ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.236/2016)
13 Ιανουαρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσείουσας,
ν.
1 ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΣΤΕΛΛΑ ΛΤΔ,
2. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ
ΚΛΑΔΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΣΤΕΚΕΚ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
____________________
Μ. Παπακώστα (κα) για Μελίνα Καραολιά (κα), για την Εφεσείουσα.
Στ. Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η εταιρεία Frakapor Logistics Ltd ήταν εξουσιοδοτημένη να αντιπροσωπεύει την Εφεσίβλητη 1, εταιρεία εισαγωγής αυτοκινήτων και εξαρτημάτων, και να ενεργεί για λογαριασμό της ως τελωνειακός πράκτορας. Η Εφεσίβλητη 1 εισήγαγε εμπορεύματα στη Δημοκρατία και υπέβαλε μέσω της Frakapor δύο διασαφήσεις, για να τεθούν τα εμπορεύματα υπό καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας και ανάλωσης στη Δημοκρατία, δηλαδή να εκτελωνιστούν. Οι διασαφήσεις έγιναν αποδεκτές από την Εφεσείουσα και βεβαιώθηκε ο εισαγωγικός δασμός, φόρος κατανάλωσης, πρόσθετος φόρος κατανάλωσης και Φ.Π.Α. που αναλογούσε και ήταν στο σύνολο €14.095,96 (Λ.Κ.8.250). Το ποσό πληρώθηκε από την Frakapor με δικές της επιταγές. Η Εφεσείουσα εξέδωσε δύο αποδείξεις. Και ενώ τα εμπορεύματα τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και παραλήφθηκαν από την Εφεσίβλητη 1, οι επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες, δεν τιμήθηκαν και η Εφεσείουσα ουδέποτε εισέπραξε το ποσό.
Η αξίωση της Εφεσείουσας για την είσπραξη του ποσού στρεφόταν και εναντίον της Εφεσίβλητης 2, ως εγγυήτριας για την πληρωμή των επιταγών της Frakapor. Η εναντίον της αξίωση επίσης απορρίφθηκε, όμως η έφεση εναντίον της Εφεσίβλητης 2 έχει αποσυρθεί και η πτυχή της πρωτόδικης απόφασης που την αφορά δεν θα μας απασχολήσει. Την περίπτωση της αφορούσαν οι λόγοι έφεσης 4 και 5 που απορρίφθηκαν. Παρέμειναν οι λόγοι έφεσης 1-3 που αφορούν την Εφεσίβλητη 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομοθεσία που διέπει τα τελωνειακά θέματα, που όμως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει, αφού το ουσιώδες, στη βάση των νόμων και κανονισμών, εύρημα του ότι για την πληρωμή του επίδικου ποσού ευθύνη είχε και το πρόσωπο εκ μέρους του οποίου οι διασαφήσεις είχαν κατατεθεί, δηλαδή η Εφεσίβλητη 1, δεν προσβάλλεται με αντέφεση.
Παρεμβάλλουμε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ευθύνη είχε και ο διασαφιστής, δηλαδή η Frakapor, που προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 1 ως εσφαλμένη, δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει επί της ουσίας του, αφού η διαπιστωθείσα ευθύνη της Frakapor δεν αναιρεί και δεν επηρεάζει την ευθύνη της Εφεσίβλητης 1, που εδώ ενδιαφέρει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι «Από τις πρόνοιες της νομοθεσίας και των σχετικών κανονισμών που παρατέθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι για την πληρωμή της τελωνειακής και της άλλης οφειλής ευθύνη έχουν αλληλέγγυα τόσο ο διασαφιστής (Frakapor Logistics Ltd) όσο και το πρόσωπο εκ μέρους του οποίου κατατίθεται η διασάφηση, δηλαδή [η Εφεσίβλητη 1]». Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται ως αλυσιτελής.
Προχώρησε στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο και διαμόρφωσε ως το καταλυτικό ερώτημα που είχε για να αποφασίσει, το κατά πόσο η Εφεσείουσα με την αποδοχή των επιταγών της Frakapor, την έκδοση των δύο αποδείξεων χωρίς επιφύλαξη δικαιωμάτων και την αποδέσμευση των εμπορευμάτων, εμποδίζεται από του να απαιτεί το ποσό από την Εφεσίβλητη 1. Για τους λόγους που εξήγησε, κατέληξε ότι οι επιταγές λήφθηκαν ανεπιφύλακτα προς εξόφληση της επίδικης οφειλής και απέρριψε την αξίωση εναντίον της Εφεσίβλητης 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στο περιεχόμενο των δύο αποδείξεων που η Εφεσείουσα εξέδωσε, ανέφερε ότι η Εφεσείουσα είχε λάβει τις επιταγές «σημειώνοντας επ' αυτών ότι παρέλαβε επιταγές καταγράφοντας και τους αριθμούς τους, και σε κάποια σημεία τη λέξη (cash) μετρητά, καταλήγοντας σε μηδενικό υπόλοιπο». Με το λόγο έφεσης 2, η Εφεσείουσα διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η λέξη «cash» αντιστοιχεί στη λέξη «μετρητά».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε εξέλαβε ότι η Εφεσείουσα είχε πληρωθεί σε μετρητά ή ότι οι επιταγές μετατράπηκαν ποτέ σε μετρητά. Απλά αναφέρθηκε στο τι αναγραφόταν στις αποδείξεις και δικαίως απέδωσε την αγγλική λέξη «cash» με την ελληνική λέξη «μετρητά». Ο λόγος έφεσης 2 είναι αβάσιμος, αλλά και άνευ σημασίας και επομένως απορρίπτεται.
Ουσιαστικός είναι ο λόγος έφεσης 3 με τον οποίο προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα είχε αποδεχτεί τις επιταγές προς εξόφληση της οφειλής και χωρίς επιφύλαξη δικαιωμάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 3 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ.262, σημειώνοντας ότι στην κανονική πορεία των πραγμάτων, ο πιστωτής διατηρεί το δικαίωμα του να απαιτήσει την είσπραξη του χρέους για το οποίο εκδόθηκε μια επιταγή, εάν δεν πληρωθεί κατά την παρουσίαση της. Καθοδηγήθηκε στη συνέχεια από τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 31η έκδ., Τομ.1, παραγρ.21-074 μέχρι 21-078, καταλήγοντας ότι είναι ζήτημα γεγονότων σε κάθε περίπτωση κατά πόσο οι επιταγές είχαν ληφθεί από τον πιστωτή ανεπιφύλακτα προς εξόφληση της οφειλής, αρχίζοντας από τη θέση ότι μια επιταγή λαμβάνεται έναντι ή προς εξόφληση χρέους υπό τον όρο ότι θα τιμηθεί. Ωστόσο, στη βάση των επιμέρους γεγονότων της υπόθεσης, όπως τα εκτίμησε, κατέληξε ότι η Εφεσείουσα είχε παραλάβει τις επιταγές ανεπιφύλακτα προς εξόφληση της οφειλής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης προσομοιάζουν με τα γεγονότα στις Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Επαγγελματικών Κλάδων και Επιχειρηματιών Κύπρου (ΣΤΕΚΕΚ) Λτδ κ.ά. ν. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων, Πολ. Εφ. Αρ.210/2012 και 211/2012, ημερ.14.4.2020 το σκεπτικό της οποίας υιοθετήθηκε στη συνέχεια στις Pop Life Electric Shops Ltd κ.ά. ν. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων, Πολ. Εφ. Αρ.30/2015 και 45/2015, ημερ.18.9.2023 και στη Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων ν. Titan Office Furniture Ltd, Πολ. Έφ. Αρ.340/2015, ημερ.18.6.2024.
Στη (ΣΤΕΚΕΚ) Λτδ αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, που βρίσκουμε να ισχύουν απόλυτα και στις περιστάσεις της παρούσας:
«Το άρθρο 74(1) του Κοινοτικού Κώδικα καθιστά δυνατή τη χορήγηση άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης μόνον εφόσον έχει εκπληρωθεί μία από δύο προϋποθέσεις. Της καταβολής του ποσού της τελωνειακής οφειλής ή της σύστασης εγγύησης για το ποσό. Αναμφίβολα η καταβολή του ποσού της τελωνειακής οφειλής ξοφλά την τελωνειακή οφειλή, όμως το γεγονός ότι με τη σύσταση εγγύησης μπορεί να χορηγηθεί άδειας παραλαβής δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στο συμπέρασμα ότι η πρόνοια εξισώνει τη σύσταση της εγγύησης με την καταβολή του ποσού της τελωνειακής οφειλής και κατ' ακολουθία την εξόφληση της. Η σύσταση της εγγύησης συνιστά, όπως υποδηλώνει το λεκτικό του άρθρου 47 του Νόμου, εξασφάλιση της τελωνειακής οφειλής, που συνεπώς παραμένει υπαρκτή και πληρωτέα προς το δημόσιο. Προδήλως, οι πρόνοιες για σύσταση εγγύησης αποσκοπούν στη διευκόλυνση του εμπορίου και δεν νοείται να στόχευαν στην προβολή εμποδίων ή στη δημιουργία δυσχέρειας στη διεκδίκηση εκ μέρους του δημοσίου εισαγωγικού δασμού και φόρου προστιθέμενης αξίας που καθορίστηκαν.
Δεν αποδεχόμαστε ότι στην προκείμενη περίπτωση ο εισαγωγικός δασμός και ο φόρος προστιθέμενης αξίας που καθορίστηκαν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξοφλήθηκαν για το λόγο ότι έγινε αποδοχή πληρωμής τους με επιταγές, έστω και με δεδομένη την αντίληψη της Εφεσίβλητης ήταν ότι αυτές ήταν εγγυημένες προς πληρωμή από τη Συνεργατική Εταιρεία έναντι της οποίας εκδόθηκαν. Αναγνωρίζουμε πως η ανάληψη υποχρέωσης τίμησης μιας επιταγής από τον τραπεζικό οργανισμό έναντι του οποίου εκδίδεται, καθιστά την πληρωμή ασφαλή για σκοπούς εμπορικής πρακτικής, ωστόσο δεν αποδεχόμαστε πως εισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας που επιβάλλονται δυνάμει νόμου και καθίστανται οφειλόμενοι στο δημόσιο μπορούν να θεωρηθούν ότι εξοφλήθηκαν με την παραλαβή επιταγών, έστω εγγυημένων, χωρίς αυτές να έχουν τιμηθεί, κατά τον ίδιο τρόπο που, όπως έχουμε πιο πάνω σημειώσει με αναφορά στο Chitty on Contracts, η αποδοχή αμετάκλητης πίστωσης δεν συνιστά απόλυτη πληρωμή στον πιστωτή έτσι που να απαλλάσσει τον χρεώστη. Ούτε το γεγονός ότι μετά την παραλαβή των «εγγυημένων» επιταγών τα αγαθά της Εφεσείουσας 1 τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση στη Δημοκρατία απολήγει στο ότι ο εισαγωγικός δασμός και ο φόρος προστιθέμενης αξίας εξοφλήθηκαν. Αυτός είναι ο σκοπός της παροχής της εγγύησης σε όλες τις περιπτώσεις όπως προνόησε η νομοθεσία».
Καταλήγουμε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα είχε παραλάβει τις επιταγές ανεπιφύλακτα προς εξόφληση της επίδικης οφειλής ήταν εσφαλμένο και ο λόγος έφεσης 3 επιτυγχάνει.
Ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε την Εφεσίβλητη 1 κατά τη συζήτηση της έφεσης αναγνώρισε ότι τα γεγονότα των υποθέσεων είναι πανομοιότυπα και οι πιο πάνω αυθεντίες καθοδηγητικές, εισηγήθηκε ωστόσο ότι η επίδικη περίπτωση διακρίνεται στη βάση ότι εδώ η Εφεσίβλητη 1 πλήρωσε την Frakapor μετά την έκδοση των σχετικών αποδείξεων πληρωμής από την Εφεσείουσα και την εκτελώνιση των εμπορευμάτων. Προβάλλεται δηλαδή η θέση ότι η Εφεσείουσα κωλύεται από του να διεκδικεί το ποσό στη βάση της συμπεριφοράς της που εξώθησε την Εφεσίβλητη 1 να πληρώσει την Frakapor.
Στην Pop Life είχε εξηγηθεί ότι πρέπει να υφίστανται γεγονότα που να μπορούν να υποστηρίξουν τέτοια θέση, που να έχει και δεόντως δικογραφηθεί. Αναφέρθηκε ότι:
«Σε σχέση με τη θέση για κώλυμα στη βάση της συμπεριφοράς της Εφεσίβλητης, παρατηρούμε ότι ούτε στο περίγραμμα, ούτε στην αγόρευση των δικηγόρων της Pop Life, εξηγείται πώς η τελευταία είχε ενεργήσει, στη βάση της συμπεριφοράς της Εφεσίβλητης, διαφοροποιώντας τη θέση της προς βλάβη της. Τέτοια διαφοροποίηση της θέσης του μέρους προς βλάβη του, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίκληση κωλύματος, όπως υποδεικνύεται και στην Ιωάννου ν. Οργ. Χρημ. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1522, 1527, στην οποία παρέπεμψαν οι δικηγόροι της και η οποία υιοθετήθηκε πρόσφατα στην Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ, Πολ. Έφ Αρ.201/2014, ημερ.19.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D191.
Διαφοροποίηση της θέσης της Pop Life σε βλάβη της, θα μπορούσε ίσως να τεκμηριωθεί εάν, έχοντας διαπιστώσει ότι τα εμπορεύματα της είχαν τεθεί σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας η Pop Life προχωρούσε στην καταβολή του σχετικού ποσού στη Logistics. Να θεωρούσε δηλαδή ότι, εφόσον τα εμπορεύματα της είχαν παραδοθεί, η σχετική τελωνειακή οφειλή είτε είχε καταβληθεί, είτε ήταν εγγυημένη και επομένως, μπορούσε να πληρώσει τη Logistics, αισθανόμενη βεβαιότητα ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να κληθεί να πληρώσει εκ νέου για τα ίδια εμπορεύματα την Εφεσίβλητη, παρά την υποχρέωση της ως εισαγωγέα και το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου κατατέθηκαν οι σχετικές διασαφήσεις. Τέτοιος ισχυρισμός δεν υπήρχε στην Έκθεση Υπεράσπισης της».
Εν προκειμένω, οι δύο αποδείξεις που εξέδωσε η Εφεσείουσα ήταν ημερ.9.6.2004 και 14.6.2004, ενώ η Εφεσίβλητη 1 κατέβαλε προς την Frakapor τα σχετικά ποσά την 10.6.2004 και 15.6.2004 αντίστοιχα. Οι πληρωμές λοιπόν της Εφεσίβλητης 1 προς την Frakapor είχαν γίνει μετά την έκδοση των αποδείξεων και της εκτελώνισης. Ωστόσο, ζήτημα ότι η Εφεσίβλητη βασίστηκε στην έκδοση των αποδείξεων ή στο γεγονός της εκτελώνισης και ενεργώντας εις βλάβην της πλήρωσε τη Frakapor, δεν εγειρόταν με το δικόγραφο της Υπεράσπισης της Εφεσίβλητης 1 και επομένως δεν θα μπορούσε να είχε απασχολήσει πρωτόδικα και, κατ' ακολουθία, ούτε και κατ' έφεση.
Η έφεση εναντίον της Εφεσίβλητης 1 επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση στην έκταση που αφορά την Εφεσίβλητη 1 παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης 1 για το ποσό των €14.095,96 με νόμιμο τόκο από 15.6.2004 και έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
Περαιτέρω, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης 1 €3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Α. Δαυίδ, Δ.