ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 64/2016)
30 Ιανουαρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΛΕΤΡΑ ΠΑΦΟΥ
Εφεσείουσας,
ν.
1. BLOOMDAY DEVELOPMENTS LTD
2. COUNTRY LIFE HOMES LIMITED
3. ΤΙΤΟΥ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗ
Εφεσίβλητων.
----------------
Ειρ. Πουλλά (κα) μαζί με Ε. Πουλλά, για την Εφεσείουσα.
Π. Ευθυμίου, για Παύλος Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
----------------
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία απερρίφθη η αγωγή της Εφεσείουσας εναντίον των Εφεσίβλητων για να κηρυχθεί άκυρη η μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων από την Εφεσίβλητη 1 στην Εφεσίβλητη 2 λόγω δόλου.
Τα επίδικα ακίνητα ήταν αρχικά εγγεγραμμένα στον αποβιώσαντα. Σε κάποιο στάδιο και με τη μεσολάβηση κάποιου ΓΣ, κατόπιν διαβούλευσης μεταξύ του αποβιώσαντα και του Εφεσίβλητου 3, αυτά, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, μεταβιβάστηκαν και ενεγράφησαν στο όνομα της Εφεσίβλητης 1. Αυτή η μεταβίβαση αποτέλεσε αντικείμενο προγενέστερης αγωγής, της αγωγής υπ' αρ. 1667/2006 Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, που είχε καταχωριστεί από τον τότε εν ζωή αποβιώσαντα εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 3 και του ΓΣ, με την οποία ζητείτο η ακύρωση της μεταβίβασης και η εγγραφή των ακινήτων στο όνομα του. Στο πλαίσιο εκείνης της αγωγής είχε καταχωριστεί μονομερής αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος εναντίον της Εφεσίβλητης 1 για τη μη αποξένωση των ακινήτων. Εκκρεμούσης της αίτησης και πριν την εκδίκαση της, η Εφεσίβλητη 1 μεταβίβασε τα ακίνητα στην Εφεσίβλητη 2. Και οι δύο Εφεσίβλητες είναι εταιρείες ιδιοκτησίας του Εφεσίβλητου 3.
Πριν την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, η αγωγή υπ' αρ. 1667/2006 εκδικάστηκε και εκδόθηκε απόφαση στις 16.3.2012 με την οποία τόσο το πωλητήριο έγγραφο και το πληρεξούσιο δυνάμει των οποίων διενεργήθηκε η πρώτη μεταβίβαση όσο και η μεταβίβαση κηρύχθηκαν άκυρα. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 3 (εκεί εναγομένων 1 και 2) με το οποίο κηρύχθηκε άκυρη η μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων στην Εφεσίβλητη 1, ως προϊόν ψυχικής πίεσης και απόφαση εναντίον του ΓΣ (εκεί εναγόμενου 3) για το ποσό των ΛΚ8.000 πλέον τόκους. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρίστηκε έφεση. Πρόκειται για την υπόθεση Bloom Day Developments Ltd κ.ά. v. Επιφανείου, Πολ. Έφ. Αρ. 171/2012, ECLI:CY:AD:2019:A500, ημερ. 29.11.2019, στην οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Λόγω του ότι η αγωγή υπ' αρ. 1667/2006 δεν περιλάμβανε, όπως θα έπρεπε, ως εναγομένη και την Εφεσίβλητη 2, η οποία κατά τον χρόνο εκδίκασης της ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου, τόσο η πρωτόδικη απόφαση όσο και η απόφαση κατ' έφεση περιορίστηκαν στην ακύρωση της μεταβίβασης των ακινήτων προς την Εφεσίβλητη 1, ενώ αυτά παρέμειναν εγγεγραμμένα στο όνομα της Εφεσίβλητης 2. Έτσι, αυτή η δεύτερη μεταβίβαση από την Εφεσίβλητη 1 προς την Εφεσίβλητη 2 αποτέλεσε το αντικείμενο της ξεχωριστής υπό κρίση αγωγής και της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως θα διαφανεί και κατωτέρω, η έγερση και εκδίκαση των δύο ξεχωριστών αγωγών προκάλεσε κάποια περιπλοκότητα, υπό την έννοια ότι στην πρώτη αγωγή το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει μόνο για την πρώτη μεταβίβαση, ενόσω τα ακίνητα είχαν ήδη εγγραφεί σε πρόσωπο που δεν ήταν διάδικος στη διαδικασία.
Στην έκθεση απαίτησης στην αγωγή που αφορά η παρούσα Έφεση, η Εφεσείουσα ισχυριζόταν ότι ο αποβιώσας έπασχε από σχιζοφρενική διαταραχή και είχε νοσηλευτεί κατά διαστήματα στην ψυχιατρική κλινική του Νοσοκομείου Λεμεσού και ότι η σύζυγος του έπασχε από ψύχωση και λάμβανε θεραπεία. Ακολούθως γίνεται μια εκτενής αναφορά ως προς τους λόγους και τις συνθήκες πώλησης των ακινήτων στην Εφεσίβλητη 1, καθώς επίσης τη μεταβίβαση τους σε αυτή με τη χρήση πληρεξουσίου το οποίο παρουσίασε ο Εφεσίβλητος 3 στον αποβιώσαντα ο οποίος και το υπέγραψε. Σύμφωνα πάντα με την έκθεση απαίτησης, λόγω του ότι η πώληση και μεταβίβαση έγιναν κατόπιν άσκησης ψυχικής πίεσης προς τον αποβιώσαντα, ηγέρθη η αγωγή 1667/2006 εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 3 και άλλων φυσικών προσώπων. Η Εφεσείουσα ισχυριζόταν επίσης ότι στις 3.10.2006 και ενώ εκκρεμούσε η αίτηση για το προσωρινό διάταγμα, η Εφεσίβλητη 1, δια του διευθυντή της Εφεσίβλητου 3, πώλησε και μεταβίβασε τα επίδικα ακίνητα στην Εφεσίβλητη 2, στην οποία ο Εφεσίβλητος 3 είναι διευθυντής και μέτοχος. Η Εφεσείουσα παρέθεσε λεπτομέρειες δόλου και ή απάτης και ή παράνομων ενεργειών των Εφεσίβλητων αναφορικά με την επίδικη, δεύτερη, μεταβίβαση. Με τις λεπτομέρειες, η Εφεσείουσα ουσιαστικά απέδιδε δόλο και απάτη στους Εφεσίβλητους, καθότι ενώ γνώριζαν για την ύπαρξη της αγωγής 1667/2006 και της αίτησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, η Εφεσίβλητη 1 μεταβίβασε τα ακίνητα στην Εφεσίβλητη 2, προς αποφυγή των υποχρεώσεων και της όποιας ευθύνης της. Εξού και ήγειρε την υπό κρίση αγωγή αξιώνοντας την ακυρότητα αυτής.
Οι Εφεσίβλητοι με τη σειρά τους, στην υπεράσπιση τους, δέχθηκαν την προφορική σύναψη της συμφωνίας πώλησης από τον αποβιώσαντα στην Εφεσίβλητη 1 και ισχυρίστηκαν ότι αυτή δεν ήταν προϊόν δόλου και ή απάτης και ή αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης. Ισχυρίστηκαν ότι τα ακίνητα μεταβιβάστηκαν από την Εφεσίβλητη 1 στην Εφεσίβλητη 2 για καθαρά φορολογικούς σκοπούς και ότι σε περίπτωση που ήθελε ακυρωθεί η επίδικη μεταβίβαση, η Εφεσίβλητη 1 ανταπαιτούσε το ποσό των €143.522,20 (ΛΚ84.000) το οποίο πλήρωσε για την αγορά των ακινήτων.
Κατά την ακρόαση της αγωγής, κατέθεσαν συνολικά επτά μάρτυρες, πέντε για την Εφεσείουσα και δύο για τους Εφεσίβλητους. Πρόκειται για τη δικηγόρο ΕΠ η οποία καταχώρισε την προγενέστερη αγωγή, την ΑΛ, κτηματολογικό λειτουργό στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου, τον ΓΧΓ, πρώην προϊστάμενο στο Κτηματολόγιο και τότε ιδιώτη εκτιμητή ακινήτων, την ΑΛ, υπεύθυνη του πολιτικού τμήματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και την ΚΧ, δικηγόρο η οποία εκπροσωπούσε από κοινού με τη ΜΕ1 τον αποβιώσαντα, ΜΕ1-ΜΕ5 αντίστοιχα. Για τους Εφεσίβλητους έδωσε μαρτυρία ο Εφεσίβλητος 3 και ο ΓΣ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε με λεπτομέρεια το περιεχόμενο των δικογράφων και τη μαρτυρία που προσήχθη για κάθε πλευρά. Πριν την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε δύο προδικαστικές ενστάσεις τις οποίες ήγειραν οι Εφεσίβλητες. Η πρώτη αφορούσε την κατ' ισχυρισμό ανεπίτρεπτη τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης με την προσθήκη περισσότερων θεραπειών στο αιτητικό της σε σχέση με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Η δεύτερη αφορούσε την ύπαρξη δεδικασμένου αναφορικά με την αιτία αγωγής. Και οι δύο απορρίφθηκαν. Επί της ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην απουσία θεραπείας σε σχέση με την πρώτη μεταβίβαση, ήτοι από τον αποβιώσαντα στην Εφεσίβλητη 1, το Δικαστήριο στερείτο της δυνατότητας να εξετάσει το κύρος της συμφωνίας μεταξύ της Εφεσίβλητης 1 και της Εφεσίβλητης 2. Πρόσθεσε πως ούτε και στην έκθεση απαίτησης υπήρχε «οτιδήποτε σχετικό ως γεγονός, πράγμα το οποίο θα επέτρεπε στο Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση του κύρους της μεταβίβασης της επίδικης περιουσίας επ' ονόματι της Εναγομένης 2». Επομένως, κατέληξε ότι τα πιο πάνω οδηγούσαν στην απόρριψη της αγωγής.
Παρά ταύτα, προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Αποδέχθηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων της Εφεσείουσας εκτός από τα σημεία για τα οποία αυτοί δεν είχαν προσωπική γνώση ή δεν ήταν ειδικοί, πλην όμως κατέληξε πως αυτή ήταν ανεπαρκής για να στοιχειοθετήσει παραπλάνηση, εξαπάτηση ή άσκηση ψυχικής πίεσης εις βάρος του αποβιώσαντα. Αναφορικά με τους μάρτυρες για τους Εφεσίβλητους, περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι δέχθηκε τη μαρτυρία τους αφού ήταν παρόντες κατά τη συναλλαγή μεταξύ αποβιώσαντα και Εφεσίβλητης 1, παρόλο που «κάποια σημεία της μαρτυρίας τους που αφορούν γεγονότα μεταγενέστερα της συναλλαγής παρουσιάζουν κάποια γενικότητα και ασάφεια και αφήνουν ερωτηματικά».
Πριν ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι ήταν εύστοχη η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αρχή της προσβαλλόμενης απόφασης του πως η υπό κρίση αγωγή περιπλάκηκε αχρείαστα παρόλο που τα γεγονότα ήταν απλά καθότι «δυστυχώς δεν έχουν τεθεί όλα τα επίδικα θέματα ούτε οι αναγκαίοι διάδικοι σε μια διαδικασία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τον κατατεμαχισμό της υπόθεσης», κάτι το οποίο έχουμε ήδη σχολιάσει και αντανακλάται και στη δική μας απόφαση.
Η Εφεσείουσα εγείρει τέσσερις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν εφαρμοζόταν η αρχή του δεδικασμένου και ή του κωλύματος λόγω αιτίας αγωγής.
Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφασίσει το ζήτημα με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 31.7.2014, προχώρησε να το εξετάσει εκ νέου, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά αναφορικά με τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα. Κατ΄ αρχάς αναγνώρισε τη δυνατότητα εφαρμογής του κωλύματος λόγω αιτίας αγωγής («issue estoppel»). Τέτοιο κώλυμα δημιουργείται όταν ένα η περισσότερα θέματα έχουν εγερθεί στην ίδια μορφή, αναφορικά με τους ίδιους διάδικους, κατά προηγηθείσα αγωγή, με αποτέλεσμα να υπάρχει δικαστική απόφαση επί τούτου ή τούτων. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Terzian κ.ά. (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 558, Θεοδώρου v. Μάντη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1036 και Υπουργός Εσωτερικών v. Μυλωνά (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 120.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέφερε ότι για την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου, θα πρέπει να ικανοποιηθούν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Το επίδικο θέμα είναι το ίδιο και στις δύο διαδικασίες.
(ii) Το επίδικο θέμα έχει εγερθεί και αποφασιστεί στην πρώτη διαδικασία από Δικαστήριο το οποίο είχε δικαιοδοσία να το εκδικάσει.
(iii) Το επίδικο θέμα έχει αποφασιστεί στην πρώτη διαδικασία τελειωτικά έτσι ώστε να δεσμεύει τα άλλα Δικαστήρια.
(iv) Οι διάδικοι είναι οι ίδιοι.
Σχετικές είναι οι υποθέσεις Πανεράς v. Πανερά (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1684, Level Tachexcaus Ltd. (Αρ.2) (1995) 1 A.A.Δ. 1105 και Παμπορίδης v. Κτηματικής Τράπεζας (1995) 1 Α.Α.Δ. 670.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις πιο πάνω προϋποθέσεις στο ορθό τους πλαίσιο. Επεσήμανε πως δεν υπήρχε ταύτιση των διαδίκων, καθότι στην πρώτη αγωγή η Εφεσίβλητη 2 δεν ήταν διάδικος.
Ως εκ τούτου κρίνουμε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η αρχή του δεδικασμένου δεν τύγχανε εφαρμογής στην υπό κρίση αγωγή.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι επειδή δεν ζητείτο οποιαδήποτε αξίωση αναφορικά με την πρώτη μεταβίβαση και τη σχετική συμφωνία μεταξύ του αποβιώσαντα και της Εφεσίβλητης 1, το Δικαστήριο στερείτο της δυνατότητας να εξετάσει το κύρος της συμφωνίας μεταξύ της Εφεσίβλητης 1 και της Εφεσίβλητης 2, απορρίπτοντας έτσι την αγωγή.
Διέλαθε την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην έκθεση απαίτησης, πέραν από την αξίωση για την ακύρωση της μεταβίβασης από την Εφεσίβλητη 1 στην Εφεσίβλητη 2, υπήρχε αξίωση για την έκδοση διατάγματος για την εγγραφή των ακινήτων στο όνομα του αποβιώσαντα.
Επιπλέον, στην έκθεση απαίτησης υπήρχαν λεπτομέρειες αναφορικά με το ιστορικό και τις συνθήκες μεταβίβασης των επίδικων ακινήτων από τον αποβιώσαντα προς την Εφεσίβλητη 1 και ακολούθως από την τελευταία στην Εφεσίβλητη 2, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών δόλου και ή απάτης και ή παράνομων ενεργειών των Εφεσίβλητων 1-3, όπως περιγράφεται ανωτέρω. Το γεγονός της μεταβίβασης από την Εφεσίβλητη 1 στην Εφεσίβλητη 2 ήταν παραδεκτό από τους Εφεσίβλητους στην υπεράσπιση τους, δίδοντας μάλιστα τον λόγο για τη διενέργεια αυτής. Η αξίωση εναντίον της Εφεσίβλητης 2 για ακύρωση της εγγραφής στο όνομα της εδραζόταν στις «δόλιες» μεταβιβάσεις από τον αποβιώσαντα στην Εφεσίβλητη 1 και ακολούθως από την τελευταία στην Εφεσίβλητη 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του τόσο τις δικογραφημένες θέσεις όσο και τη μαρτυρία των δύο πλευρών αναφορικά με τις συνθήκες της μεταβίβασης από τον αποβιώσαντα στην Εφεσίβλητη 1 και από την τελευταία στην Εφεσίβλητη 2. Με βάση το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης και τις αιτούμενες θεραπείες, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε και όφειλε να εξετάσει το ιστορικό των γεγονότων από τη μεταβίβαση των ακινήτων από τον αποβιώσαντα στην Εφεσίβλητη 1 και ακολούθως στην Εφεσίβλητη 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία και να καταλήξει σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα που οδήγησαν στην επίδικη μεταβίβαση από την Εφεσίβλητη 1 στην Εφεσίβλητη 2, κάτι το οποίο παρέλειψε να πράξει, οδηγούμενο στην εσφαλμένη κατάληξη του, δίχως άλλο, να απορρίψει την αγωγή. Κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να ασχοληθεί με τη μεταβίβαση από τον αποβιώσαντα στην Εφεσίβλητη 1, καθοδηγούμενο από την υπόθεση Kennedy Hotels Ltd. V. Indjirdjian (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 400.
Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να απορρίψει δίχως άλλο την αγωγή καθότι όφειλε να προχωρήσει στην εξέταση της υπόθεσης και να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία.
Για σκοπούς πληρότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην παράθεση αδιαμφισβήτητων γεγονότων και ακολούθως στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.
Τα μη αμφισβητούμενα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τα εξής:
1) Στις 2.5.2006 τα επίδικα ακίνητα μεταβιβάστηκαν από τον αποβιώσαντα στην Εφεσίβλητη 1.
2) Στις 3.10.2006 τα ακίνητα μεταβιβάστηκαν από την Εφεσίβλητη 1 προς την Εφεσίβλητη 2, ενόσω εκκρεμούσε η αγωγή και η αίτηση για προσωρινό διάταγμα στο πλαίσιο της αγωγής 1667/2006, εν γνώσει των Εφεσίβλητων 1 και 3, εφόσον ο τελευταίος είχε υπογράψει την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην αίτηση.
3) Οι Εφεσίβλητες 1 και 2 είναι ιδιοκτησίας του Εφεσίβλητου.
4) Η αξία των ακινήτων ήταν αυτή που καθόρισε ο ΜΕ2.
Ακολούθως, στο πλαίσιο αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των ΜΕ2 και ΜΕ4 ως ανεξάρτητων μαρτύρων, των οποίων η μαρτυρία δεν είχε αμφισβητηθεί. Δέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του ΜΕ3 ως εμπειρογνώμονα εκτιμητή, καθώς και τη μαρτυρία της ΜΕ5 στον βαθμό που αυτή αφορούσε γεγονότα για τα οποία είχε προσωπική γνώση ή επιβεβαιώνονταν από διάφορα τεκμήρια.
Αναφορικά με τη ΜΕ1, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Η ΜΕ1 επίσης μου άφησε καλή εντύπωση, αφού μου έδωσε την εικόνα ατόμου που ανέφερε στο Δικαστήριο την αλήθεια. Βεβαίως, σε κάποια μέρη της μαρτυρίας της αναφέρεται σε ό,τι της είπαν άλλα πρόσωπα. Δέχομαι τη μαρτυρία της εκτός από τα μέρη της μαρτυρίας της που η ίδια αναφέρεται σε γεγονότα για τα οποία δεν είχε προσωπική γνώση ή όπου εκφέρει γνώμη για ζήτημα για το οποίο απαιτούνται ειδικές γνώσεις (π.χ. ψυχική κατάσταση του Γ. Χρ. Επιφανείου) με εξαίρεση όπου παρουσίασε έγγραφα και για τα οποία θα γίνει ρητή αναφορά πιο κάτω.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε ως εύρημα του το περιεχόμενο του ιατρικού πιστοποιητικού ημερ. 17.5.2006 της Δρος Μ. Πίττα, ψυχίατρου στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, το οποίο είχε επισυναφθεί ως τεκμήριο στη γραπτή δήλωση της ΜΕ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης της. Σύμφωνα με αυτό, ο αποβιώσας έπασχε από σχιζοφρενική διαταραχή εξαιτίας της οποίας είχε νοσηλευτεί αρκετές φορές στην ψυχιατρική κλινική Λεμεσού και αναφέρονταν τρεις συγκεκριμένες περίοδοι νοσηλείας του, για κάποιες μέρες, από το τέλος του 2004 μέχρι και το τέλος του 2005. Στο