ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.209/2016)
22 Ιανουαρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΣ ΑΚΑΜΑ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. CROWN RESORTS LIMITED,
2. N & A HOTELS LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
____________________
Ι Παπαζαχαρία με Β. Καραγιαννίδη για Ιωάννης Παπαζαχαρία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, Τριτοδιάδικοι στην πρωτόδικη διαδικασία,[1] με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάστηκε εναντίον τους και υπέρ των Εφεσίβλητων, Εναγόμενων, το ποσό των €48.761,81.
Το 1990 οι Εφεσείοντες[2] ενέκριναν αίτηση της Εφεσίβλητης 2 εταιρείας για την ανέγερση ξενοδοχείου στον Κόλπο των Κοραλλίων και της επέβαλαν £6.560 δικαιώματα ύδρευσης. Την 1.2.2000 οι δύο μέτοχοι της Εφεσίβλητης 2, πώλησαν τις μετοχές τους στην Εφεσίβλητη 1 εταιρεία. Στη συμφωνία τους προβλεπόταν ότι οι μέχρι την ημερομηνία της πώλησης υποχρεώσεις της Εφεσίβλητης 2 θα βάραιναν τους πωλητές. Το 2002 οι Εφεσείοντες εξετάζοντας πολεοδομική άδεια για επέκταση του ξενοδοχείου η ανέγερση του οποίου είχε αρχίσει, απαίτησαν δικαιώματα/τέλη σύνδεσης υδατοπρομήθειας στη βάση χρέωσης £27.000 και, εφόσον είχε ήδη καταβληθεί το ποσό των £6.560, τη διαφορά των £20.440. Οι Εφεσίβλητες, αντιλαμβανόμενες, όπως προέβαλαν, ότι άρνηση τους να πληρώσουν θα συνεπαγόταν διακοπή της υδατοπρομήθειας, πλήρωσαν το ποσό και το απαίτησαν με αγωγή[3] από τους πωλητές στη βάση ότι συνιστούσε υποχρέωση των τελευταίων. Δικαιώθηκαν πρωτόδικα με το σκεπτικό ότι η ορθή χρέωση το 1990, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του δημοτικού μηχανικού του Δήμου, έπρεπε να ήταν £27.000 και όχι £6.560. Οι πωλητές κατέβαλαν το ποσό της απόφασης στους Εφεσίβλητους, καταχώρισαν όμως και έφεση.
Η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη κατ' έφεση (Χ''Ανδρέου κ.ά. ν. Crown Resorts Ltd κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ.2208). Αποφασίστηκε ότι (σελ.2213-4):
«Δεν είναι, όμως, με αυτό τον τρόπο που λειτουργεί το ζήτημα της επιβολής φόρων, δικαιωμάτων κλπ. Η επιβολή τους προϋποθέτει επ' αυτού απόφαση η οποία, ως εκτελεστή διοικητική πράξη, υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δεν νοείται η ύπαρξη τέτοιας φορολογικής φύσης οφειλής χωρίς επί τούτου απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Εν προκειμένω, υπήρχε μαρτυρία μόνο για μια απόφαση, αυτή για το ποσό των £6.560. Αυτή ήταν παραδεκτή, και επιμαρτυρείται και από την αξίωση εκείνου του ποσού εγγράφως από τότε, την πληρωμή του και τη συνακόλουθη έκδοση της άδειας οικοδομής.
Οι υπολογισμοί του δημοτικού μηχανικού και του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είναι υποκατάστατο. Δεν συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη επιβολής τέτοιων δικαιωμάτων και δεν επάγονται υποχρέωση πληρωμής. Όταν η Συμφωνία των μερών αναφέρεται σε ευθύνη των εφεσειόντων για φόρους ή τέλη εμφανώς παραπέμπει σε φόρους ή τέλη αρμοδίως επιβληθέντων και εδώ δεν έχουμε τέτοια διοικητική απόφαση για ποσό £27.000».
Κατ' ακολουθία της εφετειακής απόφασης, οι πωλητές με την επίδικη αγωγή απαίτησαν το ποσό που είχαν καταβάλει στις Εφεσίβλητες. Οι τελευταίες αξίωσαν πλήρη συνεισφορά για όποιο ποσό καλούνταν να τους καταβάλουν από τους Εφεσείοντες, τους οποίους συνένωσαν ως Τριτοδιάδικους. Στη βάση των παραδοχών της Υπεράσπισης των Εφεσιβλήτων εκδόθηκε απόφαση υπέρ των πωλητών και εναντίον τους. Στη συνέχεια εκδικάστηκε η αξίωση των Εφεσιβλήτων εναντίον των Εφεσειόντων (Τριτοδιάδικων) και εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση.
Το κύριο αντικείμενο της πρωτόδικης απόφασης αφορούσε στα δικαιώματα/τέλη σύνδεσης υδατοπρομήθειας που ζητήθηκε να πληρωθούν το 2002 και πληρώθηκαν από τις Εφεσίβλητες στους Εφεσείοντες. Προέβαλαν τη θέση ότι, στη βάση της εφετειακής απόφασης, οι Εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν να τους ζητήσουν να καταβάλουν και να εισπράξουν από αυτές το ποσό των £20.440, αφού, όπως διαπιστωνόταν στην εφετειακή απόφαση, δεν υπήρχε απόφαση που να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη επιβολής τέτοιων δικαιωμάτων.
Όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφετειακή απόφαση δεν δημιουργούσε δεδικασμένο σε σχέση με τους Εφεσείοντες που δεν ήταν διάδικο μέρος στην αγωγή των Εφεσίβλητων εναντίον των πωλητών, ούτε και στην έφεση σε αυτή. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι αυτό που αποφασίστηκε ήταν ότι δεν είχε ληφθεί απόφαση από την Επαρχιακή Διοίκηση ή το Δήμο στους χρόνους που οι πωλητές θα είχαν ευθύνη για να πληρώσουν και συγκεκριμένα το ζήτημα για το οποίο αποφάνθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο είχε ληφθεί τέτοια απόφαση το 1990. Όπως αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση: «Οι [πωλητές] είχαν ευθύνη για, μεταξύ άλλων, φόρους που είχαν επιβληθεί και εκκρεμούσαν.» και «Υποτίθεται, επομένως, ότι η απόφαση του Επάρχου, το 1990, ήταν για £27.000. Εν τούτοις, δεν προσκομίστηκε τέτοια απόφαση».
Δηλαδή, όταν οι πωλητές πώλησαν τις μετοχές τους, την 1.2.2000, δεν υπήρχε υποχρέωση καταβολής του περαιτέρω ποσού των £20.440, αφού ό,τι είχε επιβληθεί, με την απόφαση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήταν χρέωση £6.560 και καμιά απόφαση για χρέωση £27.000 δεν υφίστατο.
Στην αγωγή που η παρούσα έφεση αφορά, η επί των γεγονότων θέση των Εφεσειόντων δεν ήταν ότι η απόφαση του 1990 ήταν για £27.000, αλλά ότι τον Αύγουστο του 2002 λήφθηκε νέα απόφαση από το Συμβούλιο του Δήμου Πέγειας για επιβολή του ορθού ποσού δικαιωμάτων/τελών για τη σύνδεση και σε αυτή τη βάση απαιτήθηκε να πληρωθεί το επιπλέον ποσό των £20.440.
Συγκεκριμένα, στην Υπεράσπιση τους οι Εφεσείοντες, πέραν της θέσης ότι δεν ήταν μέρος στις διαδικασίες μεταξύ των Εφεσίβλητων και των πωλητών και ότι η απόφαση στην έφεση δεν δημιουργούσε άμεση υποχρέωση επιστροφής του ποσού των δικαιωμάτων/τελών στους Εφεσίβλητους, προέβαλαν τη θέση ότι τον Αύγουστο του 2002 λήφθηκε απόφαση, σύμφωνα με τους ισχύοντες Κανονισμούς,[4] όπως επιβληθούν στις Εφεσίβλητες τέλη σύνδεσης £100 για τις 270 υφιστάμενες κλίνες δηλαδή £27.000 και εφόσον είχαν πληρωθεί £6.560 να απαιτηθεί το υπόλοιπο των £20.440.
Ήταν η μαρτυρία του δημοτικού μηχανικού του Δήμου ότι στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης για επέκταση του ξενοδοχείου με ακόμη 132 κλίνες, διαπιστώθηκε ότι κατά τη χορήγηση της αρχικής άδειας για 270 κλίνες, για κάποιο λόγο που δεν διακριβώθηκε, δεν είχε επιβληθεί το ορθό τέλος σύνδεσης των £100 ανά κλίνη, δηλαδή £27.000. Το ζήτημα τέθηκε από τον ίδιο σε συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου και ακολούθησε η επιστολή του Δημάρχου προς την Εφεσίβλητη 1, ημερ.13.8.2002 με την οποία απαιτήθηκε το ποσό των £20.440, δεδομένου ότι οι £6.560 είχαν καταβληθεί από το 1990 (και ακόμα £13.200 για την επέκταση κατά 132 κλίνες). Στην επιστολή αναγραφόταν ότι το Δημοτικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει την επιβολή του ποσού, ωστόσο στα σχετικά πρακτικά ημερ.12.8.2002 που παρουσιάστηκαν, διαφαινόταν ότι ενώ ο δημοτικός μηχανικός πράγματι είχε ενημερώσει το Συμβούλιο, δεν επιμαρτυρείτο η λήψη απόφασης για την επιβολή οιωνδήποτε δικαιωμάτων ή τελών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε ότι είχε ληφθεί τέτοια απόφαση. Δεν υπήρξε απόφαση των Εφεσειόντων, δηλαδή εκτελεστή διοικητική πράξη, για επιβολή των δικαιωμάτων για το ποσό των £20.440, το οποίο δεν μπορούσε να ζητηθεί και να εισπραχθεί νομίμως. Οι Εφεσίβλητες, όπως περαιτέρω διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, είχαν συμμορφωθεί με την απαίτηση υπό το καθεστώς της απειλής διακοπής της υδροδότησης και, έχοντας την εσφαλμένη εντύπωση που τους δημιούργησε η επιστολή απαίτησης των Εφεσειόντων ότι είχε προηγηθεί απόφαση του Συμβουλίου του Δήμου Πέγειας, κρίθηκε ότι δικαιολογούνταν να κινηθούν δικαστικά εναντίον των πωλητών. Οι Εφεσείοντες, πέραν του ποσού των €34.923,81 (£20.440) κρίθηκαν υπόλογοι να πληρώσουν και το ποσό των €13.838 που οι Εφεσίβλητες είχαν επιβαρυνθεί στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών που έγιναν και είχαν πληρώσει στους πωλητές.
Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 προσβάλλουν ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ανυπαρξίας διοικητικής πράξης επιβολής δικαιωμάτων/τελών για το ποσό των £20.440. Προέχει, όμως, η εξέταση ζητημάτων αναφορικά με τη δικογράφιση της βάσης της αξίωσης των Εφεσίβλητων.
Με το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης 1 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εξέδωσε απόφαση βασιζόμενο σε μη δικογραφημένες θέσεις και ότι η απόφαση του ήταν αναιτιολόγητη. Επιχειρηματολογείται ότι η αξίωση εδραζόταν στην εφετειακή απόφαση και μόνο. Στην παρ.5 της Έκθεσης Απαίτησης εναντίον των Τριτοδιάδικων ό,τι δικογραφείτο ήταν πως:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 21/12/2011 στην Πολιτική Έφεση 327/2008 παραμέρισε την ως άνω απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι τριτοδιάδικοι (Δήμος Πέγειας) δεν ενομιμοποιούντο να ζητήσουν από τους εναγόμενους πληρωμή του ποσού των Λ.Κ. 20.440 ως δικαιώματα/τέλη σύνδεσης με την υδατοπρομήθεια του Δήμου Πέγειας διότι τούτα επιβλήθηκαν χωρίς να υπάρχει απόφαση που να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη επιβολής τέτοιων δικαιωμάτων και επομένως η είσπραξη των ανωτέρω τελών από τον Δήμο Πέγειας (τριτοδιαδίκους) ήταν παράνομη ή και αντικανονική και έγινε καθ' υπέρβαση εξουσίας».
Υποστηρίζουν οι Εφεσείοντες ότι η βάση της αξίωσης των Εφεσίβλητων, όπως την δικογράφησαν, ήταν δικαίωμα που τους δίδεται συνεπεία της εφετειακής απόφασης. Τέτοια αξίωση, αναφέρουν, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία αυτεπάγγελτα να εξετάσει άλλη βάση αγωγής. Είναι υπό αυτή την έννοια που θεωρούν την εκδοθείσα απόφαση και αναιτιολόγητη.
Η φράση «Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου» που προηγείτο του κειμένου ότι «οι τριτοδιάδικοι (Δήμος Πέγειας) δεν ενομιμοποιούντο να ζητήσουν από τους εναγόμενους πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.20.440 ως δικαιώματα/τέλη σύνδεσης με την υδατοπρομήθεια του Δήμου Πέγειας διότι τούτα επιβλήθηκαν χωρίς να υπάρχει απόφαση που να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη επιβολής τέτοιων δικαιωμάτων», απέληγε στο ότι αυτό που οι Εφεσίβλητες προέβαλαν ήταν ισχυρισμό ότι η εφετειακή απόφαση επέφερε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Δεν προέβαλαν αυτοτελή ισχυρισμό, ως βάση της αξίωσης τους, ότι το ποσό επιβλήθηκε χωρίς να έχει οποτεδήποτε ληφθεί απόφαση που να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη επιβολής τέτοιων τελών ή δικαιωμάτων.
Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, η εφετειακή απόφαση, ακόμα και αν ήταν δεσμευτική για τους Εφεσείοντες, ό,τι αυτή αποφάσισε ήταν ότι δεν υπήρξε εκτελεστή διοικητική πράξη επιβολής τέτοιων δικαιωμάτων στους χρόνους πριν από την πώληση των μετοχών της Εφεσίβλητης 2, από τους πωλητές στην Εφεσίβλητη 1. Επομένως η επίκληση της δεν στοιχειοθετούσε, χωρίς άλλο, βάση αγωγής των Εφεσίβλητων εναντίον των Εφεσειόντων.
Επειδή, πέραν της υπεράσπισης ότι η εφετειακή απόφαση δεν δημιουργούσε άμεση υποχρέωση επιστροφής του ποσού των δικαιωμάτων/τελών στους Εφεσίβλητους, προβλήθηκε και η περαιτέρω θέση ότι υπήρξε μεταγενέστερη απόφαση του Συμβουλίου, τον Αύγουστο του 2002, για την επιβολή δικαιωμάτων/τελών, αυτό δεν δημιουργούσε, στην απουσία δικογράφισης ανάλογης βάσης αξίωσης στην Έκθεση Απαίτησης των Εφεσίβλητων, πρόσθετη ή περαιτέρω αιτία αγωγής που θα επετύγχανε εφόσον η προβαλλόμενη στην Υπεράσπιση θέση δεν αποδεικνυόταν.
Ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει. Καθίσταται, επομένως, αχρείαστη η ενασχόληση μας με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Επιθυμούμε τέλος να προβούμε σε παρατήρηση σε σχέση με το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης. Σε αυτή μεταφέρεται ολόκληρο το κείμενο της επικαλούμενης εφετειακής απόφασης, ολόκληρη η Έκθεση Απαίτησης των Εφεσιβλήτων εναντίον των Εφεσειόντων, ολόκληρη η Υπεράσπιση των Εφεσειόντων και το μεγαλύτερο μέρος της Απάντησης των Εφεσιβλήτων. Η ακροαματική διαδικασία δεν ήταν μακρά. Η μαρτυρία ήταν σύντομη και τα πρακτικά περιορίστηκαν στις 16 σελίδες. Κατέληξε, ωστόσο, η απόφαση να καταλαμβάνει 63 σελίδες.
Η μεταφορά αποσπασμάτων από τη δικογραφία, τη μαρτυρία ή την επιχειρηματολογία των μερών, εξυπηρετεί όταν έχει σημασία να υποδειχθεί ο τρόπος που δικογραφήθηκε κάτι, τι επακριβώς προσφέρθηκε ως μαρτυρία ή πώς υποστηρίχθηκε μια θέση. Δεν είναι πρόσφορη μέθοδος ώστε να αποφεύγεται η σύνοψη των εκδοχών, η περιγραφή της ουσιώδους μαρτυρίας ή η ανάδειξη των εισηγήσεων των μερών. Η δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ευανάγνωστη και να εισαγάγει τα επίδικα θέματα χωρίς περιττές λεπτομέρειες που αποπροσανατολίζουν από την ουσία της επίδικης διαφοράς που το Δικαστήριο καλείται να επιλύσει.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσίβλητων, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο.
€3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσίβλητων.
` Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Τριτοδιάδικοι στην αγωγή ήταν ο Δήμος Πέγειας στου οποίου, τα δικαιώματα και υποχρεώσεις έχει, δυνάμει του περί Δήμων Νόμου του 2022, Ν.52(I)/2022, υπεισέλθει ο συσταθείς Δήμος Ακάμα.
[2] Μέχρι και το 1994 λειτουργούσαν ως Συμβούλιο Βελτιώσεως Πέγειας, οι δε άδειες οικοδομής εκδίδονταν από την Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου.
[3] Crown Resorts Ltd κ.ά. ν. Χ''Ανδρέου κ.ά., Αγωγή Αρ.778/2005, Ε.Δ. Λάρνακας.
[4] Οι περί Κυβερνητικού Υδατικού Έργου διά την υδατοπρομήθειαν της καθωρισμένης περιοχής του Κόλπου των Κοραλλίων του χωρίου Πέγεια Κανονισμούς του 1988, Κ.Δ.Π. 293/88, Καν.6(α)(i).