ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 205/2016)
9 Ιανουαρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ,
Εφεσείων/Ενάγων,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.
______________________________________________________________________
Μ. Κέστορος (κα) για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.
_______________________________________________________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
___________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ισχυρίστηκε ότι ήταν «νόμιμος κάτοχος και/ή νόμιμος δικαιούχος και/ή νόμιμος αδειούχος» τουρκοκυπριακού ακινήτου στο χωριό Κιβισίλι της επαρχίας Λάρνακας (στο εξής το επίδικο ακίνητο) και ασχολείτο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Συμφώνως της δικογραφημένης του θέσης, στις 13/10/2011 εκπρόσωποι του Εφεσίβλητου τον εκδίωξαν από κατοικία ευρισκόμενη στο επίδικο ακίνητο «αν και ο ενάγοντας επανειλημμένα ειδοποιούσε τον εναγόμενο ότι δεν κατείχε παράνομα την κατοικία και ότι την επισκεύασε ο ίδιος όταν διέμενε μαζί με τους γονείς του και για την επισκευή αυτή ξόδεψε πολλές χιλιάδες ευρώ». Με την αγωγή του αξίωνε αποζημιώσεις για την αξία του εξοπλισμού που ισχυρίζετο ότι είχε αφαιρεθεί από την οικία, καθώς και γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση, οχληρία και απώλεια χρήσης της οικίας, καθώς και αναγνωριστική απόφαση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε δικαίωμα να επεμβαίνει εντός του επίδικου ακινήτου.
Ο Εφεσίβλητος στην Υπεράσπιση του αρνήθηκε ότι ο Εφεσείων κατείχε νόμιμα την επίδικη οικία και υποστήριξε ότι η έξωση του, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης των προσωπικών του αντικειμένων, έγινε νομότυπα στη βάση απόφασης ημερ. 21/12/2010 της Ειδικής Επιτροπής για την παραχώρηση τουρκοκυπριακών οικιών στην επαρχία Λάρνακας και αφού ο Εφεσείων ειδοποιήθηκε γραπτώς.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσήχθηκε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές και το Δικαστήριο, αφού την αξιολόγησε, κατέληξε, σε σχέση με τα ουσιώδη γεγονότα που περιέβαλλαν την υπόθεση, μεταξύ άλλων και στα ακόλουθα ευρήματα:
· Το επίδικο ακίνητο και η κατοικία που βρίσκεται σε αυτό ήταν τουρκοκυπριακά και παραχωρήθηκαν στον πατέρα του Εφεσείοντα το 1989 από τον Έπαρχο Λάρνακας.
· Στην επίδικη οικία, από το 1989, διέμεναν ο πατέρας και η μητέρα του Εφεσείοντα μέχρι το θάνατό τους, το 2009 και 2007, αντίστοιχα.
· Μετά το θάνατο των γονέων του Εφεσείοντα, ο Εφεσείων συνέχισε να χρησιμοποιεί την κατοικία χωρίς άδεια από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.
· Η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας απέστειλε στον Εφεσείοντα επιστολές με τις οποίες του ζητούσε, μεταξύ άλλων, να παραδώσει κατοχή της κατοικίας διαφορετικά θα λαμβάνονταν μέτρα για την έξωσή του. Οι εν λόγω επιστολές παραλήφθηκαν από τον Εφεσείοντα.
· Ο Εφεσείων προέβη σε διάφορα διαβήματα και, μεταξύ άλλων, απέστειλε προς τον Έπαρχο επιστολή, καθώς και ιεραρχική προσφυγή με τις οποίες, μεταξύ άλλων, ζητούσε να του παραχωρηθεί το επίδικο ακίνητο. Τα διαβήματα αυτά δεν είχαν επιτυχία.
· Στις 13/10/2011 διενεργήθηκε από Λειτουργούς της Επαρχιακής Διοίκησης η έξωση του Εφεσείοντα από την επίδικη κατοικία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι η βάση και απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτύχουν οι θεραπείες που αξίωνε ο Εφεσείων, ήταν η απόδειξη δικαιώματος του για νόμιμη κατοχή του επίδικου ακινήτου, απέρριψε την αγωγή του στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Πέραν από τον αόριστο ισχυρισμό κατά την κυρίως εξέταση του ότι κατείχε άδεια κατοχής του επίδικου ακινήτου, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του δεν έχει τεκμηριωθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Δεν παρουσίασε στο Δικαστήριο την ισχυριζόμενη άδεια ενώ αυτό το οποίο διαφάνηκε από τη μαρτυρία είναι ότι το ακίνητο είχε παραχωρηθεί στον πατέρα του ο οποίος απεβίωσε το 2009 και ο ίδιος είχε κατοχή από το 2009 μέχρι την έξωση του. Το δικαίωμα επί του ακινήτου που παραχωρήθηκε από την Επαρχιακή Διοίκηση στον πατέρα του ήταν, θεωρώ, προσωποπαγές και δεν «μεταφέρθηκε» στον ίδιο με οποιοδήποτε τρόπο όταν ο πατέρας του απεβίωσε. Θεωρώ ότι ο Ενάγοντας γνώριζε ότι κανένα δικαίωμα δεν είχε επί του ακινήτου και γι' αυτό είχε προβεί σε διάφορα διαβήματα για να του παραχωρηθεί άδεια χρήσης του ακινήτου όμως όλα τα διαβήματα και προσπάθειες του απορρίφθηκαν από τις αρμόδιες αρχές. Με αυτά τα δεδομένα κρίνω ότι κανένα νόμιμο δικαίωμα δεν είχε να κατέχει ή να διαμένει στο επίδικο ακίνητο κατά τον επίδικο χρόνο. Ειδικότερα, δεν παρουσίασε κανένα έγγραφο παραχώρησης της επίδικης τουρκοκυπριακής περιουσίας προς όφελος του, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται ότι κατείχε αυτή παράνομα. Δεν διαβλέπω συνεπώς με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να επιτύχουν οι σχετικές αξιώσεις που εγείρει.
Εν αντιθέσει, κρίνω ότι η πλευρά του Εναγόμενου ενήργησε εντός των πλαισίων των δικαιωμάτων της για να ανακτήσει κατοχή του ακινήτου, εξασκώντας το σχετικό δικαίωμα που της παρέχεται ρητά από το άρθρο 15(3) του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 139/1991, και έχοντας προηγουμένως δώσει στον Ενάγοντα την προβλεπόμενη από το Νόμο γραπτή προειδοποίηση για την πρόθεση του για ανάκτηση κατοχής (Τεκμήρια 2 και 3).»
Με ένα λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης. Διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή, χωρίς να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι στο επίδικο ακίνητο ευρισκόταν η κατοικία και/ή η επαγγελματική στέγη του Εφεσείοντα τα οποία προστατεύονται τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε ο Εφεσίβλητος να είχε επέμβει σε αυτή χωρίς αιτιολογημένη προς τούτο και ειδική απόφαση Δικαστηρίου.
Αποτέλεσε θέση του Εφεσείοντα, όπως την προώθησε στη γραπτή του αγόρευση, ότι «αφ' ης στιγμής σε ένα Κράτος Δικαίου η αυτοδικία απαγορεύεται, μόνον τα Δικαστήρια της Δικαιοσύνης έχουν το δικαίωμα να διατάξουν την επέμβαση στο αναφαίρετο συνταγματικό αλλά και ανθρώπινο δικαίωμα του απαραβίαστου της κατοικίας» και ότι «δεν έχει σημασία εάν στην οικία ο πολίτης, του οποίου θίγεται το ως άνω δικαίωμα, διαμένει νομίμως ή αντισυμβατικώς ή με νόμιμη ή άνευ νομίμου αιτίας». Όπως υποστηρίχθηκε, δεν δύναται ούτε η Αστυνομία, ούτε ο ιδιοκτήτης να εισέλθει δια της βίας, χωρίς τη συγκατάθεση του «ενοικιαστή», και να τον εκδιώξει. Σε ό,τι δε αφορά την υπό συζήτηση περίπτωση, με δεδομένο ότι υπάλληλοι του Εφεσίβλητου εισήλθαν χωρίς τη συγκατάθεση του Εφεσείοντα και χωρίς εξουσιοδότηση ή διαταγή του Δικαστηρίου, ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι αδιαφόρησαν για την τήρηση του Νόμου και των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.
Το ερώτημα που πρέπει, εν προκειμένω, να απαντηθεί είναι απλό και έχει ως εξής: Από τη στιγμή που υπήρξε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων κανένα νόμιμο δικαίωμα δεν είχε να κατέχει ή να διαμένει στο επίδικο ακίνητο κατά τον επίδικο χρόνο, κατά πόσο ο Εφεσίβλητος είχε το δικαίωμα να ανακτήσει ο ίδιος την κατοχή του επίδικου ακινήτου χωρίς τη βοήθεια του Δικαστηρίου ή κατά πόσο όφειλε να αποταθεί στο Δικαστήριο και να εξασφαλίσει διάταγμα για την ανάκτηση της κατοχής του.
Θα πρέπει εξαρχής να επισημανθεί ότι, συμφώνως των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία δεν προσβάλλονται με την παρούσα Έφεση, η υπό κρίση περίπτωση δεν αφορά σε υπέρβαση του δικαιώματος κατοχής ακινήτου ώστε, με βάση τη σχετική νομολογία, να μην παρέχεται το δικαίωμα στον ιδιοκτήτη να ανακτήσει την κατοχή του άλλως παρά με διάταγμα του Δικαστηρίου.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 400, ο νόμος αναγνωρίζει κατάλοιπα δικαιώματος στον κάτοχο ώστε να επιβάλλεται η παρεμβολή της δικαστικής εξουσίας για την έξωση του. Στην εν λόγω υπόθεση, η αρχική κατοχή ήταν με βάση θέσμια ενοικίαση, την οποία είχε η μητέρα του ενάγοντα. Η μητέρα του ενάγοντα αποχώρησε οικειοθελώς αλλά ο γιός της (ενάγων) παρόλο ότι έχασε κάθε δικαίωμα κατοχής του διαμερίσματος επέμενε να μένει σ' αυτό. Οι εφεσείοντες που εβιάζοντο να πάρουν κενή κατοχή του διαμερίσματος για να προχωρήσουν στην κατεδάφιση και επανοικοδόμηση του όλου συμπλέγματος, κατεδάφισαν μέρος της σκάλας και της στέγης με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημιά σε κινητή περιουσία του εφεσίβλητου-ενάγοντα. Αναφορικά με το κατά πόσο ένας αρχικά νόμιμος κάτοχος που μετατρέπεται σε παράνομο μπορεί να εκδιωχθεί δια της βίας και όχι μέσω του Δικαστηρίου, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελ. 404 της εν λόγω υπόθεσης, όπου ο κ. Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) ανάφερε τα εξής:
«Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος μετά την αποχώρηση της μητέρας του απώλεσε το δικαίωμα παραμονής στο διαμέρισμα. Όμως η απώλεια του δικαιώματος αυτού δε νομιμοποιούσε τον ιδιοκτήτη να προβεί στη βίαιη έξωση του, όπως ορθά διαπίστωσε το δικαστήριο. Υπέρβαση του δικαιώματος κατοχής ακινήτου, δεν παρέχει δικαίωμα στον ιδιοκτήτη ν' ανακτήσει με τη βία την κατοχή του. Ο νόμος αναγνωρίζει κατάλοιπα δικαιώματος στον κάτοχο τέτοια που να επιβάλλεται η παρεμβολή της δικαστικής εξουσίας για την έξωση του (βλ. μεταξύ άλλων Bristol Corporation v. Ross and Another [1973] 3 All E.R. 393 και R. V. Wandsworth [1975] 3 All E.R. 390).»
Παρόμοια με την υπόθεση Kennedy Hotels Ltd (ανωτέρω), είναι και η υπόθεση Thanos Hotels Ltd κ.ά. v. Ιωακείμ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1167, όπου ο Εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν εκπαιδευτής καταδύσεων, δυνάμει συμφωνίας ενοικίασε και/ή του παραχωρήθηκε από την Εφεσείουσα 1 έναντι μηνιαίου ενοικίου υποστατικό στην παραλία ξενοδοχείου που η Εφεσείουσα 1 ήταν ιδιοκτήτης, το οποίο ο Εφεσίβλητος χρησιμοποιούσε για επαγγελματικούς σκοπούς. Σύμφωνα με εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η σχέση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ Εφεσείουσας 1 και του Εφεσίβλητου ήταν κατοχή των ενοικιασθέντων υποστατικών με βάση άδεια χρήσης (license) και όχι με ενοικίαση (tenancy), η οποία άδεια χρήσης είχε εκπνεύσει και ο Εφεσίβλητος είχε απωλέσει το δικαίωμα του για παραμονή στο υποστατικό. Ως εκ τούτου, η συνέχιση της κατοχής του υποστατικού από τον Εφεσίβλητο συνιστούσε επέμβαση στο ακίνητο της Εφεσείουσας 1 που θεμελίωνε αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσείουσας 1, η οποία όμως, αντί να διεκδικήσει το δικαίωμα της δικαστικώς, επέλεξε όπως, με τη συνδρομή της Εφεσείουσας 2 - εταιρείας που ασχολείτο με την προσφορά υπηρεσιών επ' αμοιβή σε θέματα ασφάλειας - πάρουν το νόμο στα χέρια τους και εκδιώξουν τον Εφεσίβλητο από το υποστατικό. Επιβάλλετο, εν προκειμένω, η παρεμβολή της δικαστικής εξουσίας για την έξωση του Εφεσίβλητου.
Στην περίπτωση, ωστόσο, όπου κάποιο πρόσωπο κατέχει ένα ακίνητο παράνομα, η αντιμετώπιση είναι διαφορετική. Η υπόθεση Bristol Corporation v. Ross & Another [1973] 3 All E.R. 393, στην οποία γίνεται αναφορά στην υπόθεση Kennedy Hotels Ltd (ανωτέρω), αφορούσε σε επεμβασίες (trespassers) και σφετεριστές της γης (squatters), δηλαδή καθαρά παράνομοι. Εντούτοις, ο ιδιοκτήτης ζήτησε ανάκτηση κατοχής δικαστικά την οποία και πέτυχε, αλλά οι επεμβασίες ζήτησαν αναστολή του διατάγματος έξωσης. Ο Λόρδος Denning MR ανάφερε μεταξύ άλλων, ότι τα Δικαστήρια του Κοινοδικαίου ποτέ δεν ανέστειλαν διατάγματα στις περιπτώσεις εκείνες που ο ιδιοκτήτης είχε και το δικαίωμα να πάρει άμεση κατοχή χωρίς να έλθει στο Δικαστήριο. Επομένως δεν θα τίθετο ο ιδιοκτήτης σε χειρότερη μοίρα επειδή ήλθε στο Δικαστήριο. Αναφορικά με τη θεραπεία της αυτοβοήθειας (the remedy of self-help) σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στη σελ. 396 της υπόθεσης Bristol Corporation (ανωτέρω), η ουσία των οποίων είναι ότι ένας πολίτης δικαιούται να προχωρήσει σε ανάκτηση της κατοχής του ακινήτου εκεί που κάποιο πρόσωπο κατέχει τούτο σαφώς παράνομα, χωρίς τη βοήθεια του Δικαστηρίου και νοουμένου ότι μπορεί να πράξει τούτο ειρηνικά. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως:
"(i) The remedy of self-help
Now I would say this at once about squatters. The owner is not obliged to go to the courts to obtain possession. He is entitled, if he so desires, to take the remedy into his own hands. He can go in himself and turn them out without the aid of the courts of law. This is not a course to be recommended because of the disturbance which might follow. But the legality of it is beyond question. The squatters were themselves guilty of the offence of forcible entry... They were trespassers when they entered, and they continued to be trespassers so long as they remained there. The owner never acquiesced in their presence there. So the trespassers never gained possession. The owner, being entitled to possession, was entitled forcibly to turn them out."
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Ομοίως και στην υπό κρίση περίπτωση όπου ο Εφεσείων δεν είχε κανένα νόμιμο δικαίωμα να κατέχει ή να διαμένει στο επίδικο ακίνητο κατά τον επίδικο χρόνο, ο Εφεσίβλητος, όπως ορθώς έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, νομιμοποιείτο να ανακτήσει την κατοχή του ακινήτου εξασκώντας, προς τούτο, το σχετικό δικαίωμα που ρητά του παρείχετο από το άρθρο 15(3) του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/1991[1] και έχοντας προηγουμένως επιδώσει στον Εφεσείοντα την προβλεπόμενη από το Νόμο γραπτή προειδοποίηση για την πρόθεση του για ανάκτηση κατοχής.
Η δυνατότητα του Κηδεμόνα να προβεί στην ανάκτηση της κατοχής τουρκοκυπριακής περιουσίας εκεί όπου θεωρεί ότι αυτή κατέχεται παράνομα, με τη βοήθεια της Αστυνομίας, συμφώνως των προνοιών του άρθρου 15(3) του Ν. 139/1991, επισημάνθηκε στην υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Υπουργού Εσωτερικών (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 610. Η υπόθεση αυτή αφορούσε οικία που ανήκε σε τουρκοκύπριο την οποία είχε αρχικά ενοικιάσει η μητέρα του Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων κατέστη ενοικιαστής μόλις το 1976, αφού ενοικίασε την επίδικη οικία από την Επιτροπή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Η ενοικίαση, όμως, τερματίστηκε το 1981. Αργότερα δόθηκε άδεια χρήσης στη μητέρα του, η οποία την χρησιμοποιούσε μέχρι το θάνατό της. Το 1999 ο Εφεσείων επενέβη παράνομα στην οικία και έκτοτε την κατείχε παράνομα. Ο Εφεσίβλητος, Υπουργός Εσωτερικών, ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αξίωσε με αγωγή διάταγμα εξώσεως του Εφεσείοντα επί τη βάσει του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης. Στην εν λόγω υπόθεση τονίστηκε ότι ο Κηδεμόνας, εφόσον θεωρεί ότι η τουρκοκυπριακή περιουσία κατέχεται παράνομα, έχει δύο εναλλακτικές θεραπείες, ήτοι, (α) την ποινική δίωξη του κατόχου, και σε περίπτωση καταδίκης του, την εξασφάλιση διατάγματος εξώσεως του από το Ποινικό Δικαστήριο και (β) την ανάκτηση της κατοχής της τουρκοκυπριακής περιουσίας με τη βοήθεια της Αστυνομίας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 15(3) του Ν. 139/1991. Όπως περαιτέρω επισημάνθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 15(3) του Ν. 139/1991, ο Κηδεμόνας έχει τις δύο αυτές εναλλακτικές θεραπείες, «ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλα μέτρα τα οποία θα ληφθούν εναντίον προσώπου που αποκτά κατοχή ή χρήση τουρκοκυπριακής περιουσίας κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι προβλέπεται στον παρόντα Νόμο». Δεν εμποδίζετο, επομένως, να κινηθεί εναντίον του κατόχου ή χρήστη τουρκοκυπριακής περιουσίας και με πολιτική αγωγή για παράνομη επέμβαση, όπως είχε ενεργήσει στην πιο πάνω υπόθεση.
Έπεται ότι ο μοναδικός λόγος έφεσης δεν είναι βάσιμος και, συνεπώς, απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2.700 υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
[1] (3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλα μέτρα τα οποία θα ληφθούν εναντίον προσώπου που αποκτά κατοχή ή χρήση τουρκοκυπριακής περιουσίας κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ο Κηδεμόνας ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του μπορεί να προβεί, με τη βοήθεια της Αστυνομίας, αν χρειασθεί, στην ανάκτηση της κατοχής της τουρκοκυπριακής περιουσίας και στη μετακίνηση ή και απομάκρυνση από αυτή οποιουδήποτε αντικειμένου, είδους, οργάνου, κατασκευάσματος ή υλικού και ο Κηδεμόνας ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του οφείλει να λάβει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη τους:
Νοείται ότι πριν από τη λήψη των ως άνω αναφερόμενων μέτρων ο Κηδεμόνας ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του θα επιδίδει γραπτή ειδοποίηση προς τον παραβάτη ή το πρόσωπο που έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο του αντικειμένου, είδους, οργάνου, κατασκευάσματος ή υλικού, σε περίπτωση που είναι γνωστός, όπως, μέσα σε τριάντα ημέρες από τη λήψη της, παραδώσει την κατοχή της τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μετακινήσει ή και απομακρύνει από αυτή οποιοδήποτε αντικείμενο, είδος, όργανο, κατασκεύασμα ή υλικό. Αν η προσωπική επίδοση της γραπτής ειδοποίησης δεν καταστεί δυνατή ή αν ο παραβάτης ή το πρόσωπο που έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο του αντικειμένου, είδους, οργάνου, κατασκευάσματος ή υλικού δεν είναι γνωστός, αυτή τοιχοκολλάται σε περίοπτο μέρος κατά την κρίση του Κηδεμόνα ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του.
Νοείται περαιτέρω ότι ο παραβάτης, από τη λήψη της ως άνω γραπτής ειδοποίησης, δικαιούται να υποβάλει αίτηση η οποία εξετάζεται εντός τριάντα ημερών και η αιτούμενη τουρκοκυπριακή περιουσία παραχωρείται σ' αυτόν κατά προτεραιότητα, εφόσον πληρεί τα κριτήρια.
Νοείται έτι περαιτέρω ότι ο Κηδεμόνας θα γνωστοποιεί στη Βουλή από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, τα ονόματα των παρανόμως κατεχόντων ή χρησιμοποιούντων τουρκοκυπριακή περιουσία, των ειδοποιουμένων να παραδώσουν την κατοχή ή χρήση και εκείνων από τους οποίους έγινε ανάκτηση της κατοχής ή χρήσης τουρκοκυπριακής περιουσίας:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι οποιοδήποτε πρόσωπο δεν κατέχει έγγραφο παραχώρησης επ' ονόματί του τουρκοκυπριακής περιουσίας, τεκμαίρεται ότι κατέχει αυτήν παράνομα.