πιστοποιητικό αναφέρεται επίσης ότι παρότι ο αποβιώσας λάμβανε αντιχυψωσική θεραπεία, παρουσίαζε συχνές υποτροπές και η ενεργός ψυχοπαθολογία ήταν πάντοτε παρούσα στην κλινική του εικόνα και ότι ήταν ανίκανος για εργασία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν ζητήθηκε η κλήτευση της εν λόγω γιατρού για σκοπούς αντεξέτασης με βάση το άρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Υιοθέτησε επίσης ως εύρημα, την αναφορά στη γραπτή δήλωση της ΜΕ1 πως αυτή επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Εφεσίβλητο 3 και τους τότε δικηγόρους του πριν από τη μεταβίβαση των ακινήτων και τους ανέφερε πως ο αποβιώσας ήταν ψυχικά ασθενής και πως η συμφωνία πώλησης έπασχε νομικά και η τιμή πώλησης ήταν πολύ χαμηλή. Σημείωσε ότι για αυτό το ζήτημα η ΜΕ1 δεν υπέστη αντεξέταση. Κατέληξε επίσης ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο αποβιώσας έπασχε από σχιζοφρενική διαταραχή και ότι ο Εφεσίβλητος 3 είχε ενημερωθεί πως αυτός αντιμετώπιζε προβλήματα ψυχικής υγείας.
Πριν την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Εφεσίβλητων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η μαρτυρία της Εφεσείουσας δεν ήταν ικανή να καταδείξει «το μέγεθος του προβλήματος» του αποβιώσαντα, ότι αυτός ήταν ανίκανος για αδικοπραξία ή «υποβόλιμος» ή ότι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να διαβάσει και δεν άντεχε την πίεση και την επιμονή. Αναφορικά δε με τη σύζυγο του, ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ενώ στη γραπτή δήλωση της η ΜΕ1 αναφέρει πως επισυνάπτεται ιατρικό πιστοποιητικό για αυτή, αυτό δεν εντοπίστηκε ανάμεσα στα συνημμένα σε αυτή έγγραφα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε ότι ουδείς των μαρτύρων της Εφεσείουσας ήταν παρών κατά τη συναλλαγή μεταξύ του αποβιώσαντα και των Εφεσίβλητων 1 και 3, και επομένως δεν προσήχθη ικανοποιητική μαρτυρία σε σχέση με τον ισχυρισμό περί παραπλάνησης ή εξάσκησης πίεσης ή επιρροής, απάτης, δόλου ή εξαναγκασμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το γεγονός πως η αξία των ακινήτων υπερέβαινε αυτής που δηλώθηκε ή εκτιμήθηκε από το Κτηματολόγιο δεν ήταν από μόνο του ικανό να οδηγήσει σε συμπέρασμα περί παραπλάνησης ή πίεσης. Τέλος, ανέφερε τα εξής:
«Συνεπεία των πιο πάνω δεν δέχομαι την εκδοχή της πλευράς της Ενάγουσας σε σχέση με τα πιο πάνω σε αντίθεση με την εκδοχή της πλευράς των Εναγομένων, οι μάρτυρες της οποίας ήταν παρόντες κατά τη συναλλαγή .., την οποία αποδέχομαι (παρόλο που κάποια σημεία της μαρτυρίας τους που αφορούν γεγονότα μεταγενέστερα της συναλλαγής παρουσιάζουν κάποια γενικότητα και ασάφεια και αφήνουν ερωτηματικά)».
Αποτελεί καθιερωμένη νομική αρχή ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Όπως τονίστηκε μέσα από τη νομολογία, η αιτιολόγηση της απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας (βλ. Κοζάκου κ.ά. v. Νικολάου, Πολ. Έφεση Αρ. Ε127/2013, ημερ. 13.6.2019 και Αντώνης και Φούλης Μιχαήλ Λτδ v. Ιωαννίδη, Πολ. Έφεση Αρ. Ε44/2014, ημερ. 16.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A312).
Στην προκειμένη περίπτωση, παρατηρούμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΕ1 είναι ελλιπής και αποσπασματική ενώ η αιτιολογία ανεπαρκής. Πλην του ιατρικού πιστοποιητικού, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία της ΜΕ1, στον βαθμό που ήταν εξ ακοής και αφορούσε θέματα εμπειρογνωμοσύνης. Ουδεμία εξήγηση δόθηκε για τη μη αποδοχή της εξ ακοής μαρτυρίας της ΜΕ1. Σύμφωνα με το άρθρο 24(1) του Κεφ. 9, η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται εκ προοιμίου για τον λόγο και μόνο ότι είναι εξ ακοής. Το άρθρο 26 παρέχει την εξουσία κλήτευσης μάρτυρος προς αντεξέταση επί εξ ακοής μαρτυρίας και το άρθρο 27 ρυθμίζει τον τρόπο αξιολόγησης της βαρύτητας τέτοιας μαρτυρίας.
Εκτός από το ιατρικό πιστοποιητικό, υπήρχε από τη ΜΕ1 εξ ακοής μαρτυρία προερχόμενη από πληροφόρηση από τρίτα πρόσωπα επί διαφόρων άλλων ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης του αποβιώσαντα η οποία τον καθιστούσε ευάλωτο και τον οδηγούσε να προβαίνει σε πράξεις εις βάρος των συμφερόντων του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το άρθρο 26 μόνο αναφορικά με το ιατρικό πιστοποιητικό, κάνοντας μάλιστα δεκτό το περιεχόμενο του ως μέρος των ευρημάτων του, παραλείποντας όμως να ασχοληθεί τόσο με το άρθρο 26 όσο και με το άρθρο 27 αναφορικά με την υπόλοιπη εξ ακοής μαρτυρία της ΜΕ1 και απορρίπτοντας την, εσφαλμένα, χωρίς να την αξιολογήσει με οποιονδήποτε τρόπο και αιτιολογήσει την κατάληξη του.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας καθιστούν τρωτή τόσο την αξιολόγηση της ΜΕ1 όσο και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ιατρική γνωμάτευση δεν ήταν ικανή να καταδείξει την ακριβή κατάσταση του αποβιώσαντος κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον το Δικαστήριο περιορίστηκε στο ιατρικό πιστοποιητικό και μόνο, αγνοώντας πλήρως την υπόλοιπη μαρτυρία.
Επιπλέον, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία που προσάχθηκε από τους Εφεσίβλητους, η μαρτυρία του Εφεσίβλητου 3 φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση με το προγενέστερο εύρημα του Δικαστηρίου πως ο Εφεσίβλητος 3 γνώριζε για την ψυχική κατάσταση του αποβιώσαντος, εφόσον αυτός επέμενε ότι δεν γνώριζε κάτι τέτοιο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο. Είναι επίσης σημαντικό να λεχθεί ότι για την αποδοχή αυτής της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση, παρά μόνο αρκέστηκε στο γεγονός ότι ήταν παρόντες κατά την κατάρτιση της συμφωνίας πώλησης των ακινήτων από τον αποβιώσαντα στην Εφεσίβλητη 1. Όμως η παρουσία κάποιου προσώπου σε ένα γεγονός δεν οδηγεί δίχως άλλο και στην αλήθεια των όσων περιγράφει. Η αξιολόγηση της εν λόγω μαρτυρίας είναι ελλιπής και χωρίς αιτιολόγηση και για τον λόγο ότι ενώ από τη μια το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχεται αυτή τη μαρτυρία, από την άλλη εκφράζει επιφυλάξεις για μέρος της μαρτυρίας τους το οποίο αφορά τα μετά της συμφωνίας γεγονότα. Αυτά περιλαμβάνουν και την επίδικη μεταβίβαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσδιορίζει σε ποια γεγονότα αναφέρεται, τη γενικότητα και την ασάφεια που αυτά παρουσιάζουν και κυρίως τα ερωτηματικά που αφήνουν, ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αντίληψης σε ποια μαρτυρία αφορά και γιατί αυτή δεν επηρεάζει την αποδοχή της υπόλοιπης μαρτυρίας τους αναφορικά με την πρώτη μεταβίβαση.
Θεωρούμε ότι η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έγινε στο ορθό πλαίσιο, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάζει κενά και αντιφατικά ευρήματα και να μην αποτελεί ασφαλή βάση για την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απέρριπτε την αγωγή. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, παραμένει αδύνατη η εξέταση του ζητήματος από το Ανώτατο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιβεβλημένη η επανεκδίκαση της αγωγής, επί της ουσίας της αξίωσης της Εφεσείουσας και όχι επί των προδικαστικών ενστάσεων.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στα έξοδα της απαίτησης. Ενόψει του παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης και της επανεκδίκασης της αγωγής, η διαταγή για έξοδα παραμερίζεται.
Επομένως και ο τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε πριν την έναρξη της ακρόασης της αγωγής. Με αυτή επετράπη η αίτηση της Εφεσίβλητης 1 για την τροποποίηση της υπεράσπισης της με την προσθήκη ισχυρισμού ότι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί πως η πράξη πώλησης προς την Εφεσίβλητη 1 είναι ακυρώσιμη, τότε αυτή θα δικαιούται στην επιστροφή του ποσού των €143.522,05 (ΛΚ84.000) το οποίο πλήρωσε για την αγορά των ακινήτων πλέον νόμιμο τόκο, και με την έγερση ανταπαίτησης ως προς τούτο.
Η βασική θέση της Εφεσείουσας είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη διαπίστωση ότι η μεταβίβαση προς την Εφεσίβλητη 1 ήταν επίδικο θέμα στην υπό κρίση αγωγή, με αποτέλεσμα η έγκριση της αιτούμενης τροποποίησης να υποχρέωσε την Εφεσείουσα να αλλάξει ολόκληρη την αγωγή της και να παρουσιάσει μαρτυρία για το ζήτημα, ενώ αυτό είχε αποφασιστεί στην αγωγή 1667/2006.
Είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι η έφεση δεν αλλοιώνει την τελεσιδικία μιας απόφασης (βλ. Tabalo v. Nautley Shipping Company Ltd (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1488). Η αντίθετη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή η απόφαση στην αγωγή 1667/2006 δεν ήταν τελική επειδή εκκρεμούσε έφεση, δεν φαίνεται να επηρέασε την κατάληξη του επί της αίτησης.
Η ίδια η Εφεσείουσα εισήγαγε εντός του δικογράφου της ισχυρισμούς αναφορικά με την πρώτη μεταβίβαση και προέβαλε αξίωση για επανεγγραφή των ακινήτων στον αποβιώσαντα. Επομένως, η Εφεσίβλητη 1 είχε το δικαίωμα να προβάλει τους δικούς της ισχυρισμούς αναφορικά με αυτή, όπως και έπραξε. Η προσθήκη του προτεινόμενου ισχυρισμού και ανταπαίτησης ουδόλως άλλαξε τη βάση αγωγής ή επηρέασε δυσμενώς κεκτημένο δικαίωμα της Εφεσείουσας, όπως ορθώς απεφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ορθή επίσης ήταν και η διαπίστωση του ότι αυτοί οι ισχυρισμοί προβάλλονταν μόνο διαζευκτικά και επομένως δεν έρχονταν σε σύγκρουση με τους υφιστάμενους ισχυρισμούς της υπεράσπισης. Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Η Έφεση επιτυγχάνει αναφορικά με τους λόγους έφεσης 2 και 3. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η εκ νέου εκδίκαση της απαίτησης και της ανταπαίτησης.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
€3.500 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον των Εφεσίβλητων.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