ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 7/25)
28 Ιανουαρίου, 2025
[Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ DAVID BARRY APPEL KAI ROSEMARY HELEN APPEL ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03.12.2024 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1965 (9/1965).
Μ. Χρίστου, για Χαραλάμπους & Χρίστου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
...................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές ζητούν άδεια για την καταχώριση δια κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση ημερ. 3.12.2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε η μονομερής αίτηση για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος πριν την καταχώριση απαίτησης, με το οποίο ζητείτο η αναστολή του δημόσιου πλειστηριασμού της κατοικίας των Αιτητών μέχρι την τελική απόφαση επί της απαίτησης ή νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου. Οι Αιτητές ζητούν επίσης την έκδοση Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται ο δημόσιος πλειστηριασμός και η εκποίηση της εν λόγω κατοικίας μέχρι την τελική απόφαση επί της απαίτησης ή νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου.
Στην Έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την Αίτηση, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του νόμου και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι Αιτητές, στον βαθμό που κρίνονται σχετικά με την υπό κρίση Αίτηση, έχουν συνοπτικά ως εξής:
(i) Στις 29.11.2024 οι Αιτητές καταχώρισαν τη μονομερή αίτηση υπ' αρ. 38/2024 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, πριν την έγερση απαίτησης, εναντίον της Themis Portfolio (S1) Management Holding Ltd και της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, με την οποία ζητούσαν την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στις καθ' ων η αίτηση να προβούν σε δημόσιο πλειστηριασμό και εκποίηση της κατοικίας τους και μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί της απαίτησης ή νέας διαταγής του Δικαστηρίου.
(ii) Στις 3.12.2024 η αίτηση ήταν ορισμένη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το κατώτερο Δικαστήριο) για ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών (ΑΔΟ) όταν και εμφανίστηκε ο δικηγόρος των Αιτητών.
(iii) Το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση αυθημερόν με την οποία απέρριψε την αίτηση στη βάση του ότι δεν πληρούνταν «οι προϋποθέσεις του επείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων».
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018 περιέχει το ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).
Στην πρόσφατη υπόθεση, Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής v. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:
«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)."»
Επιπλέον, έχει νομολογιακά αναγνωριστεί ότι η μη παροχή στον επηρεαζόμενο της ευκαιρίας να ακουστεί, όταν από τη φύση της διαδικασίας, τού αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα, αποτελεί κλασική περίπτωση παραβίασης των αρχών φυσικής δικαιοσύνης. Σχετικά παραπέμπω στην υπόθεση In re Loucis P. Loucaides (1986) 1 C.L.R. 154.
Όπως αναφέρεται στην αίτηση, αυτή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, και ειδικότερα στους Κανονισμούς 16, 22, 23, 25, 32, 38 και 39 και στα άρθρα 31, 32 και 48 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960. Στην αίτηση, ως λόγοι για τους οποίους αυτή υποβάλλεται χωρίς ειδοποίηση, αναφέρονται ότι «υπάρχει κατεπείγον ζήτημα προς εξέταση και ο πρωταρχικός σκοπός προάγεται καλύτερα με τον τρόπο αυτό».
