ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.32/2024)

 

 

14 Ιανουαρίου, 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, ΔΔ.]

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 165/2024

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY AJANTHA NAMAL WITHANACHCHI [ ] ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ ΠΡΩΗΝ SANJEEWA NILANTHA PATHIRANΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 31.10.2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΝΟΜΟΥ 33/64

Χρ. Γαβριηλίδης, για Χρίστος & Αντιγόνη Κωνσταντίνου Γαβριηλίδη Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Ν. Κουρσάρης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

 

......................

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

                            και θα δοθεί από τον Δαυίδ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Το Ανώτατο Δικαστήριο υπό μονομελή σύνθεση (εφεξής «το πρωτόδικο Δικαστήριο»), με απόφαση του, ημερομηνίας 31.10.2024, απέρριψε αίτηση του Εφεσείοντα για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum.

          Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, ως τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου,  ο Εφεσείων, υπήκοος Σρι Λάνκα, αφίχθη στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια, ως οικιακός βοηθός. Στις 27.07.2017, υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας του, η οποία του παραχωρήθηκε, με τελευταία ημερομηνία ισχύος της, την 06.01.2018.

         Στις 14.02.2018, ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, στις 10.01.2020, με την απορριπτική απόφαση να του επιδίδεται στις 28.01.2020.

Στις 15.05.2020, ο Εφεσείων καταχώρισε την Προσφυγή αρ. 491/2020 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η οποία απορρίφθηκε στις 21.10.2020.

         Μεταγενέστερη αίτηση ασύλου που υπέβαλε, απορρίφθηκε στις 19.1.2023, ενώ σχετική Προσφυγή που καταχώρισε ενώπιον του ΔΔΔΠ, με αρ. Τ237/2023, απορρίφθηκε επίσης, στις 07.03.2023.

Στις 05.01.2024, καθ' ον χρόνο ο Εφεσείων μετέβη στο οδόφραγμα της οδού Λήδρας για να περάσει από τις κατεχόμενες στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας, κατά τον έλεγχο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), διαπιστώθηκε η παράνομη παραμονή του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα την ίδια ημέρα και ώρα να συλληφθεί για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και να τεθεί υπό κράτηση στο Χώρο Κράτησης Απαγορευμένων Μεταναστών στη Μενόγεια (ΧΩΚΑΜ). Στο πλαίσιο προφορικής συνέντευξης ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του. Ως δε αναφέρθηκε από την ΥΑΜ, με δεδομένο ότι δεν εντοπίζετο το διαβατήριο του, θα γίνονταν σχετικές ενέργειες προς εντοπισμό του.

Στις 06.01.2024, εκδόθηκαν εναντίον του Εφεσείοντα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, καθότι αυτός είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία από τις 21.10.2020, ημερομηνία που απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το ΔΔΔΠ. Δεδομένης της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, αξιολογήθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο για επιβολή μέτρων εναλλακτικών της κράτησης.

Στις 15.01.2024, ο Εφεσείων, ενώ εκρατείτο, υπέβαλε εκ νέου αίτηση ασύλου η οποία και έγινε «αποδεκτή» στις 16.01.2024. Μέσω δε επιστολής του δικηγόρου του, ημερομηνίας  30.01.2024, ο Εφεσείων επιζητούσε την ακύρωση των ως άνω διαταγμάτων, με σκοπό να αφεθεί ελεύθερος για να μπορεί να μεταβεί στην Υπηρεσία Ασύλου και να προωθήσει το σχετικό αίτημα του. Περαιτέρω, στις 04.04.2024, με επιστολή των δικηγόρων του Εφεσείοντα παραδόθηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου το γνήσιο διαβατήριο του τελευταίου, η ταυτότητα και η άδεια οδηγού του.

Στις 22.02.2024, η αρμόδια αρχή επέδωσε εκ νέου στον Εφεσείοντα το διάταγμα κράτησης και απέλασης του ημερομηνίας 06.01.2024, με χειρόγραφη σημείωση επ' αυτού, σύμφωνα με την οποία παραχωρείτο «Αναστολή λόγω επανανοίγματος ημερ. 15/1/2024». Την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 22.02.2024, εκδόθηκε εναντίον του Εφεσείοντα νέο διάταγμα κράτησης από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ), δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

Στις 30.08.2024, απορρίφθηκε η αίτηση του Εφεσείοντα για άσυλο ενώ η σχετική απόφαση επιδόθηκε στον τελευταίο, στις 09.10.2024. Στην εν λόγω απόφαση καταγράφεται ότι ο Εφεσείων πληροί τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια για να του δοθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζοντας ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Πλην όμως, κατ' επίκληση του άρθρου 5 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, ο Εφεσείων αποκλείστηκε από το ως άνω καθεστώς. Στην ίδια απόφαση, η Υπηρεσία Ασύλου εισηγείται, κατ' επίκληση προνοιών της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας του 1984 και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όπως «μη εκδοθεί απόφαση επιστροφής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του, Sri Lanka»,  χώρα όπου υπάρχει κίνδυνος να εκτεθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία,.

Στις 27.09.2024, κατόπιν οδηγιών του Εφεσείοντα καταχωρήθηκε προσφυγή στο ΔΔΔΠ κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30.8.2024, (Προσφυγή αρ. 3801/2024), η εκδίκαση της οποίας εξακολουθεί να εκκρεμεί.

         Πέντε συνολικά Λόγους Έφεσης προέβαλε ο Εφεσείων προσβάλλοντας την πρωτόδικη Απόφαση. Ωστόσο, κατά την ημερομηνία της ακρόασης της Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα απέσυρε τους λόγους Έφεσης αρ.2 και 4. Περιορίστηκε στην προώθηση των λόγων Έφεσης αρ.1, 3 και 5.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτάσσει ο Εφεσείων,  παραγνώρισε παντελώς το γεγονός ότι από την ημέρα έκδοσης τόσο του πρώτου  διατάγματος κράτησης, ημερομηνίας 06.01.2024, όσο και του δεύτερου διατάγματος κράτησης, ημερομηνίας 22.2.2024, που εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 9 ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, έχουν μεσολαβήσει τέτοια στοιχεία και τα δεδομένα διαφοροποιήθηκαν, κατά τρόπο που συνηγορούσαν ώστε η συνέχιση της κράτησης του εφεσείοντα να καταστεί πλέον παράνομη (1ος λόγος Έφεσης). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτάσσεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 9ΣΤ (2) (δ) και 4 (α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, αφού ο λόγος έκδοσης του διατάγματος ημερομηνίας 22.02.2024, είχε, στη βάση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30.08.2024, εκ των πραγμάτων εκλείψει (3ος λόγος Έφεσης). Λανθασμένα, υποδεικνύεται περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη θέση του Εφεσείοντα ότι οι λόγοι έκδοσης του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 22.2.2024 σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ (2) (β) και (δ) καθώς και τα αντικειμενικά κριτήρια στη βάση των οποίων ο Υπουργός στήριξε τους λόγους κράτησης του Εφεσείοντα, είχαν εκλείψει και ως εκ τούτου η κράτηση του τελευταίου κατέστη παράνομη εκ της διάρκειας της αλλά και γιατί παραβίαζε τη σχετική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ (4) (α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 (5ος λόγος Έφεσης).

        

         Συμπλέοντας με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι οι ως άνω, εναπομείναντες Λόγοι Έφεσης, αλληλοσυνδέονται, πραγματευόμενοι ουσιαστικά τα ίδια ζητήματα και ως εκ τούτου μπορούν να εξεταστούν από κοινού, θα προχωρήσουμε ανάλογα στην εξέταση τους.

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο Εφεσείων, ως σημειώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις 15.01.2024, προώθησε άλλη, μεταγενέστερη αίτηση για εξασφάλιση ασύλου. Τούτο δε, καθ' ον χρόνο  τελούσε υπό κράτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής του, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ - 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105. Με δεδομένο ότι ο Εφεσείων είχε πλέον την ιδιότητα του αιτούντος διεθνή προστασία, πέραν του γεγονότος ότι η απέλαση του αναστάληκε, μεσολαβούσης της προώθησης της ως άνω νέας αίτησης του για προστασία, η κράτηση του, πλέον, βασίστηκε στις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, ειδικότερα στο άρθρο 9ΣΤ.

Ως καταγράφεται στο σχετικό διάταγμα κράτησης του Αιτητή, ημερομηνίας 22.02.2024, κατόπιν αξιολόγησης στοιχείων που αφορούσαν τον τελευταίο, όπως η είσοδος στη χώρα με πλαστό διαβατήριο, η προηγούμενη εξαφάνιση του μετά την απόρριψη του προηγηθέντος αιτήματος του για παραχώρηση ασύλου, και η εκδηλωθείσα θέση του για μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής του, κρίθηκε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η υποβολή της νέας αίτησης διεθνούς προστασίας από μέρους του έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του. Με δεδομένο δε ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερα περιοριστικά και εναλλακτικά μέτρα, όπως αυτά που προβλέπονται στο εδάφιο 3 του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, 6(Ι)/2000, διατάχθηκε όπως παραμείνει υπό κράτηση για όσο χρόνο ισχύουν οι λόγοι κράτησης του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημειώνοντας το γεγονός ότι ο σκοπός της κράτησης του Αιτητή, δηλαδή η Απέλαση του, δεν έχει εγκαταλειφθεί παρά μόνο ανασταλεί, λόγω της υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου εκ μέρους του Αιτητή, αναφερόμενο στις καλά καθιερωμένες αρχές που ρυθμίζουν το ζήτημα του χρόνου της κράτησης κάποιου προσώπου μέχρι την απέλαση του και στην αναγκαιότητα να συσχετίζεται ο χρόνος κράτησης με τους λόγους της τυχόν καθυστέρησης και τις υφιστάμενες δυνατότητες διεκπεραίωσης της, (βλ. Khlaief (2) (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1521, Fasel v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 876 και Αίτηση του Singh, Πολιτική Αίτηση Αρ. 120/2019, ημερ. 25/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:D342) υπέδειξε ότι:

«Το δε χρονικό διάστημα που παρήλθε, υπό τις περιστάσεις, δεν είναι τέτοιας διάρκειας που να υποδηλοί είτε εγκατάλειψη του σκοπού για τον οποίο κρατείται ο Αιτητής, είτε παράλειψη προώθησής του με τη δέουσα επιμέλεια, ούτε και εντοπίζεται παραβίαση των όποιων δικαιωμάτων του Αιτητή.

 

Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν έχει μέχρι σήμερα απελαθεί, δεν οφείλεται σε οποιεσδήποτε ενέργειες των διοικητικών αρχών».

Για να καταλήξει, ότι, η εξέλιξη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση, ο τρόπος δράσης των αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας, σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά του ίδιου του Εφεσείοντα, καθιστούσαν την συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντα για σκοπούς απομάκρυνσής του από τη Κυπριακή Δημοκρατία, νόμιμη, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα πως ο χρόνος κράτησης του, που μέχρι τότε είχε διαρρεύσει (εννέα περίπου μήνες), δεν εκφεύγει του εύλογου χρονικού διαστήματος.

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στις 30.08.2024, η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), αφού στο μεταξύ είχε υπόψη της με πρωτοβουλία του δικηγόρου του Εφεσείοντα, πληθώρα στοιχείων σε σχέση με την πραγματική του ταυτότητα και τις προσωπικές του περιστάσεις, αναγνώρισε μεν ότι ο Εφεσείων πληροί τα κριτήρια για να λάβει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ωστόσο, στη βάση των προνοιών του άρθρου 5 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 (διάπραξη σοβαρού εγκλήματος), αποφάσισε ότι θα πρέπει να εξαιρεθεί από αυτό το καθεστώς. Ταυτόχρονα, όμως, παρά την ως άνω θέση, κατ' επίκληση της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας του 1984 και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπέδειξε ότι δεν θα πρέπει να εκδοθεί διάταγμα επιστροφής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του, χώρα όπου υπάρχει  κίνδυνος να εκτεθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

Είναι γεγονός ότι η ως άνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30.08.2024, αποτέλεσμα σχετικών συνεντεύξεων και αξιολόγησης στοιχείων που τέθηκαν υπόψη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης σε σχέση με το καθεστώς του Εφεσείοντα, ακολούθησαν χρονικά της έκδοσης του Διατάγματος Κράτησης του τελευταίου, ημερομηνίας  22.02.2024. Τέθηκε ωστόσο, ως πραγματικό γεγονός, στην πρωτόδικη διαδικασία.

Με τον προσήκοντα σεβασμό, η ως άνω παράμετρος φαίνεται να διέλαθε την προσοχή, με αποτέλεσμα την μη ενασχόληση και την ανάλογη συνεκτίμηση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, με την ως άνω τοποθέτηση της όσον αφορά το ζήτημα της επιστροφής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του, ουσιαστικά έχει αποψιλώσει το σκοπό για τον οποίο φαίνεται να αποφασίστηκε η κράτηση του Εφεσείοντα. Δηλαδή την απέλαση και τον επαναπατρισμό του, ως καταγράφεται στο ίδιο το Διάταγμα Κράτησης του Εφεσείοντα, ημερομηνίας 22.02.2024.

Είναι γεγονός ότι στο πλαίσιο διαδικασίας ως η υπό συζήτηση, δεν προσφέρεται η δυνατότητα συζήτησης της ορθότητας και της νομιμότητας της απόφασης κράτησης του Εφεσείοντα, ημερομηνίας 22.02.2024. Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι η προοπτική απέλασης μέσω επαναπατρισμού του Εφεσείοντα, ενόψει της ως άνω τοποθέτησης της ΥΑΜ, παρέμεινε μετέωρη, έχοντας πλέον μετατραπεί σε επιλογή που δεν παρουσιάζει συνέπεια και συνέχεια με τις επισημάνσεις και τοποθετήσεις της ΥΑΜ για το ζήτημα. Πραγματικότητα που μπορεί να συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο της εξέτασης του δικαιολογημένου ή μη της συνέχισης της κράτησης ενός προσώπου στο πλαίσιο διαδικασίας ως η υπό συζήτηση. 

Παρεμβάλλεται ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν φαίνεται να τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οποιαδήποτε στοιχεία ή ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την ως άνω εισήγηση της ΥΑΜ σε σχέση με την απέλαση του Εφεσείοντα μέσω του επαναπατρισμού του. Αντίθετα, ως ρητά καταγράφεται στο εγκαλούμενο διάταγμα, η κράτηση του Εφεσείοντα διατάσσεται με σκοπό την απέλαση του, μέσω  του επαναπατρισμού του.

Η ελευθερία του ατόμου, ως υπεδείχθη μεταξύ άλλων στην υπόθεση Κυριάκου Ζάνα (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1156, αποτελεί ύψιστο αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σε περίπτωση δε παράνομης κράτησης ή περιορισμού προσφέρεται η δυνατότητα στον πολίτη να αμφισβητήσει τη νομιμότητα μιας τέτοιας  κράτησης, μέσω του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum. Πρόκειται για ένα άμεσο και δραστικό μέτρο για την απελευθέρωση ατόμου από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση. Θεραπεία που επικεντρώνεται στο πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση (βλ. Δημητράκης Χατζησάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102 και Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55).

 Είναι προφανές ότι η συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντα, για ένα σχεδόν έτος, προς εξυπηρέτηση του σκοπού της απέλασης μέσω επαναπατρισμού του, ενώ στο μεταξύ αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας, κατ' επίκληση Διεθνών Συμβάσεων δεσμευτικών για την Κυπριακή Δημοκρατία, έχει υποδείξει λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, από μόνη της, εκθεμελιώνει το δικαιολογημένο της συνέχισης της κράτησής του τελευταίου.  

Ενόψει των πιο πάνω η Έφεση επιτυγχάνει.

Εκδίδεται ένταλμα Habeas Corbus, δια του οποίου διατάσσεται όπως ο Εφεσείων αφεθεί ελεύθερος πάραυτα.

Επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσείοντα €3.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, τα οποία αφορούν την πρωτόδικη και την κατ' έφεση διαδικασία.

 

 

           

 

 

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                                 Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

Α. ΔΑΥΊΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο