ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 69/2016)
2 Δεκεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΣΩΤΗΡΗΣ ΑΘΗΝΗ,
Εφεσείων/Ενάγων,
ν.
ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσίβλητου/Εναγομένου.
_____________________________________________________________
Α. Χαραλάμπους με Β. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Αγγελίδου (κα) με Αντ. Μιχαηλίδου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για Μ.Ξ. Ιωάννου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η ορθότητα της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) στην Αγωγή υπ' αρ. 1222/2008, με την οποία αυτή απερρίφθη λόγω της απόρριψης της εκδοχής γεγονότων που ο Ενάγων/Εφεσείων παρουσίασε στο Δικαστήριο.
Το 2008 ο Εφεσείων καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας Αγωγή εναντίον του Εφεσίβλητου αξιώνοντας την επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.15.000 το οποίο ισχυρίζετο ότι είχε δανείσει στον Εφεσίβλητο στις 4/10/2006.
Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις του Εφεσείοντα, ο Εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν ο βασικός δικηγόρος του σε ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε στο Κακουργιοδικείο Λάρνακας για εισαγωγή, κατοχή και εμπορία ναρκωτικών, στις 3/10/2006 κατά τη διάρκεια επίσκεψης του στον Εφεσείοντα που βρίσκετο στις Κεντρικές Φυλακές ζήτησε από τον Εφεσείοντα δάνειο για κάλυψη επείγουσας ανάγκης του. Όπως περαιτέρω δικογραφείτο, ενόψει των παρακλήσεων του Εφεσίβλητου και ως αποτέλεσμα της επαγγελματικής σχέσης και εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ τους, ο Εφεσείων πράγματι συμφώνησε να δανείσει τον Εφεσίβλητο με το ποσό των Λ.Κ.15.000 και για το σκοπό αυτό έδωσε οδηγίες στη σύζυγο του όπως την επομένη, στις 4/10/2006, φέρει μαζί της βιβλιάριο επιταγών για να εκδώσει ο Εφεσείων επιταγές στο όνομα του Εφεσίβλητου προς εκπλήρωση της πιο πάνω Συμφωνίας δανείου. Πράγματι την επομένη, όπως καταγράφετο στην Έκθεση Απαίτησης, ο Εφεσείων εξέδωσε δύο επιταγές των Λ.Κ.7.500 η κάθε μια εις διαταγή του Εφεσίβλητου. Ήταν όρος της Συμφωνίας, όπως προβάλλετο στην Έκθεση Απαίτησης, ότι ο Εφεσίβλητος θα επέστρεφε το πιο πάνω ποσό μετά πάροδο μερικών μηνών με τόκο 9% από την ημερομηνία είσπραξης και σε πρώτη ζήτηση. Ενώ ο Εφεσείων μετά την πάροδο ορισμένων μηνών ζήτησε την επιστροφή του πιο πάνω ποσού, ο Εφεσίβλητος ζητούσε παράταση χρόνου η οποία του δίνετο. Παρά δε τις επανειλημμένες κλήσεις του Εφεσείοντα να καταβάλει το ποσό και με επιστολή δικηγόρου στις 17/10/2007 ο Εφεσίβλητος δεν το έπραξε.
