ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(i-justice)
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 13/2025)
29 Ιανουαρίου 2025
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964, ΩΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 12 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 89 ΕΔΑΦΙΟ 1 ΚΕΦ. 155 ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (Α.Δ.Τ. [ ]) ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡ. 8.11.2024, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ ΑΡ. 21089/2019 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΕ Ο ΑΙΤΗΤΗΣ ΕΡΗΜΗΝ ΣΕ ΠΟΙΝΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΔΥΟ ΕΤΩΝ
_______________________
Α. Χρ. Αλεξάνδρου και Ε. Αλεξάνδρου (κα), για τον Αιτητή.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρίσει αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης ημερ.8.11.2024, στην Ποινική Υπόθεση Αρ.21089/2019, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία καταδικάστηκε ερήμην και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων. Ζητά ακόμη την αναστολή της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής μέχρι «την εκδίκαση της παρούσας Αίτησης και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου».
Είναι η θέση του Αιτητή ότι με την απόφαση ημερ.8.11.2024 (ουσιαστικά πρόκειται για δύο αποφάσεις) παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, αφού ο Αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπιση του. Υποστηρίζει ακόμα ο Αιτητής ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του, ότι υπερέβη το νόμο και στερείτο δικαιοδοσίας.
Επρόκειτο για συνοπτική δίκη, ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή. Ο Αιτητής αντιμετώπιζε μια κατηγορία εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Σύμφωνα με την κατηγορία, το αδίκημα είχε διαπραχθεί το 2015 και αφορούσε απόσπαση ποσού €30.000 από τον παραπονούμενο.
Το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε την 15.11.2019 και ο Αιτητής πρωτοεμφανίστηκε στο κατώτερο Δικαστήριο την 16.12.2019 αρνούμενος την κατηγορία. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση την 28.5.2020, αλλά ο Αιτητής δεν εμφανίστηκε. Παρήλθε περίοδος τεσσάρων χρόνων κατά την οποία η υπόθεση ορίστηκε επανειλημμένα για ακρόαση. Ο Αιτητής πότε εμφανιζόταν και πότε όχι. Εκδόθηκαν εναντίον του τρία εντάλματα σύλληψης. Το τελευταίο δεν εκτελέστηκε. Το κατώτερο Δικαστήριο ενημερώθηκε ότι, παρόλες τις προσπάθειες της Αστυνομίας, δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί ο Αιτητής. Την 28.5.2024 το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε να εκδικάσει την υπόθεση στην απουσία του. Την 6.11.2024 άκουσε μαρτυρία και δύο ημέρες μετά, την 8.11.2024, εξέδωσε την απόφαση του βρίσκοντας τον Αιτητή ένοχο και, αυθημερόν, του επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων.
Η απόφαση ημερ.28.5.2024 για εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του Αιτητή, που οδήγησε στην απόφαση της 8.11.2024, δεν επισυνάπτεται στην Αίτηση. Εξηγείται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση ότι «με την βοήθεια υπαλλήλου του Πρωτοκολλητείου του Ε.Δ. Λεμεσού αναζητήθηκε η απόφαση αυτή και δεν εντοπιζόταν στον φάκελο της υπόθεσης, παρά μόνο μια χειρόγραφη σημείωση ότι εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση για να συνεχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του Αιτητή». Δεν φαίνεται να ακολούθησε κάποιο διάβημα για να εξασφαλιστεί αντίγραφο της απόφασης αυτής. Σε κάθε περίπτωση, γεγονός παραμένει ότι η καθοριστική της εξέλιξης της υπόθεσης απόφαση ημερ.28.5.2024, δεν τέθηκε από τον Αιτητή υπόψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το άρθρο 89(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, προβλέπει τη διαδικασία στην περίπτωση που δεν εμφανίζεται κατηγορούμενος ή κατήγορος. Για την πρώτη περίπτωση, που εδώ ενδιαφέρει, διαλαμβάνει ότι:
«Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπι απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού».
Η εξουσία για εκδίκαση ποινικής υπόθεσης στην απουσία του κατηγορούμενου δεν αφορά μόνο το αρχικό στάδιο της επίδοσης του κατηγορητηρίου. Η αρχική απόφαση του Δικαστηρίου να εκδώσει ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου που δεν έχει εμφανιστεί, δεν στερεί το Δικαστήριο της δυνατότητας, στην κατάλληλη περίπτωση, σε μεταγενέστερο στάδιο να αποφασίσει ότι θα προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του.
Επομένως, το κατώτερο Δικαστήριο είχε εξουσία από το νόμο να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του Αιτητή και η εισήγηση του Αιτητή ότι ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας κρίνεται αβάσιμη.
Ενεργώντας το ποινικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του άρθρου 89(1) του Κεφ.155, ασκεί διακριτική ευχέρεια. Η διακριτική ευχέρεια του ποινικού Δικαστηρίου να εκδικάσει ποινική υπόθεση στην απουσία του κατηγορούμενου ασκείται κατά τρόπο δικαστικό. Η νομολογία είναι πλούσια. Υποδεικνύει ότι δεν είναι ορθό ο κατηγορούμενος να δικάζεται ερήμην όταν πρόκειται για σοβαρά αδικήματα, όταν αυτά ενέχουν το στοιχείο της ανεντιμότητας και όταν το Δικαστήριο ενδέχεται να επιβάλει ποινή φυλάκισης ή να εκδώσει κάποιο διάταγμα εναντίον του κατηγορούμενου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι ορθό να εκδίδεται ένταλμα σύλληψης και αν ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάζεται συνεπής, ακόμα και να διαταχτεί η κράτηση του ώστε να δικαστεί.
Στην ίδια την Αίτηση, αναφέρεται ότι η απόφαση για να εκδικαστεί η υπόθεση στην απουσία του Αιτητή λήφθηκε «χωρίς να ληφθούν υπόψη η φύση και/ή σοβαρότητα της υπόθεσης, το κατά πόσο η κατηγορία ενέχει το στίγμα της ανεντιμότητας ή του δόλου, το είδος και το ύψος της ποινής που δυνατό να επιβαλλόταν στον Αιτητή, και η οποία τελικώς επιβλήθηκε στον Αιτητή», ζητήματα που σαφώς παραπέμπουν στην ορθότητα και όχι τη νομιμότητα της απόφασης.
Κατά πόσο η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε εν προκειμένω λανθασμένα δεν είναι ζήτημα που ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα Certiorari, στο πλαίσιο του οποίου μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα και όχι η ορθότητα μιας δικαστικής απόφασης.
Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι όπου η κατά τρόπο εσφαλμένο άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου Δικαστηρίου, οδηγεί σε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, παρέχεται η ευχέρεια επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μέσω της προνομιακής του δικαιοδοσίας.
Εφόσον διαπιστωθεί ότι κατά τη λήψη δικαστικής απόφασης παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ενεργοποιηθεί. Στην Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297, 301, αναφέρεται ότι η τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης συνιστά προϋπόθεση για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης. Ό,τι οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας εσφαλμένα δεν εμποδίζει την άσκηση της προνομιακής εξουσίας. Αν απαιτείτο η παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης να ήταν το αποτέλεσμα υπέρβασης εξουσίας, θα ήταν ως εάν να έπρεπε να συντρέχουν και οι δύο λόγοι για να ακυρωθεί μια απόφαση. Η παραβίαση όμως των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης στοιχειοθετεί αυτοτελή και χωρίς άλλο λόγο για την άσκηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Λέαντρος Χριστοφίδης (Αρ.2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 785, 787, γίνεται παραπομπή σε απόσπασμα από το Basu, Commentary on the Constitution of India, 5η έκδ., σελ. 666, όπου αναφέρεται ότι: «It has been pointed out earlier that though breach of natural justice is sometimes treated as a species of defect of jurisdiction, it is recognised as an independent ground for issue of certiorari. Certiorari will lie where a judicial or quasi-judicial authority has violated the principles of natural justice even though the authority has acted within its jurisdiction».
Όμως, εν προκειμένω δεν τεκμηριώνεται, ούτε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμο ζήτημα παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να επικαλείται την προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όταν στην ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε, το κατηγορητήριο του επιδόθηκε και τρία εντάλματα σύλληψης εκδόθηκαν κατά καιρούς εναντίον του, δύο φορές συνελήφθηκε και, έχοντας υπόψη του την εκκρεμοδικία της εναντίον του υπόθεσης, δεν επέδειξε ενδιαφέρον για την εξέλιξη της και δεν ενήργησε ώστε ο ίδιος να διαφυλάξει το δικαίωμα του να ακουστεί και να υπερασπίσει τον εαυτό του.
Στην περίπτωση όμως που το ποινικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, η ορθότητα της απόφασης του μπορεί να ελεγχθεί με έφεση (άρθρο 133 του Κεφ.155). Η θέση του Αιτητή ότι δεν μπορούσε να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης της 8.11.2024, γιατί μόλις την 18.12.2024 πληροφορήθηκε για την έκδοση της, είναι ανεδαφική. Παραγνωρίζει τις πρόνοιες του άρθρου 134 του Κεφ.155, για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης, κατόπιν απόδειξης βάσιμου λόγου. Άλλωστε, όπως οι δικηγόροι του αναφέρουν στη γραπτή τους αγόρευση, ο Αιτητής έχει ήδη υποβάλει αίτηση στο Εφετείο για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.