ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 231/24)
13 Ιανουαρίου, 2025
[Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALBINA KORSAK ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (EX TEMPORE) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12/12/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 566/2024 ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΘΗΚΕ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΠΟΦΑΣΗΣ.
Γ. Κουτρής, για Symeon Pogosian LLC, για την Αιτήτρια.
...................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση η Αιτήτρια ζητά άδεια για την καταχώριση δια κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται και ή παραμερίζεται η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 12.12.2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Απαίτηση Αρ. 566/2024 με την οποία εκδόθηκαν προσωρινά διατάγματα εναντίον της.
Τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν με την ως άνω ενδιάμεση απόφαση στο πλαίσιο αίτησης για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Με τα υπό κρίση διατάγματα η Αιτήτρια (εκεί καθ' ης) διατάσσεται να παύσει να χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται το τοιχίο περίφραξης επί του επίδικου ακινήτου των εκεί αιτητών, να μετακινήσει και απομακρύνει τα μπάζα και άλλα υλικά τα οποία η Αιτήτρια χρησιμοποιεί για την επιχωμάτωση και τα οποία βρίσκονται κατά μήκος του τοιχίου περίφραξης και να απαγορεύει τη διαφυγή από το ακίνητο της και την εισροή στο ακίνητο των αιτητών διαφόρων υλικών όπως πέτρες, βράχους, σκόνες, νερά και λάσπες και γενικά να παύσει να επεμβαίνει παράνομα εντός του εν λόγω ακινήτου, μέχρι την τελική εκδίκαση της Απαίτησης. Ο χρόνος συμμόρφωσης καθορίστηκε σε 45 μέρες από την επίδοση.
Στην Έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την Αίτηση, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε με έκδηλη παρανομία, καθ' υπέρβαση εξουσίας, κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και συνεπεία ουσιαστικών και νομικών παραλείψεων και σφαλμάτων.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η Αιτήτρια έχουν συνοπτικά ως εξής:
(i) Κατόπιν της καταχώρισης της Απαίτησης αρ. 566/2024, στις 17.6.2024 οι εκεί ενάγοντες - αιτητές καταχώρισαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, της οποίας διετάχθη η επίδοση και ορίστηκε γι' αυτόν τον σκοπό στις 2.7.2024.
(ii) Η Απαίτηση και η μονομερής αίτηση επιδόθηκαν στην Αιτήτρια, εκεί εναγόμενη, και στις 20.6.2024 οι ένορκες δηλώσεις επίδοσης κατατέθηκαν στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης.
(iii) Στις 26.6.2024 η Αιτήτρια καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης.
(iv) Στις 2.7.2024 που η αίτηση για τα προσωρινά διατάγματα ήταν ορισμένη για επίδοση, οι δικηγόροι των δύο πλευρών εμφανίστηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου το οποίο και όρισε την αίτηση στις 8.7.2024 για Α.Δ.Ο. για να καταχωριστούν χρονοδιαγράμματα εκδίκασης της.
(v) Κατά το στάδιο των Α.Δ.Ο. στις 9.7.2024 οι δύο πλευρές απέστειλαν μηνύματα μέσω του συστήματος προτείνοντας κοινό χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της αίτησης, με την καταχώριση ένστασης, γραπτών αγορεύσεων και από τις δύο πλευρές και ορισμού της αίτησης για ακρόαση στις 20.12.2024.
(vi) Έκτοτε οι δικηγόροι της Αιτήτριας δεν έλαβαν οποιαδήποτε ενημέρωση για την υπόθεση, μέχρι και τις 12.12.2024 που έλαβαν γνώση για την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων.
(vii) Εν τω μεταξύ, στις 15.10.2024 οι δικηγόροι των εκεί αιτητών καταχώρισαν επιστολή για την απόσυρση τους από δικηγόροι τους, χωρίς να υπήρχε οποιοσδήποτε χειρισμός αυτής από το Δικαστήριο μέσω του συστήματος.
(viii) Ο λόγος για τον οποίο η Αιτήτρια δεν είχε ενημέρωση για την αίτηση ήταν η παράλειψη αποχαρακτηρισμού στο σύστημα της αίτησης ως μονομερούς και εγγραφής της ως δια κλήσεως, ούτως ώστε η πλευρά της Αιτήτριας να είχε πρόσβαση στη διαδικασία της αίτησης όπως αυτή διεκπεραιωνόταν μέσω του συστήματος από το Δικαστήριο.
(ix) Στις 12.12.2024 που ήταν τελικώς ορισμένη η αίτηση για ακρόαση, και όπως αναφέρεται στην απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των αιτητών αλλά όχι της Αιτήτριας (καθ' ης). Το κατώτερο Δικαστήριο ανέφερε επίσης πως η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση κατόπιν επίδοσης της στην Αιτήτρια η οποία είχε εμφανιστεί στη διαδικασία μέσω δικηγόρου και στις 9.7.2024 καθορίστηκε εκ συμφώνου, μέσω μηνυμάτων στο σύστημα, χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της αίτησης. Το κατώτερο Δικαστήριο ανέφερε ακόμα πως στις 9.7.2024 η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση στις 12.12.2024 και οι μόνοι που εμφανίστηκαν ήταν οι αιτητές αυτοπροσώπως οι οποίοι ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι η δικηγόρος τους έπαυσε να τους εκπροσωπεί. Προς τούτο, όπως ανέφερε το κατώτερο Δικαστήριο, εντοπίστηκε στο σύστημα σχετική ειδοποίηση της δικηγόρου. Το κατώτερο Δικαστήριο παρατήρησε πως για την Αιτήτρια δεν υπήρχε εμφάνιση ούτε και κάποιο μήνυμα μέσω του συστήματος, δεν λήφθηκε οποιοδήποτε διάβημα από αυτά που περιλήφθηκαν στο χρονοδιάγραμμα και πως οι αιτητές ζήτησαν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Ακολούθως το Δικαστήριο εξέτασε τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60 και εξέδωσε τα εν λόγω διατάγματα.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018 περιέχει το ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).
Στην πρόσφατη υπόθεση, Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής v. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:
«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)."»
Επιπλέον, έχει νομολογιακά αναγνωριστεί ότι η μη παροχή στον επηρεαζόμενο της ευκαιρίας να ακουστεί, όταν από τη φύση της διαδικασίας, τού αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα, αποτελεί κλασική περίπτωση παραβίασης των αρχών φυσικής δικαιοσύνης. Σχετικά παραπέμπω στην υπόθεση In re Loucis P. Loucaides (1986) 1 C.L.R. 154.
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται πως δεν έλαβε οποιαδήποτε ενημέρωση για τον ορισμό της αίτησης για ακρόαση και ανέμενε ότι το ζήτημα της απόσυρσης των δικηγόρων των αιτητών θα τύγχανε χειρισμού από το Δικαστήριο κατά την προτεινόμενη ημερομηνία ορισμού της αίτησης για ακρόαση, ήτοι στις 20.12.2024.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, είναι σαφές ότι ενώ η Αιτήτρια εμφανίστηκε και συμμετείχε στη διαδικασία της αίτησης για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων και εισηγήθηκε συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα μέχρι και την ακρόαση της αίτησης, δεν ενημερώθηκε από το Δικαστήριο για τις σχετικές οδηγίες και για την ημερομηνία ορισμού της για ακρόαση, η οποία ήταν προγενέστερη από αυτή που είχαν εισηγηθεί οι δύο πλευρές. Διαφαίνεται επίσης ότι η μη ενημέρωση της Αιτήτριας οφείλεται σε λανθασμένο χειρισμό του συστήματος από πλευράς Δικαστηρίου. Με αυτά τα δεδομένα, διαφαίνεται πως η αίτηση προχώρησε σε ακρόαση στην απουσία της Αιτήτριας, χωρίς αυτή να είχε ενημερωθεί δεόντως για την ημερομηνία ακρόασης και να της είχε δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί, με αποτέλεσμα την έκδοση διαταγμάτων εναντίον της στην απουσία της.
Αυτά τα δεδομένα καταδεικνύουν συζητήσιμη υπόθεση ως προς την παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, ήτοι το δικαίωμα της ακρόασης, που προβλέπεται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Σχετική είναι η υπόθεση Γρηγορίου v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1224.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα - βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Εταιρειών Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535. Στη Stavros Hotels Aprt. Ltd κ.ά. (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 389, αναφέρθηκε ότι η εξέταση νομικού σφάλματος εμφανούς στο πρακτικό συνιστά εξαιρετική περίσταση που καθιστά δυνατή τη χορήγηση άδειας, παρά το διαθέσιμο άλλων θεραπειών.
Η Αιτήτρια εισηγείται ότι δεν έχει στη διάθεση της εναλλακτικό ένδικο μέσο για τον έλεγχο της νομιμότητας της υπό κρίση απόφασης. Υπάρχει όμως το άρθρο 32(2) του Ν.14/60, το οποίο παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε ενδιάμεσο διάταγμα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32(1), καθ' οιονδήποτε χρόνο και αφού αποδειχθεί εύλογη αιτία, να ακυρώσει ή τροποποιήσει τέτοιο διάταγμα.
Αυτή η νομοθετική πρόνοια έτυχε εξέτασης στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της IKOS CIF Ltd (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 421, στην οποία λέχθηκε ότι ακόμη και ένα μονομερές εκδοθέν προσωρινό διάταγμα το οποίο καθίσταται εκ συμφώνου απόλυτο, δύναται να τροποποιηθεί ή ακυρωθεί ανάλογα με τις περιστάσεις, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 32(2) του Ν.14/60. Στην εν λόγω υπόθεση έγινε παραπομπή στην υπόθεση Avila Management Services κ.ά. v. Stepanek a.o. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1403 και στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος.»
Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η υπόθεση Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Black Sea Shipping Co. κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 625, στην οποία τονίστηκε η εξουσία του Δικαστηρίου να ακυρώσει προσωρινό διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί σε βάση αγωγής η οποία εκ των υστέρων διεφάνη ανύπαρκτη. Ενώ οι ενάγοντες εισηγήθηκαν πως το διάταγμα έπρεπε να επιδοθεί στους εναγόμενους οι οποίοι θα μπορούσαν να δείξουν λόγο για την ακύρωση του, το Δικαστήριο εξάσκησε την εξουσία που του παρείχε το άρθρο 32(2) προς διαφύλαξη του κύρους του Δικαστηρίου και της αξιοπιστίας της δικαστικής διαδικασίας.
Παραμένει το ζήτημα κατά πόσο συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που θα καθιστούσαν ορθό και δίκαιο να χορηγηθεί η άδεια, παρά τη διαθεσιμότητα εναλλακτικού ένδικου μέσου. Η Αιτήτρια εισηγείται πως οι εξαιρετικές περιστάσεις αφορούν στη δραστικότητα των διαταγμάτων και του σύντομου χρόνου εκτέλεσης αυτών.
Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν τέτοιες ιδιαίτερες περιστάσεις οι οποίες να δικαιολογούν τη χορήγηση άδειας. Συνεκτιμώντας τη φύση των διαταγμάτων και τον χρόνο που δόθηκε για συμμόρφωση με αυτά, καθώς επίσης τη δυνατότητα λήψης ένδικων μέτρων για ακύρωση και ή αναστολή ισχύος αυτών με αίτημα για σύντομη εκδίκαση λόγω ακριβώς του τεθέντος χρόνου συμμόρφωσης, θεωρώ ότι θα παρείχετο ικανός χρόνος για να απευθυνθεί η Αιτήτρια στο κατώτερο Δικαστήριο για οποιαδήποτε θεραπεία προς προστασία των δικαιωμάτων της.
Ως εκ τούτου η Αίτηση απορρίπτεται.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