιώσεις με βάση την ετήσια ενοικιαστική αξία του κτήματος, για την οποία έλαβε υπόψη και την εκάστοτε αγοραία αξία του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε συνοπτικά το περιεχόμενο της έκθεσης και της αντεξέτασης του κάθε μάρτυρος και εξέτασε με επιμέλεια την κάθε πτυχή της εργασίας και μαρτυρίας του καθενός. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω), είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για την αξιολόγηση και αξιοπιστία ενός εμπειρογνώμονα όπως και κάθε άλλου μάρτυρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι δύο αυτοί μάρτυρες συμφωνούσαν στη σημερινή αγοραστική αξία του επίδικου κτήματος και ότι αυτή είχε φθάσει στο απόγειο της το 2008, ενώ υιοθέτησαν διαφορετικές μεθόδους ως προς τον υπολογισμό των αποζημιώσεων. Επίσης ανέλυσε κάθε σκέλος της εργασίας τους, αντιπαραβάλλοντας τις θέσεις τους όπου αυτό απαιτείτο και έδωσε καλούς και πειστικούς λόγους γιατί κατέληξε στην αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ1 έναντι του ΜΕ2.
Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η έκθεση εκτίμησης του ΜΥ1 «συνιστά μια ολοκληρωμένη και λεπτομερή μελέτη του ζητήματος και τα αποτελέσματα εδράζονται σε πραγματικά συγκριτικά δεδομένα». Αναγνώρισε, επίσης, πως και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την ίδιο μέθοδο για τον καθορισμό της ενοικιαστικής αξίας της οικιστικής ζώνης, με βάση το ποσοστό επί της αγοραίας αξίας του ακινήτου. Όσον αφορά την εκτίμηση του ΜΥ1, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως το ποσοστό που υιοθέτησε «είναι απότοκο της ογκώδους εργασίας που ο μάρτυρας επιτέλεσε και κατέγραψε και που αφορά πραγματικότητες της κτηματαγοράς στην επαρχία Λάρνακας. Καταγράφονται και χρησιμοποιούνται αρκετά συγκριτικά στοιχεία που, με την αντικειμενικότητα που παρουσιάζονται, επιβεβαιώνουν την ορθότητα του αποτελέσματος. Η παράμετρος αυτή απουσιάζει και η θέση του [ΜΕ2] για ποσοστό 2% επί της αγοραίας αξίας δεν υποστηρίζεται κατ΄ αυτό τον τρόπο.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ1, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτός έδωσε ακριβέστερα στοιχεία αναφορικά με το εμβαδόν των δύο ζωνών του επίδικου ακινήτου, ήτοι της οικιστικής ζώνης και της ζώνης προστασίας της φύσης, έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για την ενοικιαστική αξία της οικιστικής γης στη βάση της Κυπριακής πραγματικότητας και γενικά στηρίχθηκε σε τιμές του ιδίου του Κτηματολογίου, σε αντίθεση με τον ΜΕ2 ο οποίος στηρίχθηκε σε ένα χωρομετρικό σχέδιο το οποίο, όμως, δεν του παρείχε ασφαλή τρόπο εκτίμησης της αξίας του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε επίσης και την παραδοχή του ΜΕ2 ότι, εργαζόμενος χρονολογικά αντίστροφα προς τα πίσω, υιοθέτησε μειώσεις μικρότερες από τη μεταβολή στις αξίες κατά τον αντίστοιχο χρόνο, με αποτέλεσμα η κατάληξη του στο τελικό ποσό των αποζημιώσεων να ήταν διπλάσια της πραγματικής εκτιμημένης αξίας της γης, κάτι το οποίο επιβεβαίωνε την ύπαρξη σφάλματος στη μεθοδολογία που ακολούθησε. Είναι σημαντικό να προσθέσουμε πως ο ΜΥ1 είχε επεξηγήσει με λεπτομέρεια ότι η ανάπτυξη επί του επίδικου ακινήτου, ήτοι η ενοικίαση αυτού, επετράπη κατά παρέκκλιση με αντάλλαγμα πιο ψηλό ενοίκιο, επομένως το τρέχον ενοίκιο δεν αντικατόπτριζε την πραγματική ενοικιαστική αξία του.
Η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο για αυτούς τους δύο μάρτυρες βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία και κρίνεται εμπεριστατωμένη και πλήρως αιτιολογημένη.
Ακόμη, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι υποθέσεις Loizidou v. Turkey, Appl. No. 15318/89, 18.12.1996, 28.7.1998 και Demades v. Turkey, Appl. No. 16219/90, 22.4.2008 στις οποίες παρέπεμψε ο Εφεσείων και επανέλαβε και ενώπιον μας, δεν τύγχαναν εφαρμογής καθότι εκεί όπου δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός των χρηματικών ζημιών, επιδικάζεται ένα εφάπαξ ποσό σε δίκαια βάση (equitable basis), σε αντίθεση με την υπό κρίση περίπτωση που υπάρχουν πραγματικά συγκριτικά δεδομένα τα οποία δύνανται να οδηγήσουν στον υπολογισμό αυτών.
Επομένως, δεν χωρεί επέμβαση μας στην αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του ΜΥ1 και συνακόλουθα της εκτίμησης του.
Ο τρίτος λόγος έφεσης και μέρος του τέταρτου λόγου έφεσης απορρίπτονται.
Το υπόλοιπο μέρος του τέταρτου λόγου έφεσης αφορά στον τόκο που επιδικάστηκε επί των ποσών των αποζημιώσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε νόμιμο τόκο επί των αποζημιώσεων για την παράνομη επέμβαση από το μέσο της κάθε περιόδου, ήτοι για την περίοδο από 11.9.1975 μέχρι 30.6.1991, από την 1.8.1983 και για την περίοδο από 4.11.2010 μέχρι 2.6.2015, από τις 20.2.2013. Η αιτιολόγηση που έδωσε ήταν ότι αυτό θεώρησε δίκαιο με βάση τη σχετική νομολογία και τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι Φοινικαρίδης κ.ά. v. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 και Δρυάδης κ.ά. v. Καλησπέρα (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 881, επιβεβαιώνουν ότι το ζήτημα επιδίκασης του τόκου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο οφείλει να αποφασίσει το ζήτημα με βάση τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Θεωρούμε ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση της υπό κρίση αγωγής, ήτοι το 2011 για κατ' ισχυρισμό παράνομη επέμβαση που είχε λάβει χώρα από το 1975, δικαιολογούσε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην επιδίκαση τόκου επί του ποσού των αποζημιώσεων για τη χρονική περίοδο από τις 11.9.1975 μέχρι 30.6.1991 για μέρος αυτής, ήτοι από την 1.8.1993.
Ενόψει της μη ύπαρξης καθυστέρησης έγερσης της αγωγής σε σχέση με την επέμβαση που έλαβε χώρα από τις 4.11.2010, θεωρούμε ότι ο Εφεσείων δικαιούτο στην επιδίκαση τόκου για όλη τη χρονική περίοδο της παράνομης επέμβασης από τις 4.11.2010, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, το οποίο απαιτεί την επιδίκαση τόκου για την περίοδο από την ημέρα που αυτός καθίσταται απαιτητός μέχρι την τελική αποπληρωμή, ήτοι από τις 4.11.2010 μέχρι εξοφλήσεως.
Ως εκ τούτου ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει μερικώς.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η επιδίκαση μη χρηματικών αποζημιώσεων (non-pecuniary damages) από τις 4.11.2010 και ότι το ποσό αυτό των €5.000 είναι έκδηλα ανεπαρκές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με επιμέλεια επί αυτού του σκέλους της αξίωσης του Εφεσείοντα. Έλαβε υπόψη ότι για τον καθορισμό τέτοιων αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 41 της Σύμβασης που προνοεί για δίκαιη αποζημίωση (just satisfaction) συνυπολογίζονται δύο παράμετροι: οι χρηματικές ζημιές που αφορούν τη χρηματική ζημιά που ο αιτητής υπέστη και η μη χρηματική ζημιά η οποία αφορά την αποζημίωση για τα συναισθήματα αδικίας πικρίας και άγχους που ο αιτητής υπέφερε.
Ακολούθως διέκρινε την υπόθεση Demades v. Cyprus (ανωτέρω) στη βάση της οποίας ο Εφεσείων είχε εισηγηθεί ότι ενόψει της 40ετούς στέρησης της περιουσίας του, δικαιούται στο ποσό των €80.000. Θεωρούμε ορθή τη διάκριση στη βάση του ότι η εν λόγω υπόθεση αφορούσε δεύτερη κατοικία Ελληνοκύπριου και κρίθηκε στη βάση του Άρθρου 8 της Σύμβασης που αφορά στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της κατοικίας. Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε την εμφανή διαφορά μεταξύ του Fikret και του Εφεσείοντα και ενός Ελληνοκυπρίου που διώχθηκε από την περιουσία του η οποία καταλήφθηκε διά της βίας και των όπλων από τα Τουρκικά στρατεύματα το 1974, χωρίς νομικό έρεισμα, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Suleyman (ανωτέρω). Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση είναι διαφωτιστικό:
«Διαφορετικά είναι τα συναισθήματα, που και πάλι αντιμετωπίζονται με συμπάθεια, ενός προσώπου που διαμένει στο εξωτερικό για 23 χρόνια και πληροφορείται ότι περιουσία που έχει την Κύπρο, που δεν ήταν ούτε η κατοικία του, ούτε ο χώρος εργασίας του, ούτε το χωράφι που καλλιεργούσε, έχει τεθεί υπό τον προσωρινό έλεγχο της νόμιμης κυβέρνησης του τόπου στη βάση της νομοθεσίας για σκοπούς προστασίας της και προσωρινά.»
Επομένως, ήταν εύλογη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσείων δεν δικαιούτο αποζημιώσεις για την περίοδο της επίταξης, ήτοι από τις 11.9.1975 μέχρι και τις 30.6.1991.
Αναφορικά με την περίοδο από τις 4.11.2010 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, 21.12.2016, που ο Εφεσείων δικαιώθηκε στην αξίωση για κατοχύρωση των ιδιοκτησιακών του δικαιωμάτων, θεωρούμε ότι το επιδικασθέν ποσό των €5.000 αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος επιδίκασης αυτών.
Ο λόγος έφεσης 5 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 6 προσβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε τιμωρητικές αποζημιώσεις για την περίοδο 11.9.1975 και 4.11.2010 και ότι οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις για την περίοδο από τις 4.11.2010 των €62.500 είναι έκδηλα ανεπαρκείς.
Είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι τιμωρητικές αποζημιώσεις επιδικάζονται για αστικά αδικήματα και εκεί όπου η αδικοπραξία ήταν ειδεχθής, στον βαθμό που να δικαιολογεί την τιμωρία του αδικοπραγούντος. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400 και Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ 1800.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά άντλησε καθοδήγηση από τις υποθέσεις Adrian Holdings Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Κωνσταντίνου v. Γ & Κ Σοφοκλέους Λτδ (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1952, στις οποίες επαναλήφθηκε η πιο πάνω νομική αρχή. Σημείωσε πως αξιόμεμπτη διαγωγή είναι εκείνη που συνοδεύεται από έντονα στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή αθέμιτου κινήτρου, ιδιαίτερα όταν τείνει να ταπεινώσει το θύμα του αδικήματος. Καθόρισε ορθά τα κριτήρια με βάση τα οποία επιδικάζονται τέτοιου είδους αποζημιώσεις και εξέτασε με λεπτομέρεια την κάθε πτυχή των περιστατικών της υπόθεσης, όπως την τυχόν υποχρέωση καταβολής από τους Εφεσίβλητους ψηλής αποζημίωσης στους χρήστες ενοικιαστές του επίδικου ακινήτου, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι το πληρωτέο ενοίκιο αφορά και κάποια έκταση πέραν του επίδικου ακινήτου. Συνεκτίμησε ακόμη ότι το επίδικο ακίνητο ήταν χωράφι χωρίς παραγωγικά δέντρα που απαιτούσαν συντήρηση και θα μπορούσαν να υποστούν φθορά και την έλλειψη μαρτυρίας ως προς το καθεστώς του άλλου ½ μεριδίου του ακινήτου, ήτοι κατά πόσο αυτό ήταν Τουρκοκυπριακή περιουσία. Τέλος το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι η εκμετάλλευση του ακινήτου από το 2010 «εκφεύγει κάθε έννοια προστασίας του. Αυτό που επέτρεψαν οι Εναγόμενοι να επισυμβεί ήταν αυτό από το οποίο ο Κηδεμόνας όφειλε να προστατεύσει το επίδικο μερίδιο εάν αυτό ήταν τουρκοκυπριακή περιουσία. Η συμπεριφορά των Εναγομένων ενέχει τα στοιχεία που δικαιολογούν τον επιδικασμό τιμωρητικών αποζημιώσεων».
Με βάση τον μέσο όρο του μηνιαίου ενοικίου για την περίοδο από τις 4.11.2010 μέχρι και τις 2.6.2015 που ήταν €455, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε το ποσό των €1.000 μηνιαίως, ήτοι συνολικό ποσό €62.500 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και €1.000 μηνιαίως από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι την παράδοση του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου στον Εφεσείοντα. Θεωρούμε ότι αυτό ήταν το αποτέλεσμα ορθής καθοδήγησης και διεργασίας και, επομένως, δεν υπάρχει λόγος επέμβασης μας.
Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Έφεση επιτυγχάνει αναφορικά μόνο και εν μέρει με τον τέταρτο λόγο έφεσης. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Ως εκ τούτου, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικυρώνεται, πλην του μέρους της επιδίκασης του τόκου για την περίοδο από τις 4.11.2010 μέχρι εξοφλήσεως το οποίο αντικαθίσταται με την επιδίκαση νόμιμου τόκου επί του ποσού των €67.500 από τις 4.11.2010 μέχρι εξοφλήσεως.
Η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας παραμένει η ίδια.
Ενόψει της περιορισμένης επιτυχίας της Έφεσης, κρίνουμε ορθό να επιδικάζουμε το 1/5 των συνολικών εξόδων αυτής. Επομένως, €1.400 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