Το άρθρο 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως (Αρ. 2) του 2024, Ν.14/1960 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδίδει ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα, νοουμένου ότι πληρούνται οι εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις. Η ίδια εξουσία έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων παρέχεται και από το Μέρος 23 και, ειδικότερα πριν από την έγερση απαίτησης, από το Μέρος 25 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Στην απόφαση του το κατώτερο Δικαστήριο ανέφερε πως είχε μελετήσει την αίτηση με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση και τα τεκμήρια, καθώς επίσης πως έλαβε υπόψη τα όσα έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο δικηγόρος των Αιτητών, τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς, προς υποστήριξη της αίτησης. Ακολούθως παρέθεσε το ιστορικό το οποίο παραθέτω αυτούσιο:
«Ως προς το ιστορικό, πολύ συνοπτικά αναφέρω ότι οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι είναι εγκλωβισμένοι αγοραστές καθώς το ακίνητο το οποίο έχουν αγοράσει είχε υποθηκευτεί από επιχειρηματία ανάπτυξης γης. Ακολούθησαν τη σχετική διαδικασία που προβλέπει η νομοθεσία και παρά την απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου για άρση της υποθήκης, το πιστωτικό ίδρυμα προς όφελος του οποίου είχε εκτελεστεί η υποθήκη καταχώρισε σχετική έφεση ενώπιον Δικαστηρίου, το οποίο ακύρωσε τη σχετική απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Ακολούθως το πιστωτικό ίδρυμα ενεργοποίησε τη διαδικασία η οποία προβλέπεται στο Μέρος VIA του Ν. 9/1965 με την αποστολή ειδοποίησης τύπου «Ι» ενημερώνοντας τους Αιτητές ότι θα ενεργοποιούσε τη διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου.»
Ακολούθως το κατώτερο Δικαστήριο παρέπεμψε στο άρθρο 32 του Ν.14/1960 αναγνωρίζοντας πως αυτό προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης ενδιάμεσης θεραπείας σε οποιονδήποτε χρόνο, περιλαμβανομένου και του χρόνου πριν από την καταχώριση απαίτησης. Επιπλέον, αναφέρθηκε στο Μέρος 25.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο στο εδάφιο 2 παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο να χορηγήσει ενδιάμεση θεραπεία πριν από την καταχώριση απαίτησης «μόνο αν (i) το θέμα είναι επείγον ή (ii) υφίστανται άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις». Με βάση τα πιο πάνω, ανέφερε πως δικαιοδοτικός όρος για να ενεργοποιηθεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς χορήγηση θεραπείας στην απουσία της άλλης πλευράς και πριν από την έγερση απαίτησης τίθενται οι προϋποθέσεις του επείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων.
Το κατώτερο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του ζητήματος του επείγοντος, επισημαίνοντας πως οι ίδιοι οι Αιτητές υποστηρίζουν τη θέση τους περί του επείγοντος «στο ότι έχουν λάβει από τον ενυπόθηκο δανειστή την ειδοποίηση τύπου «Ι» . [η οποία] φέρει ημερομηνία σύνταξης 19.06.2024 . επιδόθηκε στους Αιτητές στις 22 Οκτωβρίου του 2024 . [και] η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε στις 29.11.2024».
Αφού παρέπεμψε στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας 2021 και σε σχετική Αγγλική νομολογία για το θέμα του επείγοντος και την αναγκαιότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά, το κατώτερο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η διαδικασία εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου δεν είναι μια διαδικασία αυτοματοποιημένη η οποία μπορεί να λάβει χώρα σε χρονικό διάστημα στο οποίο δεν παρέχεται η δυνατότητα σε ενδιαφερόμενο μέρος να αντιδράσει. Όπως ήδη ανέφερα, στη βάση της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης, έχει επιδοθεί μόνο η ειδοποίηση τύπου «Ι» η οποία, μάλιστα περιήλθε στη γνώση των Αιτητών από τις 22.10.2024. Ο Ν.9/65 στο άρθρο 44Γ (2) προνοεί, ότι, για τον ορισμό ημερομηνίας πλειστηριασμού του ακινήτου θα πρέπει να προηγηθεί η επίδοση ειδοποίησης τύπου «ΙΑ» η οποία, μάλιστα, θα πρέπει να επιδοθεί εντός περιόδου όχι μικρότερης των 45 ημερών. Ακόμα, δηλαδή, και κατά τον χρόνο επίδοσης της ειδοποίησης τύπου «ΙΑ» υπάρχει χρονικό περιθώριο 45 τουλάχιστον ημερών. Επισημαίνω ότι, εν προκειμένω, δεν έχει καν, στη βάση των ισχυρισμών των ίδιων των Αιτητών, επιδοθεί η ειδοποίηση τύπου «ΙΑ». Συνεπώς, προκύπτει ξεκάθαρα ότι υπάρχει άπλετος χρόνος στη διάθεση των Αιτητών να αντιδράσουν, αν και όταν η σχετική ειδοποίηση «ΙΑ» τους επιδοθεί.
Κατά συνέπεια, δεν έχω ικανοποιηθεί για το ότι η καταχώριση της παρούσας αίτησης ήταν αναγκαία πριν την έγερση της απαίτησης, διότι δεν υπήρχε χρόνος να καταχωρηθεί η σχετική απαίτηση, ή ότι το διάταγμα είναι αναγκαίο να εκδοθεί σε αυτό το χρονικό σημείο διότι διαφορετικά δεν θα υπήρχε σκοπιμότητα στην έκδοσή του.
Ως εκ των ανωτέρω η αίτηση απορρίπτεται.»
Μέσα από τα πιο πάνω, διαφαίνεται ότι κατά την ΑΔΟ το κατώτερο Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης, δίδοντας την ευκαιρία στον δικηγόρο των Αιτητών να αγορεύσει τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς. Επομένως έδωσε το δικαίωμα στους Αιτητές να ακουστούν επί της αίτησης τους την οποία οι ίδιοι επέλεξαν να καταχωρίσουν μονομερώς και πριν την έγερση απαίτησης. Το κατώτερο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από τις σχετικές νομοθετικές και διαδικαστικές πρόνοιες που διέπουν την αίτηση και τη χορήγηση προσωρινών διαταγμάτων πριν την έγερση αγωγής και αφού έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο της αίτησης και τις θέσεις του δικηγόρου των Αιτητών, κατέληξε ότι δεν ικανοποιείτο το στοιχείο του επείγοντος ή άλλες περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την έγκριση της αίτησης και την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος μονομερώς, εκδίδοντας αιτιολογημένη απόφαση προς τούτο. Στο πλαίσιο εξέτασης της μονομερούς αίτησης, το κατώτερο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο πληρούνταν οι προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος 25.2 για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος σε εκείνο το στάδιο και είχε δικαιοδοσία να απορρίψει την αίτηση εφόσον δεν ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι σχετικές προϋποθέσεις, όπως άλλωστε αναγνωρίζεται ρητώς και στο Μέρος 23.9 όπου στο εδάφιο (1) αναφέρεται ότι σε αίτηση χωρίς ειδοποίηση, το Δικαστήριο κατά την ΑΔΟ δύναται να απορρίψει την αίτηση.
Η εισήγηση των Αιτητών ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν εξέτασε την ουσία της αίτησης δεν βρίσκει έρεισμα στα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δεδομένα. Το κατώτερο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα το ζήτημα του επείγοντος που, όπως ανέφερε, αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την περαιτέρω εξέταση της αίτησης. Επομένως, εξέτασε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά και πριν την έγερση απαίτησης και αφού δεν ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν, άσκησε την εξουσία να απορρίψει την αίτηση, χωρίς να ήταν αναγκαία η όποια περαιτέρω εξέταση αυτής.
Οι Αιτητές ισχυρίζονται επίσης πως από τη στιγμή που το κατώτερο Δικαστήριο έκρινε πως δεν δικαιολογείτο η χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας μονομερώς, όφειλε να δώσει οδηγίες για την επίδοση της αίτησης, αντί να την απορρίψει. Επαναλαμβάνω ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε εξουσία να προβεί στην απόρριψη της αίτησης, την οποία και άσκησε με βάση τα όσα ανέφερε στην απόφαση του.
Σύμφωνα με τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διαφαίνεται ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας του και δεν παρέβη το νόμο ή τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, ούτε αποστέρησε τους Αιτητές από το δικαίωμα στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη ή στην ακρόαση της αίτησης τους ενώπιον Δικαστηρίου.
Ως εκ τούτου οι Αιτητές δεν κατάφεραν να καταδείξουν συζητήσιμη υπόθεση που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