ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2024)
(i-justice)
10 Ιανουαρίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 58/2024
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν. 33/64
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ PAVEL LINEISKII ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ, ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 12 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 5, 6 ΚΑΙ 7 ΤΗΣ Ε.Σ.Δ.Α, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 48, 124Α, 125, 127 και 157 ΕΩΣ 165 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ, ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (14/60)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΦΥΛΑΚΙΣΤΗΡΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ 3554/20, 013485/20, 1714/21, 8584/21 ΚΑΙ 12536/22 ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 169/20
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
2. ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Λάρης Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. και Παναγιώτης Νικολάου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μαρίνα Μασούρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης είναι η ορθότητα της Απόφασης που εκδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι, το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της πρωτογενούς δικαιοδοσίας του δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, με την οποία απέρριψε αίτηση για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum.
Προτού γίνει αναφορά στους τέσσερις Λόγους Έφεσης, με τους οποίους προσβάλλεται η ως άνω Απόφαση, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στις 3/8/2020 η τέως σύζυγος του Εφεσείοντα καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού την υπ' αρ. 169/2020 Αίτηση Διατροφής, στο πλαίσιο της οποίας εξασφάλισε σε βάρος του προσωρινό διάταγμα διατροφής για τα δύο παιδιά τους. Στις 11/11/2021, στο πλαίσιο της ως άνω Αίτησης Διατροφής, εκδόθηκε σε βάρος του Εφεσείοντα τελικό διάταγμα διατροφής για το ποσό των €1.000 μηνιαίως από 1/12/2021. Με δεδομένο ότι ο Εφεσείων δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τα ως άνω διατάγματα διατροφής, εκδόθηκαν σε βάρος του διάφορα Εντάλματα Φυλάκισης, που κατά περίπτωση κάλυπταν συγκεκριμένες περιόδους.
Παρεμβάλλεται ότι στις 21/7/2022 είχε καταχωρηθεί σε βάρος του Εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ποινική υπόθεση για την εξασφάλιση της παρουσίας του στο Δικαστήριο. Κατά την ορισθείσα ως δικάσιμο ημερομηνία τέθηκαν διάφοροι όροι. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν η κατάθεση εγγύησης ύψους €10.000 με έναν αξιόχρεο εγγυητή και παράδοση των ταξιδιωτικών του εγγράφων, όρους που δεν εκπλήρωσε. Η ως άνω ποινική υπόθεση επαναπρογραμματίστηκε σε διάφορες περιπτώσεις με τελευταία ημερομηνία την 25/9/2023. Καθόλη την πιο πάνω χρονική περίοδο ο Εφεσείων δεν είχε ικανοποιήσει τους πιο πάνω όρους και παρέμενε υπό κράτηση. Στις 25/9/2023 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ακύρωσε τον όρο για καταβολή εγγύησης με αξιόχρεο εγγυητή. Ο Εφεσείων, ικανοποιώντας τους όρους εξασφάλισης της εμφάνισης του στο Δικαστήριο, ως αυτοί είχαν πλέον διαμορφωθεί, αντί να αφεθεί ελεύθερος οδηγήθηκε εκ νέου στις Κεντρικές Φυλακές προς εκτέλεση των ως άνω Ενταλμάτων Φυλάκισης που εκκρεμούσαν σε βάρος του.
Αποτέλεσε θέση του Εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκτέλεση των Ενταλμάτων Φυλάκισης που εκκρεμούσαν σε βάρος του, άρχισε κατά το χρόνο που αυτά απεστάλησαν στις Κεντρικές Φυλακές, κατά τον ίδιο στις 23/7/2022, καθ' ον χρόνο αυτός τελούσε εκεί υπό κράτηση και ως εκ τούτου, κατ' εφαρμογή ανάλογων μαθηματικών πράξεων, η έκτιση της ποινής φυλάκισης του σε σχέση με αυτά είχε ολοκληρωθεί στις 7/3/2023. Ως εκ τούτου, όπως υποστήριξε, η περαιτέρω κράτηση του μετά την αλλαγή των όρων εξασφάλισης της παρουσίας του στην ως άνω ποινική υπόθεση, η οποία έγινε στις 25/9/2023, ήταν παράνομη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συμφώνησε με τις εισηγήσεις του Εφεσείοντα και απέρριψε την αίτησή του.
Ο Εφεσείων καταχώρισε στις 14/6/2024 την υπό κρίση Έφεση. Αρχικώς υπήρχαν πέντε Λόγοι Έφεσης. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης ο 1ος Λόγος Έφεσης δεν προωθήθηκε. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι δεν θα έπρεπε να ασχοληθεί με τα ζητήματα που σχετίζονταν με την περίοδο φυλάκισης σε σχέση με τα εντάλματα 013485/20, 1714/21 και 8584/21 αφού ο Εφεσείων είχε ήδη εκτίσει την ποινή σε σχέση με αυτά. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η φυλάκιση του Εφεσείοντα δεν είχε λήξει με το σκεπτικό ότι ο χρόνος που τελούσε υπό κράτηση στο πλαίσιο προφυλάκισης δεν μπορούσε να συντρέχει με το χρόνο φυλάκισης. Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το τέταρτο ένταλμα εκτελέστηκε στις 3/4/2024. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι η κράτηση του Εφεσείοντα ήταν παράνομη.