Με την Υπεράσπιση του ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε την πιο πάνω εκδοχή. Προέβαλε ότι το 2006 ο Εφεσείων τον είχε διορίσει δικηγόρο και νομικό του σύμβουλο και ταυτόχρονα του ανάθεσε την υπεράσπιση του σε σοβαρή ποινική υπόθεση στο Κακουργιοδικείο. Συμφωνήθηκε τότε όπως ο Εφεσείων του καταβάλει το ποσό των Λ.Κ.25.000 για την υπεράσπιση του και για την παροχή νομικών και άλλων υπηρεσιών. Λόγω δε του ότι ο Εφεσείων αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, ζήτησε από τον Εφεσίβλητο ευκολίες πληρωμής, όπως και έγινε. Προς τούτο ο Εφεσείων έδωσε στον Εφεσίβλητο μεταχρονολογημένες επιταγές για το ποσό των Λ.Κ.15.000, το δε υπόλοιπο ποσό των Λ.Κ.10.000, υποσχέθηκε να το εξοφλήσει σε ένα χρόνο και ο Εφεσίβλητος το αποδέχτηκε. Κατά παράβαση της Συμφωνίας μετά την αποπεράτωση της ποινικής υπόθεσης, ο Εφεσείων αρνήθηκε να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό των Λ.Κ.10.000, το οποίο ο Εφεσίβλητος, μέσω της Ανταπαίτησης που ήγειρε, αξίωσε.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης καταθέσαν για την πλευρά του Εφεσείοντα τέσσερις μάρτυρες, ο ίδιος (Μ.Ε.4), η σύζυγος του (Μ.Ε.1), ένας φίλος του (Μ.Ε.2) και ένας δικηγόρος (Μ.Ε.3). Για την πλευρά του Εναγόμενου κατέθεσε μόνο ο ίδιος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την Απόφαση του, αφού διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων είχε πληρώσει τον Εφεσίβλητο, ο οποίος ήταν ένας εκ των δικηγόρων του σε ποινική υπόθεση στο Κακουργιοδικείο, το ποσό των Λ.Κ.15.000 με δύο επιταγές, κατέληξε ότι ο Εφεσείων είχε αποτύχει να αποδείξει ότι είχε δανείσει το επίδικο ποσό στον Εφεσίβλητο, ενώ ο Εφεσίβλητος είχε αποδείξει ότι το ποσό των Λ.Κ.15.000 που είχε λάβει από τον Εφεσείοντα αφορούσε δικηγορική αμοιβή. Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων του απέρριψε τόσο την Αγωγή όσο και την Ανταπαίτηση.
Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη στη βάση πέντε Λόγων Έφεσης. Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Εφεσείων δεν απέδειξε με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι το ποσό των Λ.Κ.15.000 το οποίο έδωσε στον Εφεσίβλητο δεν δόθηκε με σκοπό την επιστροφή του, αλλά αποτελούσε μέρος της αμοιβής του Εφεσίβλητου για τις υπηρεσίες δικηγόρου. Με το 2ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κάνει αποδεκτή την εκδοχή του Εφεσίβλητου ότι το ποσό των Λ.Κ.15.000 είχε δοθεί ως αμοιβή παρά την απόρριψη της εκδοχής του για την ύπαρξη συμφωνίας για πρόσθετη αμοιβή ύψους Λ.Κ.10.000. Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην προσδώσει βαρύτητα στη μαρτυρία του Μ.Ε.2, ενώ με τον 4ο Λόγο Έφεσης η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην προσδώσει βαρύτητα στη μαρτυρία του Εφεσείοντα παρά το γεγονός ότι τον έκρινε αξιόπιστο. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα στον Εφεσείοντα/Ενάγοντα για την απόρριψη της Ανταπαίτησης.
Κρίνεται σκόπιμο να επικεντρωθούμε στον 1ο και στον 4ο Λόγο Έφεσης με τους οποίους ουσιαστικά προσβάλλεται τόσο ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε/αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία σε σχέση με την εκδοχή του Εφεσείοντα, όσο και τα ευρήματα γεγονότων στα οποία αυτό προέβη.
Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου η αιτιολόγηση της απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αυτό διασφαλίζεται και από το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος το οποίο επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής λειτουργίας (βλ. Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235, Pioneer Candy Ltd and another v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 540, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320). Η αιτιολόγηση μιας απόφασης είναι αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης δίκης και αποτελεί μορφή λογοδοσίας για την εκπλήρωση του δικαστικού έργου. Η αιτιολόγηση βασίζεται κατά κανόνα στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Μια γενική αναφορά στη μαρτυρία δεν είναι από μόνη της αρκετή (βλ. Ανδρέου ν. Χριστοφόρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 828).
