ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν.33/1964
(Αίτηση Αρ. 20/2024)
28 Ιανουαρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
Αναφορικά με την Αίτηση της: PSJC NATIONAL BANK TRUST
Αναφορικά με νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Δικαιοδοσία στην Πολιτική Έφεση Αρ.Ε50/2023 συνεκδικαζόμενη με την Πολιτική Έφεση Αρ.Ε51/2023, ημερομηνίας 25.4.2024
Μεταξύ:
PSJC NATIONAL BANK TRUST
Εφεσείουσας
ν.
1. DIMITRY ANANYEV
2. ALEXEI ANANYEV
3. LYUDMILA ANANYEVA
4. DARIA ANANYEVA
Εφεσίβλητων
Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε. και AG Erotocritou LLC, για τους Καθ΄ων η Αίτηση 1 και 3.
Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ΄ων η Αίτηση 2 και 4.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
_____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Αιτήτρια, εφεσείουσα στις αναφερόμενες στον τίτλο πολιτικές εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν και στις οποίες εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο την 25.4.2024, καταχώρισε την παρούσα Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενη άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023, οι Νόμοι.[1]
Η Αιτήτρια είχε καταχωρίσει δύο αγωγές, εναντίον όλων των Καθ' ων η Αίτηση αξιώνοντας εναντίον τους πολλά εκατομμύρια ευρώ. Σε αμφότερες τις αγωγές, μετά τη συμπλήρωση της δικογραφίας, οι Καθ' ων η Αίτηση 1 και 3 (εκεί εναγόμενοι 1 και 3) καταχώρισαν αίτηση ζητώντας τον παραμερισμό της αγωγής εναντίον τους, στη βάση ότι η Αιτήτρια στερείτο εννόμου συμφέροντος να προωθεί την αξίωση και δεν είχε αποκαλύψει αγώγιμο δικαίωμα ή εύλογη αιτία αγωγής.
Στο βαθμό που οι αξιώσεις της Αιτήτριας βασίζονται σε εκχωρημένα προς αυτή δικαιώματα αναφορικά με κατ' ισχυρισμό αστικά αδικήματα, ήτοι παράνομες ή δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των Καθ' ων η Αίτηση κατ' εφαρμογή του ρωσικού δικαίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν ήταν εφικτό να προωθούνται ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων, διότι τέτοια εκχώρηση ευθέως συγκρούεται με το άρθρο 16 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προνοεί ότι: «Τo δικαίωμα oπoιασδήπoτε θεραπείας για αστικό αδίκημα και oπoιαδήπoτε ευθύvη σε σχέση με αυτό δεv εκχωρoύvται διαφoρετικά παρά μόvo από vόμo». Έτσι απεφάνθη ότι και οι αντίστοιχες αξιώσεις στη διαζευκτική βάση του αθέμιτου πλουτισμού, που και αυτές προέκυπταν από τις συμφωνίες εκχώρησης, δεν ήταν επιτρεπτό να προωθηθούν.
Είναι αυτές οι επιμέρους καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που ουσιαστικά αμφισβητήθηκαν με τις εφέσεις, αφού, για λόγους που αναφέρθηκαν στις πρωτόδικες αποφάσεις,[2] οι αιτήσεις απορρίφθηκαν.
Παρενθετικά αναφέρουμε ότι πρωτόδικα είχε κριθεί ότι δεν ήταν ορθό και δίκαιο να απορριφθούν οι αγωγές ολόκληρες, γιατί εμπεριείχαν και αξιώσεις που δεν εδράζονταν σε εκχώρηση δικαιωμάτων, αλλά ως αποτέλεσμα συγχωνεύσεων εταιρειών και που μπορούσαν να προωθηθούν. Και επειδή με τις αιτήσεις δεν ζητείτο η διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων των Εκθέσεων Απαίτησης, η πρωτόδικη κρίση δεν εκφράστηκε σε διαταγή, παρά μόνο αναφέρθηκε ότι οι εδώ Καθ' ων η Αίτηση 1-3 θα μπορούσαν να καταχωρίσουν άλλη αίτηση, δυνάμει της Δ.19, Θ.26 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ζητώντας τη διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων, δηλαδή αυτών που δικογραφούσαν την εκχώρηση και τα αποτελέσματα της.
Οι Καθ' ων η Αίτηση 1 και 3, όσο και οι Καθ' ων η Αίτηση 2 και 4 προς τους οποίους η Αίτηση για άδεια επιδόθηκε, αποδέχονται ότι και τα πέντε ζητήματα που διατυπώνονται στην Αίτηση, αποτελούν νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, εισηγούνται όμως ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, γιατί δεν συναρτώνται με τουλάχιστο μια εκ των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 9(3)(γ) των Νόμων.
Πρώτο θα μας απασχολήσει το πέμπτο νομικό θέμα το οποίο, κατά την Αιτήτρια, συναρτάται με ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας και που διατυπώνεται στην Αίτηση ως ακολούθως:
«Κατά πόσο σύνθετα ή και περίπλοκα νομικά θέματα, όπως το Πρώτο, Δεύτερο, Τρίτο και Τέταρτο Νομικό Θέμα που αναφέρονται πιο πάνω και που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση ή το έννομο συμφέρον ενός ενάγοντα να εγείρει ή και να προωθεί συγκεκριμένες αξιώσεις είναι ορθό ή επιτρεπτό, όταν τα σχετικά γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα, να αποφασίζονται στο πλαίσιο αίτησης για διαγραφή ή απόρριψη της αγωγής χωρίς να διεξαχθεί δίκη στη βάση της Δ.27, θ.3 των (παλαιών) Θεσμών Πολιτικής δικονομίας ή στη βάση ότι η προώθηση της αγωγής απολήγει σε κατάχρηση της διαδικασίας».
Για να διαπιστωθεί ότι ένα νομικό θέμα προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, δεν είναι απαραίτητο να απετέλεσε λόγο έφεσης. Η σχετική προϋπόθεση αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου και όχι στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εκείνο που δεν μπορεί να επιτραπεί είναι να εγείρεται, ως νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, ζήτημα που θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, δεν ηγέρθηκε με την ειδοποίηση έφεσης και δεν απασχόλησε το Εφετείο κατά τρόπο ώστε να συνιστά πτυχή του λόγου της εφετειακής απόφασης. Κάτι τέτοιο, εφόσον επιτρεπόταν, θα συνιστούσε δεύτερη ευκαιρία προσβολής της πρωτόδικης απόφασης, δυνατότητα που δεν καλύπτεται από τη σχετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Επίσης, νομικά θέματα στα οποία αναφέρθηκε το Εφετείο εκτός του λόγου της απόφασης του (obiter) δεν θεωρούνται ότι προκύπτουν από την απόφαση του, στην έννοια του άρθρου 9(3)(γ) των Νόμων. Και τούτο αφού στην περίπτωση τέτοιων θεμάτων, η επιφύλαξη του άρθρου ότι: «Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου» καμιά σημασία δεν θα είχε, αφού δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση της έφεσης και η σχετική εξουσία θα είχε ασκηθεί επί ματαίω.
Με το μόνο συναφή λόγο έφεσης, τον έκτο, δεν εγειρόταν προς εξέταση από το Εφετείο το ζήτημα που εγείρεται με το πέμπτο νομικό θέμα. Το ζήτημα που εγειρόταν με την έφεση ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα είχε απορρίψει τη θέση της Αιτήτριας ότι τα ζητήματα δεν μπορούσαν να αποφασιστούν «χωρίς το σεβαστό [πρωτόδικο] Δικαστήριο να ακούσει πλήρη μαρτυρία και πλήρη επιχειρηματολογία στο πλαίσιο της δίκης». Και το Εφετείο προσέγγισε το ζήτημα αναφέροντας ότι «Το πρώτο θέμα που σημειώνουμε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τις υπό κρίση αιτήσεις με βάση μη αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα και αποφασίζοντας επί αμιγώς νομικών σημείων. Δεν επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο μία εκδοχή γεγονότων από άλλη».
Το Εφετείο δεν απασχόλησε καθόλου το ζήτημα που εγείρεται με το πέμπτο νομικό θέμα, αφού δεν εγειρόταν με την έφεση. Το παράπονο στην έφεση ήταν συγκεκριμένο. Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε «ακούσει πλήρη μαρτυρία και πλήρη επιχειρηματολογία» και το Εφετείο αποφάνθηκε ότι το πραγματικό υπόβαθρο ήταν μη αμφισβητούμενο και επομένως το ζήτημα αμιγώς νομικό. Δεν είχε προσβληθεί η πρωτόδικη απόφαση στη βάση ότι, παρά το ότι τα σχετικά γεγονότα ήταν αδιαμφισβήτητα, δεν θα έπρεπε να ληφθεί απόφαση στο στάδιο εκείνο, γιατί επρόκειτο για «σύνθετα ή και περίπλοκα νομικά θέματα» ή θέματα «που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση ή το έννομο συμφέρον ενός ενάγοντα να εγείρει ή και να προωθεί συγκεκριμένες αξιώσεις». Αυτό θα μπορούσε να είχε αποτελέσει λόγο έφεσης.
Καταλήγουμε ότι το πέμπτο νομικό θέμα που διατυπώνεται στην Αίτηση δεν προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου και επομένως αναφορικά με αυτό δεν μπορεί να παραχωρηθεί η σχετική άδεια.
Σημειώνουμε ακόμη πως το πέμπτο νομικό θέμα, που, κατά την Αιτήτρια, συναρτάται με ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, αφορά στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αίτησης δυνάμει της Δ.27, θ.3 των «παλαιών» Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Τέτοιες αιτήσεις, που αφορούν τη διαγραφή δικογράφων, καταχωρούνται στα αρχικά στάδια μιας αγωγής. Οι Θεσμοί αυτοί έχουν αντικατασταθεί από τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και εξακολουθούν να εφαρμόζονται μόνο για αγωγές που είχαν καταχωριστεί πριν από την 1.9.2023 (Καν.60.2 των νέων Κανονισμών). Επομένως, και σε κάθε περίπτωση, δύσκολα θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στην ερμηνεία μιας διαδικαστικής πρόνοιας όπως η πιο πάνω, που καταργήθηκε πριν τόσους μήνες, γενική δημόσια σημασία (βλ. σε αντιδιαστολή την Χατζησωφρονίου, Αρ. Αίτ.4/2023, ημερ.18.4.2024).
Τα υπόλοιπα νομικά θέματα που διατυπώνονται στην Αίτηση διαπιστώνουμε ότι προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου. Ωστόσο, δεν είναι κάθε νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου που μπορεί να τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να αποφασιστεί σε τρίτο και τελευταίο βαθμό. Στη νέα τάξη πραγμάτων, η νομολογία μας θα διαμορφώνεται και από τις αποφάσεις του Εφετείου και η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των Νόμων θα ασκείται μόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι συντρέχει τουλάχιστο μια από τις εξαντλητικά αναφερόμενες στους Νόμους προϋποθέσεις, δηλαδή το νομικό θέμα που προκύπτει από την Εφετειακή απόφαση να συναρτάται:
- με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας,
- με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως,
- με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος,
- με ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή
- με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.
Το τέταρτο νομικό θέμα, που θα εξετάσουμε τώρα, διατυπώνεται ως εξής:
«Κατά πόσο το άρθρο 16 του Κεφ.148 απαγορεύει την εκχώρηση δικαιωμάτων θεραπείας για αδικαιολόγητο πλουτισμό ή και την προώθηση αξιώσεων από τον εκδοχέα στη βάση τέτοιων δικαιωμάτων στις περιπτώσεις όπου ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προκύπτει από τα ίδια γεγονότα στα οποία βασίζονται και διαζευκτικές αξιώσεις για αστικά αδικήματα που επίσης εκχωρήθηκαν στον ίδιο εκδοχέα.»
Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι το νομικό αυτό θέμα συναρτάται με την ανάγκη ορθής ερμηνείας ουσιαστικής νομοθετικής διάταξης, δηλαδή του άρθρου 16 του Κεφ.148.
Καθοριστική παράμετρος στην εφαρμογή του άρθρου 16 είναι το αστικό αδίκημα. Εφόσον η θεραπεία θεμελιώνεται σε αστικό αδίκημα, η περίπτωση καλύπτεται, όποιες και αν είναι οι θεραπείες που θα μπορούσαν να αποδοθούν, είτε βασίζονται στο νόμο, το κοινοδίκαιο ή τις αρχές της επιείκειας. Η κατάληξη ότι η αξίωση στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν θα μπορούσε να προωθείται, δεν έγινε στη βάση ερμηνείας ότι το άρθρο 16 περιλαμβάνει και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αλλά επειδή κρίθηκε ότι οι όποιες θεραπείες που απορρέαν από τα αστικά αδικήματα δεν μπορούσαν να εκχωρηθούν, γιατί το άρθρο 16 δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο.
Δεν εξετάστηκε εκχώρηση δικαιωμάτων για αδικαιολόγητο πλουτισμό, αλλά εκχώρηση των δικαιωμάτων που προέκυπταν από τις συμπεριφορές των Καθ' ων η Αίτηση. Είναι αυτή η εκχώρηση που μετέφερε τα όποια δικαιώματα στην Αιτήτρια ως εκδοχέα, είτε αυτά συνίσταντο σε αποζημιώσεις συνεπεία των παράνομων και δόλιων πράξεων και παραλείψεων των Καθ' ων η Αίτηση ή αποκατάσταση στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Καταλήγουμε ότι το τέταρτο νομικό θέμα, τόσο στην ουσία του, αλλά και όπως έχει διατυπωθεί, δεν αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 16 του Κεφ.148 και δεν μπορεί να παραχωρηθεί η σχετική άδεια στη βάση που έχει ζητηθεί.
Το πρώτο, δεύτερο και τρίτο νομικό θέμα διατυπώνονται ως εξής:
«1. Κατά πόσο το άρθρο 16 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 (το «Κεφ.148»), το οποίο προνοεί ότι «το δικαίωμα οποιασδήποτε θεραπείας για αστικό αδίκημα και οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με αυτό δεν εκχωρούνται διαφορετικά παρά μόνο από νόμο», αποτελεί «διάταξη αμέσου εφαρμογής» ή «διάταξη αναγκαστικού δικαίου» (overriding mandatory provision) εν τη εννοία του άρθρου 16 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ) (ο «Κανονισμός Ρώμη ΙΙ») την οποία τα Κυπριακά Δικαστήρια υποχρεούνται ή δικαιούνται, βάσει των άρθρων 16 και 26 του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ, να εφαρμόζουν ανεξάρτητα από το δίκαιο που ο Κανονισμός Ρώμη ΙΙ καθορίζει ως εφαρμοστέο σε σχέση με τα σχετικά αστικά αδικήματα και την εκχώρηση τους και ανεξάρτητα από το κατά πόσο η σχετική εκχώρηση είναι επιτρεπτή, έγκυρη και νόμιμη δυνάμει του εφαρμοστέου δικαίου.»
«2. Κατά πόσο το άρθρο 16 του Κεφ.148 επιβάλλει στα Κυπριακά Δικαστήρια να θεωρούν ως παράνομες ή και να μην αναγνωρίζουν εκχωρήσεις αγώγιμων δικαιωμάτων σε σχέση με αστικά αδικήματα στις περιπτώσεις όπου το εφαρμοστέο δίκαιο επί των σχετικών αστικών αδικημάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ είναι το δίκαιο άλλου κράτους και οι σχετικές εκχωρήσεις είναι επιτρεπτές, έγκυρες και νόμιμες σύμφωνα με το δίκαιο που ο εν λόγω Κανονισμός καθορίζει ως εφαρμοστέο.»
«3. Κατά πόσο, υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 3(2) του Κεφ.148 και σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία αυτών, το άρθρο 16 του Κεφ.148 τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις όπου εφαρμοστέο δίκαιο δεν είναι το Κυπριακό και τα σχετικά αστικά αδικήματα δεν διαπράχθηκαν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε και στρέφονται εναντίον προσώπου ή ακίνητης περιουσίας που κατά τη διάπραξη των αστικών αδικημάτων βρίσκονταν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.»
Το τρία αυτά νομικά θέματα είναι συναφή και θα τα εξετάσουμε μαζί. Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι συναρτώνται με την ανάγκη ορθής ερμηνείας ουσιαστικών νομοθετικών διατάξεων, του άρθρου 16 του Κεφ.148, και του άρθρου 3(2) το τρίτο νομικό θέμα, αλλά, όπως τίθεται στην Αίτηση, και με ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας. Ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας δεν εγείρεται αυτόνομα. Αυτό που ουσιαστικά υποστηρίζεται είναι ότι η ορθή ερμηνεία των άρθρων 3(2) και 16 του Κεφ.148 έχει γενική δημόσια σημασία.
Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 864/2007 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑÏΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Ιουλίου 2007
για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II») που εμπλέκεται στις επίδικες περιστάσεις, στον Καν.16, με τον τίτλο «Διατάξεις αμέσου εφαρμογής» προβλέπει ότι:
«Ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει κατά τα άλλα την εξωσυμβατική ενοχή».
Το άρθρο 3 του Κεφ.148 με τον τίτλο «Δικαίωμα θεραπείας σε αστικά αδικήματα» προνοεί στο εδάφιο 2 ότι:
«Χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης περίπτωσης στην οποία ο νόμος της Δημοκρατίας εφαρμόζεται λόγω της ισχύος οποιουδήποτε κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ο παρών Νόμος τυγχάνει εφαρμογής:
(α) Σε οποιοδήποτε αστικό αδίκημα που διαπράττεται στο έδαφος της Δημοκρατίας∙
(β) σε οποιοδήποτε αστικό αδίκημα που διαπράττεται εναντίον προσώπου ή στρέφεται εναντίον ακίνητης περιουσίας όταν, κατά τη διάπραξη του αστικού αδικήματος, το εν λόγω πρόσωπο ή η ακίνητη περιουσία ευρίσκεται στο έδαφος της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει της παρούσας παραγράφου υφίσταται ανεξάρτητα του κατά πόσο η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά το αστικό αδίκημα δυνάμει αυτού του νόμου επιτρέπει την έγερση αγωγής στη χώρα στην οποία διαπράχθηκε η πράξη ή έγινε η παράλειψη».
Και τα τρία ζητήματα έχουν ως υπόβαθρο το γεγονός ότι η επίδικη εκχώρηση δεν έγινε στη βάση του κυπριακού δικαίου, δεν αφορούσε σε αστικά αδικήματα που είχαν διαπραχθεί στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ούτε και στρέφονταν εναντίον προσώπου ή ακίνητης περιουσίας που κατά τη διάπραξη των αστικών αδικημάτων βρίσκονταν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εκχώρηση είχε γίνει κατ' εφαρμογή του ρωσικού δικαίου, που ήταν και το εφαρμοστέο δίκαιο και, όπως υποστηριζόταν, ήταν, στη βάση του, νομικά ισχυρή και έγκυρη.
Η ουσία και των τριών νομικών θεμάτων εξετάστηκε από το Εφετείο το οποίο αποφάνθηκε όπως εξηγείται στην απόφαση του.
Το καταλυτικό για την Αίτηση ερώτημα είναι κατά πόσο τα νομικά θέματα συναρτώνται με την «ανάγκη ορθής ερμηνείας . ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως», εν προκειμένω των άρθρων 3(2) και 16 του Κεφ.148.
Η νομοθετική διάταξη είναι «ουσιαστική» όταν μπορεί να επιφέρει αποτέλεσμα. Να μπορεί δηλαδή να έχει σημασία στις περιστάσεις της υπόθεσης. Εάν όχι, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα αποφασίσει νομικό θέμα, όσο κεφαλαιώδες ή ενδιαφέρον και αν είναι, εφόσον για την υπόθεση δεν έχει σημασία.
Εν προκειμένω, εφόσον τα νομικά θέματα απαντηθούν όπως ουσιαστικά εισηγείται η Αιτήτρια, η Εφετειακή απόφαση θα καταστεί ανατρεπτική των πρωτόδικων αποφάσεων επί του προκειμένου και η Αιτήτρια, εκεί ενάγουσα, θα μπορεί να προωθήσει τις αξιώσεις που πρωτόδικα κρίθηκε ότι δεν ήταν εφικτό ή επιτρεπτό να προωθούνται στα κυπριακά Δικαστήρια.
Η άλλη προϋπόθεση είναι να προκύπτει «ανάγκη ορθής ερμηνείας» των αναφερόμενων στην αίτηση για άδεια νομοθετικών διατάξεων. Για να προκύπτει «ανάγκη ορθής ερμηνείας» δεν είναι ασφαλώς προϋπόθεση ότι θα πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το Εφετείο ήταν εσφαλμένη. Άλλωστε, ακόμα και εκεί όπου μπορεί να φαίνεται ότι η ερμηνεία ήταν εσφαλμένη, το Δικαστήριο που καλείται να δώσει την άδεια δεν αποφαίνεται περί τούτου, ούτε πρέπει να προδιαθέτει ως προς την ορθή ερμηνεία. Ισχύει ασφαλώς και το αντίθετο. Δηλαδή δεν θα πρέπει να μην χορηγείται άδεια, στην κατάλληλη περίπτωση, επειδή η ερμηνεία που δόθηκε από το εφετείο αφήνει την εντύπωση ότι είναι η ορθή. Το ζήτημα της ερμηνείας της νομοθετικής διάταξης θα πρέπει να παραμένει ανοικτό για να απασχολήσει την Ολομέλεια. Εάν η ορθή ερμηνεία είναι άλλη από αυτή που αντανακλάται στην εφετειακή απόφαση θα αποφανθεί η Ολομέλεια, εφόσον χορηγηθεί η σχετική άδεια. Αναμφίβολα όμως το Ανώτατο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της αίτησης για άδεια θα πρέπει να διαπιστώσει την «ανάγκη» για να ασκήσει την εξουσία του δικαστικά και αιτιολογημένα.
Δεν θα ήταν επιθυμητό να επιχειρήσουμε την εξαντλητική απαρίθμηση των περιπτώσεων όπου προκύπτει τέτοια ανάγκη. Θα μπορούσαμε ωστόσο να αναφέρουμε ότι δεν προκύπτει «ανάγκη ορθής ερμηνείας» όταν η νομοθετική διάταξη είναι ξεκάθαρη, ώστε η εισήγηση ότι η ορθή ερμηνεία είναι άλλη από αυτή που έδωσε το Εφετείο, να παρουσιάζεται αστήρικτη εντελώς ή και επιπόλαιη. Θα προσθέταμε ότι δεν προκύπτει «ανάγκη ορθής ερμηνείας» όταν η διάταξη έχει ερμηνευτεί στη νομολογία, ή όταν η ερμηνεία που δόθηκε από το Εφετείο εδράζεται σε νομολογία. Στην τελευταία περίπτωση, σχετική παράμετρος είναι σε ποιο βαθμό η νομολογία υποστηρίζει την ερμηνεία που δόθηκε και κατά πόσο η ίδια η νομολογία παρέχει περιθώριο για άλλη ερμηνεία. Η ορθή δηλαδή ερμηνεία προκύπτει ως ανάγκη, όχι στη βάση ότι διακρίνεται εκ προοιμίου κάποιο ελάττωμα στην ερμηνεία που δόθηκε από το Εφετείο, αλλά γιατί η ερμηνεία που δόθηκε δεν θεμελιώνεται στη νομολογία, έτσι που να παρέχεται περιθώριο στον αιτητή να υποστηρίξει ότι η ορθή ερμηνεία είναι αυτή που ο ίδιος ουσιαστικά εισηγείται.
Αυτό οδηγεί στο ότι πρέπει να υφίσταται εισήγηση ως προς την ορθή ερμηνεία της σχετικής νομοθετικής διάταξης, που να είναι άλλη από την ερμηνεία που έδωσε το Εφετείο, παρά το ότι, στην περίπτωση που δοθεί η άδεια, η Ολομέλεια ασφαλώς και διατηρεί την ευχέρεια να καταλήξει σε οποιαδήποτε ερμηνεία. Αναμένεται ότι η εισήγηση του αιτητή ως προς την ορθή ερμηνεία της σχετικής νομοθετικής διάταξης θα διατυπώνεται ρητά στην αίτηση για άδεια. Ωστόσο στην απουσία τέτοιας διατύπωσης η αίτηση για άδεια θα μπορεί να επιτύχει εφόσον η εισήγηση του αιτητή αναδύεται από το ίδιο το ερώτημα ή προκύπτει από το γεγονός ότι το Εφετείο ακολούθησε μια από τις δύο μόνο δυνατές προσεγγίσεις Όπως στο πρώτο νομικό θέμα: «Κατά πόσο . αποτελεί «διάταξη αμέσου εφαρμογής» ή «διάταξη αναγκαστικού δικαίου»», έχοντας ως δεδομένο τι αποφάσισε σχετικά το Εφετείο. Ή στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα «Κατά πόσο το άρθρο 16 του Κεφ.148 επιβάλλει» και «Κατά πόσο . τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις».
Σε συνέπεια με τα όσα αναφέραμε πιο πάνω, στο στάδιο της αίτησης για άδεια, το Δικαστήριο θα πρέπει να περιοριστεί στη διαπίστωση του νομικού βάθρου στήριξης της απόφασης του Εφετείου ως προς την ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων και να μην υπεισέλθει σε ζητήματα που θα αφορούν την Ολομέλεια, εφόσον η άδεια παραχωρηθεί.
Το Εφετείο, για να αποφανθεί επί των νομικών θεμάτων 1, 2 και 3, δεν είχε καθοδηγηθεί από νομολογία επί των ακριβών σημείων. Δεν μας έχει υποδειχθεί ότι υφίστατο τέτοια. Χρησιμοποίησε νομολογία που το βοήθησε να καταλήξει σε επιμέρους θέσεις που με δικαστικούς συλλογισμούς συνέθεσαν την κρίση του επί των θεμάτων και διαμόρφωσαν την απόφαση του.
Κρίνεται ότι με αυτά τα δεδομένα είναι ορθό και δίκαιο να παραχωρηθεί και παραχωρείται η σχετική άδεια για να αποφασιστούν τα νομικά θέματα 1, 2 και 3 της Αίτησης από το Ανώτατο Δικαστήριο σε τρίτο και τελευταίο βαθμό.
Τα έξοδα της Αίτησης επιφυλάσσονται.
Η Αιτήτρια να επιδώσει αντίγραφο της Έκθεσης Νομικών Θεμάτων μαζί με την συνταγμένη απόφαση στους Καθ' ων η Αίτηση.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Σήμερα οι περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμοι του 1964 έως 2024.
[2] PJSC National Bank Trust v. Ananyev κ.ά., Αρ. Αγωγής 2598/2020, Ε. Δ. Λεμεσού και PJSC National Bank Trust v. Ananyev κ.ά., Αρ. Αγωγής 2944/2020, Ε. Δ. Λεμεσού