Την ίδια ημέρα που καταχωρήθηκε η υπό κρίση Έφεση, ως είναι κοινώς παραδεχτό, ο Εφεσείων αφέθηκε τελικώς ελεύθερος. Ενόψει τούτου τέθηκε από τη Δημοκρατία προδικαστικά το ζήτημα ότι η Έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου.
Ο κ. Βραχίμης επέμενε στην προώθηση της Έφεσής του υποδεικνύοντας ότι η ανατροπή κατ' έφεση της πρωτόδικης Απόφασης είναι αναγκαία για σκοπούς επιδίωξης αποζημίωσης στη βάση της παράνομης κράτησης. Όπως το έθεσε, με δεδομένο ότι ο Εφεσείων αμφισβητεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα της φυλάκισής του, ήταν η θέση του ότι έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την πρωτόδικη Απόφαση. Επικαλούμενος δε τις πρόνοιες του Άρθρου 11(4)(γ) του Ν. 33/1964, συμφώνως των οποίων οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε μονομελή σύνθεση υπόκεινται σε έφεση, υποστήριξε ότι το δικαίωμα του Εφεσείοντα για πρόσβαση στη δικαιοσύνη που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ του δίνει δικαίωμα έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανεξαρτήτως του ότι έχει αποφυλακιστεί.
Το Προνομιακό Ένταλμα τύπου Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του παρανόμως διατελούντα υπό κράτηση πολίτη. Αρχή ή ιδιώτης που κρατεί πολίτη της Δημοκρατίας ή άτομο που βρίσκεται στην επικράτεια της, ελέγχεται ως προς τη νομιμότητα της κράτησης και στέρησης της ελευθερίας του ατόμου (Δημητράκης Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102). Η έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus προϋποθέτει την εκ μέρους του αιτούμενου το ένταλμα, απόδειξη του παρανόμου της κράτησης ή φυλάκισης (Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55). Η παράνομη κράτηση ή φυλάκιση σηματοδοτεί την προϋπόθεση για την επίκληση της διαδικασίας του Habeas Corpus. Όπως τονίσθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Farhan Khalil v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2214, «Το habeas corpus είναι ένα πολύ δραστικό μέτρο στο οπλοστάσιο του νόμου. Και είναι δραστικό ακριβώς γιατί προϋποθέτει κυριολεκτικά τη μεταφορά του σώματος του φυλακισμένου ή κρατουμένου στο Δικαστήριο προς έλεγχο της νομιμότητας της φυλάκισης ή κράτησης». Σκοπός της έκδοσης εντάλματος είναι η εξασφάλιση της ελευθερίας του ατόμου. Το εν λόγω Ένταλμα παρέχει άμεσο μέσο για την απελευθέρωση του από παράνομη ή αδικαιολόγητη κατακράτηση του. Με την έκδοση του Εντάλματος διατάσσεται η προσαγωγή του ατόμου στο Δικαστήριο το οποίο ερευνά τους λόγους της κατακράτησης του.
Το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα Basu Commentary on the Constitution of India, 5η Έκδοση, Τόμος 3, σελ. 438, αποτυπώνει με σαφήνεια τα βασικά χαρακτηριστικά του Habeas Corpus:
"The writ of habeas corpus ad subjiciendum is a prerogative writ by which the cause and validity of detention (civil or criminal) of a subject are investigated by the High Court, at the instance of the prisoner or of somebody on his behalf. It is issued in the form of an order calling upon the person, who has detained another, whether in prison or in private custody, to "have the body" of that other before the Court, in order to let the Court know on what ground the latter has been confined, and thus to give the Court an opportunity of dealing with him as the law may require. "Habeas Corpus" literally means "have the body". By the writ of Habeas Corpus the Court can cause any person who is imprisoned to be brought before the Court and obtain knowledge of the reason why his is imprisoned: and then either set him free then and there if there is no legal justification for the imprisonment, or see that he is brought speedily to trial."
Όπως υποδεικνύεται στους Halsbury's Laws of England, 4η έκδ., Τόμος 11, σελ. 771, παρ. 1456, το Ένταλμα Habeas Corpus αποτελεί μέσο θεραπείας και όχι τιμωρίας και, επομένως, όταν το πρόσωπο το οποίο κατηγορείται ότι παρανόμως κρατεί υπό τη φύλαξη του το σώμα άλλου, έχει de facto σταματήσει να έχει τέτοια φύλαξη ή έλεγχο, δεν εκδίδεται ένταλμα Habeas Corpus (βλ., επίσης, Αναφορικά με την Αίτηση του Gomma Sami Ahmet κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 572).
Στο Σύγγραμμα του Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα», σελ. 77-78, αναφέρονται οι υποθέσεις Barnado v. Ford, Gossage case [1892] AC 326 και Ex Parte Whitehead (1957) Crim. L.R. 114, στις οποίες λέχθηκε ότι είναι το γεγονός της κράτησης που προσδίδει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο ("it is the fact of detention and nothing else which gives the Court its jurisdiction") και ότι δεν εκδίδεται ένταλμα Habeas Corpus μετά την απελευθέρωση του αιτητή, και ότι το μόνο ζήτημα, που σε μια τέτοια περίπτωση παραμένει προς εξέταση, είναι αυτό των δημιουργηθέντων εξόδων. Απαράβατη, επομένως, προϋπόθεση για ενεργοποίηση της διαδικασίας για έκδοση Habeas Corpus είναι η πραγματική κράτηση.
Υπό το φως όλων όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί, είναι σαφές ότι η υπό συζήτηση Έφεση έχει παραμείνει άνευ αντικειμένου. Τυχόν επιτυχία της Έφεσης θα συνεπάγετο την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς την αρμόδια αρχή που παρανόμως κρατεί τον Εφεσείοντα. Είναι προφανές ότι τέτοια απόφαση θα ήταν ανεφάρμοστη ενόψει του γεγονότος ότι στο ενδιάμεσο ο Εφεσείων έχει αφεθεί ελεύθερος. Μετά, λοιπόν, την απελευθέρωση του Εφεσείοντα δεν έχει παραμείνει αντικείμενο της έφεσης.
Ήταν, βεβαίως, η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης είναι αναγκαίος για να δυνηθεί ο Εφεσείων να ζητήσει αποζημιώσεις για την παράνομη, όπως ισχυρίστηκε, κράτησή του. Η απόρριψη, ωστόσο, της Έφεσης λόγω του ότι δεν υφίσταται πλέον αντικείμενο, δεν επηρεάζει τη δυνατότητα του Εφεσείοντα, αν ο ίδιος το κρίνει σκόπιμο, να προβεί σε διαβήματα στη βάση της υπόθεσης Γιάλλουρου v. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, στην οποία η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ομόφωνα δέχθηκε ότι η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δημιουργεί απευθείας από το Σύνταγμα αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις από τον παραβάτη είτε πρόκειται για κρατική αρχή είτε για ιδιώτη, το οποίο μπορεί να προωθηθεί σε αστικά Δικαστήρια με σκοπό την επιδίκαση, υπέρ του θύματος της παραβίασης ανθρώπινου δικαιώματος, δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης για τη ζημιά που επήλθε ως αποτέλεσμα. Εφόσον μόνο έτσι η εξασφάλιση κάθε δικαιώματος είναι αποτελεσματική.
Τέτοια ήταν και η περίπτωση στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Farhan Khalil (ανωτέρω) όπου είχαν ασκηθεί εφέσεις εναντίον πρωτόδικων αποφάσεων σε αιτήσεις για Habeas Corpus οι οποίες κρίθηκαν άνευ αντικειμένου συνεπεία της απελευθέρωσης, στο μεταξύ, των Εφεσειόντων. Και σε εκείνη την υπόθεση όπου πρωτοδίκως είχαν απορριφθεί, μεταξύ άλλων, οι θέσεις των Εφεσειόντων ότι η συνεχιζόμενη κράτηση τους παραβίαζε το Άρθρο 11.2(στ) και το Άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ, είχε προβληθεί το επιχείρημα ότι η ανατροπή από την Ολομέλεια των πρωτόδικων αποφάσεων ήταν αναγκαία για να ανοίξει ο δρόμος για διεκδίκηση αποζημιώσεων από το Επαρχιακό Δικαστήριο για την παράνομη κράτηση τους. Η Ολομέλεια απέρριψε το εν λόγω επιχείρημα με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Η συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι είναι αναγκαία η ακύρωση των πρωτόδικων αποφάσεων ώστε να καταστεί δυνατόν να ζητηθούν αποζημιώσεις για την παράνομη κράτηση τους. Υπενθυμίζεται αμέσως ότι η παρούσα διαδικασία αφορά διαδικασία προνομιακών ενταλμάτων και όχι διοικητικής προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ώστε σε περίπτωση ακύρωσης διοικητικής απόφασης, να είναι δυνατή η καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6. Η απόρριψη όμως των εφέσεων διότι δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο, δεν επηρεάζει ενδεχομένως τη δυνατότητα των εφεσειόντων αν έτσι ήθελαν κρίνει πρέπον να προβούν σε διαβήματα στη βάση της υπόθεσης Γιάλλουρου ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558.»
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται ως άνευ αντικειμένου με έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ των Εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.