ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 246/16, 247/16,

147/2017

 

 

16 Δεκεμβρίου, 2024

 

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΝΤΡΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

Εφεσείουσα

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ

Εφεσίβλητης

------------------------

Α. Ιωάννου (κα), προσωπικά

Λ. Σίγαρ,  για τον εφεσίβλητο Γενικό Εισαγγελέα

------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον  Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.  Οι πιο πάνω τρεις εφέσεις στρέφονται κατά αριθμού δικαστικών αποφάσεων, συνολικά εικοσιτεσσάρων (24), που αφορούσαν στον υπολογισμό και την έγκριση εξόδων σε αντίστοιχο αριθμό ποινικών υποθέσεων. Αυτές, είχαν καταχωριστεί ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού και τις υπερασπίστηκε η εφεσείουσα υπό την επαγγελματική ιδιότητα της, ως δικηγόρος των κατηγορουμένων.  Η αμοιβή που αυτή θα ελάμβανε για την κάθε υπόθεση, θα ήταν στη βάση νομικής αρωγής που είχε παραχωρηθεί στους κατηγορούμενους, πελάτες της, στη βάση πιστοποιητικών που είχαν εκδοθεί, δυνάμει του άρθρου 7 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002, Ν.165(Ι)/2002, όπως έχει τροποποιηθεί, (Νόμος 165(Ι)/2002).  Στις πιο πάνω αποφάσεις ως προς τα έξοδα αφορούν: η Πολιτική Έφεση Αρ. 147/2017,  δύο υποθέσεις, η Πολιτική Έφεση Αρ. 246/2016 έντεκα (11) υποθέσεις και η Πολιτική Έφεση Αρ. 247/2016, επίσης, έντεκα (11) υποθέσεις. Το παράπονο της εφεσείουσας είναι η μη έγκριση στην ολότητα τους ή και καθόλου, κάποιων από τα κονδύλια που αυτή είχε υποβάλει σε κάθε σχετικό κατάλογο εξόδων.

 

Με τη συναίνεση των δύο πλευρών, οι πιο πάνω εφέσεις έχουν συνεκδικαστεί και θα εκδοθεί μια απόφαση σε σχέση με το κοινό ζήτημα το οποίο  διατρέχει και τις τρεις.  Τούτο, αφορά στο ότι η υπό αναφορά αποφάσεις για τα έξοδα δεν είναι εφέσιμες. Ηγέρθη από τον εφεσίβλητο, Γενικό Εισαγγελέα, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης εκ μέρους του και αντικρούει τη θέση της εφεσείουσας η οποία εμμένει στην προώθηση των εφέσεων.  Εν πάση περιπτώσει, η κάθε πλευρά υποστήριξε τη θέση της με αναφορά σε νομολογία, ενώ η πλευρά του εφεσίβλητου παρέπεμψε και σε πρόνοιες συγκεκριμένων νόμων οι οποίες, κατά την άποψη της, υποστηρίζουν τη θέση της, ανωτέρω.  Γίνονται αναφορές, σχετικά, στη συνέχεια. 

 

Κατ΄ αρχάς, να λεχθεί πως η καταχώρηση των εν λόγω εφέσεων, ως πολιτικών, δεν τις εντάσσει στον πιο πάνω τομέα δικαίου. Όπως έχει προαναφερθεί, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις προέκυψαν στο πλαίσιο ποινικών υποθέσεων, στις οποίες οι κατηγορούμενοι είχαν εκπροσωπηθεί από την εφεσείουσα με δωρεάν νομική αρωγή, δυνάμει του άρθρου 7(1) του Νόμου 165(Ι)/2002.  Το πιο πάνω άρθρο, ακριβώς, αναφέρει ότι εφαρμόζεται σε διαδικασίες που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4 του προαναφερθέντος νόμου.  Το τελευταίο αυτό άρθρο, προβλέπει ότι εφαρμόζεται «Σε ποινικές διαδικασίες οι οποίες εγείρονται ενώπιον  Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα που είναι δυνατό να έχει διαπράξει,.». Επομένως, οι εν λόγω εφέσεις θα εξεταστούν ως ποινικές, αφού και οι αποφάσεις για τα έξοδα είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο ποινικών υποθέσεων.

 

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το δικαίωμα έφεσης είναι δημιούργημα νομοθετήματος, (βλ. Δημοκρατία ν. Ερμογένους & άλλων (1990) 2 Α.Α.Δ. 459) και C.T. Tobacco Ltd κ.α. ν. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212).  Ειδικά το δικαίωμα έφεσης σε ποινική υπόθεση διέπεται από το άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, όπως έχει τροποποιηθεί.  Η πρόνοια, σχετικά, έχει ως εξής:

 

«Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ περί Πoιvικής Δικovoμίας Νόμoυ πληv ως άλλως πρoβλέπεται εις τo εδάφιov τoύτo, πάσα απόφασις δικαστηρίoυ ασκoύvτoς πoιvικήv δικαιoδoσίαv θα υπόκειται εις έφεσιv, ως νόμος ήθελε ορίσει, στο Εφετείο ή στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Πάσα τoιαύτη έφεσις δύvαται vα ασκηθή κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής απoφάσεως ή της επιβαλλoύσης πoιvήv τoιαύτης δι' oιovδήπoτε λόγov

Ως εκ της παραπομπής, ανωτέρω, σχετικό είναι και το άρθρο 131(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 το οποίο προβλέπει ότι:

 

«Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό.»

 

Πουθενά, όμως, στο Νόμο, Κεφ. 155 δεν προβλέπεται δικαίωμα έφεσης σε σχέση με απόφαση ποινικού δικαστηρίου για τα έξοδα υπεράσπισης και ειδικά όταν έχει εκδοθεί, σε σχέση με αυτά, πιστοποιητικό για παροχή δωρεά νομικής αρωγής όπως, έχει προαναφερθεί.  Όσον αφορά την, επίσης σχετική, πρόνοια στο άρθρο 25(2) του Νόμου 14/1960,  αυτή καθορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες χωρεί έφεση σε σχέση με ποινική υπόθεση, κατά τρόπο ώστε να μην αφήνεται αμφιβολία ότι οι υπό εξέταση εφέσεις στερούνται οιουδήποτε ερείσματος.  Τούτο, δεδομένου ότι οι υπό έφεση αποφάσεις δεν είναι ούτε αθωωτικές, ούτε καταδικαστικές, αλλά ούτε και αφορούν σε ποινή.

 

Ακριβώς, επί του συγκεκριμένου θέματος  που εδώ εξετάζεται, είναι σχετική η υπόθεση Αδάμου ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 798, από την οποία έχει αντληθεί χρήσιμη καθοδήγηση. Συγκεκριμένα, αφορούσε ποινική έφεση κατά αποφάσεων ποινικού Δικαστηρίου για τα έξοδα, που είχαν επιδικαστεί στη δικηγόρο υπεράσπισης στο πλαίσιο παραχώρησης δωρεάν νομικής αρωγής, δυνάμει του Νόμου 165(Ι)/2002, και τα έξοδα, διαφωνούσης της εφεσείουσας μειώθηκαν στα ποσά που, τελικώς, είχαν επιδικαστεί. Όπως σχετική είναι και για το επόμενο θέμα, που αφορούσε στο κατά πόσο η εφεσείουσα νομιμοποιείτο να καταχωρήσει, η ίδια, υπό την ιδιότητα της αυτή, τη συγκεκριμένη έφεση.  Κρίθηκε και επί του θέματος αυτού, ότι αφού η εφεσείουσα δεν ήταν κατηγορούμενη στις ποινικές υποθέσεις, δεν είχε και δικαίωμα στην έγερση των συγκεκριμένων εφέσεων.  Όπως λέχθηκε, εν κατακλείδι,  στην πιο πάνω υπόθεση: «Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω ότι δεν στοιχειοθετείται δικαίωμα έφεσης ούτε για το συγκεκριμένο θέμα αφού δεν πρόκειται για αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ή απόφαση ποινής.  Δεν στοιχειοθετείται επίσης η νομιμοποίηση της δικηγόρου ως εφεσείουσας.».  Εδώ, το τελευταίο ανωτέρω θέμα, εξετάζεται παρεμπιπτόντως, δεδομένου ότι η νομιμοποίηση της εφεσείουσας στην έγερση των εφέσεων δεν ετέθη εκ μέρους του εφεσίβλητου.

 

Ένα τελευταίο θέμα αφορά στο κατά πόσο δικαιολογείται να επιδικαστούν σε βάρος της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου έξοδα, δεδομένης της κατάληξης, ως άνω, των εφέσεων.  Η υπόθεση Αδάμου ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, παρέχει καθοδήγηση σε σχέση και με την πτυχή αυτή.  Συγκεκριμένα, κατ' επίκληση του άρθρου 151[1] του Νόμου Κεφ. 155, επιδικάστηκαν έξοδα εναντίον της εκεί εφεσείουσας, δεδομένης της παντελούς έλλειψης οιουδήποτε ερείσματος όσον αφορά τις εφέσεις.  Το ίδιο διαπιστώνεται να ισχύει και σε σχέση με τις υπό εξέταση εφέσεις.  Ως εκ τουτου κρίνεται ορθό όπως επιδικαστούν έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000.-.

 

 

 

   

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                     Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                                Α. ΔΑΥΪΔ, Δ.

 

 

                       

 

 

 

/γκ



[1] (1) Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία σε κάθε διαδικασία δυνάμει του Μέρους αυτού να επιδικάζει όπως καταβληθούν από τους διαδίκους σε αυτή ή στους διαδίκους σε αυτή τέτοια έξοδα ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο:

 

Νοείται ότι δεν εκδίδεται τέτοιο διάταγμα εναντίον Νομικού Λειτουργού.

 

(2) Οποιαδήποτε έξοδα που επιδικάστηκαν δυνάμει του άρθρου αυτού είναι εισπρακτέα κατά τον τρόπο που προβλέπεται για την είσπραξη χρηματικών ποινών δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο