ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.240/2016)

 

 

  13 Ιανουαρίου 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

1.   ΜΑΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2.   ΣΑΒΒΑ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

1.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2.   ΑΚΗ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

____________________

 

    Γ. Πασιάς για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

    Ι. Τσιντίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α., εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με 16 λόγους έφεσης, οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Εφεσίβλητου 2, Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά τον ουσιώδη χρόνο, για αποζημιώσεις για κακόβουλη δίωξη, αναφορικά με ποινική υπόθεση που καταχωρίστηκε εναντίον τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.

 

Οι Εφεσείοντες ήταν αστυνομικοί που υπηρετούσαν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στην Πάφο και είχαν καταγγελθεί ως εμπλεκόμενοι σε υπόθεση απόσπασης χρημάτων από αλλοδαπό, συριακής καταγωγής, ο οποίος, μεταξύ άλλων, φερόταν να υποσχόταν ψευδώς σε ομοεθνείς του ότι θα τους εξασφάλιζε άδεια παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, οι  Εφεσείοντες τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και συνελήφθηκαν.  Παρέμειναν υπό κράτηση για πέντε ημέρες και απολύθηκαν χωρίς να κατηγορηθούν, με το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Πάφου να διαβιβάζει σχετική έκθεση προς τη Νομική Υπηρεσία για τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης.

 

Στη Νομική Υπηρεσία, την υπόθεση χειρίστηκε αρμοδίως ο Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Σάββας Μάτσας, ο οποίος έδωσε γραπτή γνωμάτευση να μην διωχθούν ποινικά οι Εφεσείοντες.  Στη συνέχεια το φάκελο της υπόθεσης ανέλαβε ο Εφεσίβλητος 2, ο οποίος έδωσε οδηγίες όπως αμφότεροι οι Εφεσείοντες διωχθούν μαζί με τον αλλοδαπό.  Οι ενέργειες του Εφεσίβλητου 2 έγιναν καθ' ον χρόνο ο Γενικός Εισαγγελέας κ. Πέτρος Κληρίδης απουσίαζε από την Κύπρο και ο ίδιος εκτελούσε καθήκοντα Αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα.  Ο Γενικός Εισαγγελέας συνέπλευσε, στη συνέχεια, με την απόφαση του Εφεσίβλητου 2.  Όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, τελικός κριτής για την ποινική δίωξη των Εφεσειόντων ήταν ο Γενικός Εισαγγελέας Ακολούθησε η καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον των Εφεσειόντων.  Μετά από αριθμό αναβολών, δύο χρόνια μετά την καταχώριση της, ο Γενικός Εισαγγελέας την διέκοψε και οι Εφεσείοντες απαλλάγηκαν των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν. 

 

Στον Εφεσίβλητο 2 καταλογιζόταν ότι έλαβε την απόφαση για τη δίωξη των Εφεσειόντων κακόβουλα.  Ο Εφεσίβλητος 2 δεν γνώριζε τους Εφεσείοντες, κατά τους οποίους, ενήργησε ως ανωτέρω εξαιτίας των κάκιστων και εχθρικών σχέσεων που είχε με τον κ. Μάτσα.  Ο Γενικός Εισαγγελέας εναγόταν ως «υπεύθυνος για τις πράξεις και ή παραλείψεις των υπηρετών και ή οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας».  Με την δικογραφία καταλογιζόταν και στον ίδιο κακόβουλη δίωξη, ωστόσο δεν αναφερόταν ονομαστικά στον τίτλο της αγωγής, όπως στην περίπτωση του Εφεσίβλητου 2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε, δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία των Εφεσειόντων και του κ. Μάτσα.  Αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 2 και του Γενικού Εισαγγελέα κ. Π. Κληρίδη. 

 

Στη συνέχεια επεσήμανε, όπως το έθεσε, ως «Προεξάρχον ζήτημα» για την απόφαση του, τη δυνατότητα απόδοσης ευθύνης στους Εφεσίβλητους για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των συνταγματικώς οριζόμενων καθηκόντων τους στο πλαίσιο της υπόθεσης.  Αποφάνθηκε ότι δεν υφίσταται τέτοια δυνατότητα, ότι οι εξουσίες των Εφεσίβλητων ήταν δικαστικώς ανέλεγκτες και, επομένως, ότι η αγωγή έχρηζε απόρριψης.

                                                                                            

Παρεμβάλλουμε ότι η κατάληξη αυτή προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 5.  Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας «δεν έχουν οποιαδήποτε ασυλία σε θέματα που αφορούν τη διάπραξη αστικών αδικημάτων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των κατά το Σύνταγμα και το νόμο».

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την ενώπιον του μαρτυρία κατέληξε ότι οι Εφεσείοντες «απέτυχαν να αποδείξουν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων οποιαδήποτε έκφανση της απαίτησης τους εναντίον των [Εφεσίβλητων], συμπεριλαμβανομένης και εκείνης περί κακόβουλης δίωξης».

 

Στις εφέσεις, κατά κανόνα εξετάζονται πρώτα οι λόγοι που αφορούν στη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων.  Μόνο αφότου αποκρυσταλλωθούν τα γεγονότα, προκύπτει η όποια ανάγκη ενασχόλησης με νομικά θέματα.  Στην παρούσα όμως υπόθεση, όπου ότι η δίωξη των Εφεσειόντων εγκρίθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος ακολούθησε την κρίση του Εφεσίβλητου 2 που ενεργούσε ως αναπληρωτής του, θα πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τον προαναφερθέντα λόγο έφεσης 5, αφού, στην περίπτωση που συμφωνήσουμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτό θα σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τους λόγους που αφορούν στο τρόπο με τον οποίον οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν.  Και η έφεση θα υπόκειται σε απόρριψη χωρίς άλλο.

 

Στο του Μέρους VI του Συντάγματος, «Περί των Ανεξάρτητων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας», στο Κεφάλαιο I  υπό τον τίτλο: «Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας» εμπεριέχονται οι σχετικές πρόνοιες.

 

Το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος διαλαμβάνει ότι:

 

«Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνηται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσσει δίωξιν καθ' οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι' οιονδήποτε αδίκημα. Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκείται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι' υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού».

 

 

 

 

Το Άρθρο 114 του Συντάγματος διαλαμβάνει ότι:

 

«1. Ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας έχει την εξουσίαν και ασκεί τας υπηρεσίας και τα καθήκοντα, άτινα κανονικώς εμπίπτουσιν εις την αρμοδιότητα του αξιώματός του. Ούτος ωσαύτως δύναται να ασκεί πάσαν εξουσίαν και να εκτελεί πάσαν υπηρεσίαν ή καθήκον εμπεπιστευμένον εις τον γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του Συντάγματος ή των νόμων υποκείμενος εις τας οδηγίας του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.

 

2.  Ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας αναπληροί τον γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας εν τη ενασκήσει των καθηκόντων αυτού εν περιπτώσει απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος αυτού».

 

 

    Το ανέλεγκτο της συνταγματικής εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα απασχόλησε από τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας.  Στην Xenophontos v. The Republic, through the Minister of the Interior (1961) 2 R.S.C.C. 89, 92-3, σε σχέση με την άρνηση του Γενικού Εισαγγελέα να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον δύο αστυνομικών που καταγγέλθηκαν από πολίτη, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι η εξουσία του για την έναρξη των ποινικών διώξεων δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος δεν ελέγχεται κάτω από το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος.

 

    Στην Γενικός Εισαγγελέας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 105, 110-111, (πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), αφού εξηγείται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας στην Κύπρο είναι ανεξάρτητος λειτουργός της Πολιτείας, αναφέρεται ότι οι αποφάσεις του στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του όπως καθορίζονται στο Κεφάλαιο I του Μέρους VI του Συντάγματος δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

 

    Η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ.89/2018, ημερ.1.11.2018, αφορούσε σε έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για άδεια για να καταχωρίσει αίτηση για προνομιακό ένταλμα certiorari για την ακύρωση της υπό του Γενικού Εισαγγελέα αναστολής της ποινικής δίωξης εναντίον δύο κατηγορούμενων σε ιδιωτική ποινική υπόθεση που είχε καταχωρίσει εναντίον τους η εφεσείουσα.  Είχαν εγερθεί από την εφεσείουσα ζητήματα παραβίασης των δικαιωμάτων της δυνάμει του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α. και  Άρθρου 30 του Συντάγματος.

 

 

 

    Η Ολομέλεια απεφάνθη ότι:

 

«Είναι πάγια θεμελιωμένη αρχή ότι οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, δεν υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση με προνομιακό ένταλμα Certiorari (Δέστε: Ellinas v. Republic (1989) 1 CLR, 17 και Αίτηση της Kaya (2010) 1 ΑΑΔ, 1887).

 

Εν πάση περιπτώσει, όπως ήδη αναφέραμε, η Εφεσείουσα δεν κάλεσε το δικαστήριο να αποκλίνει από την προηγούμενη πάγια νομολογία του επί του θέματος.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμόν παράβασης διαφόρων άρθρων της ΕΣΔΑ και ειδικά του άρθρου 6 και του Άρθρου 30 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, που κατοχωρώνουν το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στο δικαστήριο, παρατηρούμε ότι παρόμοια περίπου θέματα τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου και στην Πολιτική Έφεση αρ. 131/17, ημερ. 17.5.2018, και απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια.  Με αναφορά στην υπόθεση Kaya (ανωτέρω) η Ολομέλεια κατέληξε ότι δεν μπορούσε να γίνει λόγος για τέτοια κατ΄ ισχυρισμόν καταστρατήγηση εξαιτίας της άσκησης των συνταγματικών προνομίων του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Στην Kaya (ανωτέρω) εκτός από την επιβεβαίωση της θεμελιωμένης αρχής ότι οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα δεν υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση με προνομιακό ένταλμα Certiorari, τονίστηκε ότι η ανέλεγκτη κρίση του Γενικού Εισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά είτε παραβίαση του προαναφερόμενου Άρθρου 30 του Συντάγματος, είτε των προαναφερομένων άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είτε του Κυρωτικού Νόμου 39/1962.  Σχετική με τα υπό εξέταση θέματα είναι και η υπόθεση Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ, 7.  Συναφώς παρατηρούμε ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ είναι το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στο δικαστήριο και όχι οποιοδήποτε ουσιαστικό δικαίωμα σε συγκεκριμένες υποθέσεις».

 

 

    Η αναφερόμενη στο πιο πάνω απόσπασμα Πολ. Έφ. Αρ.131/2017, αφορούσε σε έφεση κατόπιν άρνησης άδειας για καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα certiorari για ακύρωση της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα να μην δώσει άδεια για καταχώριση έφεσης σε ιδιωτική ποινική υπόθεση, όπως προνοείται από το άρθρο 131(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Η Ολομέλεια παρέπεμψε σε απόσπασμα από την Kaya (σελ.1892-3) ότι:

 

«Ο Γενι­κός Εισαγγελέας είναι, δυνάμει του Συντάγματος, εμπιστευμένος με την εξουσία δίωξης, κατά την κρίση του (Άρθρο 113.2). Η εξου­σία αυτή υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που προνοούνται από το Σύνταγμα. Για τους σκοπούς του Άρθρου 113.2, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο κριτής του δημοσίου συμφέροντος.

 

Η άσκηση της εξουσίας που παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα από το Άρθρο 113 δεν εμπίπτει ούτε στη σφαίρα του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος διότι είναι στενά συνδεδεμένη με δικαστικές διαδικασίες (Δέστε: Xenofontos, ανωτέρω και Kyriakides, ανωτέρω, και συναφώς, Καρατσής v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 201).

 

Είναι προφανές, επομένως, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ανέ­λεγκτη εξουσία να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή δια­κόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη εναντίον οποι­ουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία, για οποιοδήποτε αδίκημα, εφόσον, κατά την κρίση του, αυτό είναι προς το δημόσιο συμφέ­ρον.  Το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή, σ' αυτή την περίπτωση, κρίνεται από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η κρί­ση του δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο είτε με προνομιακό ένταλμα, είτε δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

 

    Στην Ιωαννίδη κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1442, 1453, η Πλήρης Ολομέλεια αποφάσισε ότι η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην Egmez v. Cyprus (Appl. No. 30873/96) ότι οι διωκτικές αρχές οφείλουν να διεξάγουν τις αναγκαίες ποινικές έρευνες, με την οποία και καταδικάστηκε η Κυπριακή Δημοκρατία για παράλειψη διεξαγωγής  έρευνας στην υπόθεση εκείνη, δεν  επηρεάζει τις εν ισχύι συνταγματικές πρόνοιες του Άρθρου 113, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν από τη νομολογία και τη μη υπαγωγή τους στον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας.

 

    Πολύ πρόσφατα, στην πολύκροτη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας, Αρ. Αιτ.1/2024, ημερ.18.9.2024 (για απόλυση του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας) η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, υπενθύμισε ότι «το δε ανέλεγκτο της κρίσης του, ως το Άρθρο 113.2 διαλαμβάνει, αναγνωρίστηκε και επιβεβαιώθηκε κατ' επανάληψη από τη νομολογία μας».

 

(Βλ. ακόμα Κωνσταντινίδης (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 310, 315, Γενικός Εισαγγελέας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 630, 637, (πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) και Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, 200).

    Στην εργασία του Λ. Λουκαΐδη, «Ο Θεσμός του Γενικού Εισαγγελέως εν Κύπρω», 1974, σελ.44-5, σε σχέση με την αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα «. να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνηται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσσει δίωξιν καθ' οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι' οιονδήποτε αδίκημα.» δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, αναφέρεται ότι:

 

«Εν τη ασκήσει των εν λόγω εξουσιών ο Γενικός Εισαγγελεύς ενεργεί κατ΄ελευθέραν εκτίμησιν.  Εν άλλοις λόγοις επαφίεται εις αυτόν να αποφασίζη, κατά την κρίσιν του, περί της ασκήσεως των εξουσιών τούτων αναφορικώς με εκάστην συγκεκριμένην υπόθεσιν.  Τούτο, φυσικά, δεν σημαίνει ότι ο Γενικός Εισαγγελεύς δύναται να ενεργή κατ΄αρέσκειαν ή αυθαιρέτως.  Η ελευθέρα αυτού κρίσις δέον να ασκήται μετά διακρίσεως βάσει των γεγονότων εκάστης περιπτώσεως με γνώμονα πάντοτε - ως ρητώς προβλέπει το σχετικόν άρθρον του Συντάγματος - τας απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος.

 

Η εν λόγω διακριτική ευχέρεια του Γενικού Εισαγγελέως δεν υπόκειται εις τον έλεγχον των δικαστηρίων, ήτοι, ούτος δεν είναι υπόλογος έναντι οιουδήποτε δικαστηρίου διά την ορθότητα ή σκοπιμότητα των αποφάσεών του εν τη ασκήσει των εν λόγω εξουσιών του ως π.χ. διά την διακοπήν οιασδήποτε ποινικής διαδικασίας κ.λ.π. είναι όμως υπόλογος έναντι της πολιτείας δι΄οιανδήποτε εκ μέρους του αυθαιρεσίαν.  Ούτος υπόκειται εις απόλυσιν, υπό του αρμοδίου κατά το Σύνταγμα οργάνου, δι΄οιανδήποτε αυτού ενέργειαν συνιστώσαν ανάρμοστον συμπεριφοράν».

.

 

    Καταλήγουμε ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, στη βάση της οποίας αποφασίστηκε η ποινική δίωξη των Εφεσείοντων, δεν ελέγχεται δικαστικά και επομένως η αγωγή τους έχρηζε απόρριψης, όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

    Ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.  Ως αποτέλεσμα, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης. 

 

    Όπως αναφέρθηκε στην Kaya (σελ.1893):

 

«Ενόψει των προαναφερομένων δεν μπορεί να επιτύχει οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης. Δεν μπορεί να θεωρηθεί δηλαδή ότι η ανέλεγκτη κρίση του Γενικού Εισαγγελέα συνιστά είτε παραβίαση των προαναφερομένων άρθρων του Συντάγματος, είτε της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ή του Κυρωτικού Νόμου 39/1962. Δεν μπορεί η εξουσία και η κρίση του Γενικού Εισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 113.2, να είναι αφενός ανέλεγκτη δικαστικά και αφετέρου τα δικαστήρια να την υποβάλλουν στην κρίση τους και να καταλήγουν σε συμπέρασμα ότι, με την απόφασή του, ο Γενικός Εισαγγελέας παραβίασε άρθρα του Συντάγματος ή του Νόμου».

 

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

€4.000 έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

 

 

 

                    `                                     Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                         Ι. Ιωαννίδης, Δ.      

 

                                                          Α. Δαυίδ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο