ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 179/2016)

 

 

8 Ιανουαρίου, 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΠΡΩΗΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ

ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΛΤΔ),

 

 

 

Εφεσείουσα/Καθ'ης η Αίτηση,

 

ν.

 

 

 

ΚΩΣΤΑ ΜΑΝΩΛΗ,

 

 

Εφεσίβλητου/Αιτητή.

 

 

_____________________________________________________________________

  

Κ. Λαμπριανίδης για Α.Ι. Καρύδης & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Κ. Μάρκου, για τον Εφεσίβλητο.

______________________________________________________________________

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

___________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Μεταξύ των διαδίκων είχε προκύψει διαφορά από Συμφωνία Δανείου ημερ. 9/7/2008 και του δυνάμει αυτής λογαριασμού, η οποία παραπέμφθηκε από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών σε διαιτησία με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/1985.

 

Στο πλαίσιο της Διαιτησίας η Εφεσείουσα είχε καταχωρίσει αίτηση με την οποία αξίωνε την έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον του Εφεσίβλητου στη βάση παραδοχών στη δικογραφία του, δυνάμει των προνοιών της                    Δ.24, θ. 6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο[1].

 

Ο Διαιτητής, αφού εξέτασε τη νομολογία που αφορά στο πεδίο εφαρμογής της Δ.24, θ. 6, επισημαίνοντας τη δραστικότητα ενός τέτοιου μέτρου, το οποίο θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε αποκρυσταλλωμένες περιπτώσεις παραδοχών[2], προχώρησε και εξέδωσε απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας, η οποία, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λευκωσίας και εναντίον του Εφεσίβλητου. Η κατάληξη του αυτή στηρίχθηκε στην κρίση του ότι η φύση των παραδοχών του Εφεσίβλητου, όπως αυτές περιλαμβάνονταν στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, ήταν τέτοιες που δεν άφηναν περιθώρια στον Εφεσίβλητο να προβάλει οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι δεν οφείλει το  ποσό που αφορούσε η διαιτησία.

 

Ο Εφεσίβλητος δεν έμεινε ικανοποιημένος από την απόφαση αυτή του Διαιτητή και καταχώρισε Αίτηση/Έφεση, με την οποία ζητούσε ακύρωση και παραμερισμό της Διαιτητικής Απόφασης. Μεταξύ των λόγων που προέβαλε ήταν ότι η διαδικασία διεξήχθη παράτυπα, ότι ο Διαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά και κακό χειρισμό, ότι οι ισχυριζόμενες παραδοχές επί των οποίων βασίστηκε δεν ήταν τέτοιες που να τον οδηγούσαν στην έκδοση της απόφασής του, αλλά υπήρχαν άλλα δεδομένα και γεγονότα που συνηγορούσαν στο αντίθετο και δεν τα εξέτασε, καθώς και ότι ενήργησε καθ' υπέρβαση των εξουσιών του.

 

Στην Αίτηση/Έφεση κατεχωρήθη Ένσταση και η Αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε Απόφαση με την οποία αποφάσισε τον παραμερισμό της επίδικης Διαιτητικής Απόφασης.

 

Η ορθότητα της πιο πάνω Απόφασης αποτελεί αντικείμενο της παρούσας Έφεσης, η οποία προσβάλλεται με τέσσερις Λόγους Έφεσης.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραμέρισε την απόφαση του Διαιτητή, κρίνοντας ότι υπήρχε κακός χειρισμός της υπόθεσης εκ μέρους του Διαιτητή λόγω του ότι δεν προέβη στην εξέταση όλων των ισχυρισμών υπεράσπισης που έθεσε ενώπιον του ο Εφεσίβλητος στη διαδικασία Διαιτησίας, αγνοώντας το πρακτικό ημερ. 10/3/2014 στο οποίο φαίνεται ότι ο Εφεσίβλητος είχε αποσύρει την Ανταπαίτηση του και ισχυρισμούς της υπεράσπισης του στους οποίους στηριζόταν η Ανταπαίτηση. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι ο Εφεσίβλητος είχε προβάλει με την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του στη διαιτητική διαδικασία ζήτημα περί ακυρότητας της Συμφωνίας δανείου. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε την Απόφαση του ex-tempore. Με τον                  4ο Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα προβάλλει ότι, δεδομένης της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε εύρημα ότι η απόφαση του Διαιτητή ήταν ορθή, εσφαλμένα αυτή ακυρώθηκε.

 

Λόγω της συνάφειας τους ο 1ος και ο 2ος Λόγος Έφεσης θα εξετασθούν μαζί.

 

Στο πλαίσιο προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα υποστήριξε ότι με δεδομένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του το πρακτικό ημερ. 10/3/2014, στο οποίο ρητά αναφερόταν ότι ο Εφεσίβλητος απέσυρε την Ανταπαίτηση του με επιφύλαξη του δικαιώματος του να προωθήσει όλες τις αξιώσεις του στην υπ' αρ. 1563/2013 Αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την οποία είχε ήδη καταχωρίσει, εσφαλμένα έκρινε ότι ο Διαιτητής όφειλε να είχε ενδιατρίψει στα όσα ο Εφεσίβλητος ισχυριζόταν στις παραγράφους 6 και 8 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του. Σε ό,τι δε αφορά το 2ο Λόγο Έφεσης, υποστηρίχθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι οι ισχυρισμοί της παραγράφου 8 της Υπεράσπισης ίσως να αποτελούσαν λόγο για τεκμηρίωση της θέσης για άκυρη συμφωνία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στους λόγους για τους οποίους μια Διαιτητική Απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο κακός χειρισμός της υπόθεσης, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της μη εξέτασης από το Διαιτητή - όπως ήταν η θέση του Εφεσίβλητου - της συνολικής Υπεράσπισης, έχοντας προηγουμένως καταγράψει τις παραδοχές καθώς και τις υπερασπίσεις του Εφεσίβλητου με βάση την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του, αποφάσισε ως ακολούθως:

 

«Αν και πράγματι φαίνεται από τις παραγράφους της Έκθεσης Υπεράσπισης, που έχω αναφέρει προηγουμένως, να μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα, εκ πρώτης όψεως, ότι γίνεται παραδοχή της σύμβασης του δανείου και του υπολοίπου, μειωμένο κατά €1.475,12, τις οποίες έχει εντοπίσει ο Διαιτητής, κατά την ταπεινή μου άποψη ο Διαιτητής έπρεπε να ενδιατρίψει και στους άλλους ισχυρισμούς της Έκθεσης Υπεράσπισης, όπως ότι δεν τερματίστηκε το δάνειο και δεν κατέστη οφειλόμενο και απαιτητό το ποσό που αξιώνεται, καθώς και στο θέμα της αμέλειας, της παράλειψης επιμέλειας, της παράβασης καθήκοντος, συνομωσίας, δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων, εκ μέρους του Εφεσίβλητου, που σχετίζονται με το γεγονός της ασφάλισης του Εφεσείοντος, έτσι ώστε να υπήρχε και επί αυτού του σημείου η ετυμηγορία του αφού εάν ευσταθούσαν αυτοί οι ισχυρισμοί, ίσως θα αποτελούσαν λόγο για τεκμηρίωση της θέσης για άκυρη συμφωνία δανείου.

 

Από όλα όσα πιο πάνω έχω αναφέρει, κρίνω ότι ο Διαιτητής δεν προέβη στην εξέταση όλων των ισχυρισμών Υπεράσπισης που έθεσε ενώπιόν του ο Εφεσείων με την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση και ως εκ τούτου καθιστά την απόφασή του ακροσφαλή και μη πλήρη, σε βαθμό που χαρακτηρίζεται ως κακός χειρισμός της υπόθεσης εκ μέρους του Διαιτητή.»

 

 

H καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το νομικό πλαίσιο και τους λόγους ακύρωσης μιας διαιτητικής απόφασης ήτο ορθή. Έγινε προς τούτο παραπομπή στο Άρθρο 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 καθώς και στο Άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/1985. Το εδάφιο (2) του Άρθρου 20 του Κεφ. 4 προνοεί ότι:

 

«(2) Όταv o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφoρά ή χειρίστηκε κακώς τηv υπόθεση ή όταv η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, τo Δικαστήριo δύvαται vα ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.»

 

 

Ως προς τη νομική εμβέλεια του Άρθρου 20(2) και ιδιαίτερα της φράσης «ανάρμοστη συμπεριφορά» (misconduct), αυτή περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες που δυνατόν να αφορούν στη συμπεριφορά του ιδίου του Διαιτητή ή στον τρόπο διεξαγωγής της διαιτησίας. Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Σολωμού v. Laiki Cypria Life Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 687, την οποία επικαλέστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Η κλασσική αντιμετώπιση της έννοιας του «misconduct», έχει βέβαια αναφορά στη δωροδοκία του διαιτητή ή στην ύπαρξη εκ μέρους του μυστικού συμφέροντος στην ενώπιον του διαφορά. Επεκτείνεται όμως και σε θέματα πέραν αυτών, ώστε ακόμη και στην απουσία ηθικά ή δεοντολογικά ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ελέγχονται και οι περιπτώσεις λανθασμένης λήψης ή αποκλεισμού μαρτυρίας ή η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για την ερμηνεία συμβολαίου,..

 

Πουθενά, όμως, η μέχρι τούδε νομική θεώρηση των προνοιών του Άρθρου 20(2), δεν έχει συμπεριλάβει, (στην απουσία βεβαίως παραβιάσεων των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης), και, την ενδεχομένως λανθασμένη νομική ερμηνεία ενός εγγράφου.[.] Όπως δε εξηγείται και στη μεταγενέστερη 23η έκδοση του Russel on Arbitration (2007), σελ. 375 παρ. 7-056, τα Δικαστήρια ήταν πάντοτε απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου η νομοθεσία παρείχε ειδικά τέτοια δυνατότητα, οι δε αποφάσεις των διαιτητών γενικώς δεν ήταν δεκτικές αναθεώρησης από το Δικαστήριο, εκτός στο βαθμό που ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο πασιφανή εναντίον των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.»

 

 

Έχουμε εξετάσει το περιεχόμενο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του Εφεσίβλητου και τις υπερασπίσεις που, μέσω του δικογράφου του, προέβαλε. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι μέσω της παραγράφου 6 της Υπεράσπισης  προβάλλετο ο ισχυρισμός ότι το επίδικο δάνειο δεν είχε τερματιστεί από μέρους της Εφεσείουσας και ότι δεν είχε καταστεί οφειλόμενο και απαιτητό το ποσό που αξιώνετο στη βάση αυτού. Μέσω δε της παραγράφου 7 της Υπεράσπισης ο Εφεσίβλητος δεν αποδέχετο το αξιούμενο από την Εφεσείουσα ποσό.  Επιπλέον, μέσω της παραγράφου 8 της Υπεράσπισης προβάλλετο ο ισχυρισμός ότι η Εφεσείουσα δεν είχε δείξει τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια κατά τη σύναψη του δανείου, καθώς και το ότι δεν είχε επεξηγήσει τη σημασία των όρων της σύμβασης και τις επιπτώσεις παράβασης της. Προβάλλετο, επίσης, ο ισχυρισμός ότι η Εφεσείουσα, δρώντας ως αντιπρόσωπος συγκεκριμένης ασφαλιστικής εταιρείας, δεν είχε επιδείξει μια καθαρή εικόνα κατά τη διεκπεραίωση της ασφάλειας ζωής ως προϋπόθεση για την παροχή του δανείου επιδεικνύοντας αμέλεια, παράβαση εμπιστοσύνης, δόλο και απάτη με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς στον Εφεσίβλητο την οποία ο τελευταίος αξίωνε ανταπαιτητικώς. Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Διαιτητής δεν  είχε προβεί στην εξέταση του συνόλου των προβαλλόμενων υπερασπίσεων με αποτέλεσμα η Απόφαση του να καθίσταται ακροσφαλής, ήταν ορθή.  

 

Όσο δε αφορά το πρακτικό της διαιτητικής διαδικασίας ημερ. 10/3/2024 με το οποίο ο Εφεσίβλητος απέσυρε την Ανταπαίτηση του, αρκεί να επισημάνουμε ότι αυτό ήταν μεταγενέστερο της έκδοσης της απόφασης του Διαιτητή ημερ. 9/12/2013. Ως εκ τούτου, κατά το στάδιο έκδοσης της απόφασης του Διαιτητή η Ανταπαίτηση του Εφεσιβλήτου ευρίσκετο ακόμη ενώπιον του.

 

Αναφορικά με τα όσα προβλήθηκαν μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης, αρκεί να επισημάνουμε ότι στην παράγραφο 8 της Υπεράσπισης προβάλλονταν ισχυρισμοί ότι η σύναψη της επίδικης συμφωνίας Δανείου ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας και/ή δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων, υπερασπίσεις που, με βάση τον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 149, σε περίπτωση απόδειξης τους, καθιστούν τη Συμφωνία άκυρη κατ' επιλογή του μέρους που τις επικαλείται (voidable) στη βάση του ότι αυτή συνομολογήθηκε χωρίς ελεύθερη συναίνεση[3].

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο 1ος και ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται.

 

Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση ex tempore. Στην αιτιολογία του Λόγου αυτού αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «προχώρησε στην έκδοση της απόφασης του ex tempore χωρίς να λάβει το χρόνο να ενδιατρίψει σε βάθος και σε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών αγορεύσεων των διαδίκων οι οποίες δόθηκαν κατά τη διάρκεια της ακρόασης στις 21/4/2016». Αναφέρεται, επίσης, ότι «υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η οποία συνίστατο σε πολυσέλιδα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έγγραφα (αίτηση, ένσταση, ένορκες δηλώσεις, τροποποιημένη αίτηση και ένσταση, συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, τεκμήρια και αγορεύσεις) όφειλε να επιφυλάξει την απόφαση του για να μελετήσει όλα τα ενώπιον του έγγραφα και μαρτυρία καθώς επίσης και τις πολυσέλιδες αγορεύσεις των διαδίκων τις οποίες δεν ανάγνωσε ούτε μελέτησε πριν την έκδοση της ex tempore απόφασης του

 

Όπως ορθά επισημαίνεται από πλευράς Εφεσιβλήτου, η έκδοση μιας απόφασης ex tempore είναι επιλογή του ιδίου του Δικαστή, το οποίο, εμείς προσθέτουμε, μπορεί να ασκήσει εκεί όπου τα ζητήματα που εγείρονται είναι, κατά τον ίδιον, απλά. Μια ex tempore απόφαση δεν υπολείπεται σε νομιμοποίηση από μια επιφυλαχθείσα απόφαση. Ό,τι ενέχει σημασία για σκοπούς της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας είναι η αιτιολόγηση μιας απόφασης, είτε αυτή είναι ex tempore απόφαση, είτε είναι επιφυλαχθείσα απόφαση. Δεν εγείρεται, εν προκειμένω, ζήτημα έλλειψης δέουσας αιτιολόγησης της υπό κρίση απόφασης. Πέραν του γεγονότος ότι δόθηκε ex tempore, η πλευρά της Εφεσείουσας δεν έχει παραπέμψει σε οποιεσδήποτε ελλείψεις ή απουσία απαραίτητων συστατικών στην επίδικη Απόφαση που θα μπορούσαν να την καταστήσουν τρωτή. Ό,τι βασικά εγείρεται είναι ότι δεν ήτο η κατάλληλη, στις περιστάσεις της υπόθεσης, περίπτωση για έκδοση από το Δικαστήριο ex tempore απόφασης γιατί, κατά την Εφεσείουσα, δεν υπήρχε «κατεπείγον ζήτημα» ή «επιτακτική ανάγκη».

 

Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω προσέγγιση. Εναπόκειτο στο πρωτόδικο Δικαστήριο είτε να επιφυλάξει την απόφαση του, είτε να προχωρήσει στην έκδοση της ex tempore. Ούτε θεωρούμε ότι, στα περιστατικά της υπόθεσης, υπήρχε οποιαδήποτε ιδιαίτερη δυσκολία το πρωτόδικο Δικαστήριο να ενεργήσει όπως ενήργησε.

 

Ως εκ τούτου ο 3ος Λόγος Έφεσης δεν είναι βάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον 4ο Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα προβάλλει ότι δεδομένης της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε εύρημα ότι η απόφαση του Διαιτητή ήταν ορθή, εσφαλμένα αυτή ακυρώθηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε καμία περίπτωση κατέληξε ότι η διαιτητική απόφαση ήταν ορθή. Αντιθέτως, στην απόφαση του καταλήγει ότι η μη εξέταση από το Διαιτητή όλων των ισχυρισμών Υπεράσπισης που είχε εγείρει ο Εφεσίβλητος καθιστούσε την απόφαση του ακροσφαλή, σε βαθμό που να χαρακτηρίζεται ο χειρισμός της υπόθεσης από το Διαιτητή ως κακός.

 

Συνεπώς ο 4ος Λόγος Έφεσης είναι άνευ ερείσματος και απορρίπτεται.

 

Προτού ολοκληρώσουμε κρίνουμε σκόπιμο να σχολιάσουμε τη δομή της πρωτόδικης Απόφασης.

 

Προδιαγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης, δεν υπάρχει, ούτε και συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής της. Η συγγραφή της δικαστικής απόφασης είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Σωκράτους ν. Gruppo Editoriale Febbri - Bompiani (1997) 1 Α.Α.Δ. 1204, Ζερβός ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2357, 2371 και U.I.B. Insurance Reinsurance & Consultants Brokers Ltd v. Επιχειρήσεις Κ & Α Ίνιος Λτδ, κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 53/2014 (σχ. με 54/2014), ημερ. 8/6/2022). Ό,τι προβάλλει ως απαρέγκλιτα αναγκαίο, είναι ο εντοπισμός σε αυτήν των βασικών χαρακτηριστικών στοιχείων μιας αιτιολογημένης κρίσης, ως αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας (Pissouri Farms Ltd v. Αχιλλέας Α. Βουγιουκλάκης Λτδ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 433/2012, ημερ. 27/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:A198 και Τσαππής Δήμου Ιδαλίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 177/2020, ημερ. 16/11/2021).

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση διαπιστώνουμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση παρατίθεται, εντελώς αχρείαστα, αυτολεξεί ολόκληρο το περιεχόμενο της Αίτησης/Έφεσης, καθώς και εκείνο της ένορκης δήλωσης που την συνοδεύει, όπως επίσης και της Ένστασης και της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης. Επιπλέον παρατίθενται, πάλι αχρείαστα, αυτούσιες και οι συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν. Η απλή αντιγραφή/επικόλληση (copy - paste) των δικογράφων και η αυτούσια παράθεση όλων των πιο πάνω, η οποία καλύπτει 22 και πλέον σελίδες της Απόφασης, χωρίς το Δικαστήριο να καταβάλει οποιαδήποτε προσπάθεια να συνοψίσει τις εκατέρωθεν δικογραφικές θέσεις, ουδόλως προσφέρει οτιδήποτε, ούτε βοηθά στην ορθή αναδίπλωση της δικαστικής σκέψης. Εν ολίγοις, συνιστά πρακτική η οποία πρέπει να εκλείψει από το κείμενο των δικαστικών αποφάσεων.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται €3.500 έξοδα της Έφεσης υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

 

 

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                 Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.



[1] 6. Any party may at any stage of a cause or matter where admissions of fact have been made either on the pleadings, or otherwise, apply to the Court or a Judge for such judgment or order as upon such admissions he may be entitled to, without waiting for the determination of any other question between the parties; and the Court or a Judge may upon such application make such order, or give such judgment, as the Court or Judge may think just.

[2] Δέστε την υπόθεση Τσιμεντοποιία Βασιλικού Λίμιτεδ v. Σάββα Μακαρίου (1993)                      1 Α.Α.Δ. 370, την οποία επικαλέστηκε ο Διαιτητής, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:

«Η φύση των παραδοχών κάτω από τη Δ.24 θ. 6 στην οποία είναι θεμιτό να βασισθεί δικαστήριο για την έκδοση απόφασης πρέπει να είναι τέτοια που να κλείνει κάθε δρόμο για την προβολή υπεράσπισης. Αυτό είναι το πνεύμα της σχετικής νομολογίας: Ellis ν. Allen [1911 - 1913] All E.R. Rep. 906, Technistudy Ltd. ν. Kelland [1976] 3 All E.R. 632 και Murphy ν. Culhane, ανωτέρω. Βλέπε επίσης την απόφαση του Γ. Νικολάου, Π.Ε.Δ. στην υπόθεση 878/89 Νίκος Χριστοφή ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ & Άλλου ημερ. 6/2/90. Η εφεκτικότητα στη χρήση της διάταξης για πρόωρη απόφαση, εκτός φυσικά στην περίπτωση που μιά παραδοχή δεν αφήνει περιθώρια υπεράσπισης, υπογραμμίζει εμφαντικά και την ανάγκη για προσεκτική στάθμιση των δεδομένων της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης».

 

[3] Δέστε εδάφια (1) και (2) του Άρθρου 19 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149:

 

«19.-(1) Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ' εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.»

(2) Ο συμβαλλόμενος, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε συνεπεία απάτης ή ψευδούς παράστασης, δύναται αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, να εμμείνει στην εκπλήρωση της σύμβασης και να αποκατασταθεί στη θέση που θα βρισκόταν αν οι παραστάσεις που έγιναν ήταν αληθείς.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο