ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.18/2024)

 

 

29 Ιανουαρίου, 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, ΔΔ.]

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.114/2024

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1963 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ν. Φ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11.05.2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 155 ΚΑΙ 23(3) ΤΟΥ Ν.29(Ι)/1997.

Μ. Αρμεύτης, για τον Εφεσείοντα.

 

................

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

                                 και θα δοθεί από τον Δαυίδ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.: Στις 11.05.2024, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (εφεξής «το κατώτερο Δικαστήριο») εξέδωσε ένταλμα έρευνας του διαμερίσματος που διαμένει ο Εφεσείοντας στα Κάτω Πολεμίδια, Λεμεσού. Έκρινε, στη βάση όσων είχαν τεθεί υπόψη του με ένορκη μαρτυρία, ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι αυτό χρησιμοποιείται παράνομα για τη φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β.

 

Ο Εφεσείων, αντιδρώντας στην πιο πάνω εξέλιξη, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία («εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο»), προς εξασφάλιση άδειας για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προς ακύρωση του ως άνω εντάλματος έρευνας. Στις 15.07.2024, το αίτημα του απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να καταχωρήσει την παρούσα Έφεση, μέσω της οποίας προσβάλλει την ως άνω απόφαση, προβάλλοντας τέσσερεις συνολικά λόγους Έφεσης.

 

Με τον 1ο λόγο Έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση ότι το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, αφού η αίτηση βασίστηκε σε πληροφορία που μόνο σε συμπεράσματα κατέληγε, χωρίς μαρτυρία που θα μπορούσε να εκτιμηθεί και η οποία, εξ' αντικειμένου θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την εύλογη υπόνοια. Με το 2ο λόγο Έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το προσβαλλόμενο Ένταλμα υπερέβη τα όρια που θέτει η αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, αφού στον σχετικό όρκο δεν υπήρχε χρονικός προσδιορισμός για το πότε ο πληροφοριοδότης είχε λάβει γνώση για τα όσα είχε αναφέρει.  Προτάσσεται επίσης, μέσω του 3ου λόγου Έφεσης, ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η θέση του Εφεσείοντα πως υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, προκύπτουν εύλογα ερωτηματικά τόσο για την αναγκαιότητα έκδοσης του εγκαλούμενου εντάλματος όσο και για την δημιουργία εύλογης υποψίας, αφού κατά την διάρκεια της παρακολούθησης από την αστυνομία, ενώ ο Εφεσείων θεάθηκε να ανταλλάσσει κάτι «χέρι με χέρι» με άλλα πρόσωπα, δεν επενέβησαν μέλη της αστυνομίας ώστε να ερευνήσουν την υποτιθέμενη δοσοληψία.  Τέλος, με τον 4ο λόγο Έφεσης, υποδεικνύεται ότι στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε το ένταλμα, δεν δικαιολογείτο η αναζήτηση κινητών τηλεφώνων, αφού δεν ικανοποιείτο η δημιουργία εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι κινητά τηλέφωνα που δυνατό να υπάρχουν στο συγκεκριμένο μέρος, συνδέονται με την διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. 

 

          Για σκοπούς πληρότητας της παρούσας, παραθέτουμε, αδρομερώς, τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, ως αυτά αναδύονται από τον όρκο που συνόδευε το αίτημα της αστυνομίας ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου για την έκδοση του σχετικού εντάλματος έρευνας. Σύμφωνα με αυτά, στις 28.04.2024 και στις 10.05.2024 δόθηκαν πληροφορίες στην ΥΚΑΝ ότι ο Εφεσείων ασχολείται με την χρήση και διακίνηση ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β. Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη, ο Εφεσείων έχει στην κατοχή του και αποκρύπτει, σε συγκεκριμένο διαμέρισμα στο οποίο διαμένει, ποσότητες ναρκωτικών, τις οποίες στη συνέχεια προμηθεύει σε άλλα πρόσωπα τα οποία τον επισκέπτονται είτε εκεί, είτε σε διάφορα άλλα σημεία στη Λεμεσό, όπου ο ίδιος μεταβαίνει με κλοπιμαίο μοτοποδήλατο. Η πληροφορία δόθηκε από πρόσωπο το οποίο έχει ιδίαν αντίληψη, του στενού περιβάλλοντος του και είναι δεόντως καταχωρημένη στα μητρώα της Αστυνομίας. Με τη λήψη της πληροφορίας δόθηκαν οδηγίες για διακριτική παρακολούθηση της οικίας και ενός προσώπου και για τη διενέργεια εξετάσεων για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της. Από τις διακριτικές εξετάσεις και τις παρακολουθήσεις που πρόσφατα είχαν διενεργηθεί, κυρίως κατά τις βραδινές μέχρι και τις πρωινές ώρες, διαπιστώθηκε ότι ο Εφεσείων διαμένει πράγματι στην ως άνω οικία ενώ παρατηρήθηκαν ύποπτες κινήσεις, με πρόσωπα να εισέρχονται στην οικία και να έχουν συναντήσεις μαζί του. Επισκέψεις που διαρκούν μικρό χρονικό διάστημα, κάτι το οποίο εντείνει τις υποψίες για παράνομες συναλλαγές. Αναφέρεται επίσης ότι κατά τις πρόσφατες παρακολουθήσεις, εντοπίστηκε ο ύποπτος να οδηγεί μοτοποδήλατο χωρίς αριθμούς εγγραφής, να μεταβαίνει σε διάφορα σημεία σε κοντινή απόσταση από την οικία του και να έχει ολιγόλεπτες συναντήσεις με άλλα πρόσωπα τα οποία καταφθάνουν εκεί είτε πεζή είτε με όχημα ενώ φαίνεται να ανταλλάσσουν κάτι χέρι με χέρι και στη συνέχεια να αναχωρούν. Σημειώνεται επίσης ότι ο ύποπτος δεν έχει σταθερά ωράρια και επιστρέφει στην οικία του αργά το βράδυ και ή τα ξημερώματα. Σύμφωνα με τον ομνύοντα, η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος έρευνας κρίνεται ευλόγως αναγκαία, με σκοπό τον εντοπισμό των παράνομων ναρκωτικών και προς αποφυγή απόκρυψης, καταστροφής και ή διάθεσης αυτών και άλλων τεκμηρίων. Καταληκτικά, η ομνύουσα αστυνομικός υποδεικνύει ότι η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος έρευνας ζητείται προς διευκόλυνση των αστυνομικών ερευνών και με σκοπό την ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη ναρκωτικών και άλλων τεκμηρίων, όπως αλεστήρες, ζυγαριές ακριβείας, μεγάλα χρηματικά ποσά, κινητά τηλέφωνα και άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με τη χρήση και ή την αγοραπωλησία ναρκωτικών.

        Παρά τη Συνταγματική κατοχύρωση και διασφάλιση του απαραβίαστου της κατοικίας (’ρθρο 16(1) του Συντάγματος), γεγονός παραμένει ότι στο επόμενο εδάφιο του ίδιου ’ρθρου του Συντάγματος, διακηρύσσεται πως, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, κατόπιν Δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου, είναι δυνατή η είσοδος και η έρευνα εντός της κατοικίας κάποιου.

        Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155:

«Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό -

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγ΅ατος και να κατάσχει και ΅εταφέρει αυτό ενώπιον του ∆ικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλ΅α έρευνας ή ενώπιον άλλου ∆ικαστηρίου για να τύχει αυτό ΅εταχείρισης σύ΅φωνα ΅ε το νό΅ο· και

...................................................................................».

 

Περαιτέρω, σε σχέση με ναρκωτικά και ελεγχόμενα φάρμακα, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης εντάλματος έρευνας και κατά τον τρόπο και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977, Ν.29/1977, μέσω του άρθρου 29, που φέρει τον πλαγιότιτλο «Εξουσία ερεύνης και λήψεως μαρτυρίας».

           

        Η διαχρονική και καλά εδραιωμένη νομολογία, καταδεικνύει ότι τα Προνομιακά Εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ' εξαίρεση. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ. Παρέχεται κατά προνόμιο, όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Σύγγραμμα Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.ε., Αναφορικά με την Αίτηση του Α. Κωνσταντινίδη (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298).

 

        Για την έκδοση εντάλματος έρευνας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψιν του, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει τέτοιο αίτημα, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε ένα συγκεκριμένο τόπο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α), (β) και (γ) του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Στην περίπτωση δε του γίνεται επίκληση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν.29/1977, θα πρέπει να ικανοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 29.

 

        Ως υπεδείχθη στην GPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 219/2014, ημερ. 29.02.2016, η έκδοση εντάλματος έρευνας δικαιολογείται στην περίπτωση που το Δικαστήριο ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος. Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου τίθεται αίτημα του είδους, στη βάση των γεγονότων που παρατίθενται υπόψιν του μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει το αίτημα, θα πρέπει να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα ότι η σχετική υποψία είναι εύλογη (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτoρα Μαρκίδη (2014) 1 Α.Α.Δ. 756 και In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, συνδέει τα αντικείμενα που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα, με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι με το πρόσωπο του υπόπτου. (βλ. Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, Ανδρέου v. Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 103/2020, ημερ. 21.04.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).

 

Στην Στυλιανού (2015) 1(Β) Α.Α.Δ 1382, με παραπομπή σε παλαιότερες επί του ζητήματος αποφάσεις, έγινε ειδικότερη αναφορά στις περιπτώσεις που δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, σε εφέσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Παρέχεται αυτή η δυνατότητα, στις περιπτώσεις:  

 

«(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892). »

 

Επανερχόμενοι στην υπο συζήτηση περίπτωση, με δεδομένο ότι οι τρείς πρώτοι λόγοι έφεσης, ουσιαστικά διαπλέκονται και αφορούν ην επάρκεια του όρκου, σε συνάρτηση με συγκεκριμένες πτυχές και παραμέτρους που ο κάθε ένας από αυτούς προκρίνει και αφορά, θα εξεταστούν ταυτόχρονα.

Η θέση ότι η πληροφορία που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου που εξέδωσε το ένταλμα, ήταν απλώς συμπερασματική, χωρίς να μπορεί να εκτιμηθεί και εξ αντικειμένου να στοιχειοθετήσει εύλογη υπόνοια (1ος λόγος Έφεσης), ως επίσης, ότι δεν υπήρχε σε αυτήν χρονικός προσδιορισμός για το πότε ο πληροφοριοδότης έλαβε γνώση για τα όσα είχε αναφέρει, με αποτέλεσμα να πλήττεται η αρχή της αναλογικότητας και η αναγκαιότητα για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, ημερ. 11.05.2024, (2ος λόγος Έφεσης), δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Στην υπο συζήτηση περίπτωση, παρόλο που στον όρκο δεν κατονομάζεται ο πληροφοριοδότης, εντούτοις, αναφέρεται ότι πρόκειται για πρόσωπο του στενού περιβάλλοντος του υπόπτου, το οποίο μάλιστα έχει προσωπική γνώση των όσων περιέγραψε στην Αστυνομία. Ως δε τέθηκε στο Δικαστήριο, η σχετική πληροφόρηση, αξιοποιούμενη και ανάλογα διερευνώμενη από την αστυνομία, ανέδειξε και ισχυροποίησε το εύλογο της σχετικής και αναγκαίας υπόνοιας για την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος έρευνας.

Είναι γεγονός ότι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήψη της πληροφορίας, της αρχικές έρευνες μέχρι την αίτηση και έκδοση ενός εντάλματος έρευνας, αποτελεί παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, με το ενδεχόμενο να μην θεωρείται η έκδοση ενός εντάλματος του είδους αναγκαία στις περιπτώσεις που παρατηρείται μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους της αστυνομίας, να μην μπορεί να αποκλειστεί.  Ωστόσο, στην υπο συζήτηση περίπτωση, αντίθετα με την εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα, προσδιορίζεται με ακρίβεια ο χρόνος λήψης των σχετικών πληροφοριών, ήτοι ότι αυτές, όχι μόνο δόθηκαν αλλά και δεόντως καταχωρήθηκαν στα μητρώα της αστυνομίας, στις 28.04.24 και στις 10.05.2024, σχεδόν αμέσως πριν την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος. Πραγματικότητα που εκθεμελιώνει κάθε συζήτηση περί αναλογικότητας και μη αναγκαιότητας της έκδοσης του, ως αποτέλεσμα μη χρονικού προσδιορισμού της εξασφάλισης της σχετικής πληροφόρησης. 

Ούτε το γεγονός ότι η Αστυνομία παρουσιάζεται να μην παρεμβαίνει κατά το στάδιο της παρακολούθησης, ειδικότερα κατά το χρόνο που ο Εφεσείων θεάθηκε να ανταλλάσσει κάτι «χέρι με χέρι» με άλλα πρόσωπα, κάτω από τις συγκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στον όρκο, θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο για την μη έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος έρευνας, δικαιολογώντας την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση σχετικής, δια κλήσεως αίτησης ακύρωσης του (Certiorari). Τα επιχειρησιακά πλάνα και οι κατά περίπτωση προτεραιότητες των διωκτικών και αστυνομικών αρχών, καθ' ην έκταση δεν αντιβαίνουν τον νόμο και τις εξουσίες με τις οποίες περιβάλλονται στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης και ελέγχου σε διαδικασίες του είδους.   

Συνακόλουθα δεν υπάρχει περιθώριο επιτυχίας των λόγων έφεσης 1, 2 και 3, οι οποίοι και απορρίπτονται.

        Στρέφοντας τέλος την προσοχή στον 4ο λόγο Έφεσης, σε συνδυασμό θεωρούμενος ο τελευταίος με το περιεχόμενο του σχετικού εντάλματος έρευνας, θα πρέπει να σημειωθεί πως μετά τον εντοπισμό εκ μέρους του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρίας με την οποία φαίνεται ότι το διαμέρισμα που διέμενε ο Εφεσείων χρησιμοποιείται για την παράνομη «φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου Α' και Β'», το Δικαστήριο έκρινε ότι «υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην αναφερόμενη οικία υπάρχουν τα αναφερόμενα αντικείμενα». Προχωρώντας δε στην έκδοση του σχετικού εντάλματος, πέραν από την αναφορά σε ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α και Β, τα οποία με ανάλογο τρόπο συνδέει με το διαμέρισμα του Εφεσείοντα, δεν γίνεται από μέρους του αναφορά ή συμπερίληψη στο ένταλμα οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου ή πράγματος για το οποίο να εξουσιοδοτεί ανάλογη έρευνα. Ως έχει ήδη σημειωθεί, η υποβολή αιτήματος για έκδοση εντάλματος ως το υπό συζήτηση, θα πρέπει να στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων (Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (ανωτέρω)).

 

Το γεγονός ότι στον όρκο που συνόδευε το αίτημα για την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος έρευνας καταγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι επιζητείτο η έκδοση εντάλματος έρευνας «προς διευκόλυνση των αστυνομικών ερευνών και με σκοπό την ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη ναρκωτικών και άλλων τεκμηρίων, όπως αλεστήρες, ζυγαριές ακριβείας, μεγάλα χρηματικά ποσά, κινητά τηλέφωνα και άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με την χρήση ναρκωτικών ή την αγοραπωλησία ναρκωτικών», δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι το κατώτερο Δικαστήριο, τελικά, δεν περιέλαβε στο ένταλμα έρευνας που εξέδωσε οτιδήποτε από τα πιο πάνω, ούτε εξουσιοδότησε/επέτρεψε έρευνα για οτιδήποτε άλλο, πέραν του ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και Β.

Η διαπίστωση ότι το εγκαλούμενο ένταλμα έρευνας, ως τελικά εκδόθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο, δεν περιλαμβάνει ή εξουσιοδοτεί την έρευνα και σε σχέση με κινητά τηλέφωνα για τα οποία αναφέρεται ο 4ος λόγος Έφεσης, αποβαίνει καθοριστική για το ζήτημα. Καθιστά, υπό τις ειδικές περιστάσεις που περιβάλλουν την υπο συζήτηση περίπτωση, όπου δεν τέθηκε οτιδήποτε στο εκδοθέν ένταλμα για τηλεφωνικές συσκευές, εξ' αρχής αχρείαστη και άνευ αντικειμένου οποιαδήποτε συζήτηση περί σχετικότητας τέτοιων τηλεφωνικών συσκευών. Ούτε, βεβαίως, η επέκταση της συζήτησης ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ενδεχόμενο χρήσης τηλεφωνικών συσκευών στο συνολικό πλαίσιο διάπραξης των υπο διερεύνηση αδικημάτων, δικαιολογεί την περαιτέρω συζήτηση και ενασχόληση με ένα ζήτημα που εκ των πραγμάτων δεν φαίνεται να αφορά και να καλύπτει το εγκαλούμενο ένταλμα έρευνας.

Ως εκ τούτου και ο 4ος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.  

        Συνακόλουθα, στη βάση όλων όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί, καθίσταται σαφές ότι, στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν δικαιολογείται η αιτούμενη παρέμβαση μας, προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 Η έφεση απορρίπτεται.

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.                

         

                                                                   Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                                  

                                                                   Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

/ΧΧ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο