ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 93/2016)

 

 

11 Δεκεμβρίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED,

 

 

Εφεσίβλητων.

 

________________________________________________

 

    Γ.Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.

 

Θ. Χριστοδούλου για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τους Εφεσίβλητους.

 

________________________________________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

___________________________________________________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) στην Αγωγή υπ' αρ. 4251/2009, με την οποία εκδόθηκε Απόφαση υπέρ των Εφεσιβλήτων/Εναγόντων και εναντίον του Εφεσείοντα/Εναγόμενου για το ποσό των €63.519,83, πλέον τόκους.

 

Η αξίωση των Εφεσιβλήτων/Εναγόντων με βάση την Έκθεση Απαίτησης τους βασιζόταν στην εγγύηση που έδωσε ο Εφεσείων έναντι των τραπεζικών διευκολύνσεων που οι Εφεσίβλητοι παραχώρησαν στην Εταιρεία C & N Maritime Tours and Travel Ltd (εφεξής η Εταιρεία), της οποίας ο Εφεσείων ήταν Διευθυντής.

 

Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό ότι της πιο πάνω αναφερόμενης Αγωγής είχε προηγηθεί η καταχώρηση στις 20/9/2000 της Αγωγής υπ' αρ. 6096/2000 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της Εταιρείας και του Εφεσείοντα ως εγγυητή στην οποία, στις 13/11/2001, είχε εκδοθεί, απόφαση εναντίον της Εταιρείας, αφού αυτοί δεν καταχώρησαν εμφάνιση.

 

Στις 10/1/2006 και ενώ η Αγωγή υπ' αρ. 6096/2000 εκδικαζόταν, ηγέρθη θέμα στο Δικαστήριο ότι η εγγεγραμμένη επωνυμία των τότε Εναγόντων ήταν Hellenic Bank Ltd και όχι Ελληνική Τράπεζα Λτδ. Η Αγωγή αρ. 6096/2000 Ε.Δ. Λεμεσού αποσύρθηκε και απορρίφθηκε εναντίον του Εναγόμενου, χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων της Τράπεζας να καταχωρήσει νέα αγωγή εναντίον του.

 

Προτού αρχίσει η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχαν κατατεθεί Κατάλογοι Παραδεχτών Γεγονότων και Παραδεχτών Εγγράφων, με τα οποία γίνονταν παραδεχτά τα ακόλουθα:

 

i)             Η Συμφωνία τραπεζικών διευκολύνσεων ημερ. 11/4/1989 που υπέγραψαν οι Εφεσίβλητοι και η Εταιρεία μέσω των Διευθυντών της, δηλ. του Εφεσείοντα και κάποιου ονόματι Touffic Yazbeck.

ii)            Η Συμφωνία Εγγύησης ημερ. 11/4/1989 που υπεγράφη μεταξύ του Εφεσείοντα και των Εφεσίβλητων για το ποσό των Λ.Κ.20.000 (€34.172,02) πλέον τόκοι και έξοδα.

iii)          Ο τερματισμός της Συμφωνίας και της λειτουργίας του λογαριασμού και η απαίτηση των Εφεσίβλητων προς την Εταιρεία και τον Εφεσείοντα για εξόφληση του υπολοίπου του λογαριασμού.

iv)          Το υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού της Εταιρείας το οποίο ήταν €63.519,83, πλέον τόκοι προς 9% ετησίως επί ποσού €30.817,99 από 1/8/2009 μέχρι εξοφλήσεως και το οποίο είναι μικρότερο του ποσού των Λ.Κ.20.000 (€34.172,02) πλέον τόκοι προς 9% ετησίως από 11/4/1989, που ήταν το ποσό της επίδικης Συμφωνίας Εγγύησης, όπως και μικρότερο του ποσού για το οποίο εκδόθηκε απόφαση εναντίον της Εταιρείας στην Αγωγή με αρ. 6096/2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

Επιπλέον, παραδεχτά ήταν και τα ακόλουθα γεγονότα:

 

·        Στις 11/4/1989 υπογράφηκε από τον Touffic Yazbeck Συμφωνία Δικαιώματος Επίσχεσης (Lien) για εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εταιρείας.

