ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 55/2016)
27 Ιανουαρίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ., ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]
1. ΔΗΜΗΤΡΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ
2. ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΛΤΔ
Εφεσείουσες,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου.
...................
Γ. Τριανταφυλλίδης μαζί με Μ. Χριστοδούλου (κα), για ’ντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ και για Γ.Α. Παπαϊωάννου ΔΕΠΕ, για τις Εφεσείουσες.
Ν. Μακρίδης μαζί με Κ. Παπαστεφάνου (κα), για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ , για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Στις 27.10.2000 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ. 8) Νόμος του 2000, Ν.137(Ι)/2000 με τον οποίο καθορίστηκε ως μέγιστος σταθμικός όρος σε ρευστά διαθέσιμα επενδυτικού οργανισμού ο οποίος είχε εισηγμένους τίτλους στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου το ποσοστό του 20% επί του ενεργητικού του.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο η Εφεσείουσα 1 ήταν εγκεκριμένος επενδυτικός οργανισμός σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και η Εφεσείουσα 2 η διαχειρίστρια του χαρτοφυλακίου της Εφεσείουσας 1 και η οποία είχε αναλάβει τη διεκπεραίωση όλων των εργασιών της τελευταίας.
Με απόφαση της ημερ. 12.11.2001 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επέβαλε, δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποιητικός) (Αρ. 8) Νόμου του 2001, Ν.82(Ι)/2001, στις Εφεσείουσες διοικητικό πρόστιμο για την παραβίαση του ορίου που προβλέπετο από τον Ν.147(Ι)/2000, μέχρι τη συμμόρφωση τους με αυτόν.
Οι Εφεσείουσες καταχώρισαν την Προσφυγή υπ' αρ. 79/2002 εναντίον της εν λόγω απόφασης. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αυτής και άλλων συνεκδικαζομένων προσφυγών, έκρινε τον Ν.137(Ι)/2000 ως αντισυνταγματικό καθότι παραβίαζε το ’ρθρο 25 του Συντάγματος και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Πρόκειται για την υπόθεση Πιτσιλλίδης κ.ά. v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7.
Στις 7.7.2005 οι Εφεσείουσες καταχώρισαν αγωγή με την οποία αξίωναν το ποσό των ΛΚ72.647,887 ως αποζημιώσεις για παραβίαση θεμελιωδών συνταγματικών τους δικαιωμάτων και ή ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση συνεπεία της ως άνω ακυρωτικής απόφασης με βάση το ’ρθρο 146 του Συντάγματος και ή ως αποζημιώσεις με βάση το ’ρθρο 172 του Συντάγματος. Η αγωγή προχώρησε σε ακρόαση μόνο εναντίον του Εφεσίβλητου (εκεί εναγομένου 1) καθότι απεσύρθη εναντίον της εκεί εναγομένης 2, Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως το βασικό ερώτημα στην αγωγή ήταν το κατά πόσο η Εφεσείουσα 1 είχε δικαίωμα προστασίας δυνάμει του ’ρθρου 172 του Συντάγματος. Αυτό απαιτούσε την απάντηση σε δύο ερωτήματα. Το πρώτο ήταν κατά πόσο η Βουλή των Αντιπροσώπων αποτελεί αρχή της Δημοκρατίας εντός της εννοίας του ’ρθρου 172 και το δεύτερο κατά πόσο η θέσπιση από τη Βουλή του Ν.137(Ι)/2000 αποτελεί άδικη πράξη εν τη ασκήσει των καθηκόντων της ή κατ' επίκληση ασκήσεως αυτών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε και στα δύο αυτά ερωτήματα αρνητικά, απορρίπτοντας έτσι την αγωγή.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν στο ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα ως άνω δύο ερωτήματα είναι λανθασμένη. Με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στην εξέταση της απαίτησης της Εφεσείουσας μόνο στη βάση του ’ρθρου 172. Ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν προωθείται. Σύμφωνα με τον πέμπτο λόγο έφεσης λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε να αποφασίσει το ποσό της αποζημίωσης σε περίπτωση που αποδιδόταν ευθύνη στον Εφεσίβλητο. Με τους λόγους έφεσης 6 και 7, αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της Εφεσείουσας, στη βάση του ότι αφενός δεν δόθηκε αποτελεσματική θεραπεία μετά τη διαπίστωση αντισυνταγματικότητας, κατά παράβαση του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αφετέρου στη βάση των άρθρων 1 και 13 της Σύμβασης και των ’ρθρων 30 και 35 του Συντάγματος.
Αναφορικά με το ζήτημα του κατά πόσο η Εφεσίβλητη αποτελεί αρχή της Δημοκρατίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Σπύρος Σταυρινάκης v. Προέδρου της Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 731, και κατέληξε ότι η Βουλή δεν αποτελεί αρχή εντός του έννοιας του όρου του ’ρθρου 172 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αναφορά στο ’ρθρο 35 του Συντάγματος σε νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας «υποδηλώνει τη διάχυτη στο Σύνταγμα διάκριση των τριών εξουσιών». Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορεί να αποδοθεί στη Βουλή η ιδιότητα της αρχής εντός της εννοίας του ’ρθρου 172, καθότι ασκώντας νομοθετική εξουσία δεν ασκεί κρατική πολιτειακή εξουσία σε ένα ή περισσότερους τομείς της κρατικής λειτουργίας, δεν υπόκειται σε κρατικό έλεγχο ενόψει της διάκρισης των εξουσιών και δεν αποτελεί συγκεκριμένο οργανικό θεσμό της Κυβέρνησης. Επεσήμανε δε ότι η αναφορά στο ’ρθρο 172 σε υπαλλήλους και αρχές της Δημοκρατίας προσδίδει ευθύνη στη Δημοκρατία για ενέργειες ή παραλείψεις τους που έχουν άμεση σχέση με άσκηση διοικητικών καθηκόντων δημοσίου δικαίου και πολιτειακού και όχι νομοθετικού χαρακτήρα.
Το ’ρθρο 172 του Συντάγματος, στο οποίο στηριζόταν, μεταξύ άλλων, η αξίωση της Εφεσείουσας, προνοεί τα ακόλουθα:
«Η Δη΅οκρατία ευθύνεται διά πάσαν ζη΅ιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της ∆η΅οκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ' επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νό΅ος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της ∆η΅οκρατίας.»
Η Εφεσείουσα παρέπεμψε σε διάφορα ’ρθρα του Συντάγματος, και συγκεκριμένα στα ’ρθρα 4(2), 35, 139, 146(5) και 179(2), στα οποία γίνεται αναφορά είτε σε «αρχές της Δημοκρατίας» είτε σε «αρχές», για να καταδείξει ότι γίνεται διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών και όπου γίνεται αναφορά σε Αρχές της Δημοκρατίας συμπεριλαμβάνεται και η Βουλή.
To ’ρθρο 139 του Συντάγματος αναφέρει τα εξής:
«1. Το Ανώτατον Συνταγ΅ατικόν ∆ικαστήριον κέκτηται αρ΅οδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και α΅ετακλήτως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή α΅φισβήτησιν εξουσίας ή αρ΅οδιότητος εγειρο΅ένης ΅εταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και ΅εταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της ∆η΅οκρατίας. .
..
3. Η κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή ασκείται ενώπιον του ∆ικαστηρίου:
(α) υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της ∆η΅οκρατίας, ή
(β) υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ή
(γ) υπό εκατέρας ή α΅φοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ή
(δ) υπό παντός άλλου οργάνου της ∆η΅οκρατίας ή αρχής εν τη ∆η΅οκρατία .»
Ο όρος «αρχές εν τη Δημοκρατία» στο ’ρθρο 139 του Συντάγματος έτυχε ερμηνείας στην υπόθεση Dr. Fuat Celaleddin κ.ά. v. The Council of Ministers κ.ά., 5. R.S.C.C. 102 η οποία υιοθετήθηκε στην υπόθεση Πίγγουρας v. Αστυνομίας (1987) 2 C.L.R. 1. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:
«Τα ’ρθρα 6, 146 και 139 του Συντάγματος αναφέρονται σε όργανα ή αρχές της Δημοκρατίας. Ο όρος «όργανα ή αρχαί» στο ’ρθρο 139 έτυχε δικαστικής ερμηνείας από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση Celaleddın and Others v. The Councıl of Mınıstersö 5 R.S.C.C. 102 στη σελ. 108, το οποίο αποφάσισε ότι «όργανα ή αρχαί» είναι εδικά νομικά δημιουργήματα που έχουν τα χαρακτηριστικά ατομικών και συγκεκριμένων οργανικών θεσμών της κυβερνήσεως και λειτουργούν δια και εκ μέρους μιας πρωταρχικής νομικής οντότητας, σαν την Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας να είναι όργανα ή αρχαί με τη συνήθη έννοια των όρων αυτών.»
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση J.N. Christofides Trading Led v. Δημου Λευκωσίας και άλλων (1989) 3(Β) ΑΑ.Δ. 1015, η οποία και πάλι επανέλαβε την πιο πάνω νομική αρχή, «το αποφασιστικό κριτήριο δεν είναι η φρασεολογία που χρησιμοποιείται, αλλά η ουσιαστική φύση του οργάνου ή/και της λειτουργίας - (Sofoclis Demetriades and Son and Others v. Republic (Minister of Health and Another) (1968) 3 C.L.R. 727, και Αναθεωρητική Έφεση (1969) 3 C.L.R. 557)».
Η πιο πρόσφατη υπόθεση Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Σπύρος Σταυρινάκης v. Προέδρου της Δημοκρατίας (ανωτέρω), στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο επαναλαμβάνει την πιο πάνω νομική αρχή και περιλαμβάνει ανασκόπηση όλης της σχετικής νομολογίας, ξεκινώντας από την υπόθεση Celaleddin (ανωτέρω). Στην εν λόγω υπόθεση γίνεται παραπομπή και στις υποθέσεις Αυτοκέφαλος Ανωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1990) 3 Α.Α.Δ. 338 και Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 359, στις οποίες λέχθηκε πως η Αρχή εν τη εννοία του ’ρθρου 139 θα πρέπει να ασκεί κρατική πολιτειακή εξουσία σε ένα ή περισσότερους τομείς της κρατικής εξουσίας.
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς την ερμηνεία του όρου «αρχή της Δημοκρατίας», διακρίνοντας τη Βουλή ως τη νομοθετική εξουσία η οποία δεν ασκεί κρατική πολιτειακή εξουσία και δεν υπόκειται σε κρατικό έλεγχο, ούτως ώστε να εμπίπτει εντός του ’ρθρου 172 του Συντάγματος. Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ν. Λοΐζου, 2001, σελ. 319, ο όρος «Όργανα ή Αρχές» της Δημοκρατίας, όπως έτυχε ερμηνείας στην υπόθεση Celaleddin (ανωτέρω), «σημαίνει ειδικά θεσμικά δημιουργήματα τα οποία έχουν τα χαρακτηριστικά ξεχωριστών και συγκεκριμένων οργανικών ιδρυμάτων της Κυβερνήσεως και τα οποία λειτουργούν δια και εκ μέρους μιας πρωτογενούς νομικής οντότητας, όπως η Δημοκρατία της Κύπρου». Η Βουλή, ως μια εκ των τριών ανεξάρτητων εξουσιών του Κράτους, σαφώς δεν εμπίπτει εντός αυτής της έννοιας.
Η αναφορά στο ’ρθρο 35 του Συντάγματος σε νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αφορά στη διάκριση των τριών εξουσιών, χωρίς να οδηγεί σε συμπέρασμα ότι αυτές οι τρεις εξουσίες αποτελούν αρχές της Δημοκρατίας. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση J.N. Christofides Trading Led v. Δημου Λευκωσίας και άλλων (ανωτέρω), είναι αναγνωρισμένη αρχή δικαίου ότι ο ίδιος όρος, όταν χρησιμοποιείται σε διαφορετικά μέρη και με διαφορετική συνάφεια στο Σύνταγμα, δεν μπορεί απαραιτήτως να έχει πάντοτε το ίδιο ακριβώς νόημα. Το αποφασιστικό κριτήριο δεν είναι η φρασεολογία που χρησιμοποιείται αλλά η φύση του οργάνου.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας η υπόθεση Dr. Orhan Muderrisoglou κ.ά. v. Council of Ministers (1963) 5 R.S.C.C. 389, στην οποία παρέπεμψε η Εφεσείουσα. Σε εκείνη την υπόθεση το ερώτημα ήταν κατά πόσο οι εκεί αιτητές, υπό την ιδιότητα τους ως Βουλευτές, ήταν όργανο της Δημοκρατίας εντός της ερμηνείας του όρου στο ’ρθρο 139 του Συντάγματος. Η απάντηση ήταν αρνητική και μόνο παρεμφερώς και σε αντιδιαστολή λέχθηκε ότι η Βουλή αποτελεί τέτοιο όργανο. Συγκεκριμένα λέχθηκαν τα εξής:
«The Applicants, therefore, cannot be considered as being an organ which is entitled, under paragraph 3 (d) of Article 139, to make a recourse to this Court, under paragraph 1 of the said Article, on the ground that a competence of the House of Representatives is being encroached upon.»
Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Το ’ρθρο 172 του Συντάγματος προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη ζημιογόνου άδικης πράξης. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπήρχε άδικη πράξη προσβάλλεται ως λανθασμένη με τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Εξετάζοντας αυτό το ζήτημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στο Σύγγραμμα Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) στις σελ. 411 και 412 με αναφορά στην υπόθεση Symeon Georghiou v. Attorney-General of the Republic (1982) 1 C.L.R. 938, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Article 172 may appropriately be divided into three parts, considering the three themes it deals with. The part dealing with-
(a) the nature of the acts for which the Republic may be held liable,
(b) the extent of its liability, and, lastly,
(c) the need to regulate comprehently by law matters incidental to such liability.
Injurious unjust (wrongful) act or omission (ζημιογόνος άδικος πράξις ή παράλειψις) in the context of Article 172:
An injurious act or omission is one that causes damage or produces adverse effects to the rights of the person affected thereby. For the injurious act or omission to be actionable, it must be "άδικος" unjust (wrongful). "Unjust" or "wrongful" in the context of Article 172, signifies an act committed without authority or justification in law.»
Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε στην υπόθεση Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075, όπου λέχθηκε ότι για την απόδοση ευθύνης στη Δημοκρατία δυνάμει του ’ρθρου 172 του Συντάγματος, θα πρέπει η πράξη να είναι χωρίς εξουσιοδότηση ή έρεισμα στο νόμο. Σε εκείνη την υπόθεση οι κτηνιατρικές υπηρεσίες του κράτους ενήργησαν στη βάση νόμου και επομένως κρίθηκε ότι το ’ρθρο 172 δεν είχε εφαρμογή. Η υπέρβαση εξουσίας ή αξιώματος είναι η βάση της ευθύνης της Δημοκρατίας, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κίρζη κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφεση Αρ. 34/2011, ημερ. 19.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A182.
Κατ' αναλογία, και στην υπό κρίση περίπτωση η Βουλή είχε και έχει την εξουσία να ψηφίζει νόμους, κατ' επίκληση της συνταγματικής της εξουσίας δυνάμει του ’ρθρου 61 του Συντάγματος το οποίο προνοεί ότι η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον Βουλή «εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις». Αυτή η άσκηση εξουσίας από τη Βουλή και η σαφής διάκριση της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία τονίστηκε και στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 (C) C.L.R. 2137.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο στις πιο πάνω νομικές αρχές και στο ’ρθρο 61, ορθά κατέληξε πως η εξουσία της Βουλής να νομοθετεί πηγάζει απ' ευθείας από το Σύνταγμα και επομένως η ψήφιση του Ν.137(Ι)/2000, κατά τον χρόνο ψήφισης του, έστω και αν αυτός κρίθηκε μεταγενέστερα αντισυνταγματικός, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως έκνομη και άδικη πράξη. Ούτε και μπορούσε να θεωρηθεί ως άδικη πράξη κατ' επίκληση άσκησης των καθηκόντων της Βουλής εφόσον η ψήφιση του Νόμου δεν έγινε καθ' υπέρβαση εξουσίας ή αξιώματος των Βουλευτών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα πρόσθεσε τα εξής:
«Η ψήφιση νομοθετημάτων από τους Βουλευτές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με παρέκκλιση, υπέρβαση ή κατάχρηση της εξουσιοδότησης που έχουν από το Σύνταγμα να νομοθετούν. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Γιάλλουρος ανωτέρω, η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος παρέχει δικαίωμα έννομης προστασίας και θεραπείας, είναι σύμφωνη με την αρχή του δικαίου, ότι όπου υπάρχει αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει και θεραπεία. Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ψήφιση του νομοθετήματος εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων ισοδυναμεί με αδικοπραξία.»
Η υπόθεση Νικολάου και άλλοι v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4(Β) Α.Α.Δ. 1684, δεν υποστηρίζει τη θέση της Εφεσείουσας. Εκείνη η υπόθεση αφορούσε τη νομιμότητα αποφάσεων του Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου το οποίο ήταν συγκροτημένο κατ' αντίθεση προς το Σύνταγμα. Σε εκείνη την υπόθεση λέχθηκε ότι το ’ρθρο 179.2 αποκλείει κάθε λειτουργία έξω από τα πλαίσια που οριοθετεί το Σύνταγμα και προβλέπει ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος με τις διατάξεις του Συντάγματος, όμως αυτό δεν συνεπάγεται ότι η Βουλή στερείται εξουσίας να θεσπίζει νόμους, έστω και αν αυτοί εκ των υστέρων κηρύσσονται αντισυνταγματικοί.
Επομένως ούτε και ο δεύτερος λόγος κρίνεται βάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόρριψη της αξίωσης στη βάση του ’ρθρου 172 δεν οδηγούσε αυτομάτως στην απόρριψη και της αγωγής. Η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι είχε θεραπεία στη βάση παραβίασης του θεμελιώδους συνταγματικού της δικαιώματος το οποίο κατοχυρώνεται από το ’ρθρο 25 του Συντάγματος, σύμφωνα με την υπόθεση Γιάλλουρος v. Νικολάου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 558.
Στην υπόθεση Γιάλλουρος v. Νικολάου (ανωτέρω) καθιερώθηκε η αρχή ότι η παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος παρέχει δικαίωμα έννομης προστασίας και θεραπείας και αυτή συνάδει με την αρχή δικαίου ότι όπου υπάρχει αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει και θεραπεία. Το ζήτημα πραγματεύτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του κατά πόσο η θέσπιση του υπό εξέταση Νόμου αποτελούσε άδικη πράξη εν τη εννοία του ’ρθρου 172 του Συντάγματος. Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει αδικοπραξία, τότε δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος και απόδοση θεραπείας.
Και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας, παρέλκει η εξέταση του πέμπτου λόγου έφεσης που αφορά στον υπολογισμό της αποζημίωσης που ήθελε κριθεί καταβλητέα σε περίπτωση επιτυχίας της Εφεσείουσας στην αξίωση της, η οποία, εν πάση περιπτώσει, θα παρέμενε παντελώς ακαδημαϊκού περιεχόμενου ενόψει της απόρριψης της αγωγής.
Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 στηρίζονται τόσο στο ’ρθρο 172 όσο και στην απόφαση στην υπόθεση Γιάλλουρος v. Νικολάου (ανωτέρω). Η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι η ερμηνεία αυτών θα πρέπει να κατοχυρώνει το δικαίωμα της στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη και στην απόδοση αποτελεσματικής θεραπείας.
Από τη στιγμή που έχει ήδη κριθεί ότι το ’ρθρο 172 και η υπόθεση Γιάλλουρος v. Νικολάου (ανωτέρω) δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, τότε και αυτοί οι λόγοι έφεσης δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.
Η Έφεση απορρίπτεται.
6.000 έξοδα Έφεσης επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειουσών.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