Όπως αναφέρθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Μελισσάς v. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 188/2016, ημερ. 31/10/2024:
««Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι μέρος της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης. Η αιτιολογία κάθε δικαστικής απόφασης εξαρτάται από το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων είναι καθήκον των Δικαστηρίων και δικαίωμα εκάστου διαδίκου». Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε την πλούσια νομολογία μας. Ενδεικτικά και μόνο θα παραπέμψουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Ναταλίνου Ναούμ ν. Chris Cash & Carry Ltd, Πολ. Έφ. 291/2013, ημερ. 20.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:A321:
«Ως γνωστό, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι του Εφετείου. Να επαναλάβουμε πως τα ευρήματα αξιοπιστίας διακρίνονται από το βάρος απόδειξης (Γιαννάκης Αγαπίου ν. Αννέτας Παναγιώτου (1988) 1 CLR, 257 και Εθνική Τράπεζα ν. Χ΄΄ Νέστορος (1990) 1 ΑΑΔ, 41). Εμείς δεν μπορούμε από τα πρακτικά της υπόθεσης, που περιέχουν τη μαρτυρία των μαρτύρων, να καταλήξουμε ποιοι μάρτυρες είναι αξιόπιστοι και ποιοι αναξιόπιστοι (C & A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) ΑΑΔ, 1273). Αυτός που είδε και άκουσε τους μάρτυρες είναι ο Πρωτόδικος Δικαστής (Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) ΑΑΔ, 614), ο οποίος είναι και ο κατ΄ εξοχήν αρμόδιος να προβεί σε ευρήματα αξιοπιστίας, στα οποία δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου για συγκεκριμένους λόγους που δεν χρειάζεται να παραθέσουμε. Μάλιστα, τα Δικαστήρια κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας οφείλουν να συσχετίζουν τη μαρτυρία εκάστου μάρτυρα και με το σύνολο της μαρτυρίας που άπτεται των κρίσιμων σημείων της (Mustafa v. Κακουρή κ.α. (2002) 1(Α) ΑΑΔ, 165 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ, 506), κάτι που επίσης ελλείπει από την πρωτόδικη απόφαση.»»
Στην υπό συζήτηση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε να αποφασίσει κατά πόσο ο Εφεσείων είχε αποδείξει την εκδοχή που προέβαλε ότι, δηλαδή, είχε δανείσει στον Εφεσίβλητο το ποσό των Λ.Κ.15.000 και ο Εφεσίβλητος δεν του το είχε επιστρέψει ή κατά πόσο το ποσό αυτό αποτελούσε μέρος της δικηγορικής αμοιβής του Εφεσίβλητου, όπως ήταν η εκδοχή του τελευταίου. Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο Εφεσείων είχε δώσει στον Εφεσίβλητο δύο επιταγές ημερ. 4/10/2006 για το ποσό των Λ.Κ.7.500 εκάστη, οι οποίες και εξαργυρώθηκαν.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, που ήταν και η ουσιαστική μαρτυρία που προσεφέρθη προς απόδειξη της εκδοχής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ο ενάγοντας, ΜΕ4 μου έκανε καλή εντύπωση. Η μαρτυρία του ήταν σταθερή και συνεπής ως προς την ουσία της και κατ' επέκταση πειστική. Στο μέρος όμως της μαρτυρίας του ότι οι ΛΚ15.000 αφορούσαν δανεικά προς τον εναγόμενο δεν μπορώ να προσδώσω βαρύτητα και επεξηγώ. Ο ενάγοντας μου φάνηκε ανοιχτομάτης άνθρωπος, αδυνατώ συνεπώς να δεχθώ ότι θα έκανε τη λανθασμένη κίνηση να δώσει δανεικά στο δικηγόρο του και ειδικότερα αντίθετα με τη συμβουλή του φίλου του δικηγόρου, ΜΕ3.»
Όπως προκύπτει, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο εξαρχής επισημαίνει στην Απόφαση του ότι ο Εφεσείων του είχε κάνει καλή εντύπωση και ότι η μαρτυρία του, ως προς την ουσία της, ήταν σταθερή και συνεπής και, κατ' επέκταση, όπως το έθεσε, πειστική, δεν απέδωσε, στο τέλος, οποιαδήποτε βαρύτητα στην ουσία της ίδιας της εκδοχής του που αναφερόταν σε παραχώρηση δανείου ύψους Λ.Κ.15.000 προς τον Εφεσίβλητο. Δεν είναι αντιληπτό πώς, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε, όπως καταγράφει στην αξιολόγηση του, αποκομίσει καλή εντύπωση σε σχέση με τον Εφεσείοντα θεωρώντας, μάλιστα, τη μαρτυρία του πειστική, για το μοναδικό ζήτημα που αυτός κλήθηκε να καταθέσει και το οποίο συνιστούσε την επίδικη, στην υπόθεση, διαφορά, η μαρτυρία του τελικώς να μην γίνεται αποδεκτή. Και τούτο στη βάση της εκτίμησης του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν «θα έκανε την λανθασμένη κίνηση να δώσει δανεικά στο δικηγόρο του και ειδικότερα αντίθετα με τη συμβουλή του φίλου του δικηγόρου» επειδή «φάνηκε» στο Δικαστήριο να είναι «ανοικτομάτης άνθρωπος».
Η αξιολόγηση μιας μαρτυρίας είναι λεπτό και δύσκολο έργο και το Δικαστήριο θα πρέπει να δίνει πάντοτε επαρκείς λόγους για την αποδοχή ή απόρριψη αυτής, με γνώμονα όχι μόνο την καθ' αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του μάρτυρα στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, 346).
Είναι γεγονός ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιτρέπει την αποδοχή μέρους μιας μαρτυρίας και την απόρριψη άλλου μέρους. Η ευχέρεια αυτή όμως του Δικαστηρίου δεν είναι απόλυτη και ανεξέλεγκτη. Είναι αναγκαίο όπως μια τέτοια προσέγγιση να αιτιολογείται πλήρως. (Βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506). Δεν είναι τέτοια, ωστόσο, η υπό συζήτηση περίπτωση. Στην υπό κρίση περίπτωση, η μη αποδοχή της εκδοχής του Εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με ό,τι προηγουμένως το ίδιο το Δικαστήριο είχε καταγράψει τόσο σε σχέση με την εντύπωση που του προκάλεσε ο Εφεσείων, όσο και σε σχέση με τη μαρτυρία του που την είχε αξιολογήσει ως πειστική.
Είναι, συνεπώς, η απόφαση μας, ότι η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας και τα ευρήματα που βασίστηκαν σ' αυτή, πλημμελής και αναιτιολόγητη.
Είναι αλήθεια, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επεμβαίνει το Εφετείο στα ευρήματα στα οποία καταλήγει το Δικαστήριο με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του.
Στην υπόθεση Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200 έχουν λεχθεί τα εξής:-
«Είναι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που επεμβαίνει το εφετείο στα ευρήματα στα οποία καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατάθεσαν ενώπιον του. Για τις ανάγκες της υπόθεσης αυτής είναι αρκετό να σημειώσουμε πως η εσφαλμένη καθοδήγηση αναφορικά με τη μαρτυρία, η παράλειψη λήψης υπόψη περιστάσεων ουσιωδών για την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και η ανεπαρκής αιτιολογία της κρίσης αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, αποτελούν περιπτώσεις η διαπίστωση των οποίων επιβάλλει την επέμβαση του Εφετείου (Βλέπε Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, Kkafa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372, Polycarpou v. Polycarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Ramez Maranouh v. Μάρω Αγαπίου και Άλλου (1989) 1 Α.Α.Δ. 377, Μόδεστου Πίτσιλλου ν. Δημητράκη Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691, Φοίβος Μαυρίδης ν. Rima J. Dharaghji και Άλλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013).»
Οι Λόγοι Έφεσης 1 και 4, με τους οποίους ουσιαστικά προσβάλλεται τόσο ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, όσο και τα ευρήματα γεγονότων στα οποία αυτό προέβη, είναι βάσιμοι. Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι Λόγοι Έφεσης.
Έχουμε καταλήξει ότι η Έφεση πρέπει να επιτύχει. Ένεκα όμως της απόφασης μας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα που βασίστηκαν σ' αυτή είναι πλημμελής και λανθασμένη, το Εφετείο δεν μπορεί πρωτογενώς να αξιολογήσει τη μαρτυρία για να εκδώσει οποιαδήποτε ετυμηγορία. Αναπόφευκτα, κατά συνέπεια, η υπόθεση πρέπει να οδηγηθεί σε επανεκδίκαση, ενώπιον άλλου Δικαστή.
Ως εκ των ανωτέρω, η Έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο οποίος αναμένεται ότι θα δώσει προτεραιότητα στην εκδίκασή της.
Επιδικάζονται προς όφελος του επιτυχόντα Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου €3.600 έξοδα έφεσης, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.