·        Στις 8/1/1991 υπογράφηκε άλλη Συμφωνία Δικαιώματος Επίσχεσης (Lien) από τον Touffic Yazbeck για εξασφάλιση των τραπεζικών διευκολύνσεων που οι Ενάγοντες/Εφεσίβλητοι παραχώρησαν στην εταιρεία Yildizlar Lebanese Restaurant Limited.

·        Στις 27/2/1998 οι Ενάγοντες/Εφεσίβλητοι άσκησαν το δεύτερο δικαίωμα επίσχεσης και μετέφεραν στον λογαριασμό της Yildizlar το ποσό των Λ.Κ.21.625,62 (€36.949,57). Το υπόλοιπο του λογαριασμού της Εταιρείας εκείνη την μέρα ήταν Λ.Κ.21.830,54 (€37.299,69).

·        Το οφειλόμενο από την Yildizlar ποσό προς τους Ενάγοντες/Εφεσίβλητους ήταν Λ.Κ.12.623,07 και με τη μεταφορά του ποσού των Λ.Κ.21.625,62 ο λογαριασμός της Yildizlar παρουσίαζε πλεόνασμα το ποσό των Λ.Κ.9.002,55.

·        Μετά τη μεταφορά του ποσού των Λ.Κ.21.625,62 στο λογαριασμό της Yildizlar και αφού ο λογαριασμός εξοφλήθηκε, και παρουσιαζόταν πλεόνασμα, οι Ενάγοντες/Εφεσίβλητοι χρησιμοποίησαν μέρος του πλεονάσματος στις 10/3/1998 για να πληρώσουν το ποσό των Λ.Κ.1.158,93 για άλλες υποχρεώσεις που δημιούργησε η Yildizlar.

·        Στις 10/3/1998 οι Ενάγοντες/Εφεσίβλητοι αφαίρεσαν από το λογαριασμό της Yildizlar το πλεόνασμα που είχε απομείνει των Λ.Κ.7.843,62 (€13.401,62) και το μετέφεραν στον λογαριασμό της Εταιρείας που είχε εγγυηθεί ο Εναγόμενος/Εφεσείων.

·        Η Εταιρεία διαγράφηκε από το Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών στις 30/9/1994 και επανεγγράφηκε στον Έφορο Εταιρειών με την παράδοση σχετικού Διατάγματος στις 9/1/1997. Το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της Εταιρείας κατά τον χρόνο διαγραφής της Εταιρείας ήταν Λ.Κ.17.921,47 και κατά το χρόνο επανεγγραφής της Λ.Κ.21.830,54.

·        Το ποσό των Λ.Κ.21.625,62 (€36.949,57) που μεταφέρθηκε στο λογαριασμό της Yildizlar, αν μεταφερόταν στον Λογαριασμό της Εταιρείας την ημέρα της διαγραφής της (30/9/1994) θα κάλυπτε τις υποχρεώσεις της Εταιρείας προς τους Ενάγοντες/Εφεσίβλητους που ήταν Λ.Κ.17.921,47.

 

Στην Υπεράσπιση του Εφεσείοντα είχαν εγερθεί οι ακόλουθες υπερασπίσεις:

 

(α) Ότι η Ελληνική Τράπεζα Λτδ με την οποία συνάφθηκαν οι Συμφωνίες δεν είναι οι Εφεσίβλητοι (Hellenic Bank Public Company Limited).

(β) Ότι οι Εφεσίβλητοι δεν μετέφεραν τα χρήματα που υπήρχαν στο λογαριασμό του Touffic Yazbeck στο λογαριασμό της Εταιρείας.

(γ) Ότι η Εταιρεία διαγράφηκε από το Mητρώο του Εφόρου Εταιρειών.

(δ) Ότι ο Γιώργος Παφίτης, Διευθυντής του υποκαταστήματος των Εφεσιβλήτων, υποσχέθηκε στον Εφεσείοντα ότι η εγγύηση του ήταν «τυπική».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις πιο πάνω προβαλλόμενες υπερασπίσεις αξιολογώντας προς τούτο τη μαρτυρία που προσφέρθηκε. Έκρινε δε τόσο τον Εφεσείοντα, όσο και το Μ.Υ.2, Βάσο Θεοδώρου, ως αναξιόπιστους.

 

Επανερχόμαστε στους Λόγους Έφεσης. Με οκτώ Λόγους Έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης (ο 7ος Λόγος Έφεσης αποσύρθηκε).

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την Απόφασή του. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτό που έχει προκύψει είναι η άσκηση των νόμιμων και συμβατικών δικαιωμάτων των Εναγόντων/Εφεσιβλήτων. Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απαίτηση επιτυγχάνει στη βάση των παραδεχτών γεγονότων. Με τον 4ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι με βάση το γράμμα, το περιεχόμενο και το σκοπό του δικαιώματος επίσχεσης (lien), οι Εφεσίβλητοι προέβησαν δικαιωματικά στις ανάλογες μεταφορές χρημάτων με βάση και τα παραδεχτά γεγονότα και έγγραφα. Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαγραφή της πρωτοφειλέτιδας Εταιρείας δεν διαδραμάτιζε οποιοδήποτε ρόλο. Με τον           6ο Λόγο Έφεσης βάλλεται ως λανθασμένη η ερμηνεία της μαρτυρίας των Μ.Ε. 1 και Μ.Ε. 3, καθώς και η αξιολόγηση της. Με τον 8ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Hellenic Bank Ltd και η Ελληνική Τράπεζα Λτδ είναι το ίδιο νομικό πρόσωπο. Μέσω του 9ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένος ο τίτλος της Αγωγής στην εκδοθείσα Απόφαση.

 

Η εξέταση των πιο πάνω Λόγων Έφεσης που ακολουθεί δεν θα γίνει με τη σειρά που αυτοί προβάλλονται.

 

Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι είναι λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απαίτηση επιτυγχάνει στη βάση των παραδεχτών γεγονότων και ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει και τη νομική πτυχή των επίδικων παραδεχτών γεγονότων.

 

Εν πρώτοις τέτοιο εύρημα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως ισχυρίζεται ο Εφεσείων, δεν διατυπώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως ορθά επισημαίνεται από πλευράς Εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέφερε ότι η απαίτηση επιτυγχάνει στη βάση των παραδεχτών γεγονότων. Εκείνο που ανέφερε είναι ότι «Αυτό που έχει καταδειχθεί δια μέσου των παραδεκτών γεγονότων και εγγράφων και των δικογραφημένων θέσεων, είναι ότι, εάν οι δικογραφημένες θέσεις και ισχυρισμοί του εναγομένου δεν αποδειχθούν και γενικά κριθεί ο ίδιος και ο μάρτυρας που έχει καλέσει ως αναξιόπιστοι και μη πειστικοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, τότε η απαίτηση των εναγόντων έχει επιτύχει με βάση τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα και έγγραφα και ως προς το θέμα της ονομασίας των εναγόντων θα γίνει επίσης ειδική αναφορά. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο προχωρεί και αξιολογεί πρώτα την μαρτυρία του εναγομένου και του μάρτυρα που αυτός κάλεσε και ακολούθως βεβαίως θα γίνεται και ειδική αναφορά και αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων που κλητεύθησαν από τους ενάγοντες».

 

Ως εκ των ανωτέρω ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης είναι άνευ ερείσματος και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Δεδομένου του γεγονότος ότι ο 6ος Λόγος Έφεσης περιστρέφεται γύρω από την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Ε. 1 και Μ.Ε. 3, αρκεί να υπομνήσουμε την πάγια νομολογία με βάση την οποία η αξιολόγηση των μαρτύρων αποτελεί κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βλέπει και παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν, με αποτέλεσμα να πλεονεκτεί έναντι του Εφετείου. Γι' αυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι ανατροπής σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996 και Fereos Ltd v. Brothers Tobacco Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378) και μόνο εκεί όπου τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα που έκανε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ., μεταξύ άλλων, την υπόθεση Μιχαηλίδης v. Οικονομίδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288).

 

Διατείνεται ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε, ούτε αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και Μ.Ε. 3 ως προς το ζήτημα των διαβεβαιώσεων που τους καταλόγιζε ο Εφεσείων ότι είχαν προβεί σε σχέση με τη Συμφωνία Εγγύησης.

 

Έχουμε εξετάσει τα όσα η πλευρά του Εφεσείοντα έχει προβάλει και τα σημεία στα οποία ο συνήγορος της μας παρέπεμψε και έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στο σύνολό της, όπως αυτή αποτυπώνεται στα πρακτικά. Δεν διαπιστώνουμε λόγο που να δικαιολογεί επέμβαση μας για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα όσα ο συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε στη γραπτή του αγόρευση δεν είναι ακριβή με βάση τη δοθείσα μαρτυρία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς επικαλέστηκε κατά την αξιολόγηση των πιο πάνω μαρτύρων.

 

Δεν διαπιστώσαμε η αξιολόγηση να αντιστρατεύεται την κοινή λογική, αντιθέτως, οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν λογική συνέχεια και τα ευρήματα του συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία. Έχουμε την άποψη ότι δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστή δεν κρίνεται πλημμελής και η καθοδήγηση του ήταν εντός των ορθών νομολογιακών πλαισίων.

 

Ως εκ των άνω ο 6ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την Απόφασή του. Όπως υποστηρίχθηκε συναφώς στην Αγόρευση του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε να κάνει μερική αναφορά στη μαρτυρία που δόθηκε και δεν έλαβε υπόψη του τα τεκμήρια και όλα τα παραδεχτά γεγονότα που κατατέθηκαν ενώπιον του.

 

Είναι σαφές ότι η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων συνιστά αναπόσπαστο μέρος της δικαίας δίκης και «αποτελεί μορφή λογοδοσίας για την εκπλήρωση του δικαστικού έργου, υποκείμενη σε δημόσιο σχολιασμό» (βλ. Σύγγραμμα «Βασικές Πτυχές Κυπριακού Δικαίου» (2003) του Γ.Μ. Πική, στη σελίδα 95).

 

Σε μια απόφαση το Δικαστήριο οφείλει να περιλάβει τα εξής βασικά:

·        Ποια θεωρεί ως επίδικα θέματα.

·        Ποια καθοδήγηση έδωσε στον εαυτό του πάνω στο δίκαιο που τα ρυθμίζει.

·        Αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα πορίσματα του ως προς τα γεγονότα που βγαίνουν από τη μαρτυρία που το Δικαστήριο δέχεται ως αξιόπιστη.

·        Τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τα γεγονότα, τα τελικά πορίσματα και την ετυμηγορία του.

 

Στην Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540 λέχθηκε πως μια δικαστική απόφαση για να είναι δεόντως αιτιολογημένη θα πρέπει να περιέχει: 

"(a) An analysis of the evidence adduced in the light of the issues as arising and defined by the pleadings;

 

(b) Concrete findings as the necessary prelude to the judgment of the Court; and,

 

(c) A clear judicial pronouncement indicating the outcome of the case. (Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos, (1969) 1 C.L.R. 235)."

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αρχικά αποτύπωσε τις θέσεις και ισχυρισμούς των διαδίκων όπως προβάλλονταν στα δικόγραφα τους. Στη συνέχεια κατέγραψε τη μαρτυρία που δόθηκε καθώς και τα παραδεχτά γεγονότα που κατατέθηκαν. Ακολούθησε η αξιολόγηση τόσο των μαρτύρων Υπεράσπισης όσο και των μαρτύρων των Εφεσιβλήτων  με καταγραφή των λόγων για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστους τους πρώτους και αξιόπιστους τους δεύτερους. Κατά το επόμενο στάδιο της Απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διατύπωση των ευρημάτων και συμπερασμάτων του και, στο τέλος, στην κατάληξη του.

 

Ως εκ των ανωτέρω είναι σαφές ότι οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις του Εφεσείοντα είναι άνευ ερείσματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε και αξιολόγησε το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένων και των Παραδεχτών Γεγονότων και Τεκμηρίων, κατέληξε στη διατύπωση των ευρημάτων και συμπερασμάτων του.

 

Συνακόλουθα ο 1ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον 8ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Hellenic Bank Ltd και η Ελληνική Τράπεζα Λτδ είναι το ίδιο νομικό πρόσωπο. Συναφής με το Λόγο αυτό είναι και ο 9ος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου προβάλλεται ότι ο τίτλος της Αγωγής στην εκδοθείσα Απόφαση είναι λανθασμένος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο των ευρημάτων του, ανέφερε ότι οι Εφεσίβλητοι «χρησιμοποιούσαν κατά τις συναλλαγές τους την ονομασία τους τόσο στην Ελληνική όσο και στην Αγγλική γλώσσα» και ότι «είναι το ίδιο νομικό πρόσωπο» και ότι ο Εφεσείων «γνώριζε ότι συναλλασσόταν με το ίδιο νομικό πρόσωπο».

 

Εν πρώτοις θα πρέπει να επισημανθεί ότι αποτέλεσε παραδεχτό γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι, κατά το χρόνο υπογραφής των επίδικων Συμφωνιών, δεν ήταν εγγεγραμμένοι στον Έφορο ως «Ελληνική Τράπεζα Λίμιτεδ» αλλά ως «Hellenic Bank Limited».

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία - η οποία έγινε αποδεκτή - ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν και είναι γνωστοί στο ευρύ κοινό ως Ελληνική Τράπεζα Λτδ, που είναι η ελληνική μετάφραση του ονόματος Hellenic Bank Ltd, και ότι χρησιμοποιούσαν στα έγγραφα τους το όνομα τους μεταφρασμένο και στα ελληνικά.

 

Έπειτα, αν πράγματι ο Εφεσείων αμφισβητούσε την ταυτότητα των Εφεσιβλήτων, θα έπρεπε να προχωρήσει με αίτηση διαγραφής της αγωγής, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν έγινε. Όπως νομολογιακά έχει καθιερωθεί, η αμφισβήτηση της ύπαρξης ενός διαδίκου συντελείται με το αίτημα διαγραφής αγωγής εκ μέρους ανύπαρκτου διαδίκου δυνάμει της Δ.27, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. (Βλ. Sartas Importers - Distributors Ltd v. Μαρουλλή (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1446, Lioufis and Co. Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 773, K.N.G. Autoparts Ltd v. Ιωάννου (1996) 1 Α.Α.Δ. 689 και Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.ά. ν. Alpha Bank Ltd (2003) 1(B) A.A.Δ. 990). Οι υποθέσεις Lioufis and Co. Ltd - ανωτέρω - και Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. ν. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 Α.Α.Δ. 772, δείχνουν ότι όπου αγωγή εγείρεται από ανύπαρκτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η ορθή διαδικασία είναι η υποβολή αίτησης για διαγραφή ώστε να σταματήσει στη ρίζα της η ίδια η αγωγή. Η αμφισβήτηση εξουσίας ενάγοντα να εγείρει αγωγή εξ ονόματος του ιδίου ή άλλου προσώπου δεν είναι ζήτημα που επιλύεται μέσω της υπεράσπισης[1].

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Lioufis and Co Ltd v. Ανδρονίκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 773:

 «...η ύπαρξη των εναγόντων δε θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων. Οι έγγραφες προτάσεις έχουν ως λόγο τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων μεταξύ των διαδίκων. Η αντιδικία προϋποθέτει την ύπαρξη των διαδίκων. Αν ο ενάγων δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, δεν τίθεται, ούτε θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα αντιδικίας με τον εναγόμενο. Αγωγή εκ μέρους ανύπαρκτου προσώπου συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας του ενάγοντα είναι αίτηση για τη διαγραφή της αγωγής. Η θέση αυτή ευρίσκει έρεισμα στην απόφαση Russian Commercial and Industrial Bank ν. Comptoir D'Escompte de Mulhouse [1925] A.C. 112 (HL). Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση εξουσίας του ενάγοντα να κινήσει αγωγή εξ ονόματος της ενάγουσας εταιρείας δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας, με την έγερση του θέματος στην Υπεράσπιση. Η θεραπεία έγκειτο στη λήψη μέτρων, σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας, για τη διαγραφή του ενάγοντα και τον τερματισμό της διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που αμφισβητείται η ύπαρξη του ενάγοντα - (βλ. The Annual Practice 1958, σελ. 574 και 575).

Η Δ.27, θ.3, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρέχει το δικονομικό πλαίσιο για την κίνηση του μηχανισμού για τη διαγραφή αγωγής εκ μέρους ανύπαρκτου διαδίκου.

.................................»

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο 8ος και 9ος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Με τον 4ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι με βάση το γράμμα, το περιεχόμενο και το σκοπό του δικαιώματος επίσχεσης (lien), οι Εφεσίβλητοι προέβησαν δικαιωματικά στις ανάλογες μεταφορές χρημάτων με βάση και τα παραδεχτά γεγονότα και έγγραφα. Συναφής με αυτόν είναι και ο 2ος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτό που έχει προκύψει είναι η άσκηση των νόμιμων και συμβατικών δικαιωμάτων των Εφεσιβλήτων.

 

Παρά την ασάφεια που χαρακτηρίζει τους πιο πάνω Λόγους Έφεσης, ό,τι φαίνεται να είναι το παράπονο του Εφεσείοντα είναι το ότι η εξασφάλιση που έδωσε τρίτο πρόσωπο, ο Touffic Yazbeck, ο άλλος Διευθυντής της Εταιρείας, ήτοι το δικαίωμα επίσχεσης (lien) επί των χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμό του, χρησιμοποιήθηκε για εξόφληση άλλου λογαριασμού και όχι έναντι του χρέους της Εταιρείας. Ήδη έχουμε πιο πάνω αναφερθεί, στο πλαίσιο παράθεσης των παραδεχτών γεγονότων, στον τρόπο που οι Εφεσίβλητοι αξιοποίησαν και άσκησαν το δεύτερο δικαίωμα επίσχεσης (lien) που παραχωρήθηκε από τον Touffic Yazbeck.

 

Σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων, είναι σαφές από το έγγραφο της Συμφωνίας Δικαιώματος Επίσχεσης (Lien) ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης ανήκε στην ευχέρεια των Εφεσιβλήτων. Δεν είχαν ούτε και την υποχρέωση να ενημερώσουν οιονδήποτε προτού προβούν σε μεταφορά χρημάτων του Touffic Yazbeck σε άλλο λογαριασμό. Προβλέπετο, συναφώς, ότι:

 

"Further I /we agree that you may at any time without further order or notice to me/us apply such moneys. in or towards satisfaction of such indebtedness or liabilities.."

 

 

Έπειτα, με βάση το αγγλικό κοινοδίκαιο που αφορά στον καταλογισμό πληρωμών (appropriation of payments), περιλαμβανομένου και του Κανόνα Clayton που ενσωματώνονται στον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149 στα Άρθρα 59-61, αν ο οφειλέτης δεν ορίσει το χρέος για το οποίο γίνεται μια πληρωμή, ούτε μπορεί να συναχθεί από άλλες περιστάσεις η βούληση του, τότε ο πιστωτής δικαιούται κατά βούληση να αποπληρώσει τα διάφορα χρέη. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης και Άλλοι Λούκος Λτδ v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2005) 1 Α.Α.Δ. 38:

 

«Τα άρθρα 59-61* του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ενσωματώνουν το αγγλικό κοινοδίκαιο που αφορά στον καταλογισμό των πληρωμών (appropriation of payments) περιλαμβανομένου και του κανόνα Clayton. Η αρχή, είναι ότι ένας χρεώστης ο οποίος οφείλει διάφορα χρέη στον ίδιο πιστωτή έχει δικαίωμα να καθορίσει κατά το χρόνο που πληρώνει για ποιο από τα χρέη του θέλει να πιστωθεί η πληρωμή. Και εφόσον συμφωνεί και ο πιστωτής, η πληρωμή καταλογίζεται έναντι ή προς εξόφληση του συγκεκριμένου χρέους. Αν όμως ο χρεώστης δεν καθορίσει το χρέος έναντι του οποίου επιθυμεί να πιστωθεί το ποσό των πληρωμής τότε ο πιστωτής δύναται να χρησιμοποιήσει την πληρωμή έναντι ή διά την εξόφληση οποιασδήποτε προς αυτόν οφειλής του ιδίου χρεώστη.»

 

                            (H έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι ούτε με τη Συμφωνία Δικαιώματος Επίσχεσης (Lien) του Touffic Yazbeck με τους Εφεσίβλητους, ούτε με άλλο τρόπο είχε καθορισθεί σε ποιο λογαριασμό θα λογίζονταν τα χρήματα του Touffic Yazbeck που είχαν δεσμευτεί, οι Εφεσίβλητοι δικαιούνταν να τα λογίσουν έναντι οποιουδήποτε χρέους και όχι απαραίτητα έναντι του χρέους της Εταιρείας.

 

Στη βάση των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω ο 2ος   και 4ος  Λόγος Έφεσης απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.

 

Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαγραφή της πρωτοφειλέτιδας Εταιρείας δεν διαδραμάτιζε οποιοδήποτε ρόλο.

 

Αποτέλεσε θέση του Εφεσείοντα ότι, με δεδομένο ότι η Εταιρεία ήταν διαγραμμένη από το Mητρώο του Εφόρου Εταιρειών κατά την περίοδο από 30/9/1994 μέχρι 9/1/1997, οι Εφεσίβλητοι παράνομα χρέωναν το λογαριασμό με συναλλαγές και τόκους και, ως εκ τούτου, ο Εφεσείων ως εγγυητής δεν ήταν δυνατόν να ευθύνεται για χρεώσεις που έγιναν, όπως αναφέρεται, από «μη υφιστάμενη εταιρεία και/ή υπό διαγραμμένη εταιρεία». Για το ζήτημα αυτό, όπως προβλήθηκε, δεν υπήρξε οποιοδήποτε εύρημα από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  

 

Αποτέλεσε παραδεxτό γεγονός ότι η Εταιρεία διαγράφηκε από το Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών στις 30/9/1994, καθώς και ότι επανεγγράφη στις 9/1/1997.

 

Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 327(7) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, διαλαμβάνετο ότι με «την επαναφορά της επωνυμίας στο μητρώο και με την παράδοση επίσημου αντιγράφου του διατάγματος στον έφορο για εγγραφή η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ωσάν η επωνυμία της δεν διαγράφτηκε».

 

Κατά συνέπεια, εφόσον η Εταιρεία επανεγγράφη στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών, ουδεμία σημασία μπορεί, εν προκειμένω, να έχει η προηγηθείσα διαγραφή της, ούτε τέτοια διαγραφή ακυρώνει οτιδήποτε έλαβε χώρα στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της διαγραφής και της επαναφοράς της.

 

Αυτή ήταν, και ορθώς επισημαίνουμε, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Λανθασμένα, επομένως, υποστηρίχθηκε από τον Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέφερε πώς κατέληξε στο συμπέρασμα του κατά πόσο οφειλόταν το ποσό κατά το χρόνο που η Εταιρεία ήταν διαγραμμένη.

 

Έπεται ότι ο 5ος Λόγος Έφεσης δεν είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2.700, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

 

 

                              Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 



[1] Δέστε ARTESA TRADING CO. LIMITED κ.ά. v. CREDIT BANK OF MOSCOW, Πολιτική Έφεση Αρ. 147/2012, ημερ. 3/4/2018.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο