ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 37/2015

 

 

22 Ιανουαρίου, 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΛΟΥΛΛΑ ΜΟΥΝΤΗ

                                                                                      Εφεσείουσα,

v.

 

ALPHA BANK CYPRUS LIMITED

                                                                                      Εφεσίβλητων.

...........................

Π. Γεωργίου , για Lefkos Clerides & Sons LLC, για την Εφεσείουσα.

Ι. Μαλέκου (κα), για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί

από τον Δικαστή Δαυίδ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.: Με Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, η εφεσίβλητη τράπεζα δρομολόγησε την Αγωγή Αρ.983/2006. Μέσω της διεκδικούσε διάφορα ποσά, ως αποτέλεσμα τραπεζικών διευκολύνσεων που παραχώρησε στην εναγόμενη 1 εταιρεία (τρεχούμενο λογαριασμό και δάνειο), τις οποίες εγγυήθηκαν οι εναγόμενοι 2, 3 και 4, ως επίσης την πώληση ενυπόθηκων ακινήτων που η εναγόμενη 2 υποθήκευσε δυνάμει της υπ' αριθμόν Υ526/2099 υποθήκης, Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου, ως πρόσθετη ή περαιτέρω εξασφάλιση και εγγύηση κάθε υποχρέωσης της εναγόμενης 1 προς την ενάγουσα τράπεζα.

Στις 17/12/2024, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, κατόπιν ακρόασης της ως άνω Αγωγής σε σχέση μόνο με την εναγόμενη 2 (αφού εναντίον όλων των υπόλοιπων εναγόμενων η ενάγουσα τράπεζα είχε ήδη, από τις 26/11/1010, εξασφαλίσει απόφαση), εξέδωσε απόφαση προς σε βάρος  της εναγόμενης 2/εφεσείουσας στην παρούσα και προς όφελος της ενάγουσας τράπεζας/εφεσίβλητης στην παρούσα. Ειδικότερα, επιδικάστηκαν προς όφελος της εφεσίβλητης  τράπεζας και σε βάρος της εφεσείουσας:

«Α. €304.193,88 (το αντίστοιχο σε Λ.Κ.178.036,77), πλέον   τόκους προς 9% ετησίως από 1.1.2005 μέχρι εξοφλήσεως δυνάμει τρεχούμενου λογαριασμού και/ή τραπεζικών διευκολύνσεων με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου κάθε 31ην Δεκεμβρίου έκαστου έτους με αφετηρία την 31ην Δεκεμβρίου 2005.

Β. €207.817,39 (το αντίστοιχο σε Λ.Κ.121.630,12), πλέον τόκους προς 9% ετησίως από 24.1.2004 μέχρι 25.10.2005 και 9.25% από 26.10.2005 μέχρι εξοφλήσεως, δυνάμει δανείου με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου κάθε 31ην Δεκεμβρίου έκαστου έτους.

Γ. Τόκο προς 9% ετησίως επί ποσού εκ €210.380,30 (το  αντίστοιχο σε Λ.Κ.123.130,12) από την 1.1.2004 μέχρι 23.1.2004.»

 

Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ίδιας απόφασης, εκδόθηκε διάταγμα εκποίησης, μέσω δημόσιου πλειστηριασμού, των τριών ενυπόθηκων ακινήτων της εφεσείουσας που περιγράφονταν και αφορούσε η υποθήκη Υ526/99, Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου, προς ικανοποίηση του εξ' αποφάσεως χρέους της εφεσείουσας, σε βάρος της οποίας επιδικάστηκαν επίσης τα έξοδα της εφεσίβλητης στην ως άνω Αγωγή.

Ανταπαίτηση της εφεσείουσας με την οποία διεκδικούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι εγγυήσεις της «είναι εξ' υπαρχής άκυρες συνεπεία εξασκήσεως ψυχικής πιέσεως και/ή εξαναγκασμού εις βάρος της Εναγόμενης 2 υπό των Εναγόντων κα/ή ελλείψει ανεξάρτητης νομικής συμβουλής», απορρίφθηκε, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Η ως άνω εξέλιξη δεν άφησε ικανοποιημένη την εναγόμενη 2. Προχώρησε στην καταχώρηση έφεσης κατά της ως άνω εκδοθείσας σε βάρος της απόφασης, προτάσσοντας δεκαέξι λόγους έφεσης. Στον αντίποδα, η εφεσίβλητη τράπεζα υποστηρίζει ότι η έφεση είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί.

Θα προχωρήσουμε στη συζήτηση των προβαλλόμενων λόγων έφεσης είτε ξεχωριστά είτε ομαδοποιόντας τους,  στις περιπτώσεις που λόγω της φύσης των ζητημάτων που προβάλλουν επιτρέπεται τέτοια ομαδοποίηση και πραγμάτευση τους. 

Με τον 1ο λόγο Έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε και/ή κατέληξε ότι η Ακρόαση ενώπιον του, διεξήχθηκε στην βάση ισχυριζόμενης άσκησης ψυχικής πίεσης ή άλλης βίας σε βάρος της εφεσείουσας, τόσο από την ενάγουσα/εφεσίβλητη όσο και από τον εναγόμενο 3, σύζυγο της εφεσείουσας.

Η ως άνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Καμία παρανόηση δεν εντοπίζεται για το ζήτημα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η επίκληση από πλευράς της εφεσείουσας της ψυχικής πίεσης ή άλλης βίας σε βάρος της εκ μέρους του συζύγου της και εναγόμενου 3 στην πρωτόδικη διαδικασία, αλλά και από την πλευρά της εφεσίβλητης, εντοπίζεται, όχι μόνο μέσω των δικογραφημένων θέσεων της εφεσείουσας, ως ορθά υποδεικνύεται τούτο από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και μέσω δηλώσεων του δικηγόρου της κατά την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας, στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης παραπέμπει.

Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Με τον 2ο λόγο έφεσης προβάλλεται από την εφεσείουσα, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε και/ή κατέληξε πως δεν αποδείχθηκε η προβαλλόμενη από την πλευρά της υπεράσπισης ότι η εφεσίβλητη τράπεζα παρέλειψε να τη συμβουλεύσει να λάβει ανεξάρτητη συμβουλή κατά το στάδιο υπογραφής των σχετικών εγγράφων.  

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα γνώριζε επακριβώς το περιεχόμενο και τη σημασία των εγγράφων που υπόγραφε, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας και των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του. Προς τούτο, συνεκτίμησε, πέραν του γεγονότος ότι κατά το χρόνο υπογραφής των σχετικών εγγράφων εγγύησης και υποθήκης, η τελευταία αποτελούσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης 1 εταιρείας, έχοντας μάλιστα ενεργό συμμετοχή στις διεργασίες για την εξασφάλιση από την εφεσίβλητη τράπεζα των σχετικών τραπεζικών διευκολύνσεων, (υπογράφοντας μεταξύ άλλων, παρουσιαζόμενη ως γραμματέας της εναγόμενης 1 εταιρείας, τα πρακτικά της συνεδρίας της τελευταίας κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση για τη λήψη των τραπεζικών διευκολύνσεων, υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, της παραχώρησης από μέρους της των επίδικων εξασφαλίσεων), όπως και το γεγονός, ως τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου και έγινε αποδεκτό, ότι η εφεσείουσα, όπως και άλλοι εγγυητές μελέτησαν τα σχετικά έγγραφα, τα οποία τους εξηγήθηκαν από συγκεκριμένους τραπεζικούς υπαλλήλους, οι οποίοι, ταυτόχρονα, έλυσαν οποιαδήποτε απορία των πιο πάνω προσώπων πριν από την υπογραφή των σχετικών εγγράφων.

Είναι σημαντική η υπόμνηση, τόσο σε σχέση με το ζήτημα που εδώ απασχολεί όσο και για κάθε άλλη περίπτωση που αναδεικνύεται από την πλευρά της εφεσείουσας ζήτημα αξιολόγησης μαρτυρίας και κατάληξης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχετικά συμπεράσματα, των αρχών  που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με αυτά. 

Πάγια  και καλά εδραιωμένη είναι η νομολογία των Δικαστηρίων μας επί του ως άνω  ζητήματος. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά, εξ αντικειμένου κρινόμενα, φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη αυτής ή είναι καταφανώς εσφαλμένα. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Παπακόκκινου κ.α. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254, Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668 και  Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022).

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σταθμίζοντας ορθά τα ενώπιον του στοιχεία, στο σύνολο τους, κατά τρόπο που συνάδει με σχετική επί του ζητήματος νομολογία, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα πως η εφεσείουσα, όχι μόνο είχε άμεση εμπλοκή με την εξέλιξη των γεγονότων που περιέβαλλαν τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις, αλλά ταυτόχρονα, είχε γνώση και αντίληψη ως προς του τι υπέγραφε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, κατά τρόπο που υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν αναγκαίο να της προσφερθεί ανεξάρτητη νομική συμβουλή, την οποία, ούτε η ίδια αισθάνθηκε την ανάγκη να αναζητήσει.

Ο 2ος λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Προβάλλεται παράπονο από την πλευρά της εφεσείουσας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μη δικογραφημένους και αόριστους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης για να απορρίψει την εκδοχή της εφεσείουσας όσον αφορά τη γνώση και τη συμμετοχή της στην απόφαση για λήψη των επίδικων τραπεζικών διευκολύνσεων (3ος λόγος Έφεσης). Περαιτέρω, ότι λανθασμένα  δεν προχώρησε σε εξέταση ισχυρισμών της εφεσείουσας περί γνώσης της εφεσίβλητης για την ψυχική και σωματική πίεση και/ή βία που υπέστη από τον εναγόμενο 3 και σύζυγό της, με την αιτιολογία ότι δεν ήταν δικογραφημένοι και/ή ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας δεν ήταν τέτοια που να καταδεικνύει γνώση της ψυχικής πίεσης από την εφεσίβλητη (4ος λόγος Έφεσης). Προβάλλεται επίσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε στην εφεσείουσα να δώσει λεπτομέρειες για την ψυχική πίεση που υπέστη από τον σύζυγο της (εναγόμενο 3) και την εφεσίβλητη, αλλά και γενικότερα για παράνομες ενέργειες που σχετίζονται με τις επίδικες συμβάσεις εγγύησης και υποθήκευσης που υπέγραψε (5ος λόγος Έφεσης). Περαιτέρω, υποδεικνύεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη μαρτυρία και/ή γεγονότα και/ή τεκμήρια που συνέβησαν μετά την καταχώρηση της Αγωγής, όπως επιστολές - προτάσεις της εφεσείουσας για εξώδικη διευθέτηση, ζητήματα που εν πάση περιπτώσει δεν είχαν δικογραφηθεί (8ος λόγος Έφεσης).   

Κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί ότι η δίκη δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία (Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1(Β) A.A.Δ. 836 και Παπαγεωργίου v. Kλάπα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24).  Αποτελεί άλλωστε καλά καθιερωμένη αρχή του δικονομικού δικαίου ότι ο ακριβής προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων, συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα.  Η γενική και αόριστη άρνηση των ισχυρισμών του ενάγοντα, χωρίς την προβολή συγκεκριμένων θέσεων εκ μέρους του εναγόμενου όσον αφορά την εξέλιξη των γεγονότων, δεν είναι αρκετή για να δώσει την ευκαιρία στον τελευταίο να προβάλει λόγους υπεράσπισης τους οποίους προηγουμένως δεν είχε προτάξει στο δικόγραφο της Υπεράσπισης του. Των ως άνω λεχθέντων, θα πρέπει παράλληλα να σημειωθεί ότι η προσκόμιση εγγράφων και μαρτυρίας προς επίρρωση δικογραφημένων ισχυρισμών, αποτελεί δυνατότητα που ο νόμος και το ισχύον δίκαιο της Απόδειξης αναγνωρίζουν.

Στην υπό συζήτηση περίπτωση και σε συνάρτηση πάντα με τα ζητήματα που εγείρονται μέσω των ως άνω λόγων έφεσης, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντίθετα με τις ως άνω αιτιάσεις και αναφορές της εφεσείουσας, όχι μόνο διακήρυξε αλλά και ορθά εφάρμοσε τις πιο πάνω καλά  εδραιωμένες αρχές, στην βάση των οποίων είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη μαρτυρία η οποία καλύπτεται από τα δικόγραφα (Ευάνθη v. Νεοφύτου κ.α. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ 2751) ή να αποκλειστεί μαρτυρία η οποία διαφαίνεται ως απαράδεκτη. Ως επαναλήφθηκε άλλωστε στην υπόθεση Miorage v. Radivojenik (1998 1 Α.Α.Δ 1162), με παραπομπή σε σχετική νομολογία, αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να απορρίψει μαρτυρία που τέθηκε υπόψη του, είτε χωρίς είτε μετά από ένσταση, η οποία τελικά φαίνεται ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αποδεκτή μαρτυρία.

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η παρουσίαση προτάσεων της εφεσείουσας, στην εξέλιξη των πραγμάτων, για εξώδικη διευθέτηση, κρίθηκε καθ' όλα επιτρεπτή στην υπό συζήτηση περίπτωση. Ο σχολιασμός εγγράφων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, συναρτώμενα με δικογραφημένες θέσεις και ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο συζήτησης, πραγμάτευσης και κατάδειξης ενός τέτοιου δικογραφημένου ισχυρισμού και θέσης, δεν αποτελεί εξέλιξη μεμπτή και απαράδεκτη.

Συνακόλουθα ουδείς εκ των ως άνω, υπ. αριθμό 3, 4, 5, και 8 λόγων Εφεσης μπορεί να γίνει αποδεκτός και, ως εκ τούτου, απορρίπτονται.

Με τους λόγους Έφεσης 6, 7, 9, και 10, προσβάλλεται  ουσιαστικά η αξιολόγηση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου της τεθείσας υπόψη του μαρτυρίας και η κατάληξη του τελευταίου σε σχέση με τα ειδικότερα ζητήματα που ο κάθε ένας από τους ως άνω λόγους έφεσης, κατά περίπτωση, αναφέρεται. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα κατέληξε και/ή αποφάσισε ότι η εφεσείουσα δεν ήταν θύμα ψυχικής και/ή σωματικής βίας από τον εναγόμενο 3 με σκοπό να δώσει προσωπική εγγύηση και εξασφάλιση προς όφελος της εφεσίβλητης τράπεζας (6ος λόγος Έφεσης).  Με τον 7ο λόγο Έφεσης, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε πως η εφεσείουσα δεν έδωσε την εντύπωση γυναίκας που με απειλή σωματικής βίας ή διαζυγίου ή ψυχικής βίας θα έδινε τις επίδικες εγγυήσεις και ότι  δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να συνδέει μεταγενέστερη καταγγελία της εφεσείουσας στην Αστυνομία κατά του συζύγου της,  3-4 χρόνια μετά την παραχώρηση των επίδικων εγγυήσεων, με την παραχώρηση των τελευταίων από την ίδια. Με τον 9ο λόγο Έφεσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεχτή την μαρτυρία της ΜΕ3 όσον αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η εφεσείουσα υπέγραψε το έγγραφο εγγύησης και υποθήκης και την συναισθηματική διάθεση της  εφεσίουσας, κάνοντας δεχτή, λανθασμένα επίσης, την μαρτυρία όλων των μαρτύρων της εφεσίβλητης. Τέλος, με τον 10ο λόγος Έφεσης, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε και/ή αποφάσισε ότι αποδείχθηκαν συγκεκριμένα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση σε σχέση με την εμπλοκή της εφεσείουσας στη λήψη της απόφασης για τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις και την υπογραφή των σχετικών εγγράφων εγγύησης και υποθήκευσης  εκ μέρους της, ως αυτά καταγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση στα οποία και ειδικότερα παραπέμπει.

Έχουμε ήδη αναφερθεί στις περιπτώσεις που το Εφετείο δικαιολογείται να παρέμβει στα ευρήματα αξιοπιστίας και κατ' επέκταση, στα τελικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.   Στην υπό συζήτηση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, συναρτώντας τη μαρτυρία και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του με τα ιδιαίτερα γεγονότα και λεπτομέρειες που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποδέχτηκε, χωρίς ενδοιασμό, τη μαρτυρία των μαρτύρων που κλήθηκαν από την εφεσίβλητη, καταλήγοντας ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία αποδίδει τα πραγματικά γεγονότα,  προβαίνοντας στη συνέχεια σε ανάλογα ευρήματα.  Η πρωτόδικη αξιολόγηση και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ως έχει αποτυπωθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να εκθεμελιωθεί. Διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τους μάρτυρες εντός των καλά καθιερωμένων αρχών προς τούτο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας τους και όχι αποσπασματικά,  αντιπαραβάλλοντας την προς το περιεχόμενο άλλης προφορικής ή και γραπτής μαρτυρίας στη δίκη. Ήταν στο πλαίσιο της πιο πάνω, καθόλα ορθής  διεργασίας αξιολόγησης, που σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι:

«Γενικά η Εναγόμενη 2 με τη μαρτυρία της δεν έπεισε το Δικαστήριο ως προς την αλήθεια της εκδοχής της περί άσκησης βίας και/ή ψυχικής πίεσης σε βάρος της είτε από την Ενάγουσα είτε από το σύζυγο της-Εναγόμενο 3, που αποκλειστικό στόχο είχαν στο να πειστεί να δώσει προσωπική εγγύηση και Υποθήκη προς εξασφάλιση της Ενάγουσας για την υπ΄ αυτής παραχώρηση τραπεζικών διευκολύνσεων προς την Εναγόμενη 1.

Η μαρτυρία της σε πολλά σημεία ήταν επιτηδευμένη και διαμορφωμένη σκόπιμα κατά τέτοιο τρόπο που θεωρούσε ότι βοηθούσε στην Υπεράσπιση της. Στην προσπάθεια της αυτή δεν παρέμεινε σταθερή στις τοποθετήσεις της αλλά πρόβαλλε διάφορους και μερικές φορές παράλογους ισχυρισμούς και ακόμη αντίθετους τόσο μεταξύ τους όσο και με την Υπεράσπιση της. Ορισμένα παραδείγματα ενδεικτικά της στάσης της αυτής έχουν παρατεθεί ανωτέρω.

Σημειώνεται ότι είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την Εναγόμενη 2 με μεγάλη προσοχή ενώ βρισκόταν στο εδώλιο του μάρτυρα. Δεν μου έδωσε καθόλου την εντύπωση γυναίκας που με την απειλή διαζυγίου ή σωματικής ή ψυχικής βίας θα εξαναγκάζετο να δώσει τις επίδικες εγγυήσεις, αν δεν ήθελε και η ίδια. Δεν αποκλείω τον Οκτώβρη του 2003, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, να κατήγγειλε το σύζυγο της για βίαιη συμπεριφορά σε βάρος της, αλλά δεν βλέπω με ποιον τρόπο η καταγγελία αυτή βοηθά την υπόθεση της εφόσον εκτός του ότι έγινε 3-4 χρόνια μετά που ήδη είχαν δοθεί οι επίδικες εξασφαλίσεις, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να συνδέει την καταγγελία αυτή στην Αστυνομία με το γεγονός της παραχώρησης των επίδικων εξασφαλίσεων. Σημειώνεται ότι η Εναγόμενη 2 δεν ήταν αμέτοχη στη διαχείριση των θεμάτων της εταιρείας εφόσον πολλά έγγραφα που ζητήθηκαν από την Τράπεζα κατά τον καταρτισμό των επίδικων συμφωνιών φέρουν την υπογραφή της.

Επιπρόσθετα η υποβολή προτάσεων στην Ενάγουσα με τα Τεκμήρια 25 και 28 για εξώδικη διευθέτηση δεν συνάδει με την εκδοχή της περί άκυρων εγγυήσεων, για τους λόγους που εισηγείται. Η δικαιολογία που έδωσε για τις προσπάθειες της για εξώδικη διευθέτηση ότι αυτές έγιναν κατόπιν πιέσεων από τα παιδιά της για να μην προχωρήσουν δικαστικά, κρίνεται παράλογη εφόσον ήδη η Τράπεζα είχε προχωρήσει με την καταχώρηση Αγωγής. Μάλιστα η Εναγόμενη 2 με το Τεκμήριο 28 εισηγείται και επαναχρηματοδότηση της από την Ενάγουσα στην περίπτωση που η πρόταση της για πληρωμή ενός συγκεκριμένου ποσού χρημάτων για πλήρη διευθέτηση όλων των χρεωστικών λογαριασμών, γίνει αποδεκτή από την Τράπεζα. Σε καμιά από τις επιστολές της στην Τράπεζα γίνεται αναφορά ή αφήνονται έστω υπονοούμενα για άκυρες εξασφαλίσεις λόγω άσκησης ψυχικής πίεσης ή βίας σε βάρος της από οποιονδήποτε.

 

Αποδέχομαι τη μαρτυρία της Μ.Ε.3 σ΄ όσον αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η Εναγόμενη 2 υπέγραψε το έγγραφο εγγύησης και Υποθήκης και την συναισθηματική της διάθεση.»

 

Για να καταλήξει στην συνέχεια, έχοντας στο μεταξύ εξηγήσει τους λόγους προς τούτο, πως:

«Είναι φανερό με τα πιο πάνω δεδομένα ότι οι ισχυρισμοί της Εναγόμενης 2 περί άσκησης ψυχικής πίεσης, σωματικής ή άλλης βίας σε βάρος της είτε από την Ενάγουσα είτε από το σύζυγο της για να δώσει τις επίδικες εξασφαλίσεις, είναι εκ των υστέρων επινόηση για να αποφύγει τις ευθύνες της που προκύπτουν από τις εξασφαλίσεις που έδωσε.» 

 

Με δεδομένη την αποτυχία της προσπάθειας εκ μέρους της εφεσείουσας,  να πληγεί και να εκθεμελιωθεί η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας και η κατάληξη του Δικαστηρίου για τα ως άνω ζητήματα,  ούτε οι υπ. αριθμό 6, 7, 9, και 10 λόγοι Έφεσης δύνανται να έχουν επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου απορρίπτονται. 

Με τον 11ο λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το  πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε και/ή αποφάσισε ότι οι προσωπικές εγγυήσεις που έδωσε η Εφεσείουσα στις 12/03/1999 εξασφάλιζαν το επίδικο δάνειο που δόθηκε στην εναγόμενη 1 εταιρεία 21 μήνες αργότερα, ως επίσης ότι η εφεσείουσα ήταν ενήμερη για την προοπτική σύναψης του δανείου από μέρους της εναγόμενης 1 εταιρείας.

Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος όπως και η κατάληξη του ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, η εγγύηση της εφεσείουσας ήταν συνεχής, καλύπτοντας και την επίδικη  δανειοδότηση, είναι απόλυτα ορθή. Τούτο, ως με επάρκεια εξηγήθηκε από το Δικαστήριο, συνάδει, όχι μόνο με τους ξεκάθαρους επί του θέματος όρους της σχετικής εγγύησης, αλλά και τα γεγονότα που ευρύτερα περιβάλλουν την υπόθεση, έγγραφα και στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση των οποίων αποκαλύπτεται πως η εφεσείουσα ήταν ενήμερη και συμφωνούσε για την προοπτική  της σύναψης του επίδικου δανείου, το οποίο, ως μελλοντική υποχρέωση της εναγόμενης 1 εταιρείας, εγγυήθηκε επίσης. Άλλωστε, ως επεσήμανε για το ζήτημα και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Έγγραφο της Υποθήκης Υ526/1999,  προνοεί επίσης ότι «η υποθήκη αποτελεί πρόσθετη και παραπέρα εξασφάλιση και εγγύηση κάθε υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα είτε αυτή είναι τωρινή ή μελλοντική, άμεση ή έμμεση ...». 

Συνακόλουθα, και ο 11ος λόγος Έφεσης, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Με τον 12ο λόγο Έφεσης, προτάσσεται από την πλευρά της εφεσείουσας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε και/ή αποφάσισε ότι δεν μπορεί να εξετάσει την θέση της περί νόμιμου τερματισμού των εγγυήσεων της, με την δικαιολογία ότι μια τέτοια θέση δεν ήταν δικογραφημένη και/ή διότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Έχει ήδη σημειωθεί η αναγκαιότητα για ακριβή προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων που παραπέμπει στην καλά καθιερωμένη αρχή του δικονομικού δικαίου ότι ο ακριβής προσδιορισμός των επίδικων ζητημάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα της δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα.  Η γενική και αόριστη άρνηση των ισχυρισμών του ενάγοντα, χωρίς την προβολή συγκεκριμένων θέσεων εκ μέρους του εναγόμενου όσον αφορά την εξέλιξη των γεγονότων, δεν είναι αρκετή για να δώσει την ευκαιρία στον τελευταίο να προβάλει λόγους υπεράσπισης τους οποίους προηγουμένως δεν είχε προτάξει στο δικόγραφο της Υπεράσπισης του (Μελάς v. Κυριάκου (2003 (1Β) Α.Α.Δ. 826). 

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν προβλήθηκε από την πλευρά της εφεσείουσας ζήτημα τερματισμού της εγγύησης της, ως επιχειρήθηκε να προβληθεί τούτο μέσω σχολιασμού μαρτυρίας από την πλευρά της. Καθ' ην έκταση δεν έχει περιληφθεί, ούτε προβληθεί με ανάλογο τρόπο στις δικογραφημένες θέσεις της εφεσείουσας τέτοια θέση, καθ' όλα ορθή παρουσιάζεται η υπόδειξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν δυνατή, εκ των πραγμάτων,  η ενασχόληση με το ζήτημα. Ως εκ του περισσού σχολίασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημειώνοντας, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν τέθηκαν υπόψη του στοιχεία που να καταδεικνύουν το σύννομο του επικαλούμενου τερματισμού της εγγύησης, η ευθύνη της εφεσείουσας κάλυπτε όλες τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη μέχρι την ημέρα της ειδοποίησης τερματισμού της.

Συνακόλουθα, ο 12ος λόγος Έφεσης, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Με τον 13ο λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι  λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε και/ή αποφάσισε ότι οι Καταστάσεις Λογαριασμού (τεκμήρια 13 και 14 στην πρωτόδικη διαδικασία), ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 22 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και ως εκ τούτου, λανθασμένα λήφθηκαν υπόψη.

Η πιο πάνω θέση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας στη σχετική για το ζήτημα μαρτυρία, συνεκτιμώντας την με το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του καθ' ον χρόνο οι ως άνω καταστάσεις λογαριασμού παρουσιάστηκαν στη διαδικασία και τέθηκαν υπόψη του, καθόλα δικαιολογημένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτές ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 22 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, έτσι ώστε να γίνουν αποδεχτές, ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη «των θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρημένα» σε αυτές. Τίποτα δεν φαίνεται να είχε τεθεί υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ικανό να καταδείξει λανθασμένη προσέγγιση του ως προς το ζήτημα της αποδοχής των ως άνω καταστάσεων λογαριασμού. 

Πέραν δε και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τελικά δεν προσκομίστηκε από την πλευρά της εφεσείουσας σχετική επί του ζητήματος μαρτυρία, στη βάση της αντεξέτασης που ακολούθησε σε σχέση με τις χρεοπιστώσεις στις ως άνω καταστάσεις λογαριασμών, το Δικαστήριο εξέτασε μεταξύ άλλων ζητήματα που αφορούσαν τα επιτόκια με τα οποία χρεώνονταν οι σχετικοί λογαριασμοί, τις κεφαλαιοποιήσεις των τόκων και χρεώσεις που γίνονταν σε αυτούς αναφορικά με συγκεκριμένα ποσά, εξηγώντας και προβαίνοντας σε ανάλογες διαφοροποιήσεις που οδήγησαν στην μείωση των διεκδικούμενων από την εφεσίβλητη τράπεζα ποσών, ζήτημα για το οποίο, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση από οποιασδήποτε πλευρά ούτε αποτελεί λόγο έφεσης, δεν παρέχεται η δυνατότητα περαιτέρω ενασχόλησης και συζήτησης του.

Ενόψει των ως άνω και ο 13ος λόγος Έφεσης, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Με τον 14ο λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι  λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν παρατηρήθηκε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης και/ή ότι δεν παραβιάστηκε το Συνταγματικό Δικαίωμα της Εφεσείουσας για διάγνωση των Συνταγματικών της Δικαιωμάτων εντός εύλογου χρόνου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έγκαιρη απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί σημαντικό συστατικό της έννοιας της Δικαιοσύνης και ότι η καθυστέρηση στην απονομή της τελευταίας, απολήγει σε άρνηση της Δικαιοσύνης. (Νικολάου κ.α. v Χριστοφή κ.α. (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 838).  Εν πάση περίπτωση ο εύλογος χρόνος εντός του οποίου θα πρέπει να ολοκληρώνεται μια δικαστική διαδικασία εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη φύση της υπόθεσης και τη συμπεριφορά των διαδίκων.  Στην υπό συζήτηση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφοντας το ιστορικό της υπόθεσης, την δικονομική συμπεριφορά των μερών και γενικότερα την πορεία της υπόθεσης υπέδειξε ότι:

«.. όπως διαγράφεται από το φάκελο της υπόθεσης δεν υπάρχει οτιδήποτε που να κατατείνει στο ότι υπήρξε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ή ότι εξαιτίας της καθυστέρησης προκλήθηκε οποιοδήποτε πρόβλημα. Αντίθετα, στην όποια καθυστέρηση που παρατηρείται μέχρι την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας συνέτεινε και η Εναγόμενη 2, η οποία χρειάστηκε γύρω στα τρία χρόνια για να καταχωρήσει την Υπεράσπιση της. Μετά η υπόθεση παρέμεινε για ένα χρονικό διάστημα της τάξης των σχεδόν τριών χρόνων εκτός πινακίου μέχρι εκδίκασης της έφεσης της Εναγόμενης 2 επί της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, με κατάληξη την απόσυρση της τον Μάρτη του 2013. Η ακροαματική διαδικασία με την παράθεση μαρτυρίας διήρκησε από 16.9.2014 μέχρι 10.10.2014 και στις 21.11.2014 οι δικηγόροι των διαδίκων προέβησαν στις τελικές αγορεύσεις τους, ημερομηνία κατά την οποία επιφυλάχθηκε η απόφαση».

 

Υπό το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παρατηρήθηκε τέτοια καθυστέρηση που να επηρεάζει τα Συνταγματικά δικαιώματα της εφεσείουσας για διάγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της εντός εύλογου χρόνου, κρίνεται, υπο τις περιστάσεις, ότι δεν εκφεύγει των ορίων και των αρχών που οριοθετούν το ζήτημα.  

Τέλος, κατά τρόπο γενικό, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης τράπεζας, (15ος λόγος Έφεσης), και ότι λανθασμένα εξέδωσε απόφαση προς όφελος της τελευταίας, απορρίπτοντας την Ανταπαίτηση της εφεσείουσας (16ος λόγος Έφεσης).

Τόσο η πλευρά της εφεσείουσας όσο και της εφεσίβλητης τράπεζας είχαν την ευκαιρία, με ανάλογη προς τούτο μαρτυρία, να προωθήσουν την εκδοχή τους όσον αφορά τα ουσιαστικά ζητήματα που απασχολούσαν, στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των πλευρών,  την πρωτόδικη διαδικασία. Έχοντας ήδη τοποθετηθεί για το ζήτημα της πληρότητας, του σύννομου και της ορθότητας της αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως επίσης το δικαιολογημένο της  κατάληξης του τελευταίου ως προς τα ουσιαστικά ζητήματα που τελούσαν υπό δικαστική κρίση ενώπιον του, δεν βλέπουμε πως οι ως άνω λόγοι Έφεσης θα μπορούσαν να επιτύχουν.

Αναπόδραστη κατάληξη όλων των πιο πάνω, είναι ότι η υπό συζήτηση έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

Συνακόλουθα, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

       Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας  έξοδα ύψους €4.000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο