ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-justice
(Πολιτική Έφεση Αρ. 25/2024)
4 Δεκεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.14/2024
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ κ.κ. 1. DMITRY IVANOV 2. RURIC AB (PUBL) KAI 3. ROMAN SPIRIDONOV ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 09/07/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18/06/2024, ΓΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ (INTERIM RECEIVER) ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΑΡ. 462/2022 Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ
____________________
Η. Κυριακίδης με Δ. Χριστοδούλου (κα), για Ηρακλής Ν. Κυριακίδης
Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητείται η Απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απερρίφθη η αίτηση των Εφεσειόντων για παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του μονομερώς εκδοθέντoς διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Αίτηση Εκκαθάρισης με αρ. 462/2022, ημερ. 9.5.2024.
Για σκοπούς ευχερούς κατανόησης των ζητημάτων που εγείρονται κρίνεται επιβεβλημένη η παράθεση, συνοπτικά, των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, ως αναδύονται από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το 2022 καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού Αίτηση Εκκαθάρισης της εταιρείας Avestra Group Holding Ltd (Avestra) από τον I.B., ο οποίος κατέχει το 25% του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας. Στο πλαίσιο της Αίτησης, και μετά την καταχώρηση μονομερούς αίτησης, εξασφαλίστηκαν, στις 17.11.2022, συγκεκριμένα διατάγματα. Ενώ η εν λόγω αίτηση εκκρεμούσε, ο Αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση στις 18.6.2024, εξασφαλίζοντας το επίδικο προσωρινό διάταγμα, με το οποίο διορίστηκε ενδιάμεσος παραλήπτης (interim receiver) και άλλα συναφή διατάγματα, ενώ, για κάποια διατάγματα που αξιώνονταν, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοσή τους μονομερώς. Το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα επιδόθηκε στις 11.7.2024 στους Εφεσείοντες, που ήταν οι άλλοι τρεις μέτοχοι της εταιρείας Avestra, μέσω των τότε δικηγόρων τους. Στη συνέχεια, οι Εφεσείοντες διόρισαν νέους δικηγόρους, οι οποίοι καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση.
Η νομικοί λόγοι, που προωθήθηκαν για επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου, ήταν ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, εφόσον απουσίαζε το στοιχείο του κατεπείγοντος για την έκδοσή του και ότι υπήρξε κατάχρηση και παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης λόγω (α) της ύπαρξης προγενέστερης ενδιάμεσης «ταυτόσημης» αίτησης, η ακρόαση της οποίας ουσιαστικά προδικάστηκε μέσω του επίδικου διατάγματος, το οποίο κατέστησε άνευ αντικειμένου την ένσταση των Εφεσειόντων και (β) η εταιρεία Avestra, η οποία αποτάθηκε δύο φορές στο Δικαστήριο για να ακουστεί πριν την έκδοση του διατάγματος, ενώ είχε το δικαίωμα, έστω περιορισμένο, να της επιτραπεί τούτο σε «opposed ex parte» διαδικασία, δεν έλαβε καμία απάντηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του θεώρησε βαρύνουσας σημασίας το γεγονός ότι οι Aιτητές, ενώ λίγες ημέρες μετά την έκδοση του επίδικου διατάγματος είχαν τη δυνατότητα να εμφανιστούν και εμφανίστηκαν μέσω άλλων δικηγόρων στην αίτηση, δεν καταχώρησαν ένσταση. Θεώρησε δε ότι οι Εφεσείοντες δεν δικαιολογούνται να επιδιώκουν προνομιακή θεραπεία όταν οι ίδιοι, για 45 περίπου μέρες, δεν έπραξαν οτιδήποτε για να επισπεύσουν, με την καταχώρηση ένστασης, τη διαδικασία εκδίκασης της αίτησης, ούτε είναι ορθό να επικαλούνται γι΄ αυτήν την απραξία τους την πρόθεση τους να εξεύρουν νέους δικηγόρους, τις θερινές διακοπές, όπως και άλλα στα οποία γίνεται αναφορά στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης για άδεια για Certiorari, το οποίο «δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο έφεσης ή ένστασης και δεν χορηγείται δικαιωματικά.». Στη βάση των γεγονότων που είχαν τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, το τελευταίο έκρινε ότι αυτά ήταν τέτοια που το δικαιολογούσαν να εξετάσει τις προϋποθέσεις έκδοσης του προσωρινού διατάγματος στην απουσία της άλλης πλευράς, ακόμα και μετά που ανέβαλε την αίτηση, δίδοντας οδηγίες για καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Παρατήρησε, περαιτέρω, ότι η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εξεδόθη το προσωρινό διάταγμα συνεχίζει να είναι ζωντανή με υφιστάμενη τη δυνατότητα στους Αιτητές να ενστούν και να ακουστούν επί της αιτήσεως, ενώ, σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν από την απόφαση επί της αιτήσεως, έχουν το δικαίωμα να καταχωρήσουν έφεση και να αιτηθούν την επίσπευσή της. Έκρινε, περαιτέρω, ότι δεν είχαν αποκαλυφθεί εξαιρετικές περιστάσεις.
Με τους ακόλουθους τρεις λόγους οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης:
(Α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι Εφεσείοντες καθυστέρησαν και/ή επέδειξαν απραξία με την έκδοση του επίδικου διατάγματος, με τρόπο που να κωλύονται να επικαλούνται την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου.
(Β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του και δεν παραβίασε τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης εκδίδοντας το επίδικο διάταγμα.
(Γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, δεν έλαβε καθόλου υπόψη και δεν αναφέρθηκε καθόλου σε αυτές και τις συνθήκες που τέθηκαν υπόψη του από τους Αιτητές, οι οποίες καθιστούν αναγκαία την ανάληψη της προνομιακής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων ανέπτυξε, με περισσή λεπτομέρεια και επιμελώς, τους λόγους έφεσης, τόσο με γραπτή αγόρευση, όσο και προφορικά ενώπιον μας.
Η γραμμή της νομολογίας για τέτοιου είδους υποθέσεις είναι σαφής. Όπως επαναλήφθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/2021, ημερομηνίας 6.4.2021:
«Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση». Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019 και Αυγουστή, Πολ. Έφ. Αρ. 133/2019, ημερ. 12.2.2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.
Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για certiorari ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για συγκεκριμένους λόγους [.].»
Είναι σαφές ότι το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του, κατά την απόφανση παροχής (ή όχι) άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, ενασκεί διακριτική ευχέρεια. Πότε το Εφετείο επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφέρθηκε στην υπόθεση Μαρκιτανή (2000) 1 ΑΑΔ 923:
«(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak (1927) A.C. 732, Evans v. Bartlam (1937) A.C. 473, Young v. Thomas (1892) 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones (1939) 3 All E.R. 892).».
Στη βάση των πιο πάνω αρχών θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης.
Ο περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018, ως αυτός τροποποιήθηκε, προνοεί τα ακόλουθα:
«5.(1) Αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την ημέρα που ο αιτητής λαμβάνει γνώση της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.».
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Δικηγορικής Εταιρείας Γιάννης Παπαζαχαρία ΔΕΠΕ, Πολ. Έφ. Αρ. 7/2023, ημερ. 10.4.2024 και Αναφορικά με την Αίτηση της Ξένιας Χαραλάμπους Κριθαρίδου, Πολ. Έφ. Αρ. 6/2023, ημερ. 24.9.2024, κατέστη σαφές ότι η προβλεπόμενη προθεσμία των 45 ημερών δεν είναι δικαιωματική. Αυτός που επικαλείται την προνομιακή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, οφείλει να πράττει τούτο με ιδιαίτερη σπουδή. Η εν λόγω αρχή δεν αμφισβητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων. Εκείνο που προβάλλει είναι ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα εξέλαβε ότι οι Εφεσείοντες αδράνησαν και υπέδειξαν απραξία, όπως και ότι είχαν τη δυνατότητα καταχώρησης ένστασης, καθότι κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζετο από τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα που τέθηκαν στην Αίτηση.
Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της Αίτησης δεν ήταν καθοριστική για την τύχη της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλους τους παράγοντες που εξετάζονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις και δεν περιορίστηκε στην παρατηρηθείσα καθυστέρηση. Αποτελεί γεγονός που προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, ότι οι δικηγόροι των Εφεσειόντων δήλωναν, μέχρι και την 14.8.2024, την πρόθεση τους να αποσυρθούν από δικηγόροι τους και αναζητούσαν αντικαταστάτες δικηγόρους. Βεβαίως, πρόκειται για μία γενική τοποθέτηση των Εφεσειόντων, χωρίς να τεκμηριώνονται τα βήματα που λήφθηκαν για να εξεύρουν νέους δικηγόρους, πέραν της επίκλησης των θερινών διακοπών. Παρατηρείται, επίσης, ότι, ενώ οι Εφεσείοντες επικαλούντο τη δραστικότητα των διαταγμάτων ως εξαιρετική περίσταση που δικαιολογεί την επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας, δεν έπραξαν οτιδήποτε για να εκδικαστεί η αίτηση τους έγκαιρα, ώστε να αποφασιστεί κατά πόσο ορθά εκδόθηκε ένα τόσο, κατά την εισήγηση, δραστικό διάταγμα. Η καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης την τελευταία ημέρα που δικαιούντο με βάση τον πιο πάνω Διαδικαστικό Κανονισμό, δεν συνηγορεί υπέρ των θέσεων τους. Παρά την ως άνω επισήμανση, δεν θεωρούμε ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της Αίτησης θα μπορούσε από μόνη της να καθορίσει την τύχη της Αίτησης. Άλλωστε, ως ήδη έχει αναφερθεί, η απόρριψη της Αίτησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έγινε πάνω σε αυτή τη βάση.
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του και δεν παραβίασε τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, εκδίδοντας το επίδικο διάταγμα μονομερώς. Η νομολογία είναι σαφής, ότι το στοιχείο του κατεπείγοντος ή άλλης ιδιαίτερης περίστασης αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση διατάγματος επί μονομερούς αίτησης. Μόνο εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος ή άλλη ιδιαίτερη περίσταση δικαιολογείται η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) ΑΑΔ 598).
Εν προκειμένω, το κατώτερο Δικαστήριο, εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, τα σημαντικότερα σημεία της οποίας, ως έχουν σημειωθεί στην πρωτόδικη απόφαση, παρατίθενται πιο κάτω:
«Ο Αιτητής κατά την 21.11.2022 εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα παγοποίησης με το οποίο απαγορεύτηκε στην Καθ΄ ης η Αίτηση από του να πωλήσει, επιβαρύνει, εκχωρήσει ή διαθέσει οποιοδήποτε περιουσιακό της στοιχείο είτε εντός, είτε εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου μέχρι την εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτησης εκκαθάρισης ή και μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
[.]
Αποτελεί θέση των ευπαίδευτων δικηγόρων του Αιτητή ότι το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας έκδοσης προσωρινού διατάγματος διορισμού παραλήπτη οποτεδήποτε υπάρχει κίνδυνος καταστρατήγησης υφιστάμενου διατάγματος.
[.]
Το Δικαστήριο έχει μελετήσει με προσοχή ολόκληρη τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του από πλευράς Αιτητή. Η μαρτυρία αυτή ικανοποιεί, κατά πρώτο, το στοιχείο του κατεπείγοντος ώστε το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της Αίτησης στην απουσία της πλευράς των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Η εξουσία διορισμού από το Δικαστήριο προσωρινού διαχειριστή ή παραλήπτη εκπηγάζει από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Θεωρώ ότι η υπό εξέταση υπόθεση εμπίπτει στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να διοριστεί προσωρινός παραλήπτης, αφού προβάλλεται ισχυρισμός για παραβίαση υφιστάμενου διατάγματος. Στην ένορκη δήλωση του Αιτητή ημερομηνίας 18.6.2024 προβάλλεται μεταξύ άλλων ο ισχυρισμός ότι, όπως ενημερώθηκε πρόσφατα, οι μέτοχοι πλειοψηφίας της Καθ΄ ης η Αίτηση, εκτός από το διασκορπισμό των περιουσιακών στοιχείων των θυγατρικών της εταιρειών, προκάλεσαν τις θυγατρικές της εταιρείες να χορηγήσουν μη εξασφαλισμένα χαμηλότοκα δάνεια στην Avestra Bitumen Materials LLC και να εμπλακούν σε συναλλαγές που φαίνεται να ισοδυναμούν με παραβίαση των κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον προκάλεσαν την εταιρεία Avestra DMCC, θυγατρική της Καθ΄ ης η Αίτηση να χορηγήσει μη εξασφαλισμένο χαμηλότοκο δάνειο σε ένα από τους Εναγόμενους στη διαδικασία δόλιας συνωμοσίας, δηλαδή στην αγωγή 1083/23 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, μέσω δανειακής σύμβασης ημερομηνίας 28.3.2024.
Με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε εκ μέρους του Αιτητή έχω ικανοποιηθεί ότι το διάταγμα ημερομηνίας 21.11.2022 καταστρατηγείται από τους Καθ΄ ων η Αίτηση, με την αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι ο πλέον κατάλληλος τρόπος διασφάλισης της αποτελεσματικότητας του ως άνω διατάγματος είναι ο διορισμός προσωρινού παραλήπτη της Καθ΄ ης η Αίτηση. Ο διορισμός αυτός θα συμβάλει, κατά την άποψη μου, στο να μην εκμηδενιστεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων της Καθ΄ ης η Αίτηση. Σε περίπτωση που δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα υπάρχει κίνδυνος εκμηδενισμού της αξίας τους, κάτι το οποίο θα είναι ως αποτέλεσμα της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον Αιτητή.
[.]
Τα διατάγματα ορίζονται για αναθεώρηση την 16.7.2024, η ώρα 09.00.»
Είναι εμφανές, όπως υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου να εκδώσει τα εν λόγω διατάγματα μονομερώς, ήταν αποτέλεσμα μελέτης των δεδομένων της υπόθεσης. Η ύπαρξη του προηγούμενου διατάγματος δεν σημαίνει εκ προοιμίου ότι δεν θα είχε δικαιοδοσία το Δικαστήριο να εξετάσει και να εκδώσει μονομερώς διάταγμα στη βάση νέων γεγονότων. Με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του, οι Εφεσείοντες καταστρατηγούσαν το προηγουμένως εκδοθέν δικαστικό διάταγμα με την κατ΄ ισχυρισμόν αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Ως γνωστό το κατεπείγον ενός διατάγματος συναρτάται προς την αμεσότητα του κινδύνου, στην αποτροπή του οποίου αυτό αποσκοπεί. Εν προκειμένω, με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν, υπήρξε αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται το προηγουμένως εκδοθέν διάταγμα, κάτι που, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο «δικαιολογούσαν το κατώτερο Δικαστήριο να εξετάσει τις προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος στην απουσία της άλλης πλευράς». Ούτε η καταχώρηση των δύο συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων κρίνουμε ότι καθιστούσε τη διαδικασία τρωτή μη επιτρέποντας στο Δικαστήριο να εκδώσει στη συνέχεια, μονομερώς, τα διατάγματα. Η πρώτη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ήταν αποτέλεσμα αποδοχής σχετικού αιτήματος εκ μέρους των Αιτητών, για να διευκρινίσουν οι τελευταίοι ζητήματα που καθυστερημένα περιήλθαν στην αντίληψη τους. Διευκρινιστικού χαρακτήρα ήταν και η δεύτερη. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «το κατώτερο Δικαστήριο είχε αυτή την εξουσία και με την άσκηση της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε αρθεί το επείγον ή οι ιδιάζουσες περιστάσεις. Το ουσιώδες εν προκειμένω, ήταν ο χρόνος καταχώρισης της μονομερούς αίτησης και όχι η αναβολή από το ίδιο το κατώτερο Δικαστήριο της αίτησης για τους συγκεκριμένους λόγους.». Το κατά πόσο υφίσταται το κατεπείγον ή άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις εξετάζεται στο στάδιο που καταχωρείται η αίτηση και είναι αυτό που το Δικαστήριο έπραξε.
Αναφορικά με το αίτημα της Εταιρείας για να εμφανιστεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου υπό την έννοια του "opposed ex parte application", πέραν του ότι οι Εφεσείοντες δεν μπορούν να το επικαλούνται, εφόσον η Εταιρεία δεν υπέβαλε οποιοδήποτε παράπονο, το αίτημα έγινε σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου που ήταν ορισμένη η υπόθεση ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, όπως φαίνεται από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που επισυνάπτονται στην αίτηση. Συνεπώς, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση και τελικώς επίπτωση, στην υπόθεση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων αποδέχθηκε ότι εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα καταχώρησης ένστασης και πως η διαδικασία εξακολουθεί να είναι ζωντανή. Ισχυρίζεται όμως ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας.
Η πάγια νομολογία επί του θέματος παρατίθεται με ευκρίνεια στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Εν προκειμένω, όπως ορθά επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπάρχει δυνατότητα καταχώρησης ένστασης στην αίτηση και, σε περίπτωση που εκδοθεί απόφαση εναντίον τους, υπάρχει δυνατότητα καταχώρησης έφεσης και υποβολή αιτήματος για επίσπευση της εκδίκασης της.
Αναφορικά με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που επικαλούνται οι Εφεσείοντες, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με το Σταύρο Μεστάνα (2001) 1 ΑΑΔ 1469, 1477-1478, και υιοθετήθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 878, «Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ΄ ανάγκη αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες.». Στην παρούσα περίπτωση, οι εξαιρετικές περιστάσεις που επικαλούνται οι Εφεσείοντες αφορούν ισχυριζόμενες δυσμενείς επιπτώσεις από την έκδοση του διατάγματος, κάτι για το οποίο δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των δυνατοτήτων που προσφέρονται μέσω της καταχώρησης ένστασης και εκείνων της παρούσας διαδικασίας. Ως εκ τούτου, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έχουν αποκαλυφθεί εξαιρετικές περιστάσεις.
Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΧΤΘ