ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

 

(Αρ. Αίτησης 26/2024)

 

 

 23 Ιανουαρίου 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ  ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΤΗ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

 

ΑΡ. ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 351/2018 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03.06.2024

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΜΑΡΙΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΤΗ

 

Αιτητή/Εφεσείοντα στο Εφετείο,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Καθ' ου η Αίτηση/Εφεσίβλητου στο Εφετείο.

 

____________________

 

Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή/Εφεσείοντα.

Δ. Κουρουσίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α',  για τον Καθ' ου η Αίτηση/Εφεσίβλητο.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

και θα δοθεί από τον Δαυίδ, Δ.

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         ΔΑΥΙΔ Δ.: Στις 14.09.2018, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε αγωγή σε βάρος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως εκπρόσωπου της Δημοκρατίας, ειδικότερα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λάρνακας (στο εξής «το Κτηματολόγιο»), μέσω της οποίας καταλογιζόταν στο ως άνω κυβερνητικό τμήμα ότι άσκησε τα καθήκοντα του λανθασμένα, κατά παράβαση του νόμου και αμελώς, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς στον ενάγοντα. Το παράπονο του ενάγοντα αφορούσε το γεγονός ότι το Κτηματολόγιο αποδέχθηκε και ενέκρινε την κατάθεση συμφωνίας αγοράς διαμερίσματος εκ μέρους του, ενώ γνώριζε και/ή όφειλε να γνωρίζει ότι για το ίδιο διαμέρισμα υπήρχε ήδη κατατεθειμένο στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας άλλο πωλητήριο έγγραφο (συμφωνία αντιπαροχής), παραλείποντας να πληροφορήσουν τον ενάγοντα, ως όφειλαν και/ή είχαν καθήκον να πράξουν, ότι το συγκεκριμένο διαμέρισμα είχε ήδη πωληθεί σε τρίτο πρόσωπο.

         Η ως άνω απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο, το οποίο, στις 03.06.2024, απέρριψε σχετική έφεση του ενάγοντα (Πολιτική Έφεση Αρ.351/2018).  Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ορθή την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε αμέλεια εκ μέρους του Κτηματολογίου κατά την κατάθεση της συμφωνίας ημερομηνίας 24.10.2007, εφόσον καμία νομοθετική πρόνοια δεν επέβαλλε καθήκον να ενημερώσει τον εφεσείοντα για τις προηγούμενες καταχωρίσεις. Έκρινε, επίσης, πως ούτε με βάσει το Άρθρο 172 του Συντάγματος, μπορούσε να στοιχειοθετεί αμέλεια.

         Ακολούθησε η καταχώριση της υπό συζήτηση αίτησης, μέσω της οποίας επιζητείται η εξασφάλιση άδειας για την υποβολή αίτησης εκδίκασης από το Ανώτατο Δικαστήριο «Νομικών Θεμάτων» που προκύπτουν από την ως άνω απόφαση του Εφετείου, δυνάμει του  άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024.

         Ο Καθ' ου η Αίτηση καταχώρισε ένσταση, προτάσσοντας ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται με το άρθρο 9(3)(γ) του ως άνω νόμου. Αποτελεί θέση του ότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια και/ή επάρκεια τα νομικά θέματα τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, ενώ η Αίτηση δεν συμμορφώνεται με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023, ειδικότερα με τον Κανονισμό 9(2)(α)(iv). Προτάσσεται, επίσης, ότι δεν υπάρχει ανάγκη ορθής ερμηνείας του άρθρου 7 του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου (Κεφ.232), ως προς τις συνέπειες κατάθεσης σύμβασης πώλησης ακινήτου στο Κτηματολόγιο, του Άρθρου 172 του Συντάγματος και του άρθρου 51A του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224.

         Το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964, προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:

         «..................................................................................................

(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη  πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

 

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

         Ως προκύπτει από το λεκτικό του ως άνω άρθρου, τα νομικά θέματα τα οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιλύσει, πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και θα πρέπει να συναρτώνται:

-      με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή

-      με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή

-      με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή

-      ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή

-      ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.

 

          Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023, ειδικότερα μέσω του Κανονισμού 9(2)(α)(iv), προβλέπεται ότι στην αίτηση για τη χορήγηση άδειας θα πρέπει να επισυνάπτεται, μεταξύ άλλων, Έκθεση νομικών θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ στον Κανονισμό 9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί η άδεια.  Ως δε προβλέπεται στον Κανονισμό 14(1)(α), όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια, η Έκθεση νομικών θεμάτων που επισυνάπτεται στην αίτηση για χορήγηση άδειας,  θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση.

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι το νομικό ζήτημα θα πρέπει να είναι διατυπωμένο κατά τρόπο που να καθίσταται ευχερής η εξέταση του ως τούτο προβάλλεται.

          Τα νομικά θέματα, που σύμφωνα με τον Αιτητή προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου ως περιλαμβάνονται στη σχετική Έκθεση που συνοδεύει την Αίτηση, μεταφέρονται αυτούσια στην παρούσα. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι:

«Με βάση την απόφαση του Εφετείου προκύπτουν τα εξής νομικά θέματα:

1. (α) Περί του κατά πόσον υφίσταται ή όχι νομικό καθήκον εκ μέρους του Κτηματολογίου έναντι του καταθέτοντος τη σύμβαση αγοραπωλησίας ακινήτου αγοραστού (όπως ήταν η θέση του εφεσείοντα), είτε προς διασφάλιση της ειδικής εκτέλεσης η οποία προβλέπεται στον περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο Κεφ. 232, είτε τουλάχιστον προς ενημέρωσή του, ότι υφίσταται υπό μορφή εμπράγματου βάρους άλλη κατατιθέμενη σύμβαση αγοραπωλησίας του ακινήτου.

(β) Περί του κατά πόσο η αποδοχή εκ μέρους του Κτηματολογίου της κατάθεσης του αγοραπωλητηρίου εγγράφου δημιουργεί καθήκον ολοκλήρωσης ή εκτέλεσης ή εξασφάλισης της ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας έναντι του δεύτερου αγοραστή (όπως ήταν η περίπτωση του εφεσείοντα), κατά τον ίδιον τρόπο που δημιουργείται νομικό καθήκον έναντι του αρχικού αγοραστή του διπλοπωλουμένου ακινήτου.

(γ) Περί του κατά πόσον ισχύει κατά την πρακτική και διαδικασία ειδικής εκτέλεσης η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονός ότι στην περίπτωση του Κτηματολογίου η νομολογία έχει καθορίσει ότι ισχύουν οιωνεί οι αρχές του διοικητικού δικαίου.

(δ) Περί του κατά πόσον το άρθρο 51Α του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτέλεση) Νόμου Κεφ. 224) - το οποίο παρέχει σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαίωμα πρόσβασης στα Μητρώα του Κτηματολογίου - προκαλεί βάρος στους ώμους του αγοραστή ή δημιουργεί καθήκον σε αυτόν υποβολής αίτησης για παροχή πληροφορίας σε σχέση με οποιαδήποτε καταχώρηση στα μητρώα (σελ. 8 της απόφασης), πριν την κατάθεση ή την εκτέλεση ή την υπογραφή αγοραπωλητηρίου εγγράφου.

2.  Περί του κατά πόσον η ρύθμιση του άρθρου 172 του Συντάγματος επεκτείνεται και στις περιπτώσεις όπου ο Νόμος προβλέπει μεν συγκεκριμένη ενέργεια (όπως η κατάθεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου με βάση το άρθρο 7 του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου Κεφ. 232) αλλά η ενέργεια γίνεται κατά τρόπο πλημμελή και παρά τον νόμο. Επί του προκειμένου η θέση του εφεσείοντος είναι ότι δεν απαλλάσσεται ο Γενικός Εισαγγελέας και η Δημοκρατία από το καθήκον του άρθρου 172 του Συντάγματος για τον λόγο ότι η ζημιογόνα ενέργεια έγινε κατ' επίκληση ή κατ' εφαρμογή συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης. Εν κατακλείδι τίθεται ως ζήτημα περί του κατά πόσον η ύπαρξη επίκλησης νομοθετικής διάταξης ή η 'πλημμελής εφαρμογής της απαλλάσσει τη Δημοκρατία από το καθήκον έναντι του πολίτη με βάση το άρθρο 172 του Συντάγματος.»

 

Οι λόγοι για τους οποίους θα πρέπει να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια, σύμφωνα με τον Αιτητή, είναι ότι τα ως άνω νομικά θέματα αποτελούν ζήτημα μείζονος ενδιαφέροντος που αφορούν την προστασία δικαιωμάτων του αγοραστή κατά την αγοραπωλησία ακινήτου ιδιοκτησίας και χρήζουν νομικής ερμηνείας από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η ασφάλεια δικαίου, υποδεικνύεται, απαιτεί όπως διασαφηνιστεί η διαδικασία εκτέλεσης συμβάσεων αγοραπωλησίας ακινήτου ιδιοκτησίας, υπό την έννοια της αποκρυσταλλοποίησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, πωλητή και αγοραστή, αλλά και του εύρους των υποχρεώσεων, των εξουσιών και του καθήκοντος του Κτηματολογίου. Η επικύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο, υποστηρίζεται, καθιστά άνευ αντικειμένου την κατάθεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης σε περίπτωση κατά την οποία το ακίνητο έχει ήδη πωληθεί σε άλλον ή είναι ήδη αντικείμενο προγενέστερης κατάθεσης. Περαιτέρω, δημιουργείται ασάφεια και ανασφάλεια στις συναλλαγές, υπό την έννοια ότι μια τέτοια κατάθεση δεν συνεπάγεται εξασφάλιση του αγοραστή και δημιουργία νομικού καθήκοντος έναντι του από το Κτηματολόγιο. Προκειμένου να αρθεί αυτή η ανασφάλεια και η ασάφεια, υποδεικνύεται, επιβάλλεται η επέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Έχουμε μελετήσει με προσοχή τόσο το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης όσο και της εφετειακής απόφασης, υπό το φως των όσων εκτίθενται στην Έκθεση νομικών θεμάτων και στους λόγους για τους οποίους, κατά τον Αιτητή, θα πρέπει να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια. Λάβαμε επίσης υπόψη τις εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων όπως αυτές εκτίθενται στις γραπτές τους αγορεύσεις.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του ως αυτή προβλέπεται και οροθετείται στο άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/64, δεν εκδικάζει εκ νέου τους λόγους έφεσης λόγω της διαφωνίας ενός αιτητή με την απόφαση του Εφετείου. Η συγκεκριμένη δικαιοδοσία, ως κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί,  δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον, επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης (Αναφορικά με την Αίτηση Παναγιώτη Κλεοβούλου, Αίτ. Αρ. 6/2023, ημερ. 03.06.2024).

         Διαπιστώνεται, εξ' αρχής, ότι το σύνολο των προβαλλόμενων από την πλευρά του Αιτητή «νομικών θεμάτων», δεν συνοδεύονται με ανάλογη, ξεχωριστή αιτιολογία κατά τον τρόπο που προβλέπεται τούτο στον Κανονισμού 9(2)(α)(iv).  Παρά το πιο πάνω, έχοντας υπόψη τη σχετική Έκθεση, ως είναι διατυπωμένη, σε συνδυασμό θεωρούμενη με τους προβαλλόμενους από την πλευρά του Αιτητή λόγους για τους οποίους το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια, χωρίς επ' ουδενί να αποστασιοποιούμαστε από την κατ' επανάληψη διακηρυχθείσα θέση πως δεν είναι έργο του Ανώτατου Δικαστηρίου να αναδεικνύει νομικό ζήτημα, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 9(3)(γ), το οποίο ενδεχομένως θα μπορούσε να εγερθεί στη βάση μιας συγκεκριμένης εφετειακής απόφασης (βλ. Artio Designs Ltd v. Stephen Van Zutphen κ.α., Αρ. Αίτησης  2/2023, ημερ. 30.01.24), θα προχωρήσουμε στην εξέταση της αίτησης.  

         Προσεγγίζοντας το θέμα που προβάλλεται στο 1(α) ανωτέρω, εντοπίζεται ότι μέσω του προωθούνται δύο ξεχωριστά ζητήματα. Αφενός, γίνεται επίκληση καθήκοντος του Κτηματολογίου έναντι του καταθέτοντος τη σύμβαση αγοραστού, προς διασφάλιση της ειδικής εκτέλεσης μιας σύμβασης αγοραπωλησίας ακινήτου, και αφετέρου, καθήκοντος του Κτηματολογίου για ενημέρωση του καταθέτοντος τη σύμβαση αγοραπωλησίας, ότι υφίσταται υπό μορφή εμπράγματου βάρους, άλλη κατατιθέμενη σύμβαση.

         Τα ως άνω θέματα, προωθούνται  από την πλευρά του Αιτητή με ένα γενικό και αόριστο τρόπο. Δεν προσδιορίζεται από την πλευρά του, με την σαφήνεια και επάρκεια που απαιτείται, σε ποια ειδικότερη διάταξη νόμου, πρόνοια ή αρχή δικαίου εδράζονται ή προκύπτουν τα ως άνω επικαλούμενα από τον ίδιο καθήκοντα του Κτηματολογίου έναντι του αγοραστή ακινήτου, επί των οποίων, μάλιστα, η συζήτηση απολήγει να είναι μείζονος ενδιαφέροντος. Ούτε τίθεται οποιαδήποτε αιτιολογία προς υποστήριξη κάθε πτυχής του διττού πιο πάνω ζητήματος, η οποία, σε συνάρτηση πάντα με τον λόγο της απόφασης του Εφετείου, θα καθιστούσε αναγκαία  την αιτούμενη παρέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Με τον ίδιο ασαφή και ελλιπή τρόπο, χωρίς την παράθεση οποιασδήποτε αιτιολογίας,  προβάλλεται το ζήτημα που περιγράφεται στο 1(β) της Έκθεσης. Προέκταση εν πολλοίς του ζητήματος που αποτυπώνεται στο 1(α), όχι μόνο δεν προσδιορίζεται η νομική βάση ή η γενικότερη αρχή δικαίου, στη βάση της οποίας θα μπορούσε να συζητηθεί το επικαλούμενο καθήκον ολοκλήρωσης ή εκτέλεσης ή εξασφάλισης της ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας έναντι του δεύτερου αγοραστή, ταυτόχρονα, δεν διευκρινίζεται σε ποιόν αναλογεί το πιο πάνω  προβαλλόμενο από την πλευρά του Αιτητή, καθήκον. 

         Η επίκληση στο ζήτημα που πιο πάνω αριθμείται ως 1(γ), κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, συνοδευόμενης με το ερώτημα κατά πόσο αυτή ισχύει κατά την πρακτική και διαδικασία της ειδικής εκτέλεσης, αφίσταται επίσης από την προβλεπόμενη στο σχετικό Κανονισμό αναγκαία διατύπωση. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που τούτο επαρκώς προσδιοριζόταν και συνοδευόταν με το ανάλογο αιτιολογικό, με δεδομένο ότι το ζήτημα δεν απασχόλησε στο πλαίσιο της εφετειακής απόφασης, θα απέληγε σε μια συζήτηση ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.  

         Στο σημείο 1(δ) της Έκθεσης των Νομικών Θεμάτων του Αιτητή, επιζητείται η άδεια για συζήτηση του θέματος κατά πόσο το άρθρο 51Α του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ.224, «προκαλεί βάρος στους ώμους του αγοραστή ή δημιουργεί καθήκον σε αυτόν υποβολής αίτησης για παροχή πληροφορίας σε σχέση με οποιαδήποτε καταχώρηση στα μητρώα [.] πριν την κατάθεση ή την εκτέλεση ή την υπογραφή αγοραπωλητήριου εγγράφου»

         Με κάθε σεβασμό, το πιο πάνω ζήτημα δεν προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου. Στην εν λόγω απόφαση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 51Α, αναφέρθηκε στη δυνατότητα και το δικαίωμα κάθε ενδιαφερόμενου προσώπου να έχει πρόσβαση στα μητρώα του Κτηματολογίου, προκειμένου να έχει πληροφόρηση σε οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με οποιαδήποτε καταχώρηση σε αυτά τα μητρώα, για ακίνητο που τον ενδιαφέρει. Δεν εναπόθεσε οποιοδήποτε βάρος ή ευθύνη στους ώμους του αγοραστή ή οποιουδήποτε τρίτου να προβούν σε τέτοιο διάβημα «πριν την κατάθεση ή την εκτέλεση ή την υπογραφή αγοραπωλητήριου εγγράφου». Με τούτο σαν δεδομένο, δεν βλέπουμε πώς θα δικαιολογείτο η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας για συζήτηση του ως άνω  ζητήματος από το Ανώτατο  Δικαστήριο στη βάση του άρθρου 9(3)(γ) του Ν. 33/2964.

         Αποτελεί τέλος θέση του Αιτητή, ως προβάλλεται στο σημείο 2 της Έκθεσης νομικών θεμάτων που επισυνάπτεται στην αίτηση, ότι με βάση την απόφαση του Εφετείου, προκύπτει νομικό θέμα «κατά πόσον η ρύθμιση του άρθρου 172 του Συντάγματος επεκτείνεται και στις περιπτώσεις όπου ο Νόμος προβλέπει μεν συγκεκριμένη ενέργεια (όπως η κατάθεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου με βάση το άρθρο 7 του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου Κεφ. 232) αλλά η ενέργεια γίνεται κατά τρόπο πλημμελή και παρά τον νόμο».  Ζήτημα, ως εισηγείται, μείζονος ενδιαφέροντος, που αφορά την προστασία των αγοραστών στις περιπτώσεις αγοραπωλησίας ακινήτων και ως εκ τούτου θα πρέπει να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια. Πέραν του γεγονότος ότι στην απόφαση του Εφετείου, δεν προκύπτει ζήτημα παράνομης ή πλημμελούς πράξης από το Κτηματολόγιο καθ' ον χρόνο το τελευταίο ενεργούσε ως οι πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας κατά τον χρόνο που ο Αιτητής άσκησε το δικαίωμα του για καταχώρηση στο Κτηματολόγιο αγοραπωλητήριου εγγράφου που ο ίδιος συνήψε, ούτε η πλευρά του Αιτητή επιχείρησε να επεξηγήσει και να προσδιορίσει τον επικαλούμενο από την πλευρά του πλημμελή και παρά τον νόμο τρόπο εκτέλεσης εκ μέρους του Κτηματολογίου, μιας εκ του νόμου προβλεπόμενης ενέργειας.

         Ο χαρακτηρισμός ενός θέματος από μέρους του Αιτητή ως ζήτημα μείζονος ενδιαφέροντος, δεν οδηγεί, αυτοματοποιημένα, σε έγκριση αιτήματος του είδους. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ως έχει σημειωθεί, τα ζητήματα τα οποία προκρίνονται παρουσιάζονται συγκεχυμένα, γενικά και αόριστα, κατά τρόπο που δεν τεκμηριώνονται οι προϋποθέσεις παροχής άδειας για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.

         Πέραν όμως από την ως άνω αδυναμία, καθοριστική για την πορεία της υπό συζήτηση αίτησης, θα πρέπει παράλληλα να σημειωθεί πως μέσω της αιτούμενης άδειας, αυτό που εύκολα διαπιστώνεται, είναι  η επιθυμία της πλευράς του Αιτητή και η παρότρυνση προς τούτο του Δικαστηρίου, ουσιαστικά να επιτρέψει μία εκ νέου συζήτηση του νομικού πλαισίου και των ζητημάτων που απασχόλησαν τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και το Εφετείο. Κατ' ουσία, ότι επιχειρείται μέσω της παρούσας Αίτησης, είναι το   επανάνοιγμα της υπόθεσης και η εκ νέου συζήτηση των ως άνω θεμάτων, ενόψει προφανώς της διαφωνίας του Αιτητή με την απόφαση του Εφετείου. Τούτο, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024.

         Στη βάση όλων όσων πιο πάνω αναφέρονται, αποτελεί κατάληξη μας ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.  

         Η Αίτηση απορρίπτεται.

         Επιδικάζονται υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή €2.500.- έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

        

                                                                                                                                                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                                   Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                                    Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο