ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 267/2017)
23 Ιανουαρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητων.
_____________________________________________________________________
Δ. Μιχαήλ για Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Ερωτοκρίτου (κα) για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
_____________________________________________________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η ορθότητα της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), που εκδόθηκε στην Αγωγή υπ' αρ. 5625/2010, με την οποία αυτή απερρίφθη.
Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους Έφεσης κρίνεται σκόπιμη η καταγραφή των γεγονότων που αποτέλεσαν κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο Εφεσείων αιτήθηκε από τους Εφεσίβλητους, η οποία ήταν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ασχολούμενη, μεταξύ άλλων, με ασφαλιστικές εργασίες παρέχοντας ασφαλιστικές υπηρεσίες, την ασφάλιση του οχήματος GRAND CHEROKEE τύπου Jeep, με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973. Το αίτημα έγινε αποδεχτό και στις 29/5/2008 εκδόθηκε Καλυπτικό Σημείωμα (Τεκμήριο 10). Το όχημα ασφαλίστηκε με περιεκτική κάλυψη κινδύνου για το ποσό των €34.000 και για την περίοδο από 29/5/2008 μέχρι 29/9/2008. Εξουσιοδοτημένοι οδηγοί του οχήματος ήταν ο Εφεσείων και κάποια Ευτυχία Χριστοδούλου.
Στις 9/6/2008 καθ' ον χρόνο ο Εφεσείων οδηγούσε το όχημα ενεπλάκη σε ατύχημα έχοντας συγκρουστεί με άλλο όχημα.
Οι Εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να αποζημιώσουν τον Εφεσείοντα ισχυριζόμενοι πως ουδέποτε είχαν ασφαλίσει το όχημα το οποίο είχε εμπλακεί στο ατύχημα. Η άρνηση αυτή των Εφεσιβλήτων οδήγησε στην καταχώριση της πιο πάνω Αγωγής.
Η θέση του Εφεσείοντα, όπως προβάλλετο στην Έκθεση Απαίτησης, ήταν πως στο Καλυπτικό Σημείωμα (Τεκμήριο 10) γράφτηκε λανθασμένα ο αριθμός πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973, αντί του ορθού αριθμού 1J8HDE8M65Y565883 (ο τονισμός είναι δικός μας). Σημειώνεται πως κατά τον τελωνειακό έλεγχο διαπιστώθηκε πως ο αριθμός πλαισίου του οχήματος ήταν 1J8HDE8M65Y565883 αντί του αριθμού 1J8HDE8M75Y565973 που αναγράφετο στο Καλυπτικό Σημείωμα.
Κατά τον Εφεσείοντα το λάθος αυτό ήταν «αμοιβαίο λάθος γεγονότος (mutual mistake of fact)» και γι' αυτό το Καλυπτικό Σημείωμα θα έπρεπε να «τροποποιηθεί και/ή διορθωθεί και/ή αποκατασταθεί» με τον ορθό αριθμό πλαισίου. Ήταν, περαιτέρω, ο ισχυρισμός του ότι «η πραγματική και/ή μόνη και/ή η αληθινή πρόθεση (true intention) των διαδίκων» ήταν να ασφαλίσουν το όχημα και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο Καλυπτικό Σημείωμα ως οι εξουσιοδοτημένοι οδηγοί.
Με την Αγωγή του ο Εφεσείων αξίωνε την έκδοση Διατάγματος και/ή Δήλωσης του Δικαστηρίου όπως το Καλυπτικό Σημείωμα, ημερ. 29/5/2008, διορθωθεί (rectified) με τον ορθό αριθμό πλαισίου, δηλ. τον αριθμό 1J8HDE8M65Y565883 αντί του λανθασμένου αριθμού 1J8HDE8M75Y565973 και ενσωματωθεί ως μέρος της Συμφωνίας που πράγματι έγινε μεταξύ των διαδίκων, ημερ. 29/5/2008, καθώς και αποζημιώσεις για τα ποσά που θα καλείτο να καταβάλει στα πρόσωπα που είχαν κινηθεί με δικαστικά μέτρα εναντίον του.
Οι Εφεσίβλητοι με την Υπεράσπιση τους αρνήθηκαν την εκδοχή του Εφεσείοντα, ισχυριζόμενοι πως «σε ουδεμία λανθασμένη καταγραφή αριθμού ή ψηφίων προέβησαν» στο Καλυπτικό Σημείωμα, αλλά ότι ασφάλισαν το όχημα με τα χαρακτηριστικά (αριθμό πλαισίου) τα οποία «ο ενάγων επακριβώς τα περιέγραψε». Απορρίπτοντας δε τον ισχυρισμό περί αμοιβαίου λάθους γεγονότος (mutual mistake of fact) ισχυρίστηκαν πως ουδέποτε είχαν ασφαλίσει το όχημα το οποίο ενεπλάκη στο ατύχημα που έλαβε χώρα στις 9/6/2008 και πως «ουδεμία πρόθεση υπήρχε να ασφαλίσουν όχημα άλλο από αυτό που ο ενάγων πρότεινε και περιέγραψε για ασφάλιση». Αποτέλεσε θέση των Εφεσιβλήτων πως με το Καλυπτικό Σημείωμα, ημερ. 29/5/2008, ασφάλισαν το όχημα με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973, μάρκας GRAND CHEROKEE JEEP, το οποίο ήταν υπαρκτό όχημα, με ημερομηνία πρώτης εγγραφής στο Ηνωμένο Βασίλειο την 30/9/2005.
Ήταν, τέλος, η θέση των Εφεσίβλητων ότι ουδεμία υποχρέωση είχαν να πληρώσουν και/ή αποζημιώσουν είτε τον ίδιο τον Εφεσείοντα, είτε τους Ενάγοντες στις αγωγές που καταχωρήθηκαν εναντίον του πρώτου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε πως ό,τι αμφισβητείτο στην υπόθεση ήταν κατά πόσο από λάθος είχε αναγραφεί στο Καλυπτικό Σημείωμα ως αριθμός πλαισίου ο αριθμός 1J8HDE8M75Y565973 αντί του ορθού αριθμού πλαισίου 1J8HDE8M65Y565883 που έφερε το όχημα, αποδεχόμενο το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, πλην της θέσης ότι είχε γίνει λάθος στην καταγραφή του αριθμού πλαισίου στο Καλυπτικό Σημείωμα, διατύπωσε τα ακόλουθα ευρήματα τα οποία δεν αμφισβητούνται:
«Η εταιρεία BONANZA INVESTMENTS LTD, εισήξε από την Αγγλία στις 19.5.2008, ένα μεταχειρισμένο όχημα, μάρκας Grand Cherokee, τύπου Jeep, χρώματος ασημί, πετρελαιοκίνητο (diesel), το οποίο αγοράστηκε από κάποιον Muzamil Ali από την Αγγλία, στη βάση τιμολογίου (Τεκμήριο 7), για το ποσό των 15 χιλιάδων στερλινών. Όπως καταγράφεται στο τιμολόγιο, το όχημα είχε αριθμό εγγραφής VX55UPG και ο αριθμός πλαισίου του ήταν 1J8HDE8M75Y565973. Η BONANZA παρέλαβε το όχημα κατόπιν υποβολής την ίδια ημέρα (19.5.2008) στο τμήμα Τελωνείων, Αίτησης Βεβαίωσης Κοινοτικού Χαρακτήρα (Τεκμήριο 1). Στην Αίτηση καταγράφονται τα στοιχεία του οχήματος όπως αυτά εμφαίνονται στο τιμολόγιο, Τεκμήριο 7. Το όχημα παρεδόθη στην εταιρεία για 10 εργάσιμες ημέρες και δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 2.6.2008 για την καταβολή των αναλογούντων φόρων. Το όχημα μεταφέρθηκε στον εκθεσιακό χώρο της BONANZA. Στις 29.5.2008, το όχημα πωλήθηκε στον ενάγοντα για το ποσό των €37.570.-. Την ίδια ημέρα υπεβλήθη αίτηση στους εναγομένους, μέσω των διαμεσολαβητών τους (Pechatro Insurance Agency) για την ασφάλιση του οχήματος. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και την ίδια ημέρα (29.5.2008), εκδόθηκε το Καλυπτικό Σημείωμα (Τεκμήριο 10), σύμφωνα με το οποίο ασφαλίστηκε με περιεκτική κάλυψη κινδύνου (full), το όχημα Grand Cherokee Jeep με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973, για την περίοδο 29.5.2008 - 29.9.2008 και για το ποσό των €34.000.-. Εξουσιοδοτημένοι οδηγοί ήταν ο ενάγοντας (Δημήτρης Χριστοδούλου) και η Ευτυχία Χριστοδούλου. ............ Το όχημα παρουσιάστηκε στο Τελωνείο στις 2.6.2008 για φυσικό έλεγχο ο οποίος διενεργήθηκε από τον Αντώνη Κόλιαρο (Μ.Ε.3). Ο τελευταίος διαπίστωσε πως ο αριθμός πλαισίου του οχήματος με αριθμό εγγραφής VX55UPG, ήταν 1J8HDE8M65Y565883 και όχι 1J8HDE8M75Y565973 όπως αναγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας του οχήματος και στη διασάφηση εισαγωγής [Τεκμήριο 3(2)] που υπεβλήθη στο Τμήμα Τελωνείων. Επετράπη στην BONANZA όπως το όχημα τοποθετηθεί σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης (bonded) μέχρις ότου παρουσιαστεί ο πραγματικός τίτλος ιδιοκτησίας του. Το όχημα επεστράφη στον εκθεσιακό χώρο της BONANZA, ο οποίος, κατόπιν σχετικής άδειας, λειτουργεί ως αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης. Αντί όμως να παραμείνει εκεί μέχρις ότου γίνουν οι δέουσες ενέργειες, το όχημα παρεδόθη στον ενάγοντα ο οποίος στις 9.6.2008 ενεπλάκη σε ατύχημα. Από έλεγχο που διενεργήθηκε από το Τμήμα Τελωνείων το 2010, μέσω του συστήματος HPI, διαπιστώθηκε πως το όχημα με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973 είναι υπαρκτό όχημα το οποίο ενεγράφη για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο την 30.9.2005. Πρόκειται για όχημα μάρκας Grand Cherokee τύπου Jeep, χρώματος ασημί, πετρελαιοκίνητο (diesel) του οποίου ο αριθμός εγγραφής είναι VX55UPG αλλά ο αριθμός της μηχανής του είναι άγνωστος (not known).»
Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω ευρημάτων απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα ότι μπορεί να διορθωθεί (rectification) το ασφαλιστήριο συμβόλαιο στη βάση της ύπαρξης αμοιβαίου λάθους (common mistake of both parties). Όπως συναφώς επεσήμανε, «Οι εναγόμενοι ασφάλισαν το όχημα με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973, στη βάση του τίτλου ιδιοκτησίας που τους διαβιβάστηκε. Δεν τίθεται θέμα εσφαλμένης καταγραφής των στοιχείων του οχήματος. Ο ενάγοντας αιτήθηκε την ασφάλιση του συγκεκριμένου οχήματος και είναι αυτό που ασφάλισαν οι εναγόμενοι».
Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη στη βάση οκτώ συνολικά Λόγων Έφεσης.
Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και/ή αγνόησε τις εφαρμοστέες αρχές επί του ζητήματος της διόρθωσης λάθους (rectification). Με το 2ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν θα έπρεπε να διορθωθεί (rectified) το Καλυπτικό Σημείωμα γιατί δεν υπήρχε οποιοδήποτε λάθος, αφού οι Εφεσίβλητοι είχαν ασφαλίσει το όχημα στη βάση του τίτλου ιδιοκτησίας που τους διαβιβάστηκε. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι «στην Κύπρο εισήχθη το όχημα με αριθμό 1J8HDE8M65Y565883 αλλά με το πιστοποιητικό εγγραφής του άλλου οχήματος (με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973 και με αριθμό εγγραφής VX55UPG)», λανθασμένα θεώρησε ότι το Καλυπτικό Σημείωμα είχε συνταχθεί ορθά και έτσι ορθά οι Εφεσίβλητοι ασφάλισαν το δεύτερο όχημα. Μέσω του 4ο Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παράβλεψε τη δοθείσα μαρτυρία σχετικά με τον τίτλο ιδιοκτησίας, Τεκμήριο 6, αφού έκρινε αυτό ως τον τίτλο ιδιοκτησίας του οχήματος με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973 και ενώ οι μάρτυρες Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 είχαν αναφέρει ότι το Τεκμήριο 6 ήταν ο τίτλος ιδιοκτησίας του επίδικου οχήματος με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M65Y565883. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι ο Εφεσείων γνώριζε τους όρους του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου επειδή είχε στο παρελθόν ασφάλεια με τους Εφεσίβλητους. Μέσω του 6ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε σειρά ερωτήσεων προς τη Μ.Υ.1 σχετικά με την πρόθεση των Εφεσίβλητων να ασφαλίσουν το επίδικο όχημα. Με τον 7ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί από τον Εφεσείοντα η «αγοραία αξία» του επίδικου οχήματος, καθιστώντας την «αγοραία αξία» επίδικο θέμα. Με τον 8ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η αποδοχή της κατάθεσης του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου χωρίς αυτό να είχε προηγουμένως αποκαλυφθεί.
Οι πρώτοι τέσσερις Λόγοι Έφεσης είναι συναφείς και αλληλένδετοι και ως τέτοιοι θα εξετασθούν μαζί.
Μέσω των πιο πάνω Λόγων ο Εφεσείων, αφού αναφέρθηκε αρχικά στην εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει διόρθωση ενός εγγράφου ή γραπτής συμφωνίας σε περίπτωση όπου έγινε κοινό/αμοιβαίο λάθος από τους συμβαλλόμενους και ως αποτέλεσμα δεν έχει ενσωματωθεί σε αυτό η πραγματική πρόθεση τους, υποστήριξε ότι, από τη δοθείσα μαρτυρία, προέκυψε ότι, στην υπό συζήτηση περίπτωση, το κοινό λάθος έγινε τη στιγμή σύνταξης του Καλυπτικού Σημειώματος (Τεκμήριο 10) σε σχέση με τον αριθμό πλαισίου, όπως αυτό αναγραφόταν στο Πιστοποιητικό Εγγραφής του (Τεκμήριο 6). Όπως συναφώς τονίσθηκε, βάσει του Πιστοποιητικού Εγγραφής, Τεκμήριο 6, συντάχθηκε το Καλυπτικό Σημείωμα με διαφορετικό αριθμό πλαισίου από αυτόν που υπήρχε στο επίδικο όχημα. Όπως ο κ. Μιχαήλ το έθεσε, η μόνη και αληθινή πρόθεση που ο λογικός αντικειμενικός παρατηρητής θα είχε συμπεράνει, θα ήταν ότι ο Εφεσείων ήθελε να ασφαλίσει το όχημα που είχε δει όταν επισκέφθηκε τον εκθεσιακό χώρο της εταιρείας BONANZA, οδηγήσει δοκιμαστικά (test drive), πληρώσει, ασφαλίσει και με το οποίο είχε εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα. Την ώρα, δε της συνομολόγησης της επίδικης Συμφωνίας, ο Εφεσείων, πρόσθεσε, δεν είχε καν γνώση της ύπαρξης άλλου οχήματος με αριθμό πλαισίου αυτό που αναγραφόταν στο Πιστοποιητικό Εγγραφής, Τεκμήριο 6.
Σε ό,τι αφορά τη βάση της αξίωσης του Εφεσείοντα που στηρίχθηκε στο δικαίωμα της διόρθωσης (rectification), στο Σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων», Τόμος Α, του Π. Γ. Πολυβίου, στο οποίο παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρονται (στη σελίδα 389) τα ακόλουθα:
«Η διόρθωση (rectification) είναι η μεθοδολογία με την οποία είναι δυνατόν να διορθωθεί κάποιο έγγραφο που ετοιμάστηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη και το οποίο, έκδηλα, δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές τους θέσεις, δηλαδή τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν. Το βασικό στοιχείο της διόρθωσης είναι ότι τα δύο μέρη έχουν καταλήξει σε πλήρη συμφωνία αλλά καταγράφουν αυτή λανθασμένα. Δεν υπάρχει πλάνη όσον αφορά στη συμφωνία μεταξύ των μερών ή το περιεχόμενό της, αλλά εσφαλμένη καταγραφή των συμφωνηθέντων. Όπως ανέφερε ο Δικαστής Denning,[1]:
"Rectification is concerned with contracts and documents, not with intentions. In order to get rectification it is necessary to show that the parties were in complete agreement on the terms of their contract, but by an error wrote them down wrongly; and in this regard, in order to ascertain the terms of their contract, you do not look into the inner minds of the parties - into their intentions - any more than you do in the formation of any other contract".»
(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)
Όπως περαιτέρω τονίζεται στο εν λόγω Σύγγραμμα, όταν τα μέρη έχουν καταγράψει τη συμφωνία τους χωρίς δόλο ή παραπλάνηση εκ μέρους του ενός ή του άλλου των συμβαλλομένων, για να τύχει επίκλησης το αξίωμα της διόρθωσης, το Δικαστήριο θα πρέπει να πεισθεί ότι τα δύο μέρη είχαν καταλήξει σε συμφωνία επί όλων των θεμάτων, ότι η συμφωνία αυτή δεν αναιρέθηκε, ούτε διαφοροποιήθηκε πριν το σημείο καταγραφής της στο επίδικο έγγραφο και ότι το επίδικο έγγραφο αφίσταται σαφώς και έκδηλα από τη συμφωνία των μερών.
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα CHITTY ON CONTRACTS, General Principles, 27η έκδοση, υπό τον τίτλο "Literal disparity":
"There must be a literal disparity between the terms of the prior agreement and those of the document which it is sought to rectify."
Τα προαπαιτούμενα για την επίκληση του αξιώματος της διόρθωσης (rectification), τέθηκαν με σαφήνεια στην υπόθεση Agip SpA v. Navigazione Alta Italia SpA [1984] 1 Lloyd's Rep 353 ως ακολούθως:
"First, there must be a common intention in regard to the particular provisions of the agreement in question, together with some outward expression of accord. Secondly, this common intention must continue up to the time of execution of the instrument. Thirdly, there must be clear evidence that the instrument as executed does not accurately represent the true agreement of the parties at the time of its execution. Fourthly, it must be shown that the instrument, if rectified as claimed, would accurately represent the true agreement of the parties at that time."
Στην υπόθεση Όξινου v. Νικολαΐδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 351, με παραπομπή στο Chitty on Contracts, 27η έκδοση, Τόμος 1, σελ. 322, §5-045, κάτω από την επικεφαλίδα "Proof of mistake", αναφέρθηκε ότι:
«.εκείνος που επικαλείται το λάθος έχει το βάρος να αποδείξει πειστικά όχι μόνο ότι το έγγραφο που προτείνεται να διορθωθεί δεν συνάδει με τις αληθείς προθέσεις των μερών κατά το χρόνο της σύνταξής του αλλά επίσης και ότι στην προτεινόμενη του μορφή πράγματι συνάδει με τις προθέσεις τους. (He must produce "convincing proof" not only that the document to be rectified was not in accordance with the parties' true intentions at the time of its execution, but also that the document in its proposed form does accord to their intentions). Προστίθεται πως είναι ουσιώδες να διακριβώνεται και να προσδιορίζεται καθαρά η έκταση της διόρθωσης με μαρτυρία σύγχρονη ή προγενέστερη της σύναψης της σύμβασης και πως η άρνηση από τον ένα συμβαλλόμενο ότι το έγγραφο, ως έχει, είναι αντίθετο προς την πρόθεσή του, θα πρέπει να έχει σημαντικό βάρος.»
Από την πιο πάνω διατύπωση γίνεται αναφορά όχι μόνο στην προγενέστερη συμφωνία των μερών αλλά και στην πρόθεσή τους. Αυτή, όμως, η διατύπωση δεν αναιρεί τα βασικά στοιχεία της αρχής της διόρθωσης, όπως πιο πάνω έχουν αναλυθεί από το Λόρδο Denning, που είναι η ύπαρξη προγενέστερης συμφωνίας η οποία μεταφέρεται λανθασμένα στο έγγραφο στη βάση κοινής πλάνης. Όταν εξετάζονται θέματα συνομολόγησης σύμβασης δεν εξετάζει κάποιος το τι τα μέρη είχαν πραγματικά υπόψιν, αλλά απλώς το πώς οι διαβουλεύσεις και ενέργειες τους ερμηνεύονται από τρίτα πρόσωπα με βάση το μέσο συνετό άνθρωπο που παρακολουθεί τη συνομολόγηση της σύμβασης και την προσπάθεια διόρθωσής της. Εν ολίγοις και με βάση την αντικειμενική προσέγγιση, ένας επικεντρώνεται όχι στο τι τα μέρη επιθυμούσαν ή είχαν κατά νουν ή πραγματικά υπόψιν, αλλά στο τι έπραξαν και στο πώς οι πράξεις και ενέργειες τους έγιναν αντιληπτές από τον τρίτο αντικειμενικό παρατηρητή[2].
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, όπως προέκυψε από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχαν δύο οχήματα της ίδια μάρκας (Grand Cherokee) και του ιδίου τύπου (Jeep), το ένα με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973, το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο Ηνωμένο Βασίλειο από τις 30/9/2005 με αριθμό εγγραφής VX55UPG, και το άλλο με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M65Y565883. Στην Κύπρο εισήχθη το όχημα με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M65Y565883, αλλά με Πιστοποιητικό Εγγραφής (UK Registration Certificate) του άλλου οχήματος (Τεκμήριο 6). Αυτό διεπιστώθη κατά το φυσικό έλεγχο του οχήματος που διενεργήθηκε από το Τελωνείο στις 2/6/2008. Το δε Τιμολόγιο που προσκόμισε η εταιρεία BONANZA (Τεκμήριο 7) αφορούσε το όχημα με αριθμό εγγραφής VX55UPG και με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973. Το εν λόγω όχημα με αυτά τα στοιχεία, όπως προέκυψε από το εν λόγω Τιμολόγιο (USED CAR INVOICE), υπήρξε αντικείμενο αγοραπωλησίας μεταξύ κάποιου Muzami Ali από το Ηνωμένο Βασίλειο και της εταιρείας BONANZA. Σύμφωνα, δε, με το Τεκμήριο 13, επιστολή που εστάλη από την εταιρεία 4 MOTION AUTOMOTIVES LTD που αντιπροσωπεύει στην Κύπρο την κατασκευάστρια εταιρεία (Chrysler) το άλλο όχημα με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M65Y565883 με ημερομηνία κατασκευής (manufacture date) 30/9/2005, πωλήθηκε από την Chrysler Ηνωμένου Βασιλείου. Στη βάση των πιο πάνω, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Τεκμήριο 6 αποτελούσε το Πιστοποιητικό Εγγραφής του οχήματος με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973 συνήδε πλήρως με την προσαχθείσα μαρτυρία. Μάλιστα τόσο η Μ.Ε.1, Λειτουργός του Τελωνείου, όσο και ο Μ.Ε. 3, Τελωνειακός Λειτουργός, είχαν καταθέσει ότι αναφορικά με το όχημα με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M65Y565883 ουδέποτε προσκομίστηκε ο τίτλος ιδιοκτησίας του.
Το όχημα του οποίου την ασφάλιση αιτήθηκε ο Εφεσείων ήταν το περιγραφόμενο στο Πιστοποιητικό Εγγραφής του, Τεκμήριο 6 το οποίο, αναντίλεκτα, ήτο υπαρκτό όχημα. Οι δε Εφεσίβλητοι ασφάλισαν το όχημα με αριθμό πλαισίου 1J8HDE8M75Y565973 στη βάση του τίτλου ιδιοκτησίας που τους διαβιβάστηκε, ήτοι στη βάση των στοιχείων που τους παρουσιάστηκαν. Δεν ετίθετο, επομένως, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ζήτημα εσφαλμένης καταγραφής στο Καλυπτικό Σημείωμα των στοιχείων του οχήματος και/ή τυπογραφικού λάθους. Η εσφαλμένη καταγραφή των όσων συμφωνήθηκαν είναι το βασικό στοιχείο για σκοπούς επίκλησης της θεραπείας της διόρθωσης[3]. Είναι σαφές, επομένως, ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται στην υπό συζήτηση περίπτωση. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, ο Εφεσείων αιτούμενος την ασφάλιση του οχήματος που είχε αγοράσει δεν το μετέφερε και δεν το υπέδειξε στους Εφεσίβλητους. Επέλεξε να το χαρακτηρίσει και διακρίνει με τον αριθμό πλαισίου, όπως αυτό αναγραφόταν στο Τεκμήριο 6. Οι Εφεσίβλητοι ασφάλισαν ό,τι ο Εφεσείων τους ζήτησε. Το ότι, όπως διεπιστώθη στην πορεία, είχε εισαχθεί στην Κύπρο ένα όχημα που συνοδεύετο από τιμολόγιο αγοράς και Πιστοποιητικό Εγγραφής που δεν ανταποκρίνετο σε αυτό το όχημα αλλά αφορούσε άλλο όχημα, ουδόλως διαφοροποιεί το όλο ζήτημα.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχαν δύο οχήματα του ιδίου τύπου με διαφορετικό αριθμό πλαισίου το καθένα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για περίπτωση τυπογραφικού λάθους αλλά ούτε και για περίπτωση αμοιβαίου λάθους των συμβαλλομένων, ήτοι του Εφεσείοντα και των Εφεσίβλητων.
Στο σημείο αυτό και, σε συμφωνία με τα όσα η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσίβλητων υπέδειξε, η θέση του Εφεσείοντα περί λανθασμένης καταγραφής στο Καλυπτικό Σημείωμα όταν αυτό συμπληρώθηκε, του αριθμού πλαισίου του οχήματος αντί του ορθού αριθμού πλαισίου, όπως αυτή διατυπώνετο στην Έκθεση Απαίτησης και βασίστηκε στη θεραπεία της διόρθωσης (rectification)[4], κατ' ουσία αναιρέθηκε και/ή καταρρίφθηκε στη συνέχεια στην ίδια την Απάντηση στην Υπεράσπιση[5] εφόσον ο ισχυρισμός, πλέον, του Εφεσείοντα, ήταν ότι «στην επιθεώρηση στο Λιμάνι Λεμεσού κατά ή περί την 2/6/2008 διαπιστώθηκε ότι ο Αρ. πλαισίου του Οχήματος, όπως αυτός ήταν εγγεγραμμένος στο Πιστοποιητικό Εγγραφής, δηλαδή ο Αρ. 1J8HDE8M75Y565973 ήταν διαφορετικός και/ή λανθασμένος και/ή υπήρχε τυπογραφικό λάθος με τον αρ. πλαισίου που ήταν εγγεγραμμένος πάνω στο όχημα, δηλαδή τον Αρ.1J8HDE8M65Y565883».
Κατ' ακολουθίαν όλων όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3 και 4 δεν είναι βάσιμοι και απορρίπτονται.
Ούτε και ο Λόγος Έφεσης 6 μπορεί να έχει θετική, για τον Εφεσείοντα, έκβαση. Το αν δεν επιτράπηκε να ρωτηθεί η πλευρά των Εφεσίβλητων για την πρόθεση τους να ασφαλίσουν ή όχι το επίδικο όχημα, δεν μπορεί, στα περιστατικά της υπόθεσης, όπως πιο πάνω έχουν αναδειχθεί και τη μη ύπαρξη, εν προκειμένω, ανακριβούς ή λανθασμένης καταγραφής των συμφωνηθέντων, να έχει οποιαδήποτε σημασία. Επαναλαμβάνουμε ότι στην προκείμενη περίπτωση ο Εφεσείων αιτήθηκε την ασφάλιση οχήματος με συγκεκριμένα στοιχεία που παρουσίασε στους Εφεσίβλητους και οι Εφεσίβλητοι, στη βάση αυτών των στοιχείων που τους προσκομίστηκαν, ασφάλισαν το όχημα. Η πρόθεση και των δύο συμβαλλομένων (common intention), όπως έγινε αντιληπτή από τον τρίτο αντικειμενικό παρατηρητή, ήταν να ασφαλίσουν και ασφάλισαν το όχημα όπως αυτό περιγράφετο στο Πιστοποιητικό Εγγραφής, Τεκμήριο 6.
Δεδομένων των πιο πάνω και του γεγονότος ότι στα περιστατικά της υπόθεσης δεν εφαρμόζετο η θεραπεία της διόρθωσης (rectification), ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αγωγή εφόσον το όχημα που ενεπλάκη στο ατύχημα στις 9/6/2008 και το οδηγούσε ο Εφεσείων, δεν το είχαν ασφαλίσει οι Εφεσίβλητοι.
Η εξέταση των Λόγων Έφεσης 5, 7 και 8 θα ήταν αναγκαία μόνο αν κρινόταν ότι υπήρχε ασφαλιστική κάλυψη για το όχημα με αρ. πλαισίου 1J8HDE8M65Y565883. Η πιο πάνω κατάληξη καθιστά, λοιπόν, άνευ σημασίας την εξέτασή τους.
Η Έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €3.600 έξοδα της Έφεσης υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
[1] Frederick E. Rose (London) Ltd v. William H. Pim Inr & Co. Ltd [1953] 2 Q.B. 450.
[2] Δέστε το Σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο», Τόμος Α, του Π. Γ. Πολυβίου, σελίδες 422-423.
[3] Δέστε Treitel The Law of Contract, 8η έκδοση, σελ. 285-286:
"Contracting parties may execute a document purporting to contain the terms previously agreed between them. If, as a result of a mistake, the document fails to contain all those terms, or contains different terms, the court may rectify it so as to bring it into line with the earlier agreement. Having developed in equity, rectification is a discretionary remedy. It is available where there has been a mistake, not in the making, but in the recording, of a contract: "Courts of equity do not rectify contracts; they may and do rectify instruments"".
(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)
[4] Δέστε παράγραφο 7 της Έκθεσης Απαίτησης όπου καταγράφονται τα εξής:
«Το εν λόγω καλυπτικό σημείωμα ημερ. 29.05.2008 συντάκτηκε και/ή εκδόθηκε και υπογράφηκε από τους Διάδικους και/ή τον Ενάγοντα και τους Εναγόμενους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους κάτω από αμοιβαίο λάθος γεγονότος (mutual mistake of fact).
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΜΟΙΒΑΙΟΥ ΛΑΘΟΥΣ
α. Ενεγράφη λανθασμένα ο αριθμός πλαισίου του Οχήματος αφού ενεγράφη ο Αρ. 1J8HDE8M75Y565973 αντί του σωστού Αρ. 1J8HDE8M65Y565883.»
[5] Δέστε παράγραφο 2(θ) της Απάντησης στην Υπεράσπιση.