ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 296/2016)

 

30 Ιανουαρίου, 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΑΡΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εφεσείουσα

ν.

 

B2KAPITAL CYPRUS LTD

(ΔΥΝΑΜΕΙ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΗΜΕΡ. 17.12.2024 ΜΕ ΒΑΣΗ

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 18(4) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2015 (Ν.169(Ι)/2015), ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ)

Εφεσίβλητης

_________________

 

 

 

A. Ενταφιανός για Ενταφιανός Α. Ενταφιανός, για την Εφεσείουσα.

Γ. Στυλιανού (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

_________________

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη  και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- To Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, εξέδωσε προς όφελος της ενάγουσας Τράπεζας και εναντίον της εναγόμενης 3 (η οποία είχε εναχθεί ως εγγυήτρια του πρωτοφειλέτη-εναγόμενου 1), απόφαση για το ποσό των €2.050,32, με τόκο 9% από 2.7.2004 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση, η οποία καταλαμβάνει 72 δακτυλογραφημένες σελίδες, προσβάλλεται με την υπό εκδίκαση έφεση από την εναγόμενη 3, ως εσφαλμένη. Τρεις οι λόγοι έφεσης.

 

Ξεκινούμε από τον τρίτο, σύμφωνα με τον οποίο «Η δίκη δεν ήταν δίκαιη και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπήρξε αμερόληπτο». Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, πως:

 

«To πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αδικαιολόγητα μονόπλευρη αντιμετώπιση και χειρισμό της υπόθεσης προς όφελος των Εφεσιβλήτων-Εναγόντων αφού, ενόψει όλης της ύλης, κατέληξε σε ευρήματα και τελική απόφαση που κανένα λογικό και αμερόληπτο Δικαστήριο θα κατέληξε.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και χρησιμοποίησε σκεπτικό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς «υποστήριξη» της πλευράς των Εφεσιβλήτων-Εναγόντων, παρέλειψε και απέφυγε να υιοθετήσει σκεπτικό από τις ίδιες αποφάσεις που επενεργούσε αρνητικά για την υπόθεση τους.  Σημαντικό δε γεγονός είναι ότι, όλη η Νομολογία στην οποία στηρίχθηκε η Υπεράσπιση δεν είχε εφαρμογή και εκεί όπου συμφωνούσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, προέβαινε σε εντελώς αντιφατικά ευρήματα στα οποία κανένα λογικό Δικαστήριο θα προέβαινε.»

 

Η επίκληση παράβασης δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, όπως αυτό της διάγνωσης αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστή (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος), δεν πρέπει να γίνεται με ευκολία και αβασάνιστα. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία και στους δύο διαδίκους να παρουσιάσουν, και παρουσίασαν, την υπόθεση τους. Στη βάση των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του και από τις δύο πλευρές, έκρινε πως η ενάγουσα Τράπεζα απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η εναγόμενη 3, της οφείλει, δυνάμει γραπτής εγγύησης που υπέγραψε, το ποσό για το οποίο εξέδωσε απόφαση εναντίον της. 

 

Με τον προσήκοντα σεβασμό, αδυνατούμε να αντιληφθούμε, τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Η διεξαχθείσα δίκη δεν καθίσταται άδικη επειδή η εκδοθείσα απόφαση δεν δικαιώνει ένα διάδικο. Διάδικος ο οποίος θεωρεί ότι μία απόφαση δεν είναι ορθή, νομιμοποιείται να την προσβάλλει, μέσω της νόμιμης οδού, και να ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του ή δεν προσέγγισε ορθά τη νομολογία, όπως εν προκειμένω έπραξε η εφεσείουσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Εν κατακλείδι, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.   

 

Προχωρούμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο:

 

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να προβεί σε ορθή αξιολόγηση της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας με αποτέλεσμα να αποτύχει και στον ορθό προσδιορισμό και χειρισμό των επιδίκων θεμάτων και να μην υπάρχει συσχετισμός με τις δικογραφημένες θέσεις των Εφεσιβλήτων-Εναγόντων και της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας και τεκμηρίων με τα ευρήματα και συμπεράσματα του και μη συνάρτηση της ετυμηγορίας του με τα επίδικα θέματα και ευρήματα του τα οποία αντιστρατεύονται την κοινή λογική.

 

Περαιτέρω, και ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε παντελώς λανθασμένα και αυθαίρετα τη σχετική με την υπόθεση Νομοθεσία και Νομολογία.»

 

Η αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, καλύπτει έξι περίπου δακτυλογραφημένες σελίδες. Σημειώνουμε από τώρα, αυτό που έχει κατά κόρον λεχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, πως «δεν είναι επιτρεπτή η διεύρυνση του λόγου μέσα από την αιτιολογία του, που στοχεύει και περιορίζεται στην αιτιολόγηση των όσων ο ίδιος ο λόγος έφεσης εγείρει» (Κατερίνα Γεωργίου κ.ά. ν. Νικόλα Αργυρίδη, Έφεση Αρ. 2/2024, ημερ. 17.12.2024).

 

Ως εκ τούτου, θα περιοριστούμε σε εκείνο το μέρος της αιτιολογίας η οποία αφορά μόνο στα όσα εγείρονται με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, και που είναι (α) εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, (β) μη εντοπισμός και καθορισμός των επίδικων θεμάτων,                       (γ) ευρήματα που δεν δικαιολογούνται από τα δικόγραφα, και (δ) εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και νομολογίας.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, και αφού καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας, στην οποία και παρέπεμψε, έκρινε αξιόπιστους τους δύο μάρτυρες που κάλεσε η ενάγουσα Τράπεζα. Για την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εναγόμενης 3, η οποία επίσης κατέθεσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάλωσε τρεις δακτυλογραφημένες σελίδες. Θα τολμούσαμε να πούμε πως δεν άφησε οτιδήποτε το ουσιώδες που να μην το σχολιάσει. Η κατάληξη του ήταν ότι η εναγόμενη 3 δεν ήταν μάρτυρας αληθείας, αφού ως κατέγραψε, «σκοπός της ήταν η αποφυγή της οποιασδήποτε ευθύνης απορρέει από τη συμφωνία εγγύησης ημερ. 15.2.1991, στην οποία αναγνώρισε την υπογραφή της και δεν αμφισβήτησε ότι υπέγραψε». Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε επίσης πως η εναγόμενη 3 στη γραπτή της δήλωση αρκέστηκε σε μία γενική και αόριστη αναφορά περί εξόφληση της οφειλής από τον πρωτοφειλέτη, για να προσθέσει πως «Επί της ουσίας στην υπεράσπιση της η εναγόμενη 3 αναφέρει ότι δεν θυμάται τα γεγονότα που αφορούν την υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης αλλά προσθέτει ότι και εάν τα όσα αναφέρουν οι ενάγοντες ευσταθούν, θεωρεί ότι πρέπει να απαλλαγεί για τους λόγους που εκεί αναφέρει, οι οποίοι είναι νομικοί, και θα εξεταστούν σε κατοπινό στάδιο από το Δικαστήριο.» Τέλος, για συγκεκριμένους λόγους που καταγράφει, δεν απεδέχθη ούτε τη μαρτυρία της εναγόμενης 3, ότι αυτή δεν παρέλαβε κάποιες από τις επιστολές που της είχε αποστείλει η ενάγουσα Τράπεζα σε σχέση με το συγκεκριμένο συμβατικό χρέος.   

 

Ουκ ολίγες φορές έχει τονιστεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο εκδίκασης έφεσης, επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώνει ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας δεν είναι, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ευλόγως επιτρεπτά ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν υπάρχουν αντιφάσεις οι οποίες, αντικειμενικά κρινόμενες, είναι σημαντικές και ουσιώδεις. Το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης βρίσκεται στους ώμους του διαδίκου που προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας, εν προκειμένω της εναγόμενης 3-εφεσείουσας.

 

Έχοντας μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της, καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, που είδε, άκουσε, και παρακολούθησε όλους τους μάρτυρες (Φούτπαξ ν. Οικονόμου (1995) 1 Α.Α.Δ. 861, 866), παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους για τους οποίους έκρινε αξιόπιστους τους δύο μάρτυρες που κάλεσε η ενάγουσα και αναξιόπιστη την εναγόμενη 3.  Τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη, κρίνονται εύλογα και δικαιολογημένα, και σε τέτοια περίπτωση το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει.  

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε τα επίδικα θέματα από τα δικόγραφα, το περιεχόμενο των οποίων αντελήφθη πολύ καλά. Στη βάση των δικαιολογημένων ευρημάτων αξιοπιστίας, προέβη σε ευρήματα ουσιωδών γεγονότων που δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία που απεδέχθη ως αξιόπιστη. Ακόμη, καθοδηγήθηκε ορθά τόσο από τον νόμο όσο και από τη νομολογία. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε μέρος από τα δικαιολογημένα ευρήματα γεγονότων, που αφορούν στην εναγόμενη 3, ως αυτά εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να  προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο:

«Η εναγόμενη 3 δυνάμει συμφωνίας ημερ. 15.2.1991 εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις του εναγόμενου 1 προς τους ενάγοντες είτε οι υποχρεώσεις αυτές ήταν υφιστάμενες ή μελλοντικές είτε αυτές είχαν καταστεί ή ενδέχετο να καταστούν απαιτητές, είτε ήταν προσωπικές ή κοινές με οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα (τεκμήριο 3). Σύμφωνα με την συμφωνία εγγύησης, μεταξύ άλλων προνοείτο ότι, το ποσό του κεφαλαίου για το οποίο θα ευθύνεται η εναγόμενη 3 δεν θα υπερβαίνει το ποσό των ΛΚ 1.200 πλέον τόκους μέχρι εξόφλησης.

[.]

Την 14.8.2004 οι ενάγοντες απέστειλαν εκ νέου επιστολή προ τον εναγόμενο 1, πρωτοφειλέτη με κοινοποίηση προς όλους τους εναγομένους - εγγυητές, περιλαμβανομένης και της εναγομένης 3, με την  οποία τους πληροφορούσαν, σε συνέχεια της επιστολής ημερ. 2.7.2004, ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις που του είχαν χορηγηθεί είχαν τερματιστεί την 2.7.2004 και οι λογαριασμοί του την 5.8.2004 μεταφέρθηκαν στις καθυστερήσεις, στο τμήμα ανάκτησης χρεών (recoveries) για άμεση λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον όλων.

[.]

Την 26.5.2010 οι ενάγοντες απέστειλαν εκ νέου επιστολή σε όλους τους εναγομένους ... καλώντας τους να εξοφλήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο, το οποίο τότε ανήρχετο σε €20.167,66 πλέον τόκους ....

[.]

Η εναγόμενη 3 στο μεταξύ την 8.3.2006 μέσω του δικηγόρου της, μετά και από την παραλαβή της επιστολής των εναγόντων ημερ. 14.8.2004, απέστειλε προς τους ενάγοντες σχετική επιστολή με την οποία ζητούσε λεπτομέρειες των λογαριασμών .. Οι ενάγοντες προς απάντηση της πιο πάνω επιστολής έστειλαν στον δικηγόρο της εναγόμενης 3 αντίγραφο του εγγυητηρίου εγγράφου ημερ. 15.2.1991 δηλώνοντας ότι παραμένουν στη διάθεση τους για οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις (τεκμήριο 23).

 

Οι ενάγοντες, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι παρέλειψαν να ανταποκριθούν, την 6.8.2010 προχώρησαν στην καταχώριση της παρούσας αγωγής ...»    

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, ουδέν παρεισέφρησε που να καθιστά δικαιολογημένο τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος επίσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Προχωρούμε με τον πρώτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο:

«Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ιδιότητα της νομικής οντότητας των Εφεσιβλήτων-Εναγόντων και ότι αυτή πρόκειται περί απλής, με βάση το Άρθρο 19(4) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, μετονομασίας της ιδιωτικής εταιρείας Τράπεζα Κύπρου Λτδ είναι αυθαίρετο και λανθασμένο.»

 

 

Η ενάγουσα στην παρ. 1 της Έκθεσης Απαίτησης της, είχε δικογραφήσει τα ακόλουθα:

 

«Οι ενάγοντες είναι Τραπεζικός Οργανισμός δεόντως εγγεγραμμένος συμφώνως των Νόμων της Κυπριακής Δημοκρατία και διεξάγουν τραπεζικές εργασίες όλων των ειδών. Μέχρι την 11.7.2004 οι ενάγοντες λειτουργούσαν με το όνομα Τράπεζα Κύπρου Λτδ και από τις 12.7.2004 έχουν μετονομασθεί σε Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.»

 

 

Η εναγόμενη 3 με το δικό της δικόγραφο είχε αναφέρει πως:

 

«Πλην του γεγονότος ότι από τις 12/11/2004 οι Ενάγοντες έχουν μετονομασθεί σε Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η Εναγόμενη παραδέχεται τους λοιπούς ισχυρισμούς της παραγράφου 1 των λεπτομερειών της Έκθεσης Απαίτησης.»

 

 

Με άλλα λόγια, η εναγόμενη 3 με το δικόγραφο της ουδέποτε αμφισβήτησε ότι η ενάγουσα Τράπεζα είναι νομική οντότητα, η  οποία νομίμως λειτουργεί και νομίμως διεξάγει τραπεζικές εργασίες όλων των ειδών (K.N.G. Autoparts Ltd v. Ιωάννου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 689), και ότι αυτή ενομιμοποιείτο να συνάψει τη δικογραφημένη συμφωνία.  Αυτό που αμφισβήτησε ήταν μόνο τη θέση της ενάγουσας ότι από το 2004 αυτή μετονομάστηκε σε «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ», χωρίς βεβαίως να ισχυρίζεται πώς αυτή η μετονομασία επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την υπεράσπιση ή τα δικαιώματα της. Άλλωστε, ουδέποτε ήταν η θέση της πως υπήρχε το ενδεχόμενο ή ο κίνδυνος, αλλά ούτε και διαπιστώνουμε να υπάρχει, να καταβάλει σε δύο διαφορετικά νομικά πρόσωπα, το όποιο ποσό ήθελε διαταχθεί, με δικαστική απόφαση, στο πλαίσιο της αγωγής που καταχωρίστηκε εναντίον της.

 

Αφήνουμε βεβαίως κατά μέρος πως εάν η εναγόμενη 3 θεωρούσε πως η ενάγουσα δεν ήταν υπαρκτό νομικό πρόσωπο, θα έπρεπε να είχε δρομολογήσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου άλλη διαδικασία. Συνεπώς, τα όσα καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση και μάλιστα με παραπομπή σε νομολογία (Lioufis and Co. Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 773 και Ανδρονίκου κ.ά. ν. Επιτροπής του Σχεδίου Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων σε Υπαλλήλους της Α.Η.Κ. και εξαρτώμενους τους (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 600), είναι ορθά. Και ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.   

 

Εν κατακλείδι, η πρωτόδικη απόφαση με την οποία η εφεσείουσα διατάχθηκε, ως εγγυήτρια, να καταβάλει το ποσό των €2.050,32 με τόκο 9% από 2.7.2004 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα, κρίνεται ορθή από κάθε άποψη.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με €1.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο